ΠΟΙΗΜΑΤΑ
POEMS
-
1973
Μες στην ταβέρνα
Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δεν μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε
που πετούσες με πλατειά φτερά
τώρα ο καθένας
τη ζωή σου την κλωτσοβολά.
Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.
Ήσουν ωραίος σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.
-
1973
Άστατο πουλί
Ήρθε στ’ όνειρό μου
άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.
Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ
θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.
Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ
γύρω μου σκοτάδι
και ψιλή βροχή.
Τη δική μου αγάπη
δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.
Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά
μα η δικιά μου αγάπη
πάντα εσέ ζητά.
Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.
[Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε].
-
1973
Στην Ανατολή
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι
γλυκοκελαηδεί.
Και μου λέει και μου λέει
με πικρό καημό
και μου λέει και μου λέει
κάποιο μυστικό.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή μελαχρινό παιδί
δεν μπορεί να κλάψει
κι όλο τραγουδεί.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή ο γιος του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει
κι είναι Κυριακή.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή κάνε μιαν ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή.
-
1973
Φωτιές Φωτιές
Φωτιές φωτιές
μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς
κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές
γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς
παλικάρι μου.
Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.
Ήσουν ήλιος, ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τα ‘σκιασε η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.
Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο εσύ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.
-
1973
Δέκα παλικάρια
Δέκα παλικάρια από την Αθήνα πάνε βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα ε γιαλό.
Ξεκινήσανε με την αυγούλα
βάρκα γιαλό
αρμενίσανε
στο γαλανό νερό.
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα ε γιαλό.
Κεραυνοί τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα ε γιαλό.
Τραγουδούσαν και γελούσαν
δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες
βάρκα ε γιαλό.
Μα τα τανκς τώρα τους ζώνουν
και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει
βάρκα ε γιαλό.
-
1973
Βουνά σας χαιρετώ
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο
δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά
αυτή μόνο θα νοιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
-
1973
Νεκρή Εποχή
1
Η μεγάλη λεωφόρος η μεγάλη λεωφόρος
γεμάτη χορτάτους απαστράπτουσα
δεξιά τα λεωφορεία αριστερά οι πεζοί
οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα
και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών
οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο
παγωτά πασατέμπο προφυλακτικά
εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή
“Κατάστημα Υποδημάτων”
σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας
ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο
κοιτάζοντας ίσως μέσα μου
και μη βρίσκοντας τίποτα
απολύτως τίποτα
ούτε φώτα ούτε βιτρίνες ούτε ρεκλάμες
ούτε ακόμα και υπονόμους
σκέφτηκα το μεγάλο λάθος
το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα
τη μεγάλη λεωφόρο τη μεγάλη λεωφόρο
το λεωφορείο τους καλούς τους σκύλους
και τους μελλοθάνατους.
2
Είναι η εποχή μας κολοβή * ξεκίνησε περήφανη σαν παγώνι
με σημαίες και με ταμπούρλα *
ανέπνευσε έως θανάτου * σκόρπισε γιασεμί και μέλι
εθώπευσε γοήτευσε εμέθυσε *
πλήθη πρώην σκλάβων * και νυν αιχμαλώτων
εξηπάτησε *
3
Ο άλλος που ήμουν εγώ έγινα ξανά ο ίδιος
τη στιγμή που σε γνώρισα
δηλαδή όταν πίστεψα ότι σε γνώρισα
ενώ στην πραγματικότητα ζούσα το όνειρο
ενός Κύκλωπα
ερωτευμένου.
4
Δεν με πίστεψες * κι αυτό το βρίσκω φυσικό
γιατί ξέρω πως η φωνή μου * χάνεται
* στους μεγάλους ορίζοντες
στα σκοτεινά δωμάτια * και στους καθρέφτες
* κ’ εκείνο το σαξόφωνο
που έπνιξες *
κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου * την ξεχασμένη ζωή μου
σαν ένα ρούχο * πλάι στην κόκκινη βάρκα
* του Ιουλίου.
5
Τις σημαίες τις σημαίες ποιοι τις βαστούν
ποιοι βαστούν τις σημαίες
τα λάβαρα τα εξαπτέρυγα
τα πολύχρωμα πλακάτ
με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά
τις λέξεις μπουρλότα.
Προχωρούν βαθειά μέσα στα πλήθη
μέσα στα πλήθη κι αυτά υποφέρουν
υποχωρούν χαίρονται κραυγάζουν
εκρήγνυνται.
Και μέσα από τις χιλιάδες φωτιές πυρκαγιές
πυρκαγιές
πυρήνες
καταιγίδες
η ιστορία αναπλάθεται
και βγαίνει αυτός ο γνωστός μας τύπος
ο γνωστός τύπος
ο κυρ - Παπαδόπουλος
αυτός που όλοι τον ξέρουμε
και που κανείς δεν περίμενε.
Τόση σοφία τόση σοφία είχαμε
ώστε να μη δούμε
να μη δούμε -ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη-
το πιο ακριβό μας δημιούργημα
αυτό που μας κόστισε
μας κόστισε τόσο ακριβά
ακριβά και τελεσίδικα.
6
Να μάθεις να περιμένεις
και να περιμένεις
πάντα μαθαίνοντας
και πάντα περιμένοντας
να ελπίζεις
και πάντα ελπίζοντας
να περιμένεις
μαθαίνοντας
την πίκρα.
7
Όταν όπως μέσα στη νύχτα το σκοτάδι αναδιπλώνεται
χτυπημένο από λάμψη μακρινής αστραπής
μέσα στη χαμένη ζωή μου χαμένη μέσα σε πλήθη και λάμψεις
ήρθε ένα φως μακρινό με τη δύναμη του τέλους
να σημάνει την αρχή της ζωής μου που πέθανε και πάλι ξανάζησε
έτοιμη πάντα για τους μεγάλους θανάτους που μας οδηγούν σταθερά
στην κοίτη εκεί που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν.
Κ’ έτσι είδα ξανά το εξαίσιο θέαμα
την ωραία πομπή που δεν ήταν παρά γλώσσες φωτιάς
μιας φωτιάς που καιγόταν και ξανάναβε από τον εαυτό της
και προχωρούσε περήφανη και σημαντική
πάντα ενάντια στον άνεμο των άστρων
που στροβιλίζοντας μέσα στο πρώτο χάος
βυθιζόταν μέσα στη χοάνη της μεγάλης νύχτας
που ήταν η ίδια η ψυχή μου.
Πώς να μείνω αδιάφορος σ’ αυτή την πύρινη σύγκρουση
καμωμένη από τα στοιχεία μου στοιχεία ονείρου και προσμονής;
Ήμουν εγώ η χοάνη και ο αστρικός άνεμος
ήμουν εγώ η σύγκρουση λίγο πριν από την σύγκρουση
και η φωτιά και η πορεία και η απουσία και το κενό
έτσι που στο τέλος δεν ήμουν τίποτα
όμως ένα τίποτα μεγαλειώδες
πολύ περισσότερο μεγαλειώδες από χίλιους θανάτους ενωμένους
παντοδύναμους και υπέροχους
καθώς σφραγίζουν με την αιμάτινη βούλα τους
το γαλάζιο αιδοίο της ζωής έτοιμο πάντα
να δεχτεί το κοντάρι του ήλιου που είναι ο άλλος εαυτός μου.
Δεν είδα τίποτα δεν έμαθα τίποτα δεν ξέχασα τίποτα
απ’ όλα τα τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα το καινούριο μου πρόσωπο
θα ‘ναι κι αυτό ένα καινούριο τίποτα όμως τίμιο
σαν το ψωμί που πετούν στα σκυλιά των μεγάλων δρόμων
μια στιγμή πριν συντριβούν στους τροχούς
και θα μείνουν ανάσκελα και τυμπανιαία αφού σπαράξουν
για λίγο ή για πολύ όμως αυτό δεν έχει σημασία
αφού το ψωμί έγινε αίμα εγώ έγινα αίμα
και με στεγνώνουν οι τροχοί και το χώμα και ο άνεμος
των μεγάλων φορτηγών που προχωρούν σταθερά και αδιάφορα
εφοδιάζουν με αυταπάτες και πτώματα τους αδιάφορους διαβάτες
της νεκρής εποχής μας.
Τέλος σε είδα.
Ήσουν πάντα εσύ πάντα πρώτη και τελευταία.
Ήσουν ο θάνατος ακριβώς για να σβήσουν όλα
και να γραφτεί ξανά το άλφα και το βήτα
όμως μ’ ένα καινούριο νόημα πρωτόφαντο άγνωστο και απειλητικό
που να αμφισβητεί οριστικά όλα όσα είδαμε και δεν είδαμε
όσα μάθαμε και θα μάθουμε και προπαντός όσα ξεχάσαμε για πάντα
τόσο πολύ τόσο βαθειά και τόσο πικρά που έγιναν η μνήμη μας η μοναδική
η μνήμη των βουνών μας σκεπασμένη με θυμάρια και σκίνα
φωλιές φιδιών φιδιών με σταχτιές βούλες πάνω στα πράσινα λέπια
που τόσο μοιάζουν με τις άγραφτες λέξεις γεμάτες σκοτεινά νοήματα
έτοιμα να συλλάβουν την έννοια αγάπη εντούτοις ασύλληπτη
άχρωμη άοσμη άφαντη και συγκλονιστική.
Ήρθες εσύ και εντούτοις ήσουν η ίδια
όπως θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ
όπως ακριβώς ήσουν τότε που σε γνώρισα
και τότε που δεν σε γνώρισα
και δεν θα σε γνωρίσω ποτέ
γιατί σε ξέρω γιατί σε ήξερα και σε ξέχασα για πάντα
για να μείνεις για πάντα στη μνήμη μου
φωτεινή απουσία και πόνος.
Και όλα αυτά έγιναν η μεγάλη πληγή
μεγάλη σαν κόκκινη πεδιάδα
με χώμα σκληρό αργιλώδες αιμάτινο
με ελάχιστη βλάστηση βασανισμένη από τον μεγάλο δυτικό άνεμο
δηλαδή τον άνεμο της μεγάλης δύσης
που σταθερά δολοφονεί τους ήλιους και τους αθώους
αυτούς που όπως εγώ έμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα
μαγεμένα στο γαλάζιο στο κόκκινο και στο πορτοκαλί
περιμένοντας μάταια τα χρώματα να μιλήσουν
ή να τραγουδήσουν ή να σιωπήσουν για πάντα
δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής
με μελωδίες από σιωπή
ρυθμούς και αρμονίες από σιωπή και δακρυσμένα πεντάχορδα.
Και τότε πάνω στην πεδιάδα του αιμάτινου ήχου μου
ζεμένο σε χίλια βόδια
ήρθε το αλέτρι που έχει το σχήμα της απουσίας σου
και περνά και ξαναπερνά με σχίζει και με ανασκαλεύει
ως τα ύστατα της αίσθησης και της μη αίσθησης
έτσι που όλα αλλάζουν η βλάστηση γίνεται ένα με το χώμα
για να δεχτεί το σπόρο του πρώτου δέντρου
αυτού που θα γεννήσει τον πρώτο καρπό
και θα θρέψει τον πρώτον άνθρωπο
και την πρώτη γνώση.
Σε λένε αγλάισμα.
Και ίσως ποτέ να μη μάθεις αυτό που ήξερες πάντα
γιατί ακριβώς το ήξερες πριν την αρχή του
και θα το ξέρεις πάντα μετά το τέλος του
και ούτω καθ’ εξής εις τους αιώνας των αιώνων.
-
1974
Στον συνέλληνα
Δεν έχω πια να δώσω τίποτα σε σένα
ούτε καν πια να μπω στη φυλακή
τα δυο φτερά του νου μου απλωμένα
σαν το γεράκι σ’ έρημη γη.
Δεν περιμένεις να σου δώσω τίποτ’ άλλο
τα πήρες όλα κι όλα τα ‘θαψες βαθειά
να μην τα βλέπουν και θυμούνται το μεγάλο
πόνο που φύτεψα στα χρόνια τα παλιά.
Άλλοτε μέθαγες με τσίπουρο και μπρούσκο
σήμερα πίνεις χίλια δυο διεγερτικά
πώς να με δεις πίσω από τόσα παραμύθια
πώς να μ’ ακούσεις μέσα στα ξεφωνητά.
Ήταν μια σύμπτωση καθώς μες στα πελάγη
σαν δυο καράβια συναντιώνται ξαφνικά
κι ύστερα ξαφνικά χάνονται πάλι
μες στου ορίζοντα τη νύχτα τη βαθειά.
Παρίσι, 21.12.74
-
1975
Neruda Requiem Eternam
Neruda Requiem Eternam
Λάκριμα για τους ζωντανούς
Αμέρικα σκλάβα
Σκλάβοι όλοι οι λαοί
Λακριμόζα
Ήσουν ο στερνός ήλιος
Τώρα κυβερνούν νάνοι
Ορφάνεψε η γη
Neruda Requiem Eternam.
-
1976
Εκείνος ήταν μόνος
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες, πολύ αργά
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη, αργά και το φιλί σου
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
εκείνος ήταν μόνος κι ορφανός
εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός.
Εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενες την ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή, σαν τη βροχή.
-
1976
Κόκκινο τριαντάφυλλο
Κάθε πρωί ξεκινούσαμε
να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε
ήμαστε δυο παιδιά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό.
Κάποιο πρωί για τον πόλεμο
κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε
παλεύαμε μαζί.
Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες
το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό
κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν
όνειρα, ιδανικά
γίναμε όλοι φαντάσματα
ζούμε συμβατικά.
Τώρα οι σημαίες γενήκανε
είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά
καταναλωτικά.
-
1977
Η παγίδα
Είχες τα χέρια σου γιομάτα τραγούδια
τα πόδια σου αγγίζανε το πράσινο νερό
τα όνειρά σου σεργιάνιζαν στους δρόμους
η σκέψη σου ρύθμιζε της μέρας τον ρυθμό.
Βουή τα αυτοκίνητα κι ηλεκτρικές ρεκλάμες
σκεπάζαν τον απόηχο στις φτωχογειτονιές
η νύχτα μούγκριζε στους λασπωμένους δρόμους
δυο φίλοι αντάλλασσαν τον όρκο τον ιερό.
Ποιος να σου το ‘λεγε, αυτός με την τραγιάσκα
το μάτι πύρινο, το γένι αχνιστό
το σάλιο κίτρινο κι ο λόγος του αντάρα
στα σπλάχνα γλίστραγε σαν σίδερο καυτό.
Κι εσύ τον πίστεψες και δίχως άλλη σκέψη
μπήκες στον δρόμο τον στενό, τον δίχως γυρισμό
ποιος να σου το ‘λεγε, παιδί, αυτός με την τραγιάσκα
παγίδα σου ‘στησε γλυκειά και τώρα είναι αργά.
Essen, 7.Χ.77
-
1978
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά
μου ‘μειναν στα χείλη τα τραγούδια
ξεχασμένη αγάπη μου, παλιά.
Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα
φορτωμένοι σύγνεφα βαρειά
μες στους παγωμένους δρόμους τώρα
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Τώρα περιμένουμε το θάμα
πίσω από το τζάμι το θολό
η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα
φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.
Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα
μη με περιμένεις στη γωνιά
η άνοιξη μονάχα για τους άλλους
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
-
1980
Χαίρε
Στην άκρη του καλοκαιριού
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω
το πέλαγο, τα κύματα
στα πόδια σου ν’ απλώσω.
Στην άλλη άκρη του καιρού
θα στήσω την μορφή σου
με πίκρα και με λησμονιά
θα δέσω την ψυχή σου.
Χαίρε πέτρινο λουλούδι
με το χρώμα της φωτιάς
χαίρε κόκκινο τραγούδι
απ’ το αίμα της καρδιάς.
-
1980
Το τραγούδι της γης
Το τραγούδι της γης
δεν τ’ άκουσες ποτέ
ούτε θα τ’ ακούσεις πια.
Σκότωσες όλα τα πουλιά
τα δάση
το νερό
το λαμπερό νερό
τον ποταμό.
Πάει...
Σκότωσες το χώμα
τον ήλιο
την καρδιά σου.
Ποτέ δεν θα ξαναδείς
το χρώμα τ’ ουρανού
δεν θ’ ακούσεις ποτέ
τον ήχο των χρωμάτων.
Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος.
Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή
το τραγούδι της Γης.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος
ένα “γειά σου” θα πω στη ζωή.