ΠΟΙΗΜΑΤΑ
POEMS
-
1961
Παλικάρι
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε
τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά
στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας
γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου
κι έκοβες το φεγγάρι
ως σ’ έκοψε σα λούλουδο
ο Χάρος μια νυχτιά.
Κλαίνε οι τράτες, κλαίνε
τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά
στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε
για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα,
τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους,
της βάζανε πανιά.
Κλαίνε οι ναύτες, κλαίνε
τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι, η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.
-
1961
Μαργαρίτα
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
περιστεράκι στον ουρανό
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω
βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
βαρκούλα στο Σαρωνικό
Σαρωνικέ μου τα κυματάκια σου δωσ’ μου
δωσ’ μου τ’ αγέρι, δωσ’ μου το πέλαγο.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
δεντράκι στο Βοτανικό
πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα
πέφτουν οι ώρες, πέφτω λιποθυμώ.
Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
-
1961
Απαγωγή
Θα πάρω μια βαρκούλα
στον Κάτω Γαλατά
και στην Αθήνα θα ‘ρθω
καβάλα στο νοτιά.
Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα
να κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
Θα βάλω στην βαρκούλα
λουλούδια και φιλιά
δυο γλάροι ταξιδεύουν
καβάλα στο βοριά.
Και νάτη η Κρήτη φάνηκε
γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά.
Θ’ αράξω την βαρκούλα
μπροστά σε μια σπηλιά
θα σε ταΐζω χάδια
καβούρια και φιλιά.
Στη μάνα μου, στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
-
1961
Πάμε βόλτα στα Χανιά
Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.
Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το Σαββάτο το βράδυ, φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.
Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός.
-
1962
Δεληβοριά - Δεληβοριά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε πήραν πάλι τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί
αγάπης πόνος πιο πικρός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε ταξιδεύουν τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
για μια μικρούλα καστανή
που ‘ναι κρυμμένη σε σπηλιά
και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε τραγουδάνε τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί
αγάπης πιο πικρός σκοπός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
-
1962
Απρίλης
Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε
καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές.
Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ‘χω μυστικό.
Αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα
στο γαϊτανόφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο.
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο
στη μάνα σου θα 'ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι π’ αγαπώ.
-
1962
Το όνειρο
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια
δυο κάστρα βενετσιάνικα
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την Ανατολή
κι ο άλλος για τη Δύση
και συ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο.
- Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες,
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.
Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά,
διαβαίνουνε ποτάμια.
Ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Και κει στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο
το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε
της κλείνουνε τα μάτια
και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθειά μέσα στο χώμα
κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις, να ξεδιψάσεις
-
1962
Μοιρολόι
ΓΥΝΑΙΚΑΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένοΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμακι ήρθα να το προϋπαντήσω.Ξέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΞέρουμε !ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πόσα χρόνια είχε;ΟΛΟΙΞέρουμε!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πόσο ψηλό ήταν;ΕΝΑΣΞέρουμε πόσο ψηλό ήταν και πόσο όμορφο και πόσο καλό.ΓΥΝΑΙΚΑΠότε και πού το ‘δαν για στερνή φορά;ΟΛΟΙΨηλά στο λόφο !ΕΝΑΣΣτη θέση της καρδιάς είχε πουλί και κελαηδούσε! Τον πήρανε χιλιάδες πουλιά και τον πάνε στον φίλο του τον Ηλιο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου φορούσε καθαρά ρούχα, είχε αλλάξει σήμερα το πρωί πριν φύγει.ΕΝΑΣΗξερε πως πάει σε γάμο! Πως πάει σε πανηγύρι!ΓΥΝΑΙΚΑΤου χάρου πανηγύρια και χαρές.Α’Ηταν ωραίος σαν δέντρο!Β’Ψηλός σαν κάστρο!Γ’Καλός σαν το γάλα!Δ’Ημερος σαν τον θάνατο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου είχε χαρτζιλίκι. Του ‘δωσα χτες το βράδυ.ΕΝΑΣΗξερε πως πάει να πιει και να γλεντήσει!ΓΥΝΑΙΚΑΤου χάρου κρασί και γλέντια.ΑΛΛΟΣΗταν πιο ζωντανός κι απ’ τη ζωή! Πιο δίκιος κι απ’το δίκιο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου είχε αγάπη. Τον ξόφλησαν σήμερα το πρωί.ΕΝΑΣΣήμερα το πρωί τον ξόφλησαν γιατί είχε πολλή αγάπη!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πώς θα ‘ναι ο κόσμος χωρίς το παιδί μου;ΟΛΟΙΞέρουμε!ΓΥΝΑΙΚΑΠώς θα ‘ναι ο ήλιος κι η μέρα;ΕΝΑΣΗ μέρα οχιά κι ο ήλιος πόνος κι ο κόσμος πληγή χωρίς γιατρειά.ΓΥΝΑΙΚΑΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμαδεν άντεξα να πάω παρακάτω.Ξέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΙησού!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΠέτρο, Χανς και Γιούρι, Αννα, Χανς και Λιου-Τσε!ΕΝΑΣΕίχε δέσει τον ήλιο στην άκρη της κλωστής και τον έπαιζε σαν χαρταετό!ΓΥΝΑΙΚΑΜα είναι αλήθεια; Το παιδί μου ήταν φτωχό. Δεν ήξερε γράμματα.ΟΛΟΙΑλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!ΕΝΑΣΘα μάθει τώρα το αλφάβητο μετρώντας τ’ άστρα, βγάζοντας τις σφαίρες απ’ το πετσί του.ΓΥΝΑΙΚΑ(Μοιρολογώντας)Σφαίρες μου, καλές μου σφαίρεςμπείτε γλυκά στο κρεατάκι τουτου το ‘δεσα στάλα με στάλαδεκαοχτώ χρόνια νύχτα μέρα.Μην το πονέσετε πολύ.Μπείτε γλυκάνα μη σας καταλάβει και ξυπνήσει.ΕΝΑΣΓια τη λευτεριά και για το λαό δεν υπάρχει θυσία μεγάλη.ΑΛΛΟΣΓια την πατρίδα μας την Ελλάδα λίγοι οι νεκροί κι οι τάφοι λίγοι.ΟΛΟΙΓια τη λευτεριά και για το λαό!Για την πατρίδα μας την Ελλάδα!ΙΣΜΗΝΗΓια τη ζωή, για τη ζωή!Για το νερό όταν αγαπάς!Για την αγάπη όταν διψάς!Η πιο μεγάλη θυσία είναι να ζεις!ΟΛΟΙΘάνατος στο Θάνατο! -
1962
Η αλυσίδα
Την αλυσίδα τη βαρειά
την κάνω χελιδόνι
τη φυλακή τη σκοτεινή
την κάνω ξαστεριά.
Την αλυσίδα τη βαρειά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
την κόβουμε μαζί.
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!
Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!
Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!
Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!
Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!
Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!
Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!
Την αλυσίδα που μιλά
την κάνω αστροπελέκι!
Των παλατιών σου τη χλιδή
σου κάνω φυλακή!
Την αλυσίδα που μιλά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
τη φτιάχνουμε μαζί!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Ραγιάδες σηκωθείτε
φωνάζει ο Κίτσος!
-
1962
Ένα δειλινό
Ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό.
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,
σου δέσανε τα μάτια σου,
μου δέσαν την ψυχή μου.
Ένα δειλινό
με τσάκισαν στα δυο.
Μου κλέψανε την όραση
μου πήραν την αφή μου
μόν’ μου ‘μεινε η ακοή
να σ’ αγροικώ παιδί μου.
Ένα δειλινό
ωσάν τον σταυραητό.
χύμηξε πα στις θάλασσες,
χύμηξε πα στους κάμπους,
κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά
και να χαρούν οι ανθρώποι.
-
1962
Το τανγκό του εφιάλτη
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Ο Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης!
Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα!
Θεοί και άνθρωποι τιμωρούσαν σκληρά τον προδότη.
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Αργότερα η προδοσία έγινε επάγγελμα!
Οι προδότες πηγαίναν στη δουλειά τους
όπως οι μαγαζάτορες στα μαγαζιά τους.
Πουλούσαν την πραμάτεια τους
και παίρναν το μισθό τους τακτικά.
Παντρεύονταν ανάμεσό τους
να μην προδώσουν της ράτσας τη σειρά!
Κι όμως όλος ο κόσμος θυμόταν ακόμα
την ιστορία του Εφιάλτη τόσα χρόνια!
Ώσπου η προδοσία γίνηκε αρετή!
Έγινε καθήκον
και για τους προδότες
θεσπίστηκε εύφημος μνεία ειδική!
“Στο σεμνό προδότη
τη μεγάλη προδοσία πιστοποιούσα
η πατρίς ευγνωμονούσα!”
Ποιος θυμάται πια τον Εφιάλτη;
-
1962
Προδομένη αγάπη
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
-
1962
Τον Παύλο και το Νικολιό
Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα,
με πλοίο δίχως ξάρτια.
Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά,
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος,
που γυρισμό δεν έχει.
Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες παν αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
και κείνο βγάζει αίμα.
Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή,
να πιεις να ξεδιψάσεις
-
1962
Στα περβόλια
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.
Αχ κι εγώ θα ‘ρθω...
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά
κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.
Αχ για μια ματιά...
Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή...
-
1962
Ενωθείτε
Ενωθείτε βράχια, βράχια.
Ενωθείτε χέρια, χέρια.
Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι.
Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας,
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο,
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πολυχρόνιος ημέρα
Υπερμάχω - Υπερμάχω.
-
1963
Βάρκα στο γιαλό
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια
για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν
νοιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό
βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι
και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω
κι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω
με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα
για την ξενητειά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκειά.
-
1963
Το φεγγάρι
Το φεγγάρι κάνει βόλτα
στης κυράς μου τα μαλλιά.
Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,
παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά.
Το φεγγάρι κάνει κύκλο
στης κυράς μου την καρδιά.
Παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,
παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά.
Το φεγγάρι κάνει βόλτα
μα η κυρά δεν μ’ αγαπά.
Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά
παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
να ξεχαστούνε τα παλιά.
-
1963
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φάνηκε πάνω στην κορφή
κρατά στο χέρι την αυγή
και στ’ άλλο τη ζωή μου.
Το παλικάρι, το παλικάρι
θα ‘ρθει το βράδυ στις εννιά
βόηθα Χριστέ και Παναγιά.
Ο καβαλάρης του βουνού
φάνηκε στα σοκάκια
κρατά στο χέρι κεραυνούς
και στ’ άλλο αναστεναγμούς.
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φέρνει μαζί του την αυγή
φέρνει το χέρι που σκορπά
και τ’ άλλο που θερίζει.
-
1963
Πέντε στρατιώτες
Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, σταματήσανε
το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.
Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε
το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε
το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε
το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.
Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε
το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε
το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε
το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.
Μάνα.... Μάνα.... Μάνα....
Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες...
-
1964
Μανούλα μου ο γιόκας σου
Μανούλα μου ο γιόκας σου
που έφυγε στα ξένα
βλέπει τη νύχτα μοναχός
βλέπει τον πόνο μόνος
τον λιώνει ο ξενητεμός
και τονε δέρνει ο πόνος.
Μανούλα, μανούλα πού ‘ ν’ ο γιόκας σου
μανούλα, μανούλα πού ‘ν’ ο βασιλικός σου
πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού
πού ‘ν’ η ζωή κι ο βιος σου;
Μανούλα στείλε τα πουλιά
μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια
να με ξυπνάνε την αυγή
να ‘ρχονται στα όνειρά μου
να μη με δέρνει απαντοχή
να ‘ναι βουνό η καρδιά μου.
-
1965
Σωτήρη Πέτρουλα
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα.
-
1967
Ελευθερία ή Θάνατος
Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει για να πλαγιάσει
τα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τους κρυψώνες.
Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη
Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει.
Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήνα
στα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει κι η Πατρίδα.
Γλυκά προβάλλει η χαραυγή, γλυκά χαμογελάει
το Μέτωπο μας προσκαλεί και μας καθοδηγάει.
Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι
θα σας σαρώσει ο Λαός, θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη.
-
1967
Το μέτωπο
Κρυφά μιλάνε τα βουνά, κρυφά κι οι πολιτείες
ο Υμηττός στην Πάρνηθα, η Κοκκινιά στον Ταύρο.
Κρυφά μιλάν κι οι άνθρωποι, κρυφά τα παλικάρια
τη μέρα αγριεύουνε, τη νύχτα τραγουδάνε.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο βαθειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.
Μες στην καρδιά σου Αθήνα μας φύτεψα τη φωνή μου
εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες,
καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες
να γίνουν πέλαγο βαθύ, τους Παττακούς να πνίξουν.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο πλατειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.
-
1967
Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)
Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος, την άλλη μέρα σκλάβοςτην Κυριακή ξημέρωμα με φώναξε ο Χάρος.Κάψε του νου σου τα φτερά, της σκέψης σου τα μάτιανα μη θωρείς τη συμφορά, να μη γροικάς τον πόνο.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.Καλέ μου Χάρε μίλησε, καλέ μου Χάρε λέωθέλω ν’ ανέβω στα βουνά, να προσκυνώ τον ήλιοθέλω να βλέπω τα νερά, να παίζουν με τους ίσκιουςνα βλέπω και τη μάνα μου τη γλυκοπικραμένη.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.Ο ήλιος ελαβώθηκε και τα βουνά στενάζουνκι ο χρόνος εσταμάτησε μπροστά από το Παγκράτι.Κι η μάνα σου στη θάλασσα στέλνει τους στεναγμούς τηςπαρακαλεί τα κύματα στα Γιούρα να τους πάνε.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου. -
1967
Ο Ήλιος
Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.
Γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σε όλο τον κόσμο
πρέπει να κλάψει πικρά.
Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.
Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.
Γιατί όπου σταυρώνεται ένας λαός
είναι τα νιάτα του κόσμου που σταυρώνονται.
Βοηθήστε νέοι και νέες
να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.
Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.
-
1967
Σεπτέμβριος 1967
Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:Νύχτωσε χωρίς φεγγάριτο σκοτάδι είναι βαθύκι όμως ένα παλικάριδεν μπορεί να κοιμηθεί.Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέραςμε παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούνσε διακλαδώσεις μονοχρωμικέςπου η αξία τους εξαρτάταιαπό το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκηκαι σε αξίες.Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχουπου μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρωνμε τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτωνχρωματικώνπου δεν αποκλείεται να συμπεριέχουνκαι ορισμένα διατονικά ψήγματα.Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεταιρυθμική απομόνωση, διαφορετικάθα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το ά π ε ι ρ ο ν.Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;Κεντρική ιδέαεσωτερικός ρυθμόςΤ χ ΟΟ Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣΚαι οι πρώτοι στίχοι:Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμήτο ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος...Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:Τα δέντρα που μας χωρίζουν έγιναν δωμάτιατα λουλούδια άνθρωποιοι γαίες και τα μαμούνιαγραφεία, χαρτιά, κλειδαριέςτο χάος γέμισε με χάοςη αγάπη.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Κάπα, ύψιλον, λάμδα - παύσηΆλφα - παύση μεγάλη - φιπαύση μικρή - Ήτα, σίγμαΠάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικόμουλάρια φορτωμένα δάφνεςμουλάρια του Ξηρόμερουκαπνός ξανθός αρωματικόςκέικ που μυρίζει πετρέλαιομεθυσμένοι από την πείναΒόνιτσαμεθυσμένοι από την πείνα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Νύχτα του Σεπτεμβρίουκοιτάζεις αλλήθωρα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Φλύαρο αστέριήρθε και κρεμάστηκεέξω από το κάγκελό μου- Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γηπώς είναι τα πελάγη;- Ο ουρανός η μάνα σουκαι γη ‘ναι η κυρά σουκαι τα πελάγη φίλοι σουστενάζουνε για σένα.(11.9.67). . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ώρα εννέα βραδυνήτο ακίνητο σκάφος σταματάο χρόνος μας θωπεύειτο Μυρτώον πέλαγος μας θυμάταιη μνήμη μας σκαλώνει.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Μόλις δακρύσει ο ουρανόςέβγα στο παραθύριμόλις χτυπήσει ο κεραυνόςκ’ η μέρα θα ‘χει γύρειόλες τις στάλες της βροχήςτις μάζεψα για σέναόλους τους πόνους της ζωήςτους μάζεψα από σένασταλαματιά η αγάπη σουπέλαγο η καρδιά μου.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Βαθύς γαλάζιος ουρανόςμας κοιτάζει με μελαγχολία(τόσο πολύ τους ευνόησατους ανθρώπους αυτούς)βαθύ γαλάζιο φωςτυφλώνεις τον άνθρωπο.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσεςζωγραφισμένα μπακίριαχέρι αγιογράφου 17ου αιώνοςΠολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίαςλοφία της Σχολής των Ευελπίδωνχιτώνες αρχαίων, θέατρο ΕπιδαύρουΛιγουριό πρακτορείο εφημερίδωνένας αρχαίος πολιτισμόςπολύ αρχαίος πάρα πολύ αρχαίοςαρχαιότατος.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνιτο κακό καλό μπροστά στο χειρότερογαλάζιο πέλαγος του ΙουνίουΦεστιβάλ του Αυγούστουπροχωρούν σφυρίχτρες εμβατήρια προχωρούνκουβέρτες σεντόνια φαγητά κλειδαριέςδόξα δόξα δόξα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ελληνικός Μουσικός Αύγουστοςτο μουσικό δαιμόνιο της φυλήςαρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίεςλαϊκά έντεχνα συμφωνικάόλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάραεισιτήρια προπωλούνταιώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώςεξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεωςείσοδος δωρεάν έξοδος απαγορευμένηΕκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.(8.9.67)ΙΓεια σου ΑκρόποληΤουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.Ο Πολικός σημαδεύει με φωςτο σταθερό σημείο του κόσμου.Αθήνα η πρώτηστο βυθό των αιώνωνμε το γυαλίσε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφάη Γενική κέντρο του κόσμου.Ο Πολικός γυρίζει σταθεράτο φουγάρο του μαγειρείουσημαδεύει με καπνότο σταθερό σημείο του Στερεώματος.Η Πούλια, η Αφροδίτηη Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώπέντε εκατομμύρια έτη φωτόςσταθερή γραμμή διασχίζειπέντε δισεκατομμύρια γαλαξίεςσε πέντε μέτρασε πέντε μέτρασε πέντε μόνο μέτρααπό το κελί μου.ΙΙΟ χρόνος διαλύεταιμέσα στη στιγμήτο ελάχιστο γίνεταιο μέγιστος τύραννοςβασανίζει ανθισμένες πληγέςγεμάτες χαμόγελα και υποσχέσειςγια κάτι άλλο, αυτό το άλλοείναι που ζούμε κάθε στιγμήνομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.Όμως το άλλο δεν υπάρχειείμαστε μεις, η Μοίρα μαςπου μας λοξοκοιτάζειΣφίγγα που ξέχασε το αίνιγμαδεν έχουμε τίποτα να λύσουμεδεν υπάρχει αίνιγμαδεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλοτον πύρινο κύκλοτου Ήλιου και του Θανάτου.ΙΙΙΉλιε θα σε κοιτάξω στα μάτιαέως ότου ξεραθεί η όρασή μουνα γεμίσει κρατήρες με σκόνηνα γίνει σελήνη δίχως διάστημα,κίνηση, ρυθμό,χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνεςκαταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπωνν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.Ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!IVΕπάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μουξεφύτρωσε ένας κάκτοςπέρασαν πάνω από είκοσι αιώνεςπου ονειρεύομαι γιασεμίτα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμίη φωνή μου είχε πάρει κάτιαπό το λεπτό άρωμά τουτα ρούχα μου μύρισαν γιασεμίη ζωή μου είχε πάρει κάτιαπό το λεπτό άρωμά τουόμως ο κάκτος δεν είναι κακόςμονάχα δεν το ξέρει και φοβάταικοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικάπότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνεςθα ζήσω άλλους τόσουςακούγοντας τις ρίζες να προχωρούνμέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.VΑνάμεσα σε μένα και στον Ήλιοδεν υπάρχειπαρά μόνο η διαφορά του χρόνουανατέλλω και δύωυπάρχω και δεν υπάρχωμε βλέπουνχωρίς να μπορώνα δω τον εαυτό μου.VIΌταν σταματήσει ο χρόνοςτο κελί μου γεμίζει μήνεςμήνες, μέρες, ώρες, στιγμέςδέκατα δευτερολέπτωνδέκατα δευτερολέπτωνδέκατα δευτερολέπτωνένα βήμα πριν από το χάοςυπάρχει χάοςένα βήμα μετά το χάοςυπάρχει χάοςεγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετάυπάρχω μέσα στο χάοςδεν υπάρχω.VIIΤα κελιά ανασαίνουντα κελιά που βρίσκονται ψηλάτα κελιά που βρίσκονται χαμηλάη βροχή μας ενώνειο ήλιος ντράπηκε να φανεί, ΝίκοΓιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.VIIIΟ Ήλιος με δαγκώνειδεν έχει δόντιααπατηλέςαπατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχοεπάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμαμε σκιέςχωρίς σκιέςμονάχα εγώ μένω ακίνητοςαμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπροαμετάθετος μένω ψηλάπάνω από το μωσαϊκό που αιωρείταιη σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γητο αλεξίπτωτο δεν άνοιξεο Ήλιος συμπιέζεται,αποκαλύπτει το κενότρία κενά συγκρούονταιη Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.ΙΧΚάτω στη Γη διασποράο Νόμος του Νόμου ω Νόμεο Νόμος δε συγκρούεται με το κενόόταν φορεί κράνος καπνίζειτσιγάρα με φίλτροόταν φορεί πιζάμεςόταν φορεί πιζάμες μεταξωτέςδεν καπνίζει δεν καπνίζεικαπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνεςοι μητέρες δεν καπνίζουνοι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούνκοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνεςεγώ καπνίζω πριν πεθάνωπάντοτε πριν πεθάνω καπνίζωσέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθηςγλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλοςτο τέλος έχει γλυκειά μυρωδιάμυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.ΧΤα δόντια του Ήλιου είμαι εγώαυτό που με δαγκώνει είμαι εγώείμαι εγώ αυτό που θέλειαυτό που δεν θέλει είμαι εγώεγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαιόταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαιόταν δεν υπάρχω είμαι εγώόταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύόμως εσύ είμαι εγώ.ΧΙΤο Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει- Είσαι συ; μου λέει.- Ναι, του απαντώ, είμαι εγώμαζί με κάποιον άλλον,δεν τον γνωρίζεις;- Όχι, μου λέει.- Δεν τον γνωρίζεις,όμως αυτός ο άλλοςείσαι εσύ.Το Αιγαίο ξάπλωσεο Ήλιος έβηξεέμεινα μόνοςεντελώς μόνος.ΧΙΙΌχι εντελώς μόνοςεσένα δε σε θέλωσε θέλω τόσο πολύγι’ αυτό εσένα δε σε θέλωτα πλατάνια, τα κρύα νεράμυρτιά μυρτιά μυρτιάένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστησε θέλω τόσο πολύραδίκι γεμάτο χώμαμυρτιά μυρτιά μυρτιάγι’ αυτό εσένα δεν σε θέλωγιατί χωρίς εσέναδεν μπορώ να είμαι μόνοςεντελώς μόνος να είμαι.ΧΙΙΙΠυροβολήστε το χρόνο,σκοτώστε το χρόνοο χρόνος εκτός νόμουθέλω να στήσω το πτώμα τουστην οδό Αιόλουπωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίαςστο Μοναστηράκιαγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίαςείναι φρεσκότατοςτον κυνηγήσαμε χτες,τον σκοτώσαμε χτεςχτες χτες χτεςαπό το χτες στο σήμεραπου σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά.XIVΈξω απ’ αυτόν τον κύκλοδεν θα περάσειςθα μείνεις μέσαΕσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνοςη τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισματη νύχτα κουρδίζειςτη μέρα ξεκουρδίζειςυπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμιαXVΌποιος κι αν είσαιπέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύροςαν είσαι άνθρωποςδέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατοςαν είσαι άνθρωποςαν είσαι άνθρωποςβγάλε μαλακά το χειρόφρενοξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφοροόποιος κι αν είσαιθα σου κοστίσει λιγότερολεωφορείο φορτηγό σιτροέν ντεκαβεΜαργαρίτα Μυρτιά Ροδόσταμο Θεοδωράκηςαν είσαι άνθρωποςθα σου κοστίσει λιγότεροθύμηση παλιάπαλιά όσο σήμεραόσο αύριοόσο αύριοόσο ποτέαν είσαι άνθρωποςόποιος κι αν είσαι.XVIΉλιος ο ΠρώτοςΑθήνα η ΠρώτηΜίκης ο εκατομμυριοστόςέπονται εκατό χιλιάδεςκαι άλλες εκατόκαι εκατό άλλες χιλιάδες αθώοικαι ούτω καθεξήςέως τη συντέλεια του κόσμου.XVIIΠοτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίεςπράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιέςποτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματαπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιάποτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιέςόλες τις θάλασσες να ταξιδέψωποτέ ποτέ ποτέ ποτέδεν θα γνωρίσω τη μία σημαίατη μοναδικήεσέναΤάνια.XVIIIΌταν πλάγιασα στην αμμουδιάοι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσαόταν μπήκα στη θάλασσαοι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιάόταν πνίγηκαοι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τουςκι όταν αναστήθηκαήταν πια αργάοι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.ΧΙΧΤο είδωλό μου είσαι εσύτο χέρι μου είναι το δικό σουόταν το σφίγγω σφίγγεταιόταν το υψώνω υψώνεταιμονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μουκι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου(να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)δικό μου δικό σου το κάγκελοόμως δικά μαςτα μάτια τα χείλη και τα χέρια.ΧΧΜέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μουκίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνουακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτεράπροπορεύονται άγγελοι με τζετμεγαλόπρεπη πορείαπάνω από μπανανιές ευκαλύπτους και πεύκαπου καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μουστη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνεςσκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρεςακούν τους καταρράκτεςπου χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μουεκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαναιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείταιώρα έξι το απόγευμαώρα έξι ακριβώςσταματά η πομπή ο Χρόνος ο Ήλιοςμοναχά τα πουλιά ταξιδεύουνχτυπούν τα ξύλινα φτεράκαι τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.ΧΧΙΈχω ένα λαβύρινθο γιωταχίένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππωνζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμήανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικόμε Αριάδνη ει δυνατόν χήρακάτω των σαράνταεισόδημα άνω των πέντεχρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτουσε ένα δέκατο του δευτερολέπτουθα είμαι νεκρός.ΧΧΙΙΟ Ελύτης ο Γκάτσος ο μέγας Σεφέρηςο Τσαρούχης ο Μινωτής ο Χατζιδάκιςη Βέρα η Ντόρα η Τζένηο κινηματογράφος το θέατρο η μουσικήκαι τόσοι άλλοιοι ποιητές οι ποιητέςκαι τόσοι άλλοικι εσύ κι εσύ κι εσύο φίλος ο εχθρός ο αντίπαλος ο αντίζηλοςκοιμηθείτε ήσυχαο λογαριασμός είναι πληρωμένοςο φίλος που πληρώνειέχει λεφτά.ΧΧΙΙΙΕπουράνιοι ποταμοίυπόγειοι χείμαρροικατεβαίνουν παφλάζονταςΟδός Ονείρων ΟμόνοιαΣίλβασίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφαΦιλοθέη Χαϊδάριτα νερά τους ξανθάδυο στρώματα ξανθάδυο στρώματα πράσιναστη μέση εγώκόκκινη ακρίδαφτερά φυσαρμόνικεςήχοι από νερόσαύρες φεγγάριαβουτούν βυθίζονται πνίγονταικάγκελακάγκελακάγκελαΣίλβα.XXIVΌταν εσύ φωνάζειςεγώ κοιμάμαιόταν εσύ πονάςεγώ χασμουριέμαιόταν εσύ σφαδάζειςεγώ ξύνομαιΣεπτέμβριοςημέρα δεκάτη έκτητης ΔημιουργίαςΔιονύση.XXVΣτο τέταρτο πάτωμαη μαμά σου κοιμάταιΈλεναμουσική θεία τα όνειρά τηςτα όνειρά τηςΠεπίνο ντι Κάπριπέρα από τη θάλασσαμην την ξυπνήσεις.XXVIΗ οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλείτο κάγκελο του Χρόνου με προστατεύειο Γιάννης ο Ιάσων ο Βύρωνο Τάκης ο Αλέκοςστα κατάρτια ψηλά υψώστετα λεμόνια τα πορτοκάλιαυψώστετα πέδιλα στην άμμοφωνές κρέμα νιβέαιππόκαμπος πασιέντζες νες καφέσημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.XXVIIΈκτη Σεπτεμβρίουώρα έντεκα πρωινήτώρα λούζονταιτα πουλιά στα ποτάμιαστα έλατα τρίβονται οι Βοριάδεςσε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνιτώρα κάθεσαι και με κοιτάςπίνεις καφέστάζεις φαρμάκιαγάπη αγάπηο Ήλιος ψήνει το σταφύλιώρα έντεκα πρωινή.XXVIIΙΣουλεϊμάν ο ΜεγαλοπρεπήςΚωνσταντίνος ο Παλαιολόγοςπάψε πια να φωνάζειςλαθρέμπορος λωποδύτης νταβατζήςφωνητικές χορδέςο Αντρέας ο Ηλίας η Ανθήλαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπουΆγια Σοφιά στίφη βαρβαρικά το υγρόν πυρο Γέρος του Μωριά σκουλήκισε κάθε βήμα μου σκοντάφτωζερβά θηρία του Βόρνεοδεξιά φλόγες στο Ναγκασάκιμπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντκαι πίσω το κελί του Μακρυγιάννηπάνω κάτω πάνω κάτωανατολικά δυτικάμαχαίρια ακόντια μαστίγια ορδέςορδές αγίων ορδές δαιμόνωνορδές αγίων ορδές στρατηγώνείμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρααντίο Ήλιε αντίο Ήλιε αντίο Ήλιεαντίο Φωςκαληνύχτα.ΧΧΙΧΑνατολικά από τον Σείριοπερνούν οι ξανθές βροχέςκρατούν κίτρινες ομπρέλεςπράσινα γυαλιά ηλίουμίνι φούστες φορούνοι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίουπαρακάμπτουν τον Άρητην ερχόμενη Τετάρτημπαίνουν στην τροχιά της ΓηςΑνόι Ουάσιγκτον Μόσχαη έρημος του ΣινάΑθήνα οδός Τοσίτσαδυτικώς της Χίουανατολικώς της Κορίνθουεντός εκτόςπεύκο βαθειά χαραγμένομίνι φούστεςπράσινα γυαλιά ηλίουκίτρινες ομπρέλες κρατούνοι ξανθές πρώιμες βροχέςανατολικά από τον Σείριοδυτικά από το κελί μουτου Σεπτεμβρίου.ΧΧΧΌταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκισε αναγνωρίζω πατρίδα μουόταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνεςόταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλόταν το Αιγαίο παίζει προπόόταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικοόταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλοκαι όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχουςτότε σε αναγνωρίζωσε αναγνωρίζω πατρίδα μου.ΧΧΧΙΟι εννέα Μούσες μένουν κοντά μουμας χωρίζει ένας διάδρομοςδυο πόρτες τέσσερις φρουροίΝτόρα Μαρία ΤάκηςΑννα Τόνια Ρούσοςίσως γνωρίζουν καλλίτεραστοιχεία νούμερα διευθύνσειςτεχνοτροπίες σχολές μουσείαοι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσείαη Μουσική μένει κοντά στα ΜουσείαΜουσική Μούσες Μουσείατέλος πάντωννοοτροπίες τεχνοτροπίες δοκιμάζονταιβροχή σκόνη ήλιος γέλιοένα απέραντο κονσερβατουάρπιάνα σολφέζ ωδικήοι εννέα Μούσες πλένονταιχτενίζονται ξαπλώνουνχτυπούν να τις ανοίξουνΠίνδαρος Αισχύλος Μότσαρτ Σοπένοι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.ΧΧΧΙΙΜενεξεδένια Πολιτείαστείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιάστείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειραδείξε μου το πρόσωπό σουνα δω το μπόι μουτην αρχοντιά μουαρχόντισσά μουαπό τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσοάλλος κανένας δεν σε αγάπησεόσο εγώ. -
1968
Είσαι Έλληνας
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα
πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Πρέπει να δεις
πρέπει να γίνεις.
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
-
1968
Είμαστε δυο
Είμαστε δυο, είμαστε δυο
η ώρα σήμανε οκτώ
κλείσε το φως
χτυπά ο φρουρός
το βράδυ θα ‘ρθουνε ξανά
ένας μπροστά ένας μπροστά
κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή
κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό
βαράνε δυο
βαράνε τρεις
βαράνε χίλιες δεκατρείς
πονάς εσύ πονάω κι εγώ
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ‘ρθει ο καιρός να μας το πει.
Είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό
με τη βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί
ο εκδικητής
ο λυτρωτής
είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς.
-
1968
Καιρός να δεις
Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις.
-
1968
Το σφαγείο
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείομετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώείμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείοσήμερα εσύ, αύριο εγώ.Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέαμετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώπίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέατακ τακ εσύ, τακ τακ εγώπου πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβήβαστάω γερά, κρατάω καλά.Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύριτακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ.Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρικαι το κελί μας κόκκινο ουρανό. -
1968
Ω Βουνά
Ω βουνά πανάρχαια
της Αρκαδίας βουνά
βουνά περήφανα
βουνά ανυπόταχτα
τίμια βουνά.
Η τιμή ακρίβηνε
η τιμή λιγόστεψε
η τιμή πέθανε.
Ένα παιδί πονάει
το δικό μου το παιδί
κι εγώ δεμένος κοιτάζω τα έλατα
άλλη ελπίδα δεν έχω από τα δέντρα.
Αρκαδία I
-
1968
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
εννιά χειμώνες εννιά καλοκαίρια
του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό
τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια.
Τα χέρια του τα σήκωσαν ψηλά
την πλάτη του κολήσανε στον τοίχο
μετράνε της ανάσας του τον ήχο
κι ανασκαλεύουν τη μικρή του την καρδιά.
Να ζούσαμε σε γκέτο εβραϊκό
με γύρω γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ
την τρίτη μου περνάμε εξορία.
Αρκαδία Ι
-
1968
Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνιαεκεί που φυσάει ο βοριάςτο ξανθό γένος αιώνιαπροσμένει ο δόλιος ο ραγιάς.Αγάπες, τραγούδια, λουλούδιαμας στέλνουν και λόγια καυτάστου Φάληρου μπρός τα μουσούδιαοι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά.Ραγιάδες πονούν και στενάζουνπάει και τούτη η γενιάπαράδεισο όλοι μας τάζουνστα χίλια εννιακόσια εννενήντα εννιά. -
1968
Η κοινωνία της καταναλώσεως
Η ακοή σου Δύση βούλωσε
η όρασή σου Δύση σκεπάστηκε
η κοινωνία της καταναλώσεως
πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου
πέπλο βαρύ σκεπάζει την όρασή σου
σκεπάζει την ψυχή σου.
Ο πολιτισμός σου ερείπια που καπνίζουν
τα λόγια σου κουνούπια που πετούν
πάνω από τα έλη
της βιομηχανικής σου παραγωγής
κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία.
Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ινδονήσιοι
στην Ευρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεως
πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες
όμως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις
πάνω σε μοντέλο χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά
τρέχεις με διακόσια χιλιόμετρα
προς τον θάνατό σου.
Αρκαδία I
-
1968
Είμαι Ευρωπαίος
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ‘να μόν’ ακούει
το άλλο δεν γροικά.
Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνός
ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδός
τί με νοιάζει εμένα
ας νοιαστεί ο Θεός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ένα μόν’ ακούει
απ’ τ’ ανατολικά.
Την πόρτα μου χτυπάει
και πάλι ο φασισμός
όμως σε τέτοιους ήχους
είμαι εντελώς κουφός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Έχω ένα αυτί μεγάλο
τ’ άλλο πολύ μικρό
κι έτσι ήσυχος τρυγάω
χαρά, πολιτισμό.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αρκαδία I
-
1968
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουθα ‘ρθω για να σ’ ανοίξωθα σου ‘χω φαγητό ζεστόθα σου ‘χω ρούχο καθαρόγωνιά για να σε κρύψω.Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουθα δω το πρόσωπό σουστα μάτια κρύβεις δυο φωτιέςστα στήθη σου χίλιες καρδιέςμετράνε τον καημό σου.Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουσκέφτομαι το φευγιό σουσε βλέπω σε κελί στενόνα σέρνεις πρώτος το χορόπάνω στο θάνατό σου. -
1969
Θούριον
Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα
είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν
τον ύπνο του Πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης
ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.
Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας
εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα
σκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδες
τηβέννους φορούν
κρατούν σκήπτρα
αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι
“αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους
πτερά ορνίθων.
Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαρα
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.
Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδα
όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το τουφέκι.
Αρκαδία VI
-
1969
Στον άγνωστο ποιητή
Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Ελληνες.
Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.
Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγγο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.
Αρκαδία VI
-
1969
Μαρκ Μαρσώ
Τι κι αν είμαι εξορίανα υπακούω στον φρουρόέχω κάθε ελευθερίατο είπε ο κύριος Μαρσώ.Τι κι αν είμαι φιμωμένοςνα μουγκρίζω όσο μπορώείμαι κατοχυρωμένοςτο είπε ο κύριος Μαρσώ.Το Ινστιτούτο Μπουμπουλίναςανεβάζει το ρυθμότης Εθνικής Οικονομίαςτο είπε ο κύριος Μαρσώ.Σκλάβος, ρες, δούλος, παρίαςείδατε άλλον λαόσκλάβο της ελευθερίας;το είπε ο κύριος Μαρσώ. -
1969
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Βησιγότθους,
Οστρογότθους, Μαυρογότθους
Κατοικώ σε σπήλαια
λαξεύω ρόπαλα
πίνω νερό σε κρανία.
Επάγγελμά μου ο θάνατος.
Όμως προσωρινώς υπηρετώ
το μεγάλο Δράκο
που με έχει αποσπάσει στην Αρκαδία.
Πάνω απ’ το δέρμα μου
φορώ στολή
στους ώμους έχω αστέρια,
κρύβω το ρόπαλο επιμελώς
μέσα στη χλαίνη.
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Μαμελούκους
Μαυρολούκους, Σουσουλούκους
είμαι διασταύρωση Νεάντερνταλ και λύκου.
Όμως σήμερα, προσωρινώς,
κυκλοφορώ με τζιπ,
τρομοκρατώ παιδιά και γυναίκες.
Έχω ειδικότητα στο ψάξιμο
ψάχνω ψυχές παιδιών
και σταλάζω το φόβο
επιβάλλω το Νόμο
το Νόμο του μεγάλου Δράκου
που μ’ έχει αποσπάσει προσωρινώς
στην Αρκαδία.
Αρκαδία X
-
1969
Είχα τρεις ζωές
Είχα τρεις ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές
κι η τρίτη μου ζωή
κλεισμένη σε δυο βλέφαρα
πνίγηκε μες στο δάκρυ.
Έμεινα μόνος
χωρίς ζωή, χωρίς ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές.
Έμεινα μόνος
εγώ κι ο Δράκος
στη μεγάλη σπηλιά.
Κρατώ ρομφαία
κρατώ σπαθί
εγώ θα σε πνίξω
εγώ θα σε σκοτώσω
εγώ θα σε σβήσω
εγώ θα σε τινάξω
πάνω απ’ τη ζωή μου
γιατί έχω τρεις ζωές
η μια για να πονάει
η άλλη για να θέλει
κι η τρίτη για να νικά.
Αρκαδία X
-
1969
Τα καλλίτερα μας χρόνια
Τα καλλίτερά μας χρόνια
θάλασσα πλατειά
μες στο σύρμα τα περνάμε
μάνα μου γλυκειά
για ένα όνειρο, μια ιδέα
τόσες μέρες, τόσες νύχτες
τόσους αναστεναγμούς.
Τους εχθρούς του πάλι ο Λαός
θα σαρώσει σαν άγριος ποταμός
θα τους πνίξει μες στο αίμα
στην οργή και στη ντροπή.
-
1969
Στον Ωρωπό
Στον Ωρωπό θα βρεις
μια γη ελληνική
που την ποτίζουν με μια πίστη θεϊκή
τα παλικάρια που για την ελευθεριά
αφήνουν μάνες, κόρες, σπίτια και παιδιά.
Έλληνες, αδέλφια του Φεραίου
ψάλλετε περήφανα τραγούδια λευτεριάς.
Για να λείψει πάλι το σαράκι
που μας τρώει τη σάρκα την ελληνική
ενωμένοι μέσα στον Αγώνα
για να λάμψει νέα νίκη λαϊκή.
-
1970
Μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Ο πατέρας εξορία
και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία
στο σκοτάδι το πηχτό.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη
κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά
στην πατρίδα μας νυχτώνει
ορφανή η αγκαλιά.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Μες στα σύρματα κλεισμένοι
μα η καρδιά μας πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος όρκος μένει
λευτεριά και προκοπή.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Ωρωπός 1969-1970
-
1970
Διότι δεν συνεμορφώθην...
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα
τον γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Ωρωπός 1969-1970