Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra barborka ciekawy domowej rekami

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

POEMS

  • 1947

    Στον Όλυμπο

    Αν έμεινες ξαφνικά τόσο έρημος κι εγκαταλελειμμένος

    απ’ τις φωνές που χρωματίζουν τον ορίζοντα

    σου ‘χαν απομείνει σύντροφοι πιστοί τα γέρικα έλατα

    κι η πολύχρωμη μεταμόρφωση της Άνοιξης..

     

    Ήσουν ένας καλόγνωμος πατέρας

    με σγουρά γένια κι ολόισιες σκέψεις

    και θυμάμαι που καλούσες

    τους αχτένιστους βοριάδες της Θράκης

    να κρατούν φουντωμένες τις φωτιές που φυτρώναν

    στις καρδιές των αμέτρητων παιδιών σου..

     

    Μιλούσες ήσυχα με τον Ήλιο και με τη Νύχτα

    καθώς γέμιζες με κόκκινους σπόρους

    τις φτερούγες των πουλιών.

                               *

     

    Ήσουν πατέρας μας

    κι έπρεπε να ξανάρθουμε κοντά σου..

    Συνάξαμε τα τρομαγμένα πουλιά

    και βάφουμε ξανά τον ουρανό

    με τα τραγούδια μας.

     

    Σ’ ακούμε πάλι να κουβεντιάζεις ήρεμα

    με τη Νύχτα και με τον Ήλιο

    καθώς βλέπαμε να ‘ρχονται από κάθε μονοπάτι

    τις ρόδινες λαχτάρες του Κόσμου

    και ν’ απιθώνονται στα γόνατά σου.

     

    Είμαστε τώρα δυο φορές παιδιά σου

    κι οι φωτιές μας που φλογίζουνε τον ουρανό

    οδηγούνε απ’ αυτό το ψηλό σημείο

    τα τρομαγμένα πλοία.

     

    Μ.Γ. Θεοδωράκης

    2.2.47

    Αθήνα

     

  • 1965

    Σωτήρη Πέτρουλα

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα.

     

  • 1946

    Σ’ αγαπώ. Δε μπορεί ναν’ αλλιώς...

    Έχω χώμα μαύρο, χώμα ξανθό

    ήλιους αιμάτινους, ήλιους λευκούς

    καρδιές με ρίζες, ρίζες με φτερά

    πόλεις με τάφους, τάφους με ζωή

    Στο ‘να μου χέρι το μίσος κρατώ

    στ’ άλλο μου χέρι κρατώ την αγάπη.

     

    Δεν είμαι ξωτικό.

    Κατοικώ στα γαλάζια νησιά

    Και στα κόκκινα πάθη.

    Με ξέρεις... Πιο πολύ με νοιώθεις

    παρά με ξέρεις.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1944

    Σ’ έναν διαβάτη....

    Ο Λόφος που βλέπεις διαβάτη

    ας φαίνεται, είναι ψηλός...

    Γι’αυτό, χωρίς βιάση περπάτει...

    Γιατί σαν τα πόδια κουράσεις

    σαν πεις στην κορφή του θα φτάσεις...

     

  • 1969

    Τα καλλίτερα μας χρόνια

    Τα καλλίτερά μας χρόνια

    θάλασσα πλατειά

    μες στο σύρμα τα περνάμε

    μάνα μου γλυκειά

    για ένα όνειρο, μια ιδέα

    τόσες μέρες, τόσες νύχτες

    τόσους αναστεναγμούς.

    Τους εχθρούς του πάλι ο Λαός

    θα σαρώσει σαν άγριος ποταμός

    θα τους πνίξει μες στο αίμα

    στην οργή και στη ντροπή.

     

  • 1946

    Τετράδιο

    Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
    1946-1947
    Αθήνα

    Αυτά τα εξαίσια μάτια

    Προσπαθώ να παραλληλίσω
    την έννοια της θάλασσας με την έννοια της αγάπης.
    Αυτό το πέλαγος
    μοιάζει σα να ‘χει ανατριχιάσει από τον πόθο μου.
    Θέλω να βρω μια βάρκα να ταξιδέψω.
    Να γνωρίσω τις χώρες που κρύβονται πίσω από τον ορίζοντα,
    τις σκέψεις που κρύβονται πίσω από τα μάτια σου.
    Αυτά τα εξαίσια μάτια.


    *****

    Μικρές ανεμώνες

    Ξέρεις τις μικρές ανεμώνες που φυτρώνουν τον Απρίλη;
    Θα ‘θελα πολύ να στις αραδιάσω πλάϊ - πλάϊ
    μέσα σ’ ένα πλαίσιο.
    Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σου πω
    τα όνειρα που με δέρνουν για σένα...

                                                   1946



    *****

    Με ξέρεις.
    Πιο πολύ με νοιώθεις παρά με ξέρεις.
    Ω  θα μου πεις
    είναι καιρός που κηδέψαμε τη Βηθλεέμ
    και στον τάφο τους απάνω οι ανεμώνες
    κουβεντιάζουν με τα χλωμά κορίτσια
    της Σιών.
    Δεν έχω αξιώσεις. Δεν έχω καθόλου αξιώσεις.
    Μόνο να μου επιτρέπεις να βλέπω
    στα μάτια σου τις δύσεις.

                                                           1946

  • 1984

    Τη ρωμιοσύνη να την κλαις

    Θα σας μιλήσω μ’ ένα αλλιώτικο σκοπό

    μη μου θυμώσετε πολύ, παρακαλώ

    ψάχνω να βρω τη Ρωμιοσύνη

    κι αυτό το πάθος μου τη δίνει.

     

    “Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις

    να το συνηθίσεις να το λες”.

     

    Στην απορία μου απάντηση ζητώ

    με αποφεύγουνε, με παίρνουν για τρελό

    η Ρωμιοσύνη παντρεμένη

    είν’ ευτυχής και γκαστρωμένη.

     

    “Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις

    να το συνηθίσεις να το λες”.

     

    Αυτά τα λόγια είναι παρανοϊκά

    αφού γκαστρώθηκε, σημαίνει είναι καλά

    με κουμπάρο τον Καρούδα

    “έξω οι βάσεις απ’ τη Σούδα”.

     

    “Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις

    να το συνηθίσεις να το λες”.

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1947

    Της εξορίας

    Θάλασσες μας ζώνουν

    κύματα μας κλειούν

    σ’ άγριους βράχους πάνω

    τα νιάτα μας φρουρούν.

     

    Στείλαν του λαού μας

    τ’ άξια τα παιδιά

    για να τα λυγίσουν

    σε δεσμά βαρειά.

     

    Στων φρουρών το πείσμα

    θα σταθούμε ορθοί

    στις καρδιές ατσάλι

    φλόγα στην ψυχή.

     

    Μάνα μην στενάζεις

    μάνα μην θρηνείς

    τώρα πέφτουν οι θρόνοι

    και τραντάζει η γης.

     

    Η αυγή χαράζει

    πάνω στα βουνά

    ο εχθρός λουφάζει

    φτάνει η λευτεριά.

     

    Χτυπάτε τους αδέρφια

    χτυπάτε δυνατά

    σαν χτυπάει ο Μάρκος

    σειέται γη, στεριά.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1944

    Τι μπορεί να βλάψει τη Νύχτα;

    Είμαι διατεθειμένος να καταστρέψω την ακοή μου
    για να μην ακούω πια τη φωνή σου
    Γιατί να καταστρέψω έτσι άδικα
    αυτό που έφτιαξα με τόση υπομονή και τόσο κόπο;

  • 1962

    Το όνειρο

    Δυο γιους είχες μανούλα μου

    δυο δέντρα, δυο ποτάμια

    δυο κάστρα βενετσιάνικα

    δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.

     

    Ένας για την Ανατολή

    κι ο άλλος για τη Δύση

    και συ στη μέση μοναχή

    μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο.

     

    - Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά,

    που βλέπεις τα ποτάμια

    όπου θωρείς τα πάθη μας

    και τις φτωχές μανούλες,

     

    Αν δεις τον Παύλο φώναξε

    και τον Ανδρέα πες μου.

    Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα

    μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.

     

    Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά,

    διαβαίνουνε ποτάμια.

    Ένας τον άλλο ψάχνουνε

    για ν’ αλληλοσφαγούνε.

     

    Και κει στο πιο ψηλό βουνό,

    στην πιο ψηλή ραχούλα

    σιμά κοντά πλαγιάζουνε

    κι όνειρο ίδιο βλέπουν.

     

    Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο

    το νεκρικό κρεβάτι

    μαζί τα χέρια δίνουνε

    της κλείνουνε τα μάτια

     

    και τα μαχαίρια μπήγουνε

    βαθειά μέσα στο χώμα

    κι απέκει ανέβλυσε νερό

    να πιεις, να ξεδιψάσεις

     

     

     

     

     

     

  • 1945

    Το συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη

    Είμαι ποταμός θολός

    στα νερά μου ο κάθε εχθρός

    όταν μ’ αδικίες πάει να με μπλέξει

    άγριο τέλος θα βρει

    τώρα κι αν με χτυπά.

     

    Κύμα είμαι και ξεσπώ

    δίχως λευτεριά δε ζω

    σύμμαχα τα βόλια που με σκίζουν

    μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ

    γύρω πόνος βαρύς.

     

    Κύμα είμαι και ξεσπώ

    δίχως λευτεριά δε ζω

    μεσ’ απ’ το αίμα των αθώων

    η Ελλάδα με κοιτάζει

    με οδηγεί.

     

  • 1968

    Το σφαγείο

    Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
    μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ
    είμαι θρεφτάρι  μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
    σήμερα εσύ, αύριο εγώ.

    Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
    μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ
    πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα
    τακ τακ εσύ,  τακ τακ εγώ
    που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
    βαστάω γερά, κρατάω καλά.

    Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
    τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ.

    Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
    και το κελί μας κόκκινο ουρανό.

  • 1962

    Το τανγκό του εφιάλτη

    Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;

    Ο Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης!

    Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα!

    Θεοί και άνθρωποι τιμωρούσαν σκληρά τον προδότη.

    Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;

     

    Αργότερα η προδοσία έγινε επάγγελμα!

    Οι προδότες πηγαίναν στη δουλειά τους

    όπως οι μαγαζάτορες στα μαγαζιά τους.

    Πουλούσαν την πραμάτεια τους

    και παίρναν το μισθό τους τακτικά.

    Παντρεύονταν ανάμεσό τους 

    να μην προδώσουν της ράτσας τη σειρά!

    Κι όμως όλος ο κόσμος θυμόταν ακόμα

    την ιστορία του Εφιάλτη τόσα χρόνια!

     

    Ώσπου η προδοσία γίνηκε αρετή!

    Έγινε καθήκον

    και για τους προδότες

    θεσπίστηκε εύφημος μνεία ειδική!

    “Στο σεμνό προδότη 

    τη μεγάλη προδοσία πιστοποιούσα

    η πατρίς ευγνωμονούσα!”

    Ποιος θυμάται πια τον Εφιάλτη;

     

     

     

     

     

     

     

  • 1984

    Το ταξίδι

    Μια δρασκελιά Πετράλωνα - Θησείο

    δυο δρασκελιές Συγγρού - Καισαριανή

    βαθειά μες στου μυαλού μου το αρχείο

    συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή.

     

    Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα

    μες στην καρδιά μου τα ‘χω σφραγισμένα

    τα όνειρά μας τα χαμένα.

     

    Πρωί πρωί θα σεργιανίσω

    θα πάρω δρόμο μακρινό

    τους φίλους θ’ αποχαιρετήσω

    να ξαποστάσω πριν να ‘ρθει το δειλινό.

     

    Στο μακρινό ταξίδι μου θα πάρω

    όταν θα μείνω μόνος με τον Χάρο

    το τελευταίο μου τσιγάρο...

     

     

    Η   ΠΟΜΠΗ  ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

     

     

     

     

     

     

     

  • 1980

    Το τραγούδι της γης

    Το τραγούδι της γης

    δεν τ’ άκουσες ποτέ

    ούτε θα τ’ ακούσεις πια.

    Σκότωσες όλα τα πουλιά

    τα δάση

    το νερό

    το λαμπερό νερό

    τον ποταμό.

    Πάει...

    Σκότωσες το χώμα 

    τον ήλιο

    την καρδιά σου.

    Ποτέ δεν θα ξαναδείς

    το χρώμα τ’ ουρανού

    δεν θ’ ακούσεις ποτέ

    τον ήχο των χρωμάτων.

    Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος.

    Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή

    το τραγούδι της Γης.

    Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος

    ένα “γειά σου” θα πω στη ζωή.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1963

    Το φεγγάρι

    Το φεγγάρι κάνει βόλτα

    στης κυράς μου τα μαλλιά.

     

    Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,

    παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι

    να θυμηθούμε τα παλιά.

     

    Το φεγγάρι κάνει κύκλο

    στης κυράς μου την καρδιά.

     

    Παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,

    παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι

    να θυμηθούμε τα παλιά.

     

    Το φεγγάρι κάνει βόλτα

    μα η κυρά δεν μ’ αγαπά.

     

    Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά

    παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι

    να ξεχαστούνε τα παλιά. 

     

  • 1984

    Το ψυγείο

    Μη ρωτάς καρδιά μου

    μην καρδιοχτυπάς

    πίκρες, παραμύθια

    τέλειωσαν για μας

    στο τηλέφωνό σου

    όλοι οι αριθμοί

    έχουν παραλήπτη

    μια ζωή νεκρή.

     

    Αν έχεις μάτια που κοιτούν

    κι αν έχεις στήθια που πονούν

    πώς την αντέχεις, δε μου λες

    τέτοια ζωή χωρίς να κλαις.

     

    Όσοι αγάπησαν 

    κείτονται νεκροί

    όσοι προσκύνησαν

    είναι οδηγοί.

    Μέσα στο ψυγείο

    άνοιξε να μπεις

    για να μείνεις φρέσκος

    να διατηρηθείς.

     

     

     

     

     

     

  • 1967

    Το μέτωπο

    Κρυφά μιλάνε τα βουνά, κρυφά κι οι πολιτείες

    ο Υμηττός στην Πάρνηθα, η Κοκκινιά στον Ταύρο.

    Κρυφά μιλάν κι οι άνθρωποι, κρυφά τα παλικάρια

    τη μέρα αγριεύουνε, τη νύχτα τραγουδάνε.

     

    Όσο μεγάλη η θάλασσα  μεγάλος κι ο καημός μου

    όσο βαθειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.

     

    Μες στην καρδιά σου Αθήνα μας φύτεψα τη φωνή μου

    εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες,

    καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες

    να γίνουν πέλαγο βαθύ, τους Παττακούς να πνίξουν.

     

    Όσο μεγάλη η θάλασσα  μεγάλος κι ο καημός μου

    όσο πλατειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.

     

  • 1943

    Το παν θα τελειώσει

    Θα ‘ρθει μια μέρα και ο ήλιος δε θα βασιλέψει
    οι σκιές θα γίνουν φως
    και στα φύλλα του δέντρου θα σταλάζει
    το αίμα φλογισμένο σα δάκρυ
    Το παν θα τελειώσει.

    Ο θεός θα φανεί σκεπασμένος με κρίνα και ρόδα
    με λάσπη και δάκρυα
    Γύρω του αγγέλοι θ’ αλαλάζουν ωσανά
    και τα σκουλήκια θα υψώνουν στο φως το κεφάλι
    Το παν θα τελειώσει.

    Ανθρώποι και ζώα θα σπαράζουν μες στην ευτυχία
    ο ένας δε θα βλέπει τον άλλον
    τα χέρια θα ξεχάσουν την αφή
    κι η ψυχή τη σάρκα
    Και θα γίνει μια λάμψη μεγάλη
    και το Σύμπαν θα πυρποληθεί σα ξερόχορτο.

    ‘Ηλιοι και φώτα, σκέψεις και πόθοι
    φωνές και σιωπή, πλάσμα και πλάστης
    Το παν θα τελειώσει.


  • Το πληγωμένο αηδόνι

    Ένα πληγωμένο αηδόνι

    ήρθε κι έπεσε απόψε

    στον ανθισμένο σου κήπο.

    Έπειτα όλα ησύχασαν

    κι ήρθαν τα βήματά σου να συντροφέψουν

    την πληγωμένη Σιωπή.

    Τώρα κρατάς παγωμένο

    στην απαλαμη σου μέσα

    το νεκρό πόνο της Αγάπης.

    Κι είσαι έτοιμη κι εσύ να πετάξεις

    στα πεπρωμένα που βαστούν

    το θόλο τούτης της Νύχτας

    σ’ ένα θριαμβικό κι αμφίβολο κυμάτισμα

    και να μεθύσεις σα Σκέψη που τρυπιέται

    απ’ τον υστερνότατο πόνο

    κάποιου πληγωμένου αηδονιού !

     

  • 1947

    Το σπίτι μας με τους σκορπιούς

    * Α
    Ο καθένας θα ‘χει βρεθεί σε παρόμοιες στιγμές. Υπάρχουν δεσμίδες από ζεστές επικλήσεις. Πράσινες, κίτρινες, μωβ, που ανεβαίνουν από κάθε φυτό. Η θάλασσα φυσά θυμωμένα είτε ήρεμα, τις τυλίγει και τις διευθύνει ψηλά στο υπομονετικό μας σπίτι. Θα ‘πρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτό το σπίτι. Η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισμένων βουνών. ‘Εχει κάτι από το συρτό θρήνο.

    * Β
    Ευθύς εξ αρχής θα διακρίνει κανείς το τείχος των δέντρων που τυλίγονται ολόγυρά του με φροντίδα και στοργή. Υπάρχει ανάμεσά τους η απόσταση των ισοδύναμων ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα σε δυο όμοιες αχτίνες που κατευθύνονται από το βάθος της θάλασσας προς δύο απομονωμένους γλάρους.

    * Γ
    Με πέντε βήματα αγγίζεις από τη ρίζα των δέντρων τις ξασπρισμένες πέτρες που υποβαστάζουν την υπομονή και τα όνειρα του σπιτιού μας. Το χαμόγελό του είναι πάντα βεβιασμένο. Η γνώση του τροχίζεται απ’ τους σκορπιούς και το βορινό άνεμο που φοβισμένος το παρακάμπτει συχνά όταν μέσα στις νύχτες του Δεκεμβρίου αλλοιθωρίζει προς την απέραντη θάλασσα με τα μάτια πύρινα και προκλητικά.

    * Δ
    ‘Επειτα απο ένα συγκρατημένο και ήρεμο όνειρο ξύπνησε αντικρύζοντας την καταματωμένη θάλασσα ως τις ρίζες της γης. Αναταράχτηκε από τις χιλιάδες λεπτές και φευγαλέες μυρωδιές που κυνηγιούνται με τις πεταλούδες και τις μέλισσες πάνω στο κάτασπρο σεντόνι του ‘Ηλιου. ‘Ηταν καιρός να εξακοντίσει την πρώτη του σκέψη προς το στερέωμα που το συγκρατούσε στο χώμα με συγκατάβαση και ειρωνία. ‘Ισως να μη γνώριζε που το πλοίο μας διέσχιζε ήδη το Αιγαίο κι ακόμα πως πριν γεννηθούν οι μητέρες μας είχε αποφασιστεί ο ερχομός μας εδώ ψηλά.

    * Ε
    Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε το βεβιασμένο του χαμόγελο καθώς και την παράξενη συνήθεια να προσκαλεί τ’ αδέσποτα σύγνεφα που τριγυρίζουν ψαχουλεύοντας στο λόγγο και τις πλαγιές του βουνού. ‘Ετσι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα μάτια μας, δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή την απότομη και βάρβαρη μεταλλαγή ανάμεσα στο φως και την πάχνη, στο κύμα και τη συρτή φωνή που εξακοντίζεται τόσο συχνά προς το δυτικό Αιγαίο. Χάνουμε έτσι το πρόσωπό μας καθώς γινόμαστε ένα με τα παράξενα όνειρά του που ενώ έχουν αγκυροβολήσει στις σφραγισμένες εποχές προεκτείνονται προς τα μακρινά σημεία που ειρωνεύονται τους κύκλους και τις επανόδους.


    * ΣΤ
    Υπάρχει εν τούτοις κάτι που ενώ δεν τραβά σε δένει σφιχτά. Νομίζεις ότι προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα μπρός ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται μες στις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά.
    Θα ‘ρθει και για σένα η όμορφη εποχή !


    * Ζ
    Θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του. Την ήρεμη αφήγηση κάτω απ’ το θόλο των κουμαριών. Τον τελείως απόκρυφο έρωτά του για την νοτιοανατολική πηγή. Τη νοσταλγία των ξασπρισμένων του τοίχων που ήταν συνηθισμένοι ν’ αγναντεύουν προς το Αιγαίο τους κουρσάρους καθώς γύριζαν ανήσυχοι τα κεφάλια για να χαιρετήσουν με σεβασμό και φόβο. Προ παντός όμως η φροντίδα του από αιώνες ήταν αυτός ο ατέλειωτος κι ανώφελος αγώνας που γίνεται μέσα του ανάμεσα σ’ ό,τι υπήρχε και σ’ ό,τι ήρθε.


    * Η
    Αυτή την ώρα ο ορίζοντας εξαφανίζεται κάτω από την πίεση του ουρανού και το ανέβασμα της θάλασσας. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα της κατανόησης. Στα μικρά σύγνεφα που ταξιδεύουν προς τον ήλιο αντιμάχονται η αγάπη με το μίσος. Σε λίγο το φως θα ισομοιραστεί εφ’ όσον ο ήλιος εξαλείψει τις σκιές και τους ενδοιασμούς που τον οδηγούν στην οδυνηρή και χιλιοτραγουδισμένη του πτώση. Η τελευταία αχτίνα οδηγείται προς τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού μας. Τη δεχόμαστε ήρεμα δίχως φωνές. Θα συνομιλήσουμε όλη τη νύχτα μαζί της. Θα ονειρευτούμε μαζί.


    * Θ
    Υπάρχει μια αναγκαιότητα που διανοίγει ανάμεσα στα σύννεφα μακρύ και ανήσυχο δρόμο. Απ’ αυτόν θα περάσουν οι σκέψεις του σπιτιού μας, οι σιωπηλές του έγνοιες για κάθε τι που πιστεύει στη ζωή. Όλοι απορούν για το βάθος του βλέματός του. Ξεσκίζει κατάβαθα τους σκλάβους της Νότιας Αφρικής όπως και τα αιχμάλωτα θηρία των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Από κει πάλι έρχονται αγκαλιασμένα τα όνειρα του κόσμου με ανοιχτά και βρώμικα τραύματα. Μπορεί κάθε στιγμή να δεις την ατέλειωτη φάλαγγα που κάνει τους σκορπιούς να αναδιπλώνονται με ανατριχίλα..


    * Ι
    Βλέπετε πως όλο παρασύρομαι απ’ αυτήν την αργυρή αντανάκλαση που μου δίνει την αυταπάτη πως είμαι αδερφός των σκορπιών, παιδί των τοίχων και των στοχασμών του σπιτιού μας. Σας υποσχέθηκα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του.



    * Κ
    Σήμερα η μέρα ήρθε αθόρυβα. Το φως κλιμακώνεται στην ήρεμη θάλασσα σχηματίζοντας μια φωτεινή σκάλα που συνεχίζεται απ’ τις γραμμές του ορίζοντα. Θα μπορέσω ίσως να τοποθετήσω δίπλα δυο σκέψεις που να έχουν το θάρρος να αλληλοκοιταχτούν στιγμιαία στα μάτια; Όμως αυτή η ησυχία μου επιτρέπει ν’ ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου... Όσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν’ αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ’ το ακόρεστο πάθος, ν’ αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ’ την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ ;

    * Λ
    (Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά... Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους).


    ΙΚΑΡΙΑ  1947
    (17 - 21   ΙΙΧ)

  • 1962

    Τον Παύλο και το Νικολιό

    Τον Παύλο και τον Νικολιό

    τους πάνε για ταξίδι

    με βάρκα δίχως άρμενα,

    με πλοίο δίχως ξάρτια.

     

    Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά,

    τα ξάρτια καταιγίδα

    και το ταξίδι θάνατος,

    που γυρισμό δεν έχει.

     

    Του Παύλου και του Νικολιού

    οι μάνες παν αντάμα

    ρωτούν το χώμα να τους πει

    και κείνο βγάζει αίμα.

     

    Δεν είναι αναστεναγμός

    που βγαίνει απ’ το χώμα

    μόνο πηγή λαχταριστή,

    να πιεις να ξεδιψάσεις

     

     

     

     

     

     

  • 1978

    Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια

    Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια

    τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά

    μου ‘μειναν στα χείλη τα τραγούδια

    ξεχασμένη αγάπη μου, παλιά.

     

    Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα

    φορτωμένοι σύγνεφα βαρειά

    μες στους παγωμένους δρόμους τώρα

    βάσανο η ζωή μας και καπνιά.

     

    Τώρα περιμένουμε το θάμα

    πίσω από το τζάμι το θολό

    η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα

    φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.

     

    Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα

    μη με περιμένεις στη γωνιά

    η άνοιξη μονάχα για τους άλλους

    βάσανο η ζωή μας και καπνιά.

     

     

     

     

     

     

  • 1973

    Φωτιές Φωτιές

    Φωτιές  φωτιές

    μες στα φύλλα της καρδιάς 

    πονάς  πονάς

    κανακάρη μου.

    Φωτιές  φωτιές

    γιατί ξέρεις να μιλάς

    πονάς  πονάς

    παλικάρι μου.

     

    Σε πηγαίνουν για ταξίδι

    το καράβι βούλιαξε

    σε πηγαίνουν στα πελάγη

    κι η θάλασσα μαράθηκε.

     

    Ήσουν ήλιος, ήσουν μέρα

    ήσουν γλυκοχάραμα

    τώρα τα ‘σκιασε η φοβέρα

    και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.

     

    Τα πουλάκια με ρωτούνε

    τι να δω και τι να πω

    μόνο εσύ παιδί μου ξέρεις

    της καρδιάς μου τον καημό.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1980

    Χαίρε

    Στην άκρη του καλοκαιριού

    θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω

    το πέλαγο, τα κύματα

    στα πόδια σου ν’ απλώσω.

     

    Στην άλλη άκρη του καιρού

    θα στήσω την μορφή σου

    με πίκρα και με λησμονιά

    θα δέσω την ψυχή σου.

     

    Χαίρε πέτρινο λουλούδι

    με το χρώμα της φωτιάς

    χαίρε κόκκινο τραγούδι

    απ’ το αίμα της καρδιάς.

     

  • 1981

    Χαιρετισμοί

    Οι "Χαιρετισμοί" γεννήθηκαν ύστερα από έναν ζωηρό διάλογο που είχα με την κόρη του τελωνειακού πριν από πολλά χρόνια στην Κατοχή.

     

    Την έλεγαν Καλλισθένη. Είχε δυό αδέλφια: τον Βλάση και τον Πολύδωρο. Καθόταν στο απέναντι τετράγωνο, επί της Δυρραχίου.

     

    Συναντηθήκαμε μπροστά στο συρματόπλεγμα της Γκεστάπο, στη στροφή Νέας Σμύρνης.

    - Γιατί δε μιλάς;  της λέω

    - Τί να πεις μετά από μια τόση απουσία;  μου λέει.

     

    Εσύ τώρα είσαι απασχολημένος. Είσαι μπερδεμένος με χίλια δυο πράγματα. Εχεις δρομολόγιο Αθήνα-Πάτρα. 

    - Κι εσύ βρίσκεσαι στο δρόμο για την Καλκούτα. Βορράς - Νότος - Ανατολή - Δύση, της λέω, δεν έχουν πια κανένα νόημα για μας. Και η μουσική; Υπήρξε πριν από σένα. Υπήρξε με σένα. Υπάρχει και χωρίς εσένα. Ύστερα από σένα. Ομως εγώ ετοιμάζω τους "Χαιρετισμούς" και πώς να γίνει; Σε 40 χρόνια που θα παιχτούν, θέλω να παιχτούν για σένα.

     

    Όμως τώρα:

     

    Δεν έχω να σου δώσω πια τίποτα άλλο. 

    Ούτε καν να μπω για σένα στη φυλακή.

    Δυό μαύρα φτερά είναι ο νους μου

    και νοιώθω να τα ζυγίζω σα γεράκι

    πάνω από έρημη γη.

    Κι εσύ, νομίζω, δεν περιμένεις πια να σου δώσω

                                                                             τίποτε άλλο.

    Τα πήρες όλα. Κι όλα, νομίζω, ότι 

                                           τα ‘θαψες βαθειά.

    Καλλίτερα έτσι. Να μη τα βλέπεις

                                                   και θυμάσαι

    το μεγάλο πόνο που φύτεψα

    κάποτε στα χρόνια τα παλιά.

     

    Η Καλλισθένη μου έλεγε ένα ποίημα. Και σκέφτομαι τώρα:

    Άλλοτε μεθάγαμε με τσίπουρο και μπρούσκο.

    Σήμερα μας ποτίζουν χίλια δυο διεγερτικά.

    Πέθανε κι ο Πολύδωρος κι ο Βλάσης έγινε υπουργός.

    Αλήθεια, πώς να με δεις πίσω

                    από τόσα παραμύθια.

    Πώς να μ’ ακούσεις πίσω από τόσα

                                                          ξεφωνητά.

     

    Ίσως η συνάντησή μας να ήταν μια

                                                        σύμπτωση.

    Όπως λόγου χάρη συναντιώνται ξαφνικά

                                           δυο καράβια στα πελάγη.

    Και πάλι ξαφνικά χάνονται

          μέσα στη νύχτα

                                  του ορίζοντα βαθειά.

                                                        Δεν ξέρω...

     

    *

     

    Εξ άλλου ήξερα ότι ποτέ δε θα 

             μπορέσω να εξαφανίσω

                               τις προδοσίες των άλλων.

     

    *

     

    Εσύ έχεις σύμμαχο 

                                      ένα τρύπιο σύννεφο -

           ένα φτηνό άχρηστο και ξερό δέντρο

                  ριζωμένο σε σένα.

    Πάνω στο δικό σου χώμα, χωρίς όνομα.

              Δε μπορεί να ξεριζωθεί

                                          χωρίς να το σφάξει 

                                                           τσεκούρι.

     

    *

     

    Κάθε δευτερόλεπτο θα αναπνέω φωτιά.

     

    Αν δεν ξέρεις να κλαις

                           μη ψάχνεις τα δάκρυά σου.

     

    *

    Σωτήρη:

    Κάπου στο αδιέξοδο να ζωγραφιστεί

                                   μια ψεύτικη πόρτα.

    Μια πόρτα που θ΄ ανοίξει πολύ αργά

    όταν τα τείχη θα έχουν εξαφανιστεί.

    Αν προλάβουν να εξαφανιστούν

    πριν από την τέλεια ασφυξία

     

    *

     

    Εκεί στο Τσίρκο στη λεωφόρο

      στη Συγγρού

                       φώναζε ο κλόουν:

                       "Περιττές ώρες - περιττά χρόνια

                                        παραδεισιακές κολάσεις -

                                             δροσερές πυρκαϊές -

                                                  φρόνιμα θαύματα"

     

    *

     

    Περνούσες σε διπλανό δρόμο

                   και τα ήξερες όλα.

     

    *

     

    Η νύχτα έκανε λάθος.

    Ξέχασε τα επίσημά της μαύρα.

    Ξέχασε τα ψεύτικα μυστήριά της

                   και πνίγηκε στον πόθο.

     

    Ξημερώματα τη βρήκανε

                    αλλά δεν την γνώρισαν.

      Έτσι κι αλλιώς το ίδιο ήταν.

                         Κοιμόσουνα.

     

    *

     

    Περπατώντας στο Λόφο του Φιλοπάππου

    Σκέφτομαι άξαφνα ότι:

     

    Όταν ήταν δέντρο το χαρτί /

          τότε / σωστά μιλούσε

    Η Αθήνα είναι διαφορετική.

    Δεν είναι αυτή που ξέρουμε.

    Είναι κάποια άλλη.

    Λ.χ. στην Αθήνα δεν υπάρχουν

    αυτοκίνητα, σούπερ-μάρκετ

                             τίμιοι βλάκες.

    Υπάρχει, φερ’ ειπείν ένας δρόμος ανηφορικός

    γεμάτος ζεστή βροχή

    που τελικά καταλήγει σε

                     ποτάμι.

    Εκεί σε είδα στα 1943, στην Κατοχή,

         με τις ξύλινες νύχτες

    κι από τότε σε ψάχνω σε κάθε νότα.

    Στη λεωφόρο Συγγρού

        oι εκκλησίες κρέμονται

                             από τις πιπεριές.

        Στις 26 του Μάρτη ανοίγουν

                                τις πόρτες

                             να περάσουν οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ.

        Κάθε Χαιρετισμός και ένα κορίτσι

        κάθε κορίτσι κι ένα σκοτωμένο παιδί.

     

    Τί είναι οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ;

    Ένας στρογγυλός δίσκος

    όπως οι νύχτες είναι στρογγυλές

                             σε στρογγυλή γη...

     

    Περπατούσαμε στην οδό Ευριπίδου

          μας χτυπούσε τη μύτη η μυρουδιά

                             από τη σαρδέλα και τη λακέρδα.

    Η Ασφάλεια μας παρακολουθούσε.

                  Μου λες 

    "Ντράπηκε ο αέρας -

       Ντράπηκε η ασφυξία

                   ντράπηκαν τα λόγια -

                      ντράπηκε η σιωπή... "

    Τί να σου πω που ήξερα ότι σε 38

                   μέρες και νύχτες θα σε εκτελούσαν

                       πάνω σε μια καρέκλα

                                 με την πλάτη στον Υμηττό.

     

    Βλέπετε πόσο

          συνυπάρχουν το κενό με το κενό /

          οι ώρες με τις στιγμές

                      εκτός τόπου και χρόνου

                      στον σκοτεινό ωκεανό /

    Μήνυμα σε μπουκάλι.

                    Άτιμο παιχνίδι!..

      Εγώ το ‘βαλα κι εγώ το βρίσκω...

    Μόνο τον εαυτό μου δε βρίσκω.

    Γιατί δεν υπάρχει πουθενά...

    Μόνο που η Ασφάλεια τον ξέρει

                     και τώρα μας παρακολουθεί.

     

    Στου Πατσία, το υπόγειο

           στην οδό Χαριλάου Τρικούπη

                   μαζί με τον Παύλο ήρθε

                           κι ο Πέτρος

                       κι ο πατέρας μου

                       που κερνούσε γαλέο σκορδαλιά.

    Εμένα το μυαλό μου

             καρφωμένο στο Άλσος της 

                                  Νέας Σμύρνης...

      Και τώρα το σπίτι σου

                         έγινε πολυκατοικία

    κι απ’ τη διπλανή

                             κλαίει ένα μωρό.

     

    Αλλα εκατομμύρια θα παρηγορηθούν

    σε βρώμικη - ένοχη αγκαλιά.

       Πιάστηκε κι ο Πέτρος.

       Πιάστηκα κι εγώ.

      Πού ν’ ακούσεις τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ

                          μέσα  στο μπουντρούμι...

      θα με ψάχνουν ολόκληρη ζωή

      θα πεθάνουν από αυτοκινητιστικό 

                                                δυστύχημα

                      από καρκίνο - από γρίπη -

     

                         από άτυχη δειλία

                            από δειλή ατυχία -

                   θα κοιμούνται λαθεμένα κάθε νύχτα /

                   Κι εγώ που σε βρήκα

                               δε θα ξανακοιμηθώ /

                      θα ριζωθώ στο τραγούδι.

     Και πού θα το πάρω όλο αυτό 

                        το τραγούδι;

                    Τουλάχιστον να τ΄ άκουγαν οι φίλοι

                            μου εκεί που βρίσκονται ύστερα από 

                                    το τσιμπούσι μας στην Ταβέρνα

                                                           του Πατσία, στα 1948.

     

    Αν θέλετε να ξέρετε

       πίσω από τη μουσική

       κάτω από τη μουσική

                     ακούγεται η σιωπή.

     

     

    Και μην σας διαφεύγει το γεγονός

        ότι τα φαντάσματα

                        κάνουν στον εαυτό τους

                                 οδυνηρές φάρσες.

    Στην επιφάνεια αυτής της

                        εκρηκτικής ησυχίας

                            υπάρχει μια καρφίτσα.

     

    *

     

    Τώρα η Αθήνα γέμισε

                         με πόνο πολυτελείας

                                 αριστοκρατικό

                                             μακρινό.

                   Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος.

                        Γέμισαν οι δρόμοι

                                      περιττές ώρες

                                      περιττά χρόνια

                                      παραδεισιακές κολάσεις

                                             δροσερές πυρκαϊές.

       Τα κορίτσια μας γέμισαν

                          με φανταστικά μυθιστορήματα -

                              φανταστικά έργα

                              σε συνοικιακά σινεμά -

                                              με αρωματισμένη μοναξιά.

       Τ΄ αγόρια μας παίζουν

                    με φρόνιμα θαύματα

                                με παράνομα παραλυρήματα

                                     στη ρίζα της φωνής τους.

     

       Εμείς δεν παίξαμε.

                        Μας έπαιξαν.

                      Κι από το παίξε - παίξε

                           φτάσαμε στα ζεϊμπέκικα

                           και τώρα στις μπαλάντες

                              και τα συμφωνικά

                              κι όλο τρέχουμε να 

                              προλάβουμε, γιατί δεν είναι

                       μονάχα όλοι αυτοί που μας κυνηγούν:

                           γκεστάπο - ασφάλεια - τσολιάδες -

                               χουντικοί - Μεσίες - φαντάσματα, είσαι και συ

                                      που γελάς κι έχεις σάπια δόντια

                                 έχεις όμως και θείο Άγιο

                                   με πιστοποιητικό και δική του ενορία

                                  Και σε διαβάζουν όλοι

                                        σε βλέπουν όλοι

                            και όλοι μιλούν με το στόμα σου

                                       και βλέπουν με τα μάτια σου

                                                            κι ας έχεις

                                                                τραχώματα.

                            Να λοιπόν ζεϊμπέκικα και 

                                                          μπαλάντες

                                              και μπουζούκια και κιθάρες

                                                       και φλάουτα

                                       μήπως κάπου κάποτε κάτι γίνει.

                             Αν και το κάτι δε θα βγει

                                            από το τίποτα.

                                Και για να μάθεις.

                             Η μάλλον να ξέρεις ξαφνικά.

                                Να τα ξέρεις όλα.

                                    Να ξέρεις κάθε λέξη.

                              ΤΗ λέξη: ανυπόφερτο.

                  ΤΗ λέξη: αρώστεια.

                  ΤΗ λέξη: κόλαση και όσες φοβούνται

                                        ακόμα το νόμο της Σιωπής.

                              ΤΗ λέξη: βασανισμός

                        και ΤΗ λέξη: ιεροσυλία.

                               Σατανικός χορός χωρίς τέλος.

                                 Κύκλος ακίνητος.

        Πρέπει να σπάσει ο σιδερένιος 

                                                              κύκλος.

                               Να πετάξουν τα λόγια.

                               Να κολυμπήσουν. Να πνιγούν.

                                    Να χαθούν.

                               Μέχρι να σε βρουν.

                               Να γίνουν αέρας.

                               Να γίνουν φυσαλίδα

                               και χωρίς να το καταλάβεις

                               να κοιμηθούν στην παλάμη σου.

                   Να διαλυθούν και να φτιάξουν

                               άλλη λέξη χωρίς παγίδα -

                               χωρίς χαρτί και μολύβι

                               χωρίς την πανίσχυρη Απουσία σου

                               χωρίς τη Νύχτα που δεν μπορεί

                                                        να περάσει

                               Και που όμως θα περάσει

                                      βιάζοντας κάθε αντοχή

                               χωρίς τα ποτάμια δακρύων

                               χωρίς την ιερόσυλη ενοχή.

                               Μια λέξη που να μην περιέχει

                                      τη σιωπή.

                                   Για να μάθεις.

                                   Να τα ξέρεις όλα!. Τώρα!.

                               Τώρα που κάπου γράφεις 

                                         και μεθάει το μολύβι.

                                Διαβάζεις και μεθάνε οι

                                                       σελίδες.

                                   Απλώνεις το χέρι

                                      και τρέμουν κρυφά

                                                        τα έπιπλα.

     

                        Χωρίς να ξέρεις εσύ

                                              πως είναι όλα τρελλά.

                                       Εσύ δεν το ξέρεις.

                                       Κι εγώ πνίγομαι

                                                  σ’ όλα τα ποτάμια της νύχτας.

                                                                  Καληνύχτα.

     

     

     

     

    Μίκης Θεοδωράκης

    Αθήνα,  1981

     

     

     

     

     

  • 1944

    Χριστούγεννα

     

    ΙΙΙ.

    Τσακισμένοι

    Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο

    πλάι στο σάπιο σανίδι

    που ‘χε μπροστά καθένας.

     

    [ Θα έπρεπε τώρα απ’ τη μεριά του ήλιου

    να ‘ρχονται οι τρεις Μάγοι

    στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.

    Κι από πίσω αγκαλιασμένοι

    οι ήχοι της καμπάνας τα καθαρά ρούχα

    του σπιτιού η ζεστασιά.]

    Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF 

    φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες

    [έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων...]

     

    VI

    Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου

    καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα..

    Ο άνεμος κι η βροχή

    χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου

    τα περβόλια με τα όνειρα 

    την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.

     

    [Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά

    ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί

    με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες

    κάθεται πλάϊ και μου ζεσταίνει 

    με τα χνώτα του τα χέρια].

     

    Ξαφνικά καθώς βαδίζω

    απ’ την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη

    βλέπω να ‘ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι

    και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες

    άνθρωποι του Γενάδ, του Σίντεϊ και του Πλύμουθ.

    Η καρδιά μου φωτίστηκε τότες με μια ρόδινη ανταύγεια

    λες και μ’ είχε φιλήσει στο στόμα

    ο ξανθός ήλιος του Απρίλη.

     

    Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ

    που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω

    μήπως τα διακρίνουν απ’ την απέναντι σκοπιά

    οι Εγγλέζοι φρουροί.

    Ήξερα τώρα πως τα βήματά μου

    πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας

    μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου.                                           19.ΙΙΙ. 46

     

     

    V

    Ο Μαργαρίτης πήγαινε μπροστά

    στη γυριστή σκάλα

    π’ οδηγούσε στη σκοπιά

    Κι ανεβαίναμε σπρώχνοντας

                         προς τα πάνω

    μ’ όλη μας τη δύναμη

    τον σκοτεινό ουρανό 

    που μας πιέζει.

     

     

    ΙV

    Οι λεύκες γέρνουν

    στο χώμα γεμάτες οργή

    προσπαθώντας να φτάσουν τα τανκς

    που μας παραμονεύουν σιωπηλά

    μες στη Νύχτα.

     

     

    Ι

    Ο αγέρας εκάλπαζε

    με πύρινα χαλινά

    τα σκοτεινά σύννεφα.

     

  • 1948

    Χτύπα - χτύπα

    Τα πλοία προσμένουν κρυφά στα σκοτάδια

    δεμένα σε κάποια ακτή μυστική

    καμιόνια με φάρους σβησμένους

    γεμάτα συντρόφους πιστούς

    γλιστρούν μες στην πόλη που τώρα σφαδάζει

    στα νύχια των εχθρών του λαού.

     

    Χτύπα, χτύπα το στήθος π’ ανάβει

    χτύπα, χτύπα το νου που φωτά

    στα χτυπήματα θεριεύουν οι σκλάβοι

    κάτω μας σπρώχνεις μα πάμε ψηλά.

     

    Τα πλοία στα βράχια σκορπούν τους συντρόφους

    τους ζώνουν σαν φίδια φρουροί τρομεροί

    μα κείνοι ψηλά το κεφάλι ψηλά η σημαία προχωρεί

    παιδιά του λαού τιμημένα γνωρίζουν

    πως πλάθουν την καινούρια ζωή. 

     

  • 1968

    Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια

    Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
    εκεί που φυσάει ο βοριάς
    το ξανθό γένος αιώνια
    προσμένει ο δόλιος ο ραγιάς.

    Αγάπες, τραγούδια, λουλούδια
    μας στέλνουν και λόγια καυτά
    στου Φάληρου μπρός τα μουσούδια
    οι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά.

    Ραγιάδες πονούν και στενάζουν
    πάει και τούτη η γενιά
    παράδεισο όλοι μας τάζουν
    στα χίλια εννιακόσια εννενήντα εννιά.

  • 1968

    Ω Βουνά

    Ω βουνά πανάρχαια

    της Αρκαδίας βουνά

    βουνά περήφανα

    βουνά ανυπόταχτα

    τίμια βουνά.

     

    Η τιμή ακρίβηνε

    η τιμή λιγόστεψε

    η τιμή πέθανε.

     

    Ένα παιδί πονάει

    το δικό μου το παιδί

    κι εγώ δεμένος κοιτάζω τα έλατα

    άλλη ελπίδα δεν έχω από τα δέντρα.

     

     

    Αρκαδία I

     

     

     

     

     

     

  • 1946

    ‘Ετσι απλά που τραγουδήσατε το τραγούδι

    (‘Ετσι απλά που τραγουδήσατε το τραγούδι

    έτσι ήρεμα που τραγουδήσατε το τραγούδι)

     

    Ανεβήκατε χειροπιαστά τραγουδώντας

    ένα ένα τα σκαλιά της αντρειωσύνης

    που οδηγούν στον ‘Ηλιο

    ανεμίζοντας τα νιάτα σας

    ανθισμένο κλαρί με κόκκινα λουλούδια.

     

    (Σχεδίασμα για τους ήρωες του Μπιζανιού_

     

     

    Τα σύννεφα είναι τ’ ουρανού

    κι η χλόη ‘ναι του κάμπου.