ΠΟΙΗΜΑΤΑ
POEMS
-
1946
Η μεταμόρφωση του Διονύσου
- Δε θα μπορέσεις ποτέ να δεις κατάματα τον εαυτό σου.
Εφ’ όσον ο αδελφός σου διαλύεται μες στο αίμα
αυτή η θαμπή βροχή του μίσους
δε θα σ’ αφήσει ούτε μια φωτεινή κολώνα
όρθια μες στην ψυχή σου...
Είναι νόμος η καρδιά μας να τραβιέται από τον πόνο.
- Σκέψου μόνο πόσο πόνεσα για να βρεθώ έτσι μόνος.
- Ετοιμάσου να επιστρέψεις στο μέρος όπου ξεφύτρωσες.
- Πρόσεξέ με αν με αγαπάς και θέλεις να με καταλάβεις καλα΄.
Συνήθισα να ζω μες στο σκοτάδι.
Αυτό με ωφελεί και με βοηθεί.
Αισθάνομαι τη Νύχτα
όπως αισθάνεται η μητέρα την ανάσα του μωρού της
πάνω στο δέρμα της.
Υπάρχει μέσα σ’ αυτό δίχως άλλο ηδονή
είναι όμως πιότερο ανάγκη.
- ‘Ακουσέ με και μένα τώρα με τη σειρά σου.
Κι η χώρα η δική μου είναι σκοτεινή.
Τ’ όνομά της είναι ξακουσμένο και θα την ξέρεις και συ.
Ονομάζεται Αρκαδία.
Κάποτε όμως πήρα το δρόμο απ’ τα δασά της έλατα
και περνώντας από χώρα σε χώρα
έφτασα στον τόπο αυτόν που ήταν καθώς μου τον είπαν.
Εμείς εκεί πάνω δε γνωρίζουμε τόσο άφθονα χυμένο το φως
κι έτσι μου φάνηκε σα να ‘χα ξαναγεννηθεί
κι είχα περάσει από μια ζωή σε μιαν άλλη.
Φαίνεται πως εδώ κατοικεί ένας νέος θεός, είπα
και οι άνθρωποι πρέπει να είναι φωτεινοί και ωραίοι...
Τώρα μπορούσα να νοιώθω κάθε τι
που μου ήταν πριν ακατανόητο
και μπορούσα ακόμα να ευχαριστήσω
δίχως υποκρισία τον δημιουργό μου.
- Ξέρω πως η Αρκαδία είναι η χώρα με τα πυκνά δάση
και τις χίλιες πηγές.
- Εκεί έχει σκοτάδι και η ζωή είναι πολύ βαθειά κρυμμένη.
Εδώ ξεπετάγεται όπως ακριβώς είναι
Δεν υπάρχει κάτι που να τη μισοσκεπάζει.
Στην αρχή τρόμαζα έτσι που ζούσα.
Ένοιωθα την ψυχή μου να πεθαίνει και να γεννιέται
σε κάθε στιγμή.
Έπιανα κι άφηνα δίχως τελειωμό
δίχως ποτέ να πω δε θέλω.
Μια μέρα συνάχτηκαν οι άνθρωποι του τόπου αυτού
και έκαναν τον συνηθισμένο όρκο της φυλής τους.
“Αν γνωρίζω πως η ψυχή μου που σβήνει
σε λίγο θα ξαναγεννηθεί
γίνομαι πιο χαρούμενος, αφού μέσα μου
θα υπάρξει κάτι καινούριο...
Κι όταν μαντεύω τη θέλησή μου όλο να τρέχει
δίχως να σταματά
δίχως ποτέ να πει δε θέλω
κι αυτό με κάνει ευτυχισμένο
γιατί η κίνηση είναι ζωή...
Ορκίστηκα κι εγώ να πολεμήσω το σκοτάδι.
Αυτό είναι που λιώνει μες στο αίμα τον αδελφό μου.
Όταν κλείνω τα μάτια
τον βλέπω να κάθεται μπροστά
στο πελώριο όργανό του
και να παίζει μακάβρια και ήρεμα.
Αμέσως σκεπάζω τ’ αυτιά μου.
Δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω
ο τόπος γεμίζει κοράκια
Μ’ ευθυγραμμισμένα κι ακίνητα φτερά
παρελαύνουν μπροστά του.
Θα ‘χεις δίχως άλλο ακούσει κι εσύ
αυτό το παράξενο όνομα: ΠΟΛΕΜΟΣ.
- Αυτό που εγώ απόφυγα μ’ όλες μου τις δυνάμεις
βάζοντας πλάι στη μαύρη κλωστή μαύρη
και στην άσπρη άσπρη.
Καταλαβαίνεις πόσο μου απολείπεται η γαλήνη.
Ένα ίσιο χωράφι με κοντό γρασίδι
καταντά να μου γίνεται ιδανικό...
- Θα σε ρωτήσω κάτι. Σκέφτηκες ποτέ σου
πού θα σκύψεις να δεις το ομοίωμά σου;
Γιατί νομίζω πως δεν έχεις άλλο ιδανικό.
- Έχω τη γνώμη πως το έργο του καθενός είναι ένας καθρέφτης
Άλλωστε είναι νύχτα.
Όμως στο λίγο φως που σκορπίζει στιγμιαία ένας διάττων
μπορείς να διαβάσεις γραμμένη οπουδήποτε
την ιστορία της γης.
[- Ένας διάττων είναι πάντα ένα καλό σημάδι.
Αυτό σημαίνει πως ο έρωτας
συνεχίζει να σμίγει τ’ αστέρια
πίσω από τη λευκή κουρτίνα του Γαλαξία
θα ‘θελα πολύ να νοιώσω αυτό το αίσθημα
που αποσπά την φωτεινή βροχή
ανάμεσα στ’ αστέρια.
Θα ‘ναι δίχως άλλο για μένα
μια πηγαία χαρά.]
Λοιπόν μη γυρεύεις άλλο κανένα νόημα
σ’ αυτή τη μικρή σπίθα που ανάφτει μπροστά σου.
Στο κάτω-κάτω οι λέξεις
χάνουν στα χείλη σου τη σημασία τους.
Η λέξη “ευαισθησία” είναι κάτι που ταιριάζει
στους ώριμους καρπούς που πλημμυρίζουν από ζωή.
Πολύ περισσότερο αν είναι μητρικό στήθος
παρ’ ό,τι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοήθεια.
Εξ άλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματος
δεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητο
ούτε ένα μικρό σπόρο σταριού.
Ήδη τρώγοντας ψωμί τρέφεις τις σάρκες σου
με πόνους και χρέη...
Ο αδελφός μας λιώνει μέσα στο αίμα του
κι όλοι λέγανε πως η γης εκδικιέται.
Όμως εμείς μαθαίνουμε κάθε μέρα που περνάει
πως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό στον κόσμο
απ’ την καρδιά της πονεμένης μας μητέρας.
Απ’ την ημέρα που άνθρωποι θα αισθανθούν την ανάγκη
να γίνουν απλοί σαν κάτι που δεν γυρεύει λύση
τότε το φως θα αναδύεται από το χώμα
και τα φύλλα των δέντρων.
Το αίμα έχει σχηματίσει μια λίμνη
λίγο πιο πάνω από το μέρος που στεκόμαστε.
Ο μύθος της φυλής αυτής λέει
πως στο βυθό της
κατοικούνε τα ινδάλματα όλων των ανθρώπων.
Όποιος θελήσει να δει τον εαυτό του
δεν έχει παρά να σταθεί
πάνω απ’ την ακίνητη επιφάνειά της.
1946 -
1982
Gloria
Πέντε παιδιά του κόσμου
πήραν μαζί τους την Άνοιξη
GLORIA
πέντε καρδιές ματωμένες
πέρασαν το σύνορο του κόσμου
πήραν μαζί τους την άνοιξη
τώρα μας κοιτούν
με τα μεγάλα μάτια κλαμένα
τι πρέπει να κάνουμε για να γελάσουν;
-
1975
Neruda Requiem Eternam
Neruda Requiem Eternam
Λάκριμα για τους ζωντανούς
Αμέρικα σκλάβα
Σκλάβοι όλοι οι λαοί
Λακριμόζα
Ήσουν ο στερνός ήλιος
Τώρα κυβερνούν νάνοι
Ορφάνεψε η γη
Neruda Requiem Eternam.
-
1943
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
τις έζησα, τις ρούφηξα και κείτονται νεκρές...
Τη νύχτα πια δεν έρχονται σαν τότε να με βρούνε
του ονείρου οι πολυδάκρυτες Αυγές...
Και τίποτ’ άλλο από ‘να Τίποτα
μες στην καρδιά μου δε βασιλεύει
κι αργοσαλεύει...
Και μου θολώνει τη ματιά και δε μπορώ να δω
την ομορφάδα των ματιών
που ερωτικά δακρύζουν
μπροστά στις θείες πυρκαγιές
των ουρανών και των καρδιών!
Και μου μαραίνει την καρδιά και δε μπορώ να νοιώσω
τα ερωτικά τρεμίσματα της αυγινής δροσιάς
μες στην καρδιά τ’ ανθού
το πάθος της φωνής μες στην βραδιά
και τα λυγίσματα της φλογερής καρδιάς οπ’ αγαπάει
με την αγάπη των πουλιών και τ’ ουρανού...
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικουνε
βαθειά μου νοιάθω δύναμη - ωκεανό.
Φωνές αδύνατες στ’ αυτιά μου δεν ηχούνε
κι αληθινός μοιάζω Θεός στον ουρανό.
Με Χερουβείμ τριγύρω και με “Αινείτε”.
Κι όμως και δύναμες χαρίζω κι ουρανούς.
Ερχεστε, ω πόνοι, πάλι να με βρήτε;
Ξαναθρηνείς καρδιά μου σαν κείνους τους καιρούς;
12.1.43
-
1944
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό.
Κατόπι σταμάτησαν, σφίχτηκαν
δυνατά και δώσαν το στερνό τους φιλί.
Κάποιες παράξενες σκέψεις τους βαραίνουν.
Ξαναφιλιούνται μηχανικά για να παρατείνουν
ποιος ξέρει τί.
‘Ομως τα χείλη δε γνωρίζουν τη σάρκα και τα
χέρια ενώνονται σε αδιάφορα σφιξίματα.
*
Τότε παίρνω μορφή ποντικού και παρουσιάζομαι
μπροστά τους. Βουτώ την ουρά μου στο
μελάνι και γράφω πάνω στο τζάμι:
“Το πεπρωμένο καλεί τη ζωή”.
Με μάντεψαν φαίνεται αμέσως. Φτιάχτηκαν
βιαστικά βιαστικά και ξεχαστήκαν.
*
Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον ποντικό να
σουλατσάρει. Το περίστροφο είχε λησμονηθεί
πάνω στο γραφείο. Το κοιτάζω και του
λέω: -Εσύ έκανες αυτή την απερισκεψία;
Τρέχει και χώνει το κεφάλι του μέσα
στην κάνη για να εμποδίσει τη σφαίρα. Εγώ
όμως δε χάνω καιρό και τραβώ.
Πολύ προσεχτικά μαζεύω το λίγο αίμα που
υπήρχε και με αυτό σκεπάζω τις αδέσποτες
φράσεις.
18.ΙΙΙ.44
Μίκης Θεοδωράκης
ΑΘΗΝΑ
-
1943
Ακόμη τώρα
Ακόμη τώρα
όταν θυμούμαι τη λεμονόστηθη μικρούλα
το χρυσαφένιο προσωπάκι που ακόμη λάμπει
ολόϊδια αστέρι, το φλογισμένο της κορμί
το πληγωμένο από την καφτερή του έρωτα σαϊτα
πρώτη απ’ όλες σε νιάτα και ομορφιά
θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στα χιόνια.
Ακόμη τώρα
αχ η παιδούλα με τα μάτια του λωτού
ερχότανε, βαριά με πόθο ερωτικό της νιότης
θα την αδράξουνε τα δυο μου πεινασμένα χέρια
κι από το στόμα της θα πιω το δυνατό κρασί
όπως η κλέφτρα μέλισσα ρουφάει
το μέλι από το νούφαρο.
Ακόμη τώρα
να την έβλεπα να κείτεται
με μάτια ορθάνοιχτα, γαλαζωμέν’ από ξαγρύπνι
με μάγουλα να καίνε ως το χλωμό αυτάκι της
απ’ τον πυρετό του χωρισμού μας
ο έρωτάς μου θα την τύλιγε με λουλουδένια δάση
κι η νύχτα θα γινότανε ο μαυρομάλης εραστής
απάνω στο κορμί της μέρας.
-
1946
Αν γυρεύεις απ’ τον ήλιο τη χαρά
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μου
που διψά για φως.
Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζει
θ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μένα
θα ‘μαι σαν νεκρός.
Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαρά
πιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.
-
1982
Άννα Φρανκ - Ιμπραήμ - Εμιλιάνο
Αννα Φρανκ
τα μεγάλα μάτια σου σφραγίζουν τον καιρό
Ιμπραήμ
τα μεγάλα μάτια σου μας κοιτούν απ’ τον ουρανό
Εμιλιάνο
τα μεγάλα μάτια σου κοκκίνισαν τη γη
-
1961
Απαγωγή
Θα πάρω μια βαρκούλα
στον Κάτω Γαλατά
και στην Αθήνα θα ‘ρθω
καβάλα στο νοτιά.
Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα
να κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
Θα βάλω στην βαρκούλα
λουλούδια και φιλιά
δυο γλάροι ταξιδεύουν
καβάλα στο βοριά.
Και νάτη η Κρήτη φάνηκε
γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά.
Θ’ αράξω την βαρκούλα
μπροστά σε μια σπηλιά
θα σε ταΐζω χάδια
καβούρια και φιλιά.
Στη μάνα μου, στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
-
1945
Απρίλης
Της αγάπης λόγια σαν της Άνοιξης τα φύλλα
ένας ήλιος ήρθε και μας φίλησε στα χείλια.
Πέντε παλικάρια και μια νια χορεύουν
κι η καρδιά στο στόμα.
Όμοιες σαν κλωνάρια ανθισμένα με μια χάρη
πέντε αγάπες σμίγουν και φιλούνε το χορτάρι.
-
1962
Απρίλης
Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε
καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές.
Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ‘χω μυστικό.
Αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα
στο γαϊτανόφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο.
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο
στη μάνα σου θα 'ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι π’ αγαπώ.
-
1973
Άστατο πουλί
Ήρθε στ’ όνειρό μου
άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.
Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ
θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.
Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ
γύρω μου σκοτάδι
και ψιλή βροχή.
Τη δική μου αγάπη
δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.
Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά
μα η δικιά μου αγάπη
πάντα εσέ ζητά.
Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.
[Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε].
-
1963
Βάρκα στο γιαλό
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια
για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν
νοιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό
βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι
και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω
κι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω
με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα
για την ξενητειά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκειά.
-
1987
Βεατρίκη πάψε να γελάς
Με ξεχνάς, τα μάτια σου κλειστά
τα χείλη σφραγιστά
και χάνομαι στους δρόμους
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
Μου γελάς, το δάκρυ σου νερό
το γέλιο σου κενό
σαν τον αέρα
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
Με πονάς, σκιά μες στη σκιά
σκορπάς σαν τον καπνό
και χάνεσαι στους δρόμους.
Βροχή μια Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα
στα χρυσά μαλλιά σου
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
-
1973
Βουνά σας χαιρετώ
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο
δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά
αυτή μόνο θα νοιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
-
1942
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθ' η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τάχα δεν είμαστε πιο πάνω απ' όλα χώμα και λάσπη;
Στη Σάρκα πάνω δε θα πατήσεις να δεις τον Ουρανό;
Σ' αγκαλιάζω κι αδράχνω την ίδια τη Θεότη!
Στο ηδονικό σου το κορμί διαβάζω την αιτία και το Σκοπό!
Τα σωθικά μου αφρίζουν για ηδονή και για μανία.
Νοιώθω ν' ανάβουν μέσα μου φωτιά. Αντάρες
και μανίες ραπίζουν την ψυχή μου. Σίφουνας
με πλημμυράει του Δημιουργού σπασμού η τρικυμία...
Έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθει η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τρίπολη, 1942
-
1943
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσω τη σοφία
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσω
τη σοφία εκείνη που χαρίζει το γέλιο
και την αυταπάτη στους ανθρώπους.
Μαντεύω πως θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια
να κτίσεις μες στην ψυχή σου ένα ψέμα
τόσο μέγα που σίγουρα να μπορέσεις
να πιαστείς απ' αυτό και να μην πνιγείς.
-
1941
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο
που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα ξαναπλάσουμε όνειρα
Δε θα ξαναπούμε τραγούδια
Μόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα 'ρθω-
στη μελαγχολική την ησυχία
θ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
και κρύα ως πεθαμένου ανάσα
- "Αγαπημένη μου αντίο..."
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσει
ως σβήνουν οι γλυκές μορφές των ονείρων
με το φως της ημέρας.
Και θα χάσει ο ένας τον άλλον
και θα χαθούμε
και θα μας σκεπάσει
της νύχτας το σκότος.
4.1.41 -
1973
Δέκα παλικάρια
Δέκα παλικάρια από την Αθήνα πάνε βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα ε γιαλό.
Ξεκινήσανε με την αυγούλα
βάρκα γιαλό
αρμενίσανε
στο γαλανό νερό.
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα ε γιαλό.
Κεραυνοί τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα ε γιαλό.
Τραγουδούσαν και γελούσαν
δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες
βάρκα ε γιαλό.
Μα τα τανκς τώρα τους ζώνουν
και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει
βάρκα ε γιαλό.
-
1962
Δεληβοριά - Δεληβοριά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε πήραν πάλι τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί
αγάπης πόνος πιο πικρός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε ταξιδεύουν τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
για μια μικρούλα καστανή
που ‘ναι κρυμμένη σε σπηλιά
και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε τραγουδάνε τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί
αγάπης πιο πικρός σκοπός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
-
1970
Διότι δεν συνεμορφώθην...
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα
τον γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Ωρωπός 1969-1970
-
1968
Είμαι Ευρωπαίος
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ‘να μόν’ ακούει
το άλλο δεν γροικά.
Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνός
ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδός
τί με νοιάζει εμένα
ας νοιαστεί ο Θεός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ένα μόν’ ακούει
απ’ τ’ ανατολικά.
Την πόρτα μου χτυπάει
και πάλι ο φασισμός
όμως σε τέτοιους ήχους
είμαι εντελώς κουφός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Έχω ένα αυτί μεγάλο
τ’ άλλο πολύ μικρό
κι έτσι ήσυχος τρυγάω
χαρά, πολιτισμό.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αρκαδία I
-
1968
Είμαστε δυο
Είμαστε δυο, είμαστε δυο
η ώρα σήμανε οκτώ
κλείσε το φως
χτυπά ο φρουρός
το βράδυ θα ‘ρθουνε ξανά
ένας μπροστά ένας μπροστά
κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή
κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό
βαράνε δυο
βαράνε τρεις
βαράνε χίλιες δεκατρείς
πονάς εσύ πονάω κι εγώ
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ‘ρθει ο καιρός να μας το πει.
Είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό
με τη βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί
ο εκδικητής
ο λυτρωτής
είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς.
-
1968
Είσαι Έλληνας
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα
πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Πρέπει να δεις
πρέπει να γίνεις.
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
-
1969
Είχα τρεις ζωές
Είχα τρεις ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές
κι η τρίτη μου ζωή
κλεισμένη σε δυο βλέφαρα
πνίγηκε μες στο δάκρυ.
Έμεινα μόνος
χωρίς ζωή, χωρίς ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές.
Έμεινα μόνος
εγώ κι ο Δράκος
στη μεγάλη σπηλιά.
Κρατώ ρομφαία
κρατώ σπαθί
εγώ θα σε πνίξω
εγώ θα σε σκοτώσω
εγώ θα σε σβήσω
εγώ θα σε τινάξω
πάνω απ’ τη ζωή μου
γιατί έχω τρεις ζωές
η μια για να πονάει
η άλλη για να θέλει
κι η τρίτη για να νικά.
Αρκαδία X
-
1945
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο
και που δίνει στη Σκέψη τη δύναμη να τραγουδήσει
είν’ η εντύπωση που γεννιέται
απ’ τη διείσδυση μιας ψυχής σε μιαν άλλην.
Ας σμίξουν λοιπόν τα αισθήματα
δίχως υποκρισία και ντροπή,
κι ας κυλιστούν
πάνω στην υγρή χλόη της ‘Ανοιξης.
Υπάρχει ένα βαθύ μυστήριο
στην ένωση τούτη
που συγκλονίζει τα ρωμαλέα σώματα
και που δίνει το μέτρο του μεγαλείου της Δημιουργίας!
Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό αγαπημένη,
πως το Σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο θεός
χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη !
Αθήνα 17.ΙΙΙ.45
Μίκης Γ. Θεοδωράκης
-
1976
Εκείνος ήταν μόνος
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες, πολύ αργά
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη, αργά και το φιλί σου
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
εκείνος ήταν μόνος κι ορφανός
εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός.
Εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενες την ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή, σαν τη βροχή.
-
1948
Ελεγείο
για τον Αγαμέμνονα Δάνη
Χίλια ζευγάρια χέρια ν’ ανεμίζουν υψωμένα και να σβήνονται στ’ απόβραδο
κι εσύ, χαμένε σύντροφε,
να χαιρετάς και να γκαρδιώνεις, καθισμένος
στο γόνα του ήλιου.
(Σιωπή γερμένη με λυμένα μαλλιά -πάνω στην βαθειάν ανάσα της γης
κάτω από τα λιόδεντρα κραυγή
που ξεχάστη θρηνώντας).
Απ’την απόμακρη Χίο στο Πετροπούλι
κι απ’ την Ασία στον Αη-Ληα
νοιώσαμε τον ουρανό να σκύβει
και να φιλά την πληγή μας
κι ήσουν, χαμένε σύντροφε
χίλια πουλιά να πετούν
προς το Νότο!
Κι ήρθαν κοπέλες απ’ τη Δάφνη
κι απ’ το Στελί μανούλες πικραμένες
απ’ την Αρέθουσα και τους Βρακάδες οι μαυροφόρες
κι απ’ τον Αρμενιστή γερο-ψαράδες ήρθαν
μ’ αλατισμένη την καρδιά στο κύμα και στα δάκρυα
Και κάθισαν ολόγυρά σου, χαμένε σύντροφε,
και κάθισαν ολόγυρά μας
ν’ αρχινήσουν ψιλό μοιρολόι
Τ’ ήσουν ο στεναγμός ενού Λαού
το φτεροζύγισμα ενού γύπα
που χιμάει !
Δάφνη Ιούνης 1948
-
1967
Ελευθερία ή Θάνατος
Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει για να πλαγιάσει
τα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τους κρυψώνες.
Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη
Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει.
Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήνα
στα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει κι η Πατρίδα.
Γλυκά προβάλλει η χαραυγή, γλυκά χαμογελάει
το Μέτωπο μας προσκαλεί και μας καθοδηγάει.
Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι
θα σας σαρώσει ο Λαός, θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη.
-
1944
Ελεύθερος στοίχος
Στα ποιήματά μου
Μικρά ταπεινά λουλουδάκια
- κι αν μπορώ να σας πω και λουλούδια-
ω αγνά ξεχασμένα τραγούδια
Χύστε και σεις (αχ και μπορείτε)
μες στη φύση μια μυρωδιά...
Πριν αρχίσω
Σ’ έναν σωρό, πανώρια μαζεμένα
τα υλικά προσμένουν με για να τα πάρω
κι εγώ ο κτίστης καθισμένος
πριν αρχίσω σ’ ερωτώ, ω θεά
θα θελα φτάσω μια φορά
να φτιάσω το παλάτι που θα κάτσεις;
Μ’ αν καταλάβεις πως ποτέ
δεν θα μπορέσω και θα κουραστώ
στο φτειάξιμο απάνω,
ρίξε φωτιά και κάψε με, θεά
πριν σ’ ένα “σταυρό”
σαν τον Χριστό πεθάνω.
-
1962
Ένα δειλινό
Ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό.
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,
σου δέσανε τα μάτια σου,
μου δέσαν την ψυχή μου.
Ένα δειλινό
με τσάκισαν στα δυο.
Μου κλέψανε την όραση
μου πήραν την αφή μου
μόν’ μου ‘μεινε η ακοή
να σ’ αγροικώ παιδί μου.
Ένα δειλινό
ωσάν τον σταυραητό.
χύμηξε πα στις θάλασσες,
χύμηξε πα στους κάμπους,
κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά
και να χαρούν οι ανθρώποι.
-
1962
Ενωθείτε
Ενωθείτε βράχια, βράχια.
Ενωθείτε χέρια, χέρια.
Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι.
Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας,
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο,
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πολυχρόνιος ημέρα
Υπερμάχω - Υπερμάχω.
-
1946
Ερωτικό τραγούδι
Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
κρεμασμένο στο παράθυρό σου.
Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες
μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη
το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται
από μια φλόγα ευδαιμονίας.
(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα
κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια
κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες
ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της
ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)
Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις
τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο
πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο
το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε
τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε
χαρά !
-
1946
Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη...
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος...
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
*
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
*
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι.
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας
και να πραγματοποιήσουμε
το παλιό μας το όνειρο.
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα
-
1943
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Μήπως ικέτεψα τη νύχτα ανάμεσα στ' άστρα
το λεπτό ίχνος της ευωδίας κάποιου θεού;
ΛΥΚΟΙ
Στη ράχη μου σέρνω την αιώνια κατάρα
στον ίσκιο μου μέσα ζει
το μίσος των ψυχών και των πραγμάτων
και μ' άφησε μια θεία βουλή
να ζω κι εγώ στο μίσος
οι σκιές μέσα των ψυχών και των πραγμάτων
Της πατρίδας μου τα όνειρα τριγυρίζουν την καρδιά του θανάτου
Η ανατολή κι αν έρθει δεν φέρνει το φως
άναρχη κι ατελεύτητη ανατριχίλα
στενάζει τον βαθύ μας τον πόνο
μην πετάξει προς τα ρόδα
των πλασμάτων των μακαριστών
και σπείρει κι εκεί το αίμα που πνίγει...
Είναι η ώρα που το σκούσμα του λύκου
θα ξυπνήσει στα σπλάχνα μας την κοιμισμένη λαχτάρα
του φωτός
το τέλος της μέρας
κι η ανάσταση του πρώτου αδερφικού χεριού που σκοτώνει
ηχεί τώρα στ' αυτιά μας σαν βρυκολακιασμένη κραυγή
διψασμένου θανάτου.
Πρέπει να χώσω το ρύγχος μου
στα καυτά σπλάχνα των αθώων
Καταραμένη εσύ θεία βουλή
που με χωρίζεις απ' τον εαυτό μου.
-
1962
Η αλυσίδα
Την αλυσίδα τη βαρειά
την κάνω χελιδόνι
τη φυλακή τη σκοτεινή
την κάνω ξαστεριά.
Την αλυσίδα τη βαρειά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
την κόβουμε μαζί.
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!
Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!
Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!
Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!
Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!
Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!
Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!
Την αλυσίδα που μιλά
την κάνω αστροπελέκι!
Των παλατιών σου τη χλιδή
σου κάνω φυλακή!
Την αλυσίδα που μιλά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
τη φτιάχνουμε μαζί!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Ραγιάδες σηκωθείτε
φωνάζει ο Κίτσος!
-
1984
Η απολογία του Διονύσου
Γεια και χαρά σας άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει από την συνάθροιση αυτή.
Κάψτε τους στίχους, κάθε μελωδία μαγική
που μας πηγαίνει σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική.Γεια και χαρά του κόσμου αυτού οι δυνατοί
είμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και χολή
σαν τα βουνά
που κλείνουν μέταλλα σκληρά
και τα τρυπούν
και την καρδιά τους την πονούν
μα η καρδιά
μες απ’ τα νύχια τους γλιστρά
και τραγουδά.
Αντιστροφή Α’Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις κορφές
για ν’ ανάψουνε φωτιές.Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό.
Αντιστροφή Β’Διόνυσέ μου, με τ’ ασίκικα φτερά
παλικάρι μου, με του τράγου το κορμί
παλικάρι μου, σέρνεις πρώτος την πομπή
Διόνυσέ μου
κοίτα ποιος σ’ ακολουθεί
Έλληνες κι αλλοδαποί -
1984
Η αρκούδα
Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό
είμαι αρκούδα, χορεύω γύφτικο χορό.
Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ.
Μες στο κελί μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί
ήρθε το τέλος, δεν ήρθε ακόμα η αρχή.
-
1987
Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν
- Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Ερμού;
- Έχασα τη Βεατρίκη
ίσως να ψάχνει
για καινούριο καπέλο με φτερά.
- Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τί ζητάς στην οδό Μηδέν;
- Αύριο η Βεατρίκη
δίνει τον όρκο
είναι ο πρώτος πολίτης του Μακρυγιαννιστάν.
- Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό “Γιατί”;
- Δεν υπάρχει Βεατρίκη
αν υπήρχε δεν θα μ’ έβλεπες ποτέ.
-
1968
Η κοινωνία της καταναλώσεως
Η ακοή σου Δύση βούλωσε
η όρασή σου Δύση σκεπάστηκε
η κοινωνία της καταναλώσεως
πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου
πέπλο βαρύ σκεπάζει την όρασή σου
σκεπάζει την ψυχή σου.
Ο πολιτισμός σου ερείπια που καπνίζουν
τα λόγια σου κουνούπια που πετούν
πάνω από τα έλη
της βιομηχανικής σου παραγωγής
κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία.
Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ινδονήσιοι
στην Ευρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεως
πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες
όμως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις
πάνω σε μοντέλο χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά
τρέχεις με διακόσια χιλιόμετρα
προς τον θάνατό σου.
Αρκαδία I
-
1977
Η παγίδα
Είχες τα χέρια σου γιομάτα τραγούδια
τα πόδια σου αγγίζανε το πράσινο νερό
τα όνειρά σου σεργιάνιζαν στους δρόμους
η σκέψη σου ρύθμιζε της μέρας τον ρυθμό.
Βουή τα αυτοκίνητα κι ηλεκτρικές ρεκλάμες
σκεπάζαν τον απόηχο στις φτωχογειτονιές
η νύχτα μούγκριζε στους λασπωμένους δρόμους
δυο φίλοι αντάλλασσαν τον όρκο τον ιερό.
Ποιος να σου το ‘λεγε, αυτός με την τραγιάσκα
το μάτι πύρινο, το γένι αχνιστό
το σάλιο κίτρινο κι ο λόγος του αντάρα
στα σπλάχνα γλίστραγε σαν σίδερο καυτό.
Κι εσύ τον πίστεψες και δίχως άλλη σκέψη
μπήκες στον δρόμο τον στενό, τον δίχως γυρισμό
ποιος να σου το ‘λεγε, παιδί, αυτός με την τραγιάσκα
παγίδα σου ‘στησε γλυκειά και τώρα είναι αργά.
Essen, 7.Χ.77
-
1943
Η Άνοιξη
Χλοϊζει καινούρια ελπίδα η λαγκαδιά
Κάποιο γλυκοκελάϊδισμα σκορπά στη φύση
η νιόχτιστη χελιδονοφωλιά.
Τρέμει η φωνή στα χείλη τα δειλά, που θα σκορπίσει
στη Φύση ό,τι φτερώνει την καρδιά.
Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
στην αγκαλιά τη μυστικιά του πέλαου αρμονία φέρνει
και στ' ακρογιάλι τη σκορπά μ' ένα φιλί.
Μέσα στ' απίστευτο όνειρο μεθά η δειλή ψυχή
μεθά κι η ελπίδα από το θάμα μαγεμένη
Νέες χαρές χαμογελούν μες απ' τη νέα ζωή.
Η Άνοιξη είμαι 'γώ η λατρεμένη.
30.8.43
-
1946
Η μεταμόρφωση του Διονύσου
- Δε θα μπορέσεις ποτέ να δεις κατάματα τον εαυτό σου.
Εφ’ όσον ο αδελφός σου διαλύεται μες στο αίμα
αυτή η θαμπή βροχή του μίσους
δε θα σ’ αφήσει ούτε μια φωτεινή κολώνα
όρθια μες στην ψυχή σου...
Είναι νόμος η καρδιά μας να τραβιέται από τον πόνο.
- Σκέψου μόνο πόσο πόνεσα για να βρεθώ έτσι μόνος.
- Ετοιμάσου να επιστρέψεις στο μέρος όπου ξεφύτρωσες.
- Πρόσεξέ με αν με αγαπάς και θέλεις να με καταλάβεις καλα΄.
Συνήθισα να ζω μες στο σκοτάδι.
Αυτό με ωφελεί και με βοηθεί.
Αισθάνομαι τη Νύχτα
όπως αισθάνεται η μητέρα την ανάσα του μωρού της
πάνω στο δέρμα της.
Υπάρχει μέσα σ’ αυτό δίχως άλλο ηδονή
είναι όμως πιότερο ανάγκη.
- ‘Ακουσέ με και μένα τώρα με τη σειρά σου.
Κι η χώρα η δική μου είναι σκοτεινή.
Τ’ όνομά της είναι ξακουσμένο και θα την ξέρεις και συ.
Ονομάζεται Αρκαδία.
Κάποτε όμως πήρα το δρόμο απ’ τα δασά της έλατα
και περνώντας από χώρα σε χώρα
έφτασα στον τόπο αυτόν που ήταν καθώς μου τον είπαν.
Εμείς εκεί πάνω δε γνωρίζουμε τόσο άφθονα χυμένο το φως
κι έτσι μου φάνηκε σα να ‘χα ξαναγεννηθεί
κι είχα περάσει από μια ζωή σε μιαν άλλη.
Φαίνεται πως εδώ κατοικεί ένας νέος θεός, είπα
και οι άνθρωποι πρέπει να είναι φωτεινοί και ωραίοι...
Τώρα μπορούσα να νοιώθω κάθε τι
που μου ήταν πριν ακατανόητο
και μπορούσα ακόμα να ευχαριστήσω
δίχως υποκρισία τον δημιουργό μου.
- Ξέρω πως η Αρκαδία είναι η χώρα με τα πυκνά δάση
και τις χίλιες πηγές.
- Εκεί έχει σκοτάδι και η ζωή είναι πολύ βαθειά κρυμμένη.
Εδώ ξεπετάγεται όπως ακριβώς είναι
Δεν υπάρχει κάτι που να τη μισοσκεπάζει.
Στην αρχή τρόμαζα έτσι που ζούσα.
Ένοιωθα την ψυχή μου να πεθαίνει και να γεννιέται
σε κάθε στιγμή.
Έπιανα κι άφηνα δίχως τελειωμό
δίχως ποτέ να πω δε θέλω.
Μια μέρα συνάχτηκαν οι άνθρωποι του τόπου αυτού
και έκαναν τον συνηθισμένο όρκο της φυλής τους.
“Αν γνωρίζω πως η ψυχή μου που σβήνει
σε λίγο θα ξαναγεννηθεί
γίνομαι πιο χαρούμενος, αφού μέσα μου
θα υπάρξει κάτι καινούριο...
Κι όταν μαντεύω τη θέλησή μου όλο να τρέχει
δίχως να σταματά
δίχως ποτέ να πει δε θέλω
κι αυτό με κάνει ευτυχισμένο
γιατί η κίνηση είναι ζωή...
Ορκίστηκα κι εγώ να πολεμήσω το σκοτάδι.
Αυτό είναι που λιώνει μες στο αίμα τον αδελφό μου.
Όταν κλείνω τα μάτια
τον βλέπω να κάθεται μπροστά
στο πελώριο όργανό του
και να παίζει μακάβρια και ήρεμα.
Αμέσως σκεπάζω τ’ αυτιά μου.
Δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω
ο τόπος γεμίζει κοράκια
Μ’ ευθυγραμμισμένα κι ακίνητα φτερά
παρελαύνουν μπροστά του.
Θα ‘χεις δίχως άλλο ακούσει κι εσύ
αυτό το παράξενο όνομα: ΠΟΛΕΜΟΣ.
- Αυτό που εγώ απόφυγα μ’ όλες μου τις δυνάμεις
βάζοντας πλάι στη μαύρη κλωστή μαύρη
και στην άσπρη άσπρη.
Καταλαβαίνεις πόσο μου απολείπεται η γαλήνη.
Ένα ίσιο χωράφι με κοντό γρασίδι
καταντά να μου γίνεται ιδανικό...
- Θα σε ρωτήσω κάτι. Σκέφτηκες ποτέ σου
πού θα σκύψεις να δεις το ομοίωμά σου;
Γιατί νομίζω πως δεν έχεις άλλο ιδανικό.
- Έχω τη γνώμη πως το έργο του καθενός είναι ένας καθρέφτης
Άλλωστε είναι νύχτα.
Όμως στο λίγο φως που σκορπίζει στιγμιαία ένας διάττων
μπορείς να διαβάσεις γραμμένη οπουδήποτε
την ιστορία της γης.
[- Ένας διάττων είναι πάντα ένα καλό σημάδι.
Αυτό σημαίνει πως ο έρωτας
συνεχίζει να σμίγει τ’ αστέρια
πίσω από τη λευκή κουρτίνα του Γαλαξία
θα ‘θελα πολύ να νοιώσω αυτό το αίσθημα
που αποσπά την φωτεινή βροχή
ανάμεσα στ’ αστέρια.
Θα ‘ναι δίχως άλλο για μένα
μια πηγαία χαρά.]
Λοιπόν μη γυρεύεις άλλο κανένα νόημα
σ’ αυτή τη μικρή σπίθα που ανάφτει μπροστά σου.
Στο κάτω-κάτω οι λέξεις
χάνουν στα χείλη σου τη σημασία τους.
Η λέξη “ευαισθησία” είναι κάτι που ταιριάζει
στους ώριμους καρπούς που πλημμυρίζουν από ζωή.
Πολύ περισσότερο αν είναι μητρικό στήθος
παρ’ ό,τι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοήθεια.
Εξ άλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματος
δεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητο
ούτε ένα μικρό σπόρο σταριού.
Ήδη τρώγοντας ψωμί τρέφεις τις σάρκες σου
με πόνους και χρέη...
Ο αδελφός μας λιώνει μέσα στο αίμα του
κι όλοι λέγανε πως η γης εκδικιέται.
Όμως εμείς μαθαίνουμε κάθε μέρα που περνάει
πως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό στον κόσμο
απ’ την καρδιά της πονεμένης μας μητέρας.
Απ’ την ημέρα που άνθρωποι θα αισθανθούν την ανάγκη
να γίνουν απλοί σαν κάτι που δεν γυρεύει λύση
τότε το φως θα αναδύεται από το χώμα
και τα φύλλα των δέντρων.
Το αίμα έχει σχηματίσει μια λίμνη
λίγο πιο πάνω από το μέρος που στεκόμαστε.
Ο μύθος της φυλής αυτής λέει
πως στο βυθό της
κατοικούνε τα ινδάλματα όλων των ανθρώπων.
Όποιος θελήσει να δει τον εαυτό του
δεν έχει παρά να σταθεί
πάνω απ’ την ακίνητη επιφάνειά της.
-
1943
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό
Κι εγώ ήμουν δεμένος μέσα στο Άπειρο Φως!
Τότε πόνεσα τη θλίψη της Μοναξιάς
Κι ό,τι μου απόμεινε, το Ιδανικό
πετούσε κι αυτό προς κάποιο αστέρι.
Κάθομαι τώρα συντριμμένος και θρηνώ τ' όνειρό μου
Και ζηλεύω το ζηλευτό σκουλήκι εκείνο
που μες στη λάσπη πλάθει κι ελπίζει
μα που ποτέ δε θ' αξιωθεί τον ουρανό.
5.Χ.43
Μίκης Θεοδωράκης
-
1946
Ημιτελής του Σούμπερτ
Τρία αναποδογυρισμένα φεγγάρια
σε μια χούφτα νερό.
Τσακισμένο καράβι γεμάτο
κορυδαλλούς και βιολέτες.
Πέρασα μπροστά σου κι εσύ ήσουν
η χθεσινή βροχή.
Θα ‘ρθω να σε βρω κρατώντας
μια χορδή τεντωμένη στο χέρι.
Ονομάζομαι Φαίδων.
Δεν έχω τίποτ’ άλλο
έξω απ’ το κουρελιασμένο μου μανίκι.
Δεν υποφέρω πια τη φωνή των πουλιών.
-
1943
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον η ροδοστάλαχτη αυγή
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον
η ροδοστάλαχτη αυγή
Κι η ίδια η παντοτινή φωνή θα με παρηγορήσει:
- Είσαι το πλάσμα το ξεχωριστό!
ο εκλεκτός των σεβάσμιων ουρανών!
Στη δοκιμασία τη φριχτή μέσα πάντα ζεις
Ενάντια στην αλήθεια της ζωής μόνος παλεύεις
κι ενάντια στο νόμο της πούν' η αγάπη.
31.Χ.43
-
1987
Θάλασσα πλατειά
Δώσ’ μου χέρι να σταθώ
δώσ’ μου βλέμμα να λουστώ
φίλημα να κρατηθώ
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
Κλαις εσύ και κλαίει η γη
κελαηδείς και κελαηδεί
προσευχή μες στη σιωπή
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
Σ’ έχασα παντοτινά
πέτρωσ’ η ζεστή καρδιά
γίναν δέντρα τα φιλιά
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
-
1969
Θούριον
Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα
είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν
τον ύπνο του Πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης
ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.
Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας
εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα
σκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδες
τηβέννους φορούν
κρατούν σκήπτρα
αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι
“αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους
πτερά ορνίθων.
Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαρα
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.
Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδα
όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το τουφέκι.
Αρκαδία VI
-
1941
Ιούδας
Ναζωραίε! Ναζωραίε!
Όλων των ανθρώπων των αληθινών
ο δρόμος τους απ' το σταυρό περνά.
Κέρδισες την αιώνια ευτυχία
και μ' άφησες τον αβασίλευτο καημό
με κείνο το φιλί που με τόση αγάπη
το βράδυ αυτό (το αιώνιο βράδυ
που δε φεύγει απ' το πλευρό μας)
απόθεσα σπαραχτικά σαν προσευχή
στον άσπρο λαιμό σου.
Ω να με δεις εκείνη την απέραντη στιγμή που σε φιλούσα.
-
1941
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
για πάντα
λες και μας ρούφηξε η νύχτα
σα σκύλα και μ' άφαντα στόματα.
Ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
κι εγώ μπροστά σου
ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
απ' της νιότης το κόκκινο ρόδο
και την καρδιά μας δε μάρανε
των χρόνων το βάρος.
Γι' αυτό κι εγώ σαν θα 'ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω "σ' αγαπώ"
Δε θα σε πάρω απ' το χέρι
να σε φιλήσω όπως πάντα
ούτε θα σε πάρω απ' το χέρι
να σ' οδηγήσω στο πράσινο δάσος
και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
και να σου πω το παραμύθι εκείνο
που κείνη και κείνος
ενώνονται υμνώντας τη χαρά.
Μόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα ΄ρθω
στη μελαγχολική την ησυχία
θ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
και θα πει
"αγαπημένη αντίο"
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
μες στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσεις από μπρος μου
ως σβηούνται οι μορφές
που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
των ονείρων μας με το φως
της ημέρας
Και τώρα ας χωριστούμε
γλυκειά μου αγαπημένη
τώρα που 'σαι για με μεγάλη
κι εγώ μεγάλος για σένα.
Τώρα που 'μαστε αντικρύ
σα δυο φωτιές που καίνε
κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
μαυροφόρα κι ανάγκη.
Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος.
Γι' αυτό κι εγώ σαν θα 'ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω "σ' αγαπώ"
Το όνειρό μου η ζωή μου
θα πετάξει και θα 'ρθει
η νυχτιά της ημέρας
και κοιτώντας τ' αστέρια
μ' ενωμένα τα χέρια
θε να πούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό:
"Η Δυάδα η Τριάδα
Εκείνος κι εκείνη!
Γελάτε αστέρια
Χαρείτε ουρανοί!
Εγώ 'μαι ο κόσμος
η αρχή και το τέλος!
Φιλιά στα φιλιά
κι όρκοι στους όρκους....
Ζωή μου πού είσαι;
Τ' όνειρό μου η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε η νύχτα
της ημέρας.
Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θε να 'ρθω κοντά σου
με τ' όνειρό μου.
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω "σ' αγαπώ".
Τρίπολη, 1941