Νεκρή Εποχή
1973
1
Η μεγάλη λεωφόρος η μεγάλη λεωφόρος
γεμάτη χορτάτους απαστράπτουσα
δεξιά τα λεωφορεία αριστερά οι πεζοί
οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα
και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών
οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο
παγωτά πασατέμπο προφυλακτικά
εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή
“Κατάστημα Υποδημάτων”
σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας
ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο
κοιτάζοντας ίσως μέσα μου
και μη βρίσκοντας τίποτα
απολύτως τίποτα
ούτε φώτα ούτε βιτρίνες ούτε ρεκλάμες
ούτε ακόμα και υπονόμους
σκέφτηκα το μεγάλο λάθος
το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα
τη μεγάλη λεωφόρο τη μεγάλη λεωφόρο
το λεωφορείο τους καλούς τους σκύλους
και τους μελλοθάνατους.
2
Είναι η εποχή μας κολοβή * ξεκίνησε περήφανη σαν παγώνι
με σημαίες και με ταμπούρλα *
ανέπνευσε έως θανάτου * σκόρπισε γιασεμί και μέλι
εθώπευσε γοήτευσε εμέθυσε *
πλήθη πρώην σκλάβων * και νυν αιχμαλώτων
εξηπάτησε *
3
Ο άλλος που ήμουν εγώ έγινα ξανά ο ίδιος
τη στιγμή που σε γνώρισα
δηλαδή όταν πίστεψα ότι σε γνώρισα
ενώ στην πραγματικότητα ζούσα το όνειρο
ενός Κύκλωπα
ερωτευμένου.
4
Δεν με πίστεψες * κι αυτό το βρίσκω φυσικό
γιατί ξέρω πως η φωνή μου * χάνεται
* στους μεγάλους ορίζοντες
στα σκοτεινά δωμάτια * και στους καθρέφτες
* κ’ εκείνο το σαξόφωνο
που έπνιξες *
κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου * την ξεχασμένη ζωή μου
σαν ένα ρούχο * πλάι στην κόκκινη βάρκα
* του Ιουλίου.
5
Τις σημαίες τις σημαίες ποιοι τις βαστούν
ποιοι βαστούν τις σημαίες
τα λάβαρα τα εξαπτέρυγα
τα πολύχρωμα πλακάτ
με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά
τις λέξεις μπουρλότα.
Προχωρούν βαθειά μέσα στα πλήθη
μέσα στα πλήθη κι αυτά υποφέρουν
υποχωρούν χαίρονται κραυγάζουν
εκρήγνυνται.
Και μέσα από τις χιλιάδες φωτιές πυρκαγιές
πυρκαγιές
πυρήνες
καταιγίδες
η ιστορία αναπλάθεται
και βγαίνει αυτός ο γνωστός μας τύπος
ο γνωστός τύπος
ο κυρ - Παπαδόπουλος
αυτός που όλοι τον ξέρουμε
και που κανείς δεν περίμενε.
Τόση σοφία τόση σοφία είχαμε
ώστε να μη δούμε
να μη δούμε -ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη-
το πιο ακριβό μας δημιούργημα
αυτό που μας κόστισε
μας κόστισε τόσο ακριβά
ακριβά και τελεσίδικα.
6
Να μάθεις να περιμένεις
και να περιμένεις
πάντα μαθαίνοντας
και πάντα περιμένοντας
να ελπίζεις
και πάντα ελπίζοντας
να περιμένεις
μαθαίνοντας
την πίκρα.
7
Όταν όπως μέσα στη νύχτα το σκοτάδι αναδιπλώνεται
χτυπημένο από λάμψη μακρινής αστραπής
μέσα στη χαμένη ζωή μου χαμένη μέσα σε πλήθη και λάμψεις
ήρθε ένα φως μακρινό με τη δύναμη του τέλους
να σημάνει την αρχή της ζωής μου που πέθανε και πάλι ξανάζησε
έτοιμη πάντα για τους μεγάλους θανάτους που μας οδηγούν σταθερά
στην κοίτη εκεί που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν.
Κ’ έτσι είδα ξανά το εξαίσιο θέαμα
την ωραία πομπή που δεν ήταν παρά γλώσσες φωτιάς
μιας φωτιάς που καιγόταν και ξανάναβε από τον εαυτό της
και προχωρούσε περήφανη και σημαντική
πάντα ενάντια στον άνεμο των άστρων
που στροβιλίζοντας μέσα στο πρώτο χάος
βυθιζόταν μέσα στη χοάνη της μεγάλης νύχτας
που ήταν η ίδια η ψυχή μου.
Πώς να μείνω αδιάφορος σ’ αυτή την πύρινη σύγκρουση
καμωμένη από τα στοιχεία μου στοιχεία ονείρου και προσμονής;
Ήμουν εγώ η χοάνη και ο αστρικός άνεμος
ήμουν εγώ η σύγκρουση λίγο πριν από την σύγκρουση
και η φωτιά και η πορεία και η απουσία και το κενό
έτσι που στο τέλος δεν ήμουν τίποτα
όμως ένα τίποτα μεγαλειώδες
πολύ περισσότερο μεγαλειώδες από χίλιους θανάτους ενωμένους
παντοδύναμους και υπέροχους
καθώς σφραγίζουν με την αιμάτινη βούλα τους
το γαλάζιο αιδοίο της ζωής έτοιμο πάντα
να δεχτεί το κοντάρι του ήλιου που είναι ο άλλος εαυτός μου.
Δεν είδα τίποτα δεν έμαθα τίποτα δεν ξέχασα τίποτα
απ’ όλα τα τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα το καινούριο μου πρόσωπο
θα ‘ναι κι αυτό ένα καινούριο τίποτα όμως τίμιο
σαν το ψωμί που πετούν στα σκυλιά των μεγάλων δρόμων
μια στιγμή πριν συντριβούν στους τροχούς
και θα μείνουν ανάσκελα και τυμπανιαία αφού σπαράξουν
για λίγο ή για πολύ όμως αυτό δεν έχει σημασία
αφού το ψωμί έγινε αίμα εγώ έγινα αίμα
και με στεγνώνουν οι τροχοί και το χώμα και ο άνεμος
των μεγάλων φορτηγών που προχωρούν σταθερά και αδιάφορα
εφοδιάζουν με αυταπάτες και πτώματα τους αδιάφορους διαβάτες
της νεκρής εποχής μας.
Τέλος σε είδα.
Ήσουν πάντα εσύ πάντα πρώτη και τελευταία.
Ήσουν ο θάνατος ακριβώς για να σβήσουν όλα
και να γραφτεί ξανά το άλφα και το βήτα
όμως μ’ ένα καινούριο νόημα πρωτόφαντο άγνωστο και απειλητικό
που να αμφισβητεί οριστικά όλα όσα είδαμε και δεν είδαμε
όσα μάθαμε και θα μάθουμε και προπαντός όσα ξεχάσαμε για πάντα
τόσο πολύ τόσο βαθειά και τόσο πικρά που έγιναν η μνήμη μας η μοναδική
η μνήμη των βουνών μας σκεπασμένη με θυμάρια και σκίνα
φωλιές φιδιών φιδιών με σταχτιές βούλες πάνω στα πράσινα λέπια
που τόσο μοιάζουν με τις άγραφτες λέξεις γεμάτες σκοτεινά νοήματα
έτοιμα να συλλάβουν την έννοια αγάπη εντούτοις ασύλληπτη
άχρωμη άοσμη άφαντη και συγκλονιστική.
Ήρθες εσύ και εντούτοις ήσουν η ίδια
όπως θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ
όπως ακριβώς ήσουν τότε που σε γνώρισα
και τότε που δεν σε γνώρισα
και δεν θα σε γνωρίσω ποτέ
γιατί σε ξέρω γιατί σε ήξερα και σε ξέχασα για πάντα
για να μείνεις για πάντα στη μνήμη μου
φωτεινή απουσία και πόνος.
Και όλα αυτά έγιναν η μεγάλη πληγή
μεγάλη σαν κόκκινη πεδιάδα
με χώμα σκληρό αργιλώδες αιμάτινο
με ελάχιστη βλάστηση βασανισμένη από τον μεγάλο δυτικό άνεμο
δηλαδή τον άνεμο της μεγάλης δύσης
που σταθερά δολοφονεί τους ήλιους και τους αθώους
αυτούς που όπως εγώ έμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα
μαγεμένα στο γαλάζιο στο κόκκινο και στο πορτοκαλί
περιμένοντας μάταια τα χρώματα να μιλήσουν
ή να τραγουδήσουν ή να σιωπήσουν για πάντα
δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής
με μελωδίες από σιωπή
ρυθμούς και αρμονίες από σιωπή και δακρυσμένα πεντάχορδα.
Και τότε πάνω στην πεδιάδα του αιμάτινου ήχου μου
ζεμένο σε χίλια βόδια
ήρθε το αλέτρι που έχει το σχήμα της απουσίας σου
και περνά και ξαναπερνά με σχίζει και με ανασκαλεύει
ως τα ύστατα της αίσθησης και της μη αίσθησης
έτσι που όλα αλλάζουν η βλάστηση γίνεται ένα με το χώμα
για να δεχτεί το σπόρο του πρώτου δέντρου
αυτού που θα γεννήσει τον πρώτο καρπό
και θα θρέψει τον πρώτον άνθρωπο
και την πρώτη γνώση.
Σε λένε αγλάισμα.
Και ίσως ποτέ να μη μάθεις αυτό που ήξερες πάντα
γιατί ακριβώς το ήξερες πριν την αρχή του
και θα το ξέρεις πάντα μετά το τέλος του
και ούτω καθ’ εξής εις τους αιώνας των αιώνων.
Dead Season
i
The great avenue, the great avenue
full of well-fed people was shining
on the right the buses, on the left, the pedestrians
the gutters in their turn waiting for spit
and the pee of moribund dogs
the moribund pedestrians buying death
ice-creams pumpkin seeds condoms
right there under the sign
“Shoe Shop”
I stopped suddenly to look
or rather without looking at anything in particular
maybe looking inside myself
and not finding anything
nothing at all
not lights nor shop windows nor sales
not even gutters
I thought about the great mistake
the great mistake is that I thought
the great avenue the great avenue
the bus the dogs
and the moribund.
ii.
Our age is maimed * it began proud as a peacock
with flags and drums
it breathed to death * it scattered jasmine and honey
it caressed delighted intoxicated
crowds of former slaves * now prisoners
it deceived.
iii
The other person I was, I became again
the moment when I met you
when I believed that I met you
while in reality I was living the dream
of a Cyclops
in love.
iv
You didn’t believe me * and I find that quite natural
because I know that my voice * disappears
on large horizons
in dark rooms * and in mirrors
and that saxophone
you strangled
looking over my shoulder * my forgotten life
like some garment * beside the red boat
of July.
v
The flags the flags who’s holding the flags
who’s holding the flags
the banners the cherubim
the many-colored placards
with the passwords and the keywords
the hot air words?
They move on deep into the crowds
into the crowds who are suffering too
they retreat rejoice shout
explode.
And from the thousands of conflagrations
conflagrations
nuclei
cloudbursts
history is remade
and out comes our familiar fellow
the familiar fellow
Mr Papadopoulos
the one we all know
and nobody expected.
So much wisdom so much wisdom we had
that we didn’t see
we didn’t see
--maybe we still don’t see--
our most precious creation
what cost us so dearly
it cost us so dearly
dearly and conclusively.
vi.
To learn to wait
and to wait
always learning
and always waiting
to hope
and always hoping
to wait
learning
bitterness.
vii
But when in the night the darkness recoils
wounded by the flash of distant lighting
in my lost life, lost in crowds and flashes
came a distant light with the power of the end
to signal the beginning of my life that died and lived again
always ready for the great deaths that lead us steadfastly
to the bed where all things end and all begin.
* * *
And so I suddenly the amazing vision again
the beautiful procession which was nothing other than tongues of fire
a fire that burned and was rekindled from itself
and went on, proud and meaningful
always against the wind of the stars
that whirled in the primal chaos
and sank into the crucible of the great night
that was my own soul.
* * *
How could I remain indifferent to this flaming crash
made up of my elements, elements of dream and anticipation
I was the crucible and the astral wind
I was the crash a little before the crash
and the fire and the march and the absence and the void
so that in the end I was nothing
and yet a glorious nothing
a nothing much more glorious than a thousand deaths united
almighty and splendid
while they stamp with their bloody seals
the blue vulva of life ever ready
to accept the spear of the sun which is my other self.
* * *
I saw nothing, I learned nothing, I forgot nothing
from all the nothing I now make my new face
that, too, will be a new nothing but worthy
like the bread they throw to the dogs of the highways
a moment before they smash into the wheels
and they’ll stay on their backs, stretched flat
after they writhe for a while but that is meaningless
since the bread became blood I became blood
and the wheels and the earth dry me, and the wind
of the huge trucks that drive steadily on paying no attention
loaded with deception and bodies, the indifferent passers-by
of our dead age.
Finally I saw you
it was always you first and last.
You were death precisely in order to erase everything
and so the alpha and beta could be written again
but with a new meaning, unheard of, unknown and threatening
which will finally call into question all that we have seen and not seen
whatever we have learned and above all whatever we have forgotten forever
so much so deeply and so bitterly that our memory has become the only
the memory of our mountains covered in thyme and lentisk
nests of snakes with ashy spots on green scales
that look so much like unwritten words full of dark significance
ready to spell out the meaning of love yet incomprehensible
colorless scentless invisible and moving.
* * *
You came and yet you were the same
as you would be if you were not you
exactly as you were then when I met you
and when I didn’t meet you
and I will never meet you
because I know you because I knew you and forgot you forever
so you would stay in my memory forever
shining absence and pain.
And all that became a great wound
big as a red plain
with earth of hard blood-red clay
with scant vegetation tormented by the great west wind
because the wind of the great west
that steadily murders the suns and the innocents
those who, like me, remained with their eyes wide open
bewitched by the azure in the red and in the orange
waiting in vain for the colors to speak
or to sing and be silent forever
creating the Symphony of Silence
with melodies made of silence
rhythms and harmonies from silence and tearful five-stringed instruments.
* * *
And then on the plain of my bloody sound
scorched on a thousand bulls
came the plough which has the shape of your absence
and passes and re-passes, tears me apart and casts me down
to the last extreme of feeling and not feeling
so that everything changes and the vegetation becomes one with the earth
so as to receive the seed of the first tree
the tree that will bear the first fruit
and nourish the first person
and the first knowledge.
They call you glory.
And perhaps you will never know what you always knew
precisely because you knew it before its beginning
and you will know it after its end
and so on forever and forever.
Buenos Aires, 1973.