ΠΟΙΗΜΑΤΑ
POEMS
-
1968
Καιρός να δεις
Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις.
-
1984
Καλά βουνά
Καλά βουνά μου μενεξιά
στα σύννεφα ντυμένα
τι με κοιτάτε σοβαρά
βαρειά και πονεμένα.
Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος.
Κι εσείς παιδιά ερημικά
τον κόσμο δεν κοιτάτε
μες στην κρυφή σας τη στοά
μονάχοι περπατάτε.
-
1976
Κόκκινο τριαντάφυλλο
Κάθε πρωί ξεκινούσαμε
να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε
ήμαστε δυο παιδιά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό.
Κάποιο πρωί για τον πόλεμο
κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε
παλεύαμε μαζί.
Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες
το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό
κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν
όνειρα, ιδανικά
γίναμε όλοι φαντάσματα
ζούμε συμβατικά.
Τώρα οι σημαίες γενήκανε
είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά
καταναλωτικά.
-
1964
Μανούλα μου ο γιόκας σου
Μανούλα μου ο γιόκας σου
που έφυγε στα ξένα
βλέπει τη νύχτα μοναχός
βλέπει τον πόνο μόνος
τον λιώνει ο ξενητεμός
και τονε δέρνει ο πόνος.
Μανούλα, μανούλα πού ‘ ν’ ο γιόκας σου
μανούλα, μανούλα πού ‘ν’ ο βασιλικός σου
πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού
πού ‘ν’ η ζωή κι ο βιος σου;
Μανούλα στείλε τα πουλιά
μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια
να με ξυπνάνε την αυγή
να ‘ρχονται στα όνειρά μου
να μη με δέρνει απαντοχή
να ‘ναι βουνό η καρδιά μου.
-
1961
Μαργαρίτα
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
περιστεράκι στον ουρανό
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω
βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
βαρκούλα στο Σαρωνικό
Σαρωνικέ μου τα κυματάκια σου δωσ’ μου
δωσ’ μου τ’ αγέρι, δωσ’ μου το πέλαγο.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
δεντράκι στο Βοτανικό
πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα
πέφτουν οι ώρες, πέφτω λιποθυμώ.
Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
-
1969
Μαρκ Μαρσώ
Τι κι αν είμαι εξορίανα υπακούω στον φρουρόέχω κάθε ελευθερίατο είπε ο κύριος Μαρσώ.Τι κι αν είμαι φιμωμένοςνα μουγκρίζω όσο μπορώείμαι κατοχυρωμένοςτο είπε ο κύριος Μαρσώ.Το Ινστιτούτο Μπουμπουλίναςανεβάζει το ρυθμότης Εθνικής Οικονομίαςτο είπε ο κύριος Μαρσώ.Σκλάβος, ρες, δούλος, παρίαςείδατε άλλον λαόσκλάβο της ελευθερίας;το είπε ο κύριος Μαρσώ. -
1940
Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτωγια την Ελλάδα τώρα πολεμώκαινούριους με το αίμα κόσμους τρέφωτον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδακαι λεύτερη κει μέσα την φρουρώπεθαίνω, μα όπου θάνατος και νίκημε πόνο αδέλφια τη χαρά κερνώ. -
1973
Μες στην ταβέρνα
Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δεν μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε
που πετούσες με πλατειά φτερά
τώρα ο καθένας
τη ζωή σου την κλωτσοβολά.
Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.
Ήσουν ωραίος σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.
-
1943
Μη θρηνήσεις
Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν
με το γέλιο του Απριλιού στ’ αχνά τα χείλη...
- Είν’ η σκέψη που ξανοίγει ευτυχισμένη
σαν πουλί του λυτρωμού της τα φτερά.
Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν
με την όψη πονεμένη... ωχρό δείλι...
- Η καρδιά μοιάζει μ’ αυτούς η ραγισμένη
που απ’ τον πόνο της στυλώνει τη χαρά !
Μονάχα κλάψε εμάς, φτωχέ μας φίλε,
που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά,
που η καρδιά μας τώρα πλάθει μεθυσμένη
Που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά
που θα θάψει πάλι η σκέψη π’ απομένει.
(πονεμένη...)
28.1.43
-
1970
Μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Ο πατέρας εξορία
και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία
στο σκοτάδι το πηχτό.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη
κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά
στην πατρίδα μας νυχτώνει
ορφανή η αγκαλιά.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Μες στα σύρματα κλεισμένοι
μα η καρδιά μας πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος όρκος μένει
λευτεριά και προκοπή.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Ωρωπός 1969-1970
-
1987
Μια πικραμένη Παναγιά
Μια πικραμένη Παναγιά
είν’ η καρδιά μου σήμερα
δεν έχει πέτρα να σταθώ
βλέπω μπροστά μου
τον γκρεμό.
-
1984
Μια φυλακή
Μια φυλακή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
μια φυλακή
η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
και δικαστή
η ζωή μου φυλακή.
Στου Μακρυγιάννη
πριν προλάβεις να μιλήσεις
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε.
Μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό
να σκεφτόσουνα θαρρείς
πόσο λίγο η μέρα κράτησε.
Μες στις πλατείες ένας-ένας καθισμένοι
τη μοναξιά μας τη γραμμένη
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό
ποιος θα πει το μυστικό
στη ζωή μας τη χαμένη.
-
1943
Μικρή φαντασία
Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισουςστα χείλη μας μ' ένα φιλί. Και μας προσπέρασες.Και σ' ειδαμε, εκστατικοί να λιώνειςμέσα στο Άπειρο Φως !Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου.Μόνο τα φιλημένα χείλη μαςγίνηκαν αηδόνια που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψητάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.24.Χ.43 -
1946
Μικροί νάρκισσοι
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη
δε μπορούσα να σε διακρίνω
μέσα στο τόσο σκοτάδι.
Τα μάτια σου όμως ένοιωθα
σ’ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν
Και μπορούσα να μαντέψω ακόμα
τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους
πάνω στα πρασινογάλαζα νερά τους.
Δεν ήμουν πια μόνος
αιχμάλωτος της δυστυχίας
Πλάϊ μου άρχισε ήδη να φουντώνει
η πυρκαϊά που άναψες εκείνο το βράδυ
τρίβοντας με δύναμη το γέλιο σου
στην ανώμαλη πάνω επιφάνεια της καρδιάς μου
όπως κάνουν στα ανήσυχα δάση
της Κεντρικής Αφρικής.
Τώρα κατάλαβες κι εσύ πόσο κοντά μου
είναι αυτή η φωτιά, ώστε να κινδυνεύω
να γίνω στάχτη.
‘Ετσι όμως που μ’ έχεις ποτίσει
με κρασί και με γάλα - με χαρά κι εμπιστοσύνη
πιστεύω πως θα γίνω μια γόνιμη στάχτη.
Θέλω λοιπόν να με σκορπίσεις
στις ρίζες των μικρών καρδιών
που ονειρεύονται έναν παρόμοιο θάνατο.
Θ’ ανάψω παντού πυρκαϊές
θα κάνω ν’ ακούγεται παντού
το πύρινο γέλιο σου!
Αμφιβάλλω όμως αν οι φωτιές μου
φτάσουν το φως τόσο ψηλά
που ανεμίζεις τη σημαία των ματιών σου.
Ας ζήσουμε λοιπόν ακόμα
ανυποψίαστοι πως υπάρχουμε
σαν τα τρομαγμένα πλοία που τσακίζονται
στα βράχια.
Κι οι μικροί Νάρκισσοι πεσμένοι
πάνω απ’ την πρασινογάλαζη επιφάνειά τους
θα εξακολουθούν να πνίγονται γεμάτοι έκσταση
προσπαθώντας να ανακαλύψουν το βυθό
που υποβαστάζει
τόση απλότητα και αγάπη συμπυκνωμένη.
9.ΧΙΙ.46
-
1962
Μοιρολόι
ΓΥΝΑΙΚΑΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένοΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμακι ήρθα να το προϋπαντήσω.Ξέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΞέρουμε !ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πόσα χρόνια είχε;ΟΛΟΙΞέρουμε!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πόσο ψηλό ήταν;ΕΝΑΣΞέρουμε πόσο ψηλό ήταν και πόσο όμορφο και πόσο καλό.ΓΥΝΑΙΚΑΠότε και πού το ‘δαν για στερνή φορά;ΟΛΟΙΨηλά στο λόφο !ΕΝΑΣΣτη θέση της καρδιάς είχε πουλί και κελαηδούσε! Τον πήρανε χιλιάδες πουλιά και τον πάνε στον φίλο του τον Ηλιο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου φορούσε καθαρά ρούχα, είχε αλλάξει σήμερα το πρωί πριν φύγει.ΕΝΑΣΗξερε πως πάει σε γάμο! Πως πάει σε πανηγύρι!ΓΥΝΑΙΚΑΤου χάρου πανηγύρια και χαρές.Α’Ηταν ωραίος σαν δέντρο!Β’Ψηλός σαν κάστρο!Γ’Καλός σαν το γάλα!Δ’Ημερος σαν τον θάνατο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου είχε χαρτζιλίκι. Του ‘δωσα χτες το βράδυ.ΕΝΑΣΗξερε πως πάει να πιει και να γλεντήσει!ΓΥΝΑΙΚΑΤου χάρου κρασί και γλέντια.ΑΛΛΟΣΗταν πιο ζωντανός κι απ’ τη ζωή! Πιο δίκιος κι απ’το δίκιο!ΓΥΝΑΙΚΑΤο παιδί μου είχε αγάπη. Τον ξόφλησαν σήμερα το πρωί.ΕΝΑΣΣήμερα το πρωί τον ξόφλησαν γιατί είχε πολλή αγάπη!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πώς θα ‘ναι ο κόσμος χωρίς το παιδί μου;ΟΛΟΙΞέρουμε!ΓΥΝΑΙΚΑΠώς θα ‘ναι ο ήλιος κι η μέρα;ΕΝΑΣΗ μέρα οχιά κι ο ήλιος πόνος κι ο κόσμος πληγή χωρίς γιατρειά.ΓΥΝΑΙΚΑΜου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμαδεν άντεξα να πάω παρακάτω.Ξέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΙησού!ΓΥΝΑΙΚΑΞέρετε πώς το λένε;ΟΛΟΙΠέτρο, Χανς και Γιούρι, Αννα, Χανς και Λιου-Τσε!ΕΝΑΣΕίχε δέσει τον ήλιο στην άκρη της κλωστής και τον έπαιζε σαν χαρταετό!ΓΥΝΑΙΚΑΜα είναι αλήθεια; Το παιδί μου ήταν φτωχό. Δεν ήξερε γράμματα.ΟΛΟΙΑλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!ΕΝΑΣΘα μάθει τώρα το αλφάβητο μετρώντας τ’ άστρα, βγάζοντας τις σφαίρες απ’ το πετσί του.ΓΥΝΑΙΚΑ(Μοιρολογώντας)Σφαίρες μου, καλές μου σφαίρεςμπείτε γλυκά στο κρεατάκι τουτου το ‘δεσα στάλα με στάλαδεκαοχτώ χρόνια νύχτα μέρα.Μην το πονέσετε πολύ.Μπείτε γλυκάνα μη σας καταλάβει και ξυπνήσει.ΕΝΑΣΓια τη λευτεριά και για το λαό δεν υπάρχει θυσία μεγάλη.ΑΛΛΟΣΓια την πατρίδα μας την Ελλάδα λίγοι οι νεκροί κι οι τάφοι λίγοι.ΟΛΟΙΓια τη λευτεριά και για το λαό!Για την πατρίδα μας την Ελλάδα!ΙΣΜΗΝΗΓια τη ζωή, για τη ζωή!Για το νερό όταν αγαπάς!Για την αγάπη όταν διψάς!Η πιο μεγάλη θυσία είναι να ζεις!ΟΛΟΙΘάνατος στο Θάνατο! -
1973
Νεκρή Εποχή
1
Η μεγάλη λεωφόρος η μεγάλη λεωφόρος
γεμάτη χορτάτους απαστράπτουσα
δεξιά τα λεωφορεία αριστερά οι πεζοί
οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα
και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών
οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο
παγωτά πασατέμπο προφυλακτικά
εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή
“Κατάστημα Υποδημάτων”
σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας
ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο
κοιτάζοντας ίσως μέσα μου
και μη βρίσκοντας τίποτα
απολύτως τίποτα
ούτε φώτα ούτε βιτρίνες ούτε ρεκλάμες
ούτε ακόμα και υπονόμους
σκέφτηκα το μεγάλο λάθος
το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα
τη μεγάλη λεωφόρο τη μεγάλη λεωφόρο
το λεωφορείο τους καλούς τους σκύλους
και τους μελλοθάνατους.
2
Είναι η εποχή μας κολοβή * ξεκίνησε περήφανη σαν παγώνι
με σημαίες και με ταμπούρλα *
ανέπνευσε έως θανάτου * σκόρπισε γιασεμί και μέλι
εθώπευσε γοήτευσε εμέθυσε *
πλήθη πρώην σκλάβων * και νυν αιχμαλώτων
εξηπάτησε *
3
Ο άλλος που ήμουν εγώ έγινα ξανά ο ίδιος
τη στιγμή που σε γνώρισα
δηλαδή όταν πίστεψα ότι σε γνώρισα
ενώ στην πραγματικότητα ζούσα το όνειρο
ενός Κύκλωπα
ερωτευμένου.
4
Δεν με πίστεψες * κι αυτό το βρίσκω φυσικό
γιατί ξέρω πως η φωνή μου * χάνεται
* στους μεγάλους ορίζοντες
στα σκοτεινά δωμάτια * και στους καθρέφτες
* κ’ εκείνο το σαξόφωνο
που έπνιξες *
κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου * την ξεχασμένη ζωή μου
σαν ένα ρούχο * πλάι στην κόκκινη βάρκα
* του Ιουλίου.
5
Τις σημαίες τις σημαίες ποιοι τις βαστούν
ποιοι βαστούν τις σημαίες
τα λάβαρα τα εξαπτέρυγα
τα πολύχρωμα πλακάτ
με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά
τις λέξεις μπουρλότα.
Προχωρούν βαθειά μέσα στα πλήθη
μέσα στα πλήθη κι αυτά υποφέρουν
υποχωρούν χαίρονται κραυγάζουν
εκρήγνυνται.
Και μέσα από τις χιλιάδες φωτιές πυρκαγιές
πυρκαγιές
πυρήνες
καταιγίδες
η ιστορία αναπλάθεται
και βγαίνει αυτός ο γνωστός μας τύπος
ο γνωστός τύπος
ο κυρ - Παπαδόπουλος
αυτός που όλοι τον ξέρουμε
και που κανείς δεν περίμενε.
Τόση σοφία τόση σοφία είχαμε
ώστε να μη δούμε
να μη δούμε -ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη-
το πιο ακριβό μας δημιούργημα
αυτό που μας κόστισε
μας κόστισε τόσο ακριβά
ακριβά και τελεσίδικα.
6
Να μάθεις να περιμένεις
και να περιμένεις
πάντα μαθαίνοντας
και πάντα περιμένοντας
να ελπίζεις
και πάντα ελπίζοντας
να περιμένεις
μαθαίνοντας
την πίκρα.
7
Όταν όπως μέσα στη νύχτα το σκοτάδι αναδιπλώνεται
χτυπημένο από λάμψη μακρινής αστραπής
μέσα στη χαμένη ζωή μου χαμένη μέσα σε πλήθη και λάμψεις
ήρθε ένα φως μακρινό με τη δύναμη του τέλους
να σημάνει την αρχή της ζωής μου που πέθανε και πάλι ξανάζησε
έτοιμη πάντα για τους μεγάλους θανάτους που μας οδηγούν σταθερά
στην κοίτη εκεί που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν.
Κ’ έτσι είδα ξανά το εξαίσιο θέαμα
την ωραία πομπή που δεν ήταν παρά γλώσσες φωτιάς
μιας φωτιάς που καιγόταν και ξανάναβε από τον εαυτό της
και προχωρούσε περήφανη και σημαντική
πάντα ενάντια στον άνεμο των άστρων
που στροβιλίζοντας μέσα στο πρώτο χάος
βυθιζόταν μέσα στη χοάνη της μεγάλης νύχτας
που ήταν η ίδια η ψυχή μου.
Πώς να μείνω αδιάφορος σ’ αυτή την πύρινη σύγκρουση
καμωμένη από τα στοιχεία μου στοιχεία ονείρου και προσμονής;
Ήμουν εγώ η χοάνη και ο αστρικός άνεμος
ήμουν εγώ η σύγκρουση λίγο πριν από την σύγκρουση
και η φωτιά και η πορεία και η απουσία και το κενό
έτσι που στο τέλος δεν ήμουν τίποτα
όμως ένα τίποτα μεγαλειώδες
πολύ περισσότερο μεγαλειώδες από χίλιους θανάτους ενωμένους
παντοδύναμους και υπέροχους
καθώς σφραγίζουν με την αιμάτινη βούλα τους
το γαλάζιο αιδοίο της ζωής έτοιμο πάντα
να δεχτεί το κοντάρι του ήλιου που είναι ο άλλος εαυτός μου.
Δεν είδα τίποτα δεν έμαθα τίποτα δεν ξέχασα τίποτα
απ’ όλα τα τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα το καινούριο μου πρόσωπο
θα ‘ναι κι αυτό ένα καινούριο τίποτα όμως τίμιο
σαν το ψωμί που πετούν στα σκυλιά των μεγάλων δρόμων
μια στιγμή πριν συντριβούν στους τροχούς
και θα μείνουν ανάσκελα και τυμπανιαία αφού σπαράξουν
για λίγο ή για πολύ όμως αυτό δεν έχει σημασία
αφού το ψωμί έγινε αίμα εγώ έγινα αίμα
και με στεγνώνουν οι τροχοί και το χώμα και ο άνεμος
των μεγάλων φορτηγών που προχωρούν σταθερά και αδιάφορα
εφοδιάζουν με αυταπάτες και πτώματα τους αδιάφορους διαβάτες
της νεκρής εποχής μας.
Τέλος σε είδα.
Ήσουν πάντα εσύ πάντα πρώτη και τελευταία.
Ήσουν ο θάνατος ακριβώς για να σβήσουν όλα
και να γραφτεί ξανά το άλφα και το βήτα
όμως μ’ ένα καινούριο νόημα πρωτόφαντο άγνωστο και απειλητικό
που να αμφισβητεί οριστικά όλα όσα είδαμε και δεν είδαμε
όσα μάθαμε και θα μάθουμε και προπαντός όσα ξεχάσαμε για πάντα
τόσο πολύ τόσο βαθειά και τόσο πικρά που έγιναν η μνήμη μας η μοναδική
η μνήμη των βουνών μας σκεπασμένη με θυμάρια και σκίνα
φωλιές φιδιών φιδιών με σταχτιές βούλες πάνω στα πράσινα λέπια
που τόσο μοιάζουν με τις άγραφτες λέξεις γεμάτες σκοτεινά νοήματα
έτοιμα να συλλάβουν την έννοια αγάπη εντούτοις ασύλληπτη
άχρωμη άοσμη άφαντη και συγκλονιστική.
Ήρθες εσύ και εντούτοις ήσουν η ίδια
όπως θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ
όπως ακριβώς ήσουν τότε που σε γνώρισα
και τότε που δεν σε γνώρισα
και δεν θα σε γνωρίσω ποτέ
γιατί σε ξέρω γιατί σε ήξερα και σε ξέχασα για πάντα
για να μείνεις για πάντα στη μνήμη μου
φωτεινή απουσία και πόνος.
Και όλα αυτά έγιναν η μεγάλη πληγή
μεγάλη σαν κόκκινη πεδιάδα
με χώμα σκληρό αργιλώδες αιμάτινο
με ελάχιστη βλάστηση βασανισμένη από τον μεγάλο δυτικό άνεμο
δηλαδή τον άνεμο της μεγάλης δύσης
που σταθερά δολοφονεί τους ήλιους και τους αθώους
αυτούς που όπως εγώ έμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα
μαγεμένα στο γαλάζιο στο κόκκινο και στο πορτοκαλί
περιμένοντας μάταια τα χρώματα να μιλήσουν
ή να τραγουδήσουν ή να σιωπήσουν για πάντα
δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής
με μελωδίες από σιωπή
ρυθμούς και αρμονίες από σιωπή και δακρυσμένα πεντάχορδα.
Και τότε πάνω στην πεδιάδα του αιμάτινου ήχου μου
ζεμένο σε χίλια βόδια
ήρθε το αλέτρι που έχει το σχήμα της απουσίας σου
και περνά και ξαναπερνά με σχίζει και με ανασκαλεύει
ως τα ύστατα της αίσθησης και της μη αίσθησης
έτσι που όλα αλλάζουν η βλάστηση γίνεται ένα με το χώμα
για να δεχτεί το σπόρο του πρώτου δέντρου
αυτού που θα γεννήσει τον πρώτο καρπό
και θα θρέψει τον πρώτον άνθρωπο
και την πρώτη γνώση.
Σε λένε αγλάισμα.
Και ίσως ποτέ να μη μάθεις αυτό που ήξερες πάντα
γιατί ακριβώς το ήξερες πριν την αρχή του
και θα το ξέρεις πάντα μετά το τέλος του
και ούτω καθ’ εξής εις τους αιώνας των αιώνων.
-
1947
Νυχτερινό τραγούδι
Κι ενώ ακόμα ήσουνα στο Φως,
η Νύχτα ξαγρυπνούσε στο πλευρό σου...
Και μάνιαζαν απάνωθέ σου οι άγρι’ ανέμοι
όταν η ραγισμένη ακόμα μελωδία της Γαλήνης
σε σιγοκοίμιζε γλυκά-γλυκά...
-
1968
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
εννιά χειμώνες εννιά καλοκαίρια
του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό
τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια.
Τα χέρια του τα σήκωσαν ψηλά
την πλάτη του κολήσανε στον τοίχο
μετράνε της ανάσας του τον ήχο
κι ανασκαλεύουν τη μικρή του την καρδιά.
Να ζούσαμε σε γκέτο εβραϊκό
με γύρω γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ
την τρίτη μου περνάμε εξορία.
Αρκαδία Ι
-
1967
Ο Ήλιος
Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.
Γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σε όλο τον κόσμο
πρέπει να κλάψει πικρά.
Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.
Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.
Γιατί όπου σταυρώνεται ένας λαός
είναι τα νιάτα του κόσμου που σταυρώνονται.
Βοηθήστε νέοι και νέες
να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.
Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.
-
1963
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φάνηκε πάνω στην κορφή
κρατά στο χέρι την αυγή
και στ’ άλλο τη ζωή μου.
Το παλικάρι, το παλικάρι
θα ‘ρθει το βράδυ στις εννιά
βόηθα Χριστέ και Παναγιά.
Ο καβαλάρης του βουνού
φάνηκε στα σοκάκια
κρατά στο χέρι κεραυνούς
και στ’ άλλο αναστεναγμούς.
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φέρνει μαζί του την αυγή
φέρνει το χέρι που σκορπά
και τ’ άλλο που θερίζει.
-
1984
Ο προδότης
Κυνηγούσα μέσα στην Αθήνα
ήμουν τότε αμούστακο παιδί
είχα ένα πιστόλι και μια φίνα
αισιοδοξία τρομερή.
Η καθοδήγηση με στέλνει για να βρω
έναν προδότη που στη Γούβα τριγυρίζει
βρίσκω το σπίτι και την πόρτα του χτυπώ
κι η μάνα του με γέλιο με καλωσορίζει.
- Κάτσε γιόκα μου να ξαποστάσεις
όπου να ‘ναι ο γιος μου θα φανεί
για τη φτώχεια μας μη μας δικάσεις
η καρδιά μας μόνο είναι καλή.
Την κοιτάζω, σκέφτομαι πώς να της πω
πως ήρθα τον προδότη γιο της να σκοτώσω
πάνω στο αίμα του παιδιού της τ’ αχνιστό
μια Ελλάδα νέα πάω τώρα να στεριώσω.
-
1984
Ο κολίγος
Στρατιώτες ορκισμένοι
μπήκαν στα Καλάβρυτα
ξέρεις τι σε περιμένει
όλα μαύρα κι άδικα.
Του καιρού μας οι στρατιώτες
δεν ορκίζονται ποτέ.
Είναι όλοι ιδιώτες
με προσωπικό σωφέρ.
Στρατηγοί και Φαρισαίοι
μπήκαν στο κονάκι μου
ξέρω τι με περιμένει
γράφω το χαρτάκι μου.
Το εισόδημά μου γράφω
κι αφαιρώ το νοίκι μου
και στο τέλος υπογράφω
και την καταδίκη μου.
-
1951
Ό,τι κι αν πεις
Μη σκέφτηκες τάχα πως έτσι για γούστο μου και μόνοκαμώνουμε το ζαβό και τον γκρινιάρη;Χωρίς κάποιο μυστικό νόημα να κάθουμαι τη νύχτα μες στην παγωνιάκαι να μετρώ σαν ψείρες τ’ αστέρια... Τί λες;Δε σου κόβει πως κάποια μυστική αιτία θα πρέπει να υπάρχεισ’ όλα τούτα τα τόσο παράξενα, τα τόσο μαύρα;Μη μου πεις, να σε χαρώ, πως έτσι τυχαία βαλθήκανενα γλείφουνε και να γλείφουνε σα ψωριάρικα σκυλιάτο ξεραμένο αίμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.Κι έπειτα μου λες τί κάθομαι και κάνω ολομόναχοςπλάϊ στα ποτάμια και τις μαούνες.Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία ΛόρκαΝα που πάλι ζυγιάζουμε τις καρδιέςνα που πάλι βάζουμε σε μπουκαλάκια τα αίματαΕδώ οι τάφοι των εμπόρωντα μαυσωλεία με τα χρυσά γράμματα -το πλήθος σκόρπιο θαμένο στους μπαξέδεςκάτω απ’ τα καρότα και τα πράσαΦεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκανυστέρι στην καρδιά της νύχτας, καρδιά μεγάλη σαν περιστέρι- ό,τι κι αν πειςμα έξω μουρμουρίζω τ’ όνομά σου αδερφούλη μου- ξεχασμένε μικρέ μου αδελφούληχαμογέλιο γλυκό κι ανάερο, ψηλή λιγνή μου λεύκα- ό,τι κι αν πεις.15.ΧΙ (ή VI ; ) 51Χανιά -
1943
Οδυσσέας
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Οι πόροι μου ανοίξανε στο πέρασμα της θάλασσας
που 'ρθε και στήθηκε μες στην καρδιά μου.
Κι η καρδιά μου διάβηκε το κορμί μου
κι απλώθηκε σκορπίζοντας μες στην καρδιά του ωκεανού
τη γλυκειά μελωδία του γυρισμού.
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Πίσω από κάθε λουλούδι , κάθε νησί
και κάθε ομορφιά
προβάλλει εμπρός μου όραμα θείο
η μια κι αταίριαστη και πάντα όμοια Ιθάκη
Λες κι όλη η φύση δεν έγινε παρά για να κρύβει
την ομορφιά της σαν τα αδύνατα σύννεφα
την ώρα της δύσης που σκεπάζουν τον ήλιο
για να υψώσουν πιο ψηλά την ομορφιά του.
Γύρω μου, μέσα μου, παντού θάλασσα.
Γελαστή κι αγαπημένη
Καθρεφτίζει τον ήλιο, τ' άστρα και τους περαστικούς γλάρους.
Κάθε κύμα που περνά
με φέρνει σιμώτερά σου.
Όλα όλα είναι γλυκά (πόσο γλυκά!)
ακόμα κι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος
όταν με φέρνουν πιο σιμά σου ω Πατρίδα.
Αθήνα, 1943
-
1969
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Βησιγότθους,
Οστρογότθους, Μαυρογότθους
Κατοικώ σε σπήλαια
λαξεύω ρόπαλα
πίνω νερό σε κρανία.
Επάγγελμά μου ο θάνατος.
Όμως προσωρινώς υπηρετώ
το μεγάλο Δράκο
που με έχει αποσπάσει στην Αρκαδία.
Πάνω απ’ το δέρμα μου
φορώ στολή
στους ώμους έχω αστέρια,
κρύβω το ρόπαλο επιμελώς
μέσα στη χλαίνη.
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Μαμελούκους
Μαυρολούκους, Σουσουλούκους
είμαι διασταύρωση Νεάντερνταλ και λύκου.
Όμως σήμερα, προσωρινώς,
κυκλοφορώ με τζιπ,
τρομοκρατώ παιδιά και γυναίκες.
Έχω ειδικότητα στο ψάξιμο
ψάχνω ψυχές παιδιών
και σταλάζω το φόβο
επιβάλλω το Νόμο
το Νόμο του μεγάλου Δράκου
που μ’ έχει αποσπάσει προσωρινώς
στην Αρκαδία.
Αρκαδία X
-
1984
Οραματισμός
Ψηλά στα χέρια κρατούνμαύρα πανιά και θρηνούντου κόσμου οι μαύρες μάνεςανάβουν λαμπάδες.Μέσα στα τάρταρα να φωτίσουνξανθόν αρχάγγελο να ξυπνήσουν.Να γίνει φως γαλανότραγούδι συμπαντικότη γη να κατακλύσεικαι να μας οδηγήσειμέσα στα κρύσταλλα της αβύσσουμπροστά στις πύλες της Παραδείσου. -
1949
Όστρια
(Έχουμε πια τόσο σκληρύνεικομμάτια σταχτοπράσινα βράχιαπεταλίδες και φύκια γιομάτα)πετούσε ολοτρόγυρά μου ένα τραγούδιη μυρωδιά του κορμιού σουλίγο πιο πάνω λίγο πιο κάτωσχεδόν ένα με το γαλάζιο αγέρα(να τώρα θα γυρίσω να δω τους ανοιξιάτικους δρόμουςτον καπνό να μπερδεύεται στα λευκά συννεφάκιατης δύσηςτο μικρό μας περιβόλι με τους μεγάλους ήλιους...είναι αλήθεια τα μάτια σου πάντα μεγάλασα τις μέρες που με το πράσινο πουλόβερχανόσουν στο μεγάλο λιμάνι ;πόσο μου φαίνεται σα να ‘ταν χτεςσα να ‘ταν αιώνες σα να μην υπήρξαν ποτέείμαι περικυκλωμένος σχεδόν λεύτεροςμε δείχνουν τα γυμνά κλαδιά της συκιάςτις νύχτες με τ’ όνομά σουοι ταραγμένες ρίζες της με καλούνΌστρια όστριακάθε πρωί με παραμονεύει μπροστά στην πόρτα μουμε τα εβένινα μαλλιά της ριγμένα στους ώμουςπώς μπορώ μονάχα να σε ξεχνώ τόσο τέλειασα να μην υπάρχειςσα να μην υπάρχει τίποτ’ άλλο πέρ’ από σένα...*‘Εχω την αίσθηση του ήλιουκαθώς χαϊδεύει τα κουρασμένα μέτωπαπώς να συνηθίσω τον πυρετό των ματιών;Οι θάλασσες ζώνουν μόνο τις καρδιές μαςδεν υπάρχουν νησιά μοναξιά δεν υπάρχει*πώς μπορώ να ξεχνώ τόσο πολύ τον εαυτό μουνα γίνομαι τόσο πολύ ο εαυτός μουαπ’ το ψηλό φορτηγό πλοίο πίσω χανόσουνκαθώς γλιστρούσαμε στο μεγάλο λιμάνιπου βούλιαζε καταπράσινο στα μεγάλα σουμάτιαπώς να φωνάξω που δε το θέλωχανόμουν από κάθε σκέψη από κάθε θύμησηδεν υπήρχα παρά στη φαντασία σουπαρά στη φαντασία μου που δεν υπήρχε πιακαι θυμάμαι τώρα τα στερνά κόκκινα γαρούφαλαστο μενεξί χαλί τ’ ουρανούμες στις χιλιάδες λάμψεις κάποιο φωςθα προστατεύει τώρα τις σιγανές φωνές της μνήμης σου(στη βεράντα του κήπου ο μπαμπάς σου διαβάζειτην απογευματινή του εφημερίδα)*Σπέρνω τον εαυτό μου στο χαντάκι της θάλασσαςσ’ όποιες ακτές σ’ όποιους ήλιουςη αλυσίδα μου μου μένει μόνη από μέναδεν έχω σύνορασ’ όποιους ήλιους σ’ όποιους ανέμουςΌστρια όστριαΣτα κουρασμένα μέτωπα -στην αίσθηση του ήλιουστο βαθύ πόνο της φύσης -στον πυρετό των ματιώνστην ολοπράσινη σημαία των ανθρώπων !Μίκης Γ. ΘεοδωράκηςΕύδηλος Ικαριά8.Ι.49 -
1968
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουθα ‘ρθω για να σ’ ανοίξωθα σου ‘χω φαγητό ζεστόθα σου ‘χω ρούχο καθαρόγωνιά για να σε κρύψω.Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουθα δω το πρόσωπό σουστα μάτια κρύβεις δυο φωτιέςστα στήθη σου χίλιες καρδιέςμετράνε τον καημό σου.Όταν χτυπήσεις δυο φορέςκι ύστερα τρεις και πάλι δυοΑλέξανδρέ μουσκέφτομαι το φευγιό σουσε βλέπω σε κελί στενόνα σέρνεις πρώτος το χορόπάνω στο θάνατό σου. -
1943
Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει
Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει
τότε η μεγάλη θα σαλπίσει ψυχή των Ανέμων
κι ο συντριμένος θρήνος των δειλών μας ελπίδων
θα δέεται στους ουρανούς που θάχουν σβήσει
θα προσκυνά τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.
[ και θα καλεί τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.]
Μάθε να λατρεύεις στο Φως τη χαρά!
Μη τη ζητάς πέρ’απ’τον κύκλο της καρδιάς σου.
Ας δύσει πια στους ουρανούς για ν’ανατείλει
ανάμεσά μας ντυμένη τη γήινη πορφύρα.
[Τίναξε απ’τα στήθη σου των υπερκόσμιων Παράδεισων
την πλημμύρα.
Τα ωραία και τα ευτυχισμένα να δέσουν πια
στους ουρανούς
Και ν’ ανατείλουν στο πλευρό σου
ντυμένα τη γήινη πορφύρα.
30.Χ.43
-
1961
Παλικάρι
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε
τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά
στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας
γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου
κι έκοβες το φεγγάρι
ως σ’ έκοψε σα λούλουδο
ο Χάρος μια νυχτιά.
Κλαίνε οι τράτες, κλαίνε
τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά
στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε
για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα,
τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους,
της βάζανε πανιά.
Κλαίνε οι ναύτες, κλαίνε
τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι, η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.
-
1961
Πάμε βόλτα στα Χανιά
Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.
Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το Σαββάτο το βράδυ, φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.
Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός.
-
1967
Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)
Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος, την άλλη μέρα σκλάβοςτην Κυριακή ξημέρωμα με φώναξε ο Χάρος.Κάψε του νου σου τα φτερά, της σκέψης σου τα μάτιανα μη θωρείς τη συμφορά, να μη γροικάς τον πόνο.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.Καλέ μου Χάρε μίλησε, καλέ μου Χάρε λέωθέλω ν’ ανέβω στα βουνά, να προσκυνώ τον ήλιοθέλω να βλέπω τα νερά, να παίζουν με τους ίσκιουςνα βλέπω και τη μάνα μου τη γλυκοπικραμένη.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.Ο ήλιος ελαβώθηκε και τα βουνά στενάζουνκι ο χρόνος εσταμάτησε μπροστά από το Παγκράτι.Κι η μάνα σου στη θάλασσα στέλνει τους στεναγμούς τηςπαρακαλεί τα κύματα στα Γιούρα να τους πάνε.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μουφέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου. -
1963
Πέντε στρατιώτες
Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, σταματήσανε
το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.
Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε
το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε
το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε
το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.
Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε
το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε
το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε
το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.
Μάνα.... Μάνα.... Μάνα....
Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες...
-
1946
Πέντε στρατιώτες
Πώς βρέθηκα με μιας τόσο μακριά;
(Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω
Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή
όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δύο φώτα).
- Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου
Είχα τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου
κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου
ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα
με τα πράγματα και τους άλλους.
- Προχωρήσαμε μαζί
σφιχτοδεμένοι
με αλλαγμένες τις καρδιές μας
από στήθος σε στήθος.
Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε
με τον εαυτό μας.
- Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια:
Στο βάθος του ορίζοντα
χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν.
- Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας
μια μεγάλη απόσταση.
Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε
μπορέσαμε να διακρίνουμε
μια κόκκινη πινακίδα.
Υποθέσαμε πως μπορεί αυτό να σημαίνει
κάποιο ορόσημο που χωρίζει
το παρόν απ’ το μέλλον.
- Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο
προσπαθώντας ν’ αναπνεύσουμε
με τον παγωμένο αέρα
κάποια σκέψη που ν’ αντέχει
μέσα σ’ αυτό το θλιβερό τοπίο.
Οι τοίχοι των σπιτιών
ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι
τους ήχους των βημάτων μας.
Βλέπουμε τους ίσκιους μας
να καθρεφτίζονται κουρασμένοι
μες στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού
καθώς περπατούμε προσεχτικά
πιασμένοι χέρι με χέρι
πλάι στο σύνορο που χαράζει
το ανασηκωμένο φρύδι του πολέμου.
Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες
παραμονεύει το τριχωτό
χέρι του Πολύφημου.
Είμαστε πέντε σύντροφοι
πιασμένοι χέρι με χέρι
με την καρδιά ξεπλυμένη
στο χιόνι της νύχτας
και τα λιβάδια της Άνοιξης
ζωγραφισμένα.
Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει
Την πρώτη φορά τα μάτια μου
δακρύσανε απ’ το φως
Μετά συνήθισα έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω
το χέρι της μητέρας μου
καθώς ήρθε να μου δροσίσει τα βλέφαρα.
Κρατώ στο χέρι την αραβίδα μου
και βρίσκομαι χωμένος στη λάσπη ως το λαιμό.
Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κεφάλι
να ξεκολλά απ’ το σώμα μου
και να πηγαίνει σε άλλο σώμα
κι έπειτα σε άλλο και σε άλλο.
Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα
και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει
από σώμα σε σώμα.
Τί γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια
των συντρόφων μου;
Κάποιος τράβηξε το παραπέτασμα της βροχής
κι ένοιωσα σα να ήμουν μόνος
προσπάθησα τότε με την ευκαιρία αυτή
να ρίξω μια ματιά στον εαυτό μου.
(Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη
Έχουν κατεβεί ’ [έχει κατεβεί]
πιστεύω πως μέχρι το πρωί
δεν θα υπάρχει πια τίποτα.
Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά.
Οι τοίχοι θα λυγίζουν και θα σπάζουν λίγο λίγο
Έπειτα θα ‘ρθει η σειρά των σπιτιών.
Τελευταίοι θα λιώσουν οι συνοικισμοί
κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι).
Τότε στην απέναντι γωνιά από μας
φάνηκαν τέσσερις άντρες
Ήσανε τέσσερις άντρες της Αρχαίας Αθήνας
με χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες.
Ήταν πια καιρός γιατί το χώμα
είχε γίνει ρευστό και τρικυμισμένο
Περάσαμε συρτά στο μέρος τους
κι όλοι αντάμα βλέπαμε
την Πολιτεία μας
να κλυδωνίζεται τριγύρω
ακυβέρνητη και μεθυσμένη.
Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα
πλάι σ’ αυτούς τους άντρες
καταλάβαμε πως είμαστε άνθρωποι
κι έχουμε στο στήθος καρδιά
Τα Γερμανικά κράνη
κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο
δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε τα μάτια μας
Η Αγαπημένη μου
με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου
με το θαλασσί της μαντήλι.
Όμως μάταια
Μια βουή άρχισε να ξεσηκώνεται
απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας έως την άλλη
Βουτήξαμε τότε αμέσως κι οι πέντε
στην τρικυμισμένη θάλασσα
Καθώς κολυμπούσαμε
για πρώτη φορά νοιώσαμε την καρδιά μας
να γέρνει σαν κυπαρίσσι
Φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε
την ατέλειωτη σειρά των κρεμασμένων.
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Χίλιες φορές
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Κι από πάνω
περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου
να σχηματίζουν μια γιορτινή
πολύχρωμη αλέα.
Οι πέντε σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε
Κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας
Στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου
μπορούσε κανείς να διακρίνει
την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τις καρδιές μας.
Ο ουρανός και τα σύννεφα
κατεβαίνανε ολοένα προς την πολιτεία
Γύρω μας η θάλασσα φούσκωνε
και τα κύματα
μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια
Απ’ το λόφο του Αρδηττού
ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει
“Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά”.
Όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει.
Ο ουρανός με τα σύννεφα
καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει
τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων του Πειραιά
Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει.
Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως
κι η φωνή σου αντήχησε δυνατά
πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει
Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει
για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια.
Όμως ήταν πια αργά
Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας
άνοιγαν ξανά διάπλατα τις πόρτες τους
στην αγάπη της γης
βρέθηκε να στερέψει με μιας η απέραντη θάλασσα
και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά
Η φωνή σου μας ήταν άχρηστη πια
έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι
ανάμεσα στα ερείπια
κι οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν.
Παλέψαμε με τα κύματα κει πάνω στη θάλασσα
μέρα νύχτα
κι όμως δε μάθαμε τίποτα πιο πάνω
απ’ ό,τι ξέρει μια σταγόνα γης
Ρωτήστε το μικρό φυλλαράκι που σιγοπαίζει με τον
άνεμο
πάνω στο δέντρο της αυλής σας
και θα σας πει για ποιο λόγο
δρασκελίσαμε με τόση αγάπη
το σύνορο του θανάτου
οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου.
Μ. Γ. Θεοδωράκης
Αθήνα
1946
-
1945
Πέστε κλαδιά
Πέστε κλαδιά
πέστε δέντρα
νεράκια κρουσταλλένια
πέστε, ο αντάρτης που’ πεσε
στη μάχη λαβωμένος
πριν ξεψυχήσει, μίλησε
τ’ όνομα της μανούλας
που περιμένει λιώνοντας
και καρτερεί πονώντας.
-
1939
Ποιήματα μ’ επιλεγόμενα του Φ. Γενάρη
ΝΤΙΝΟΣ ΜΑΗΣ (*)
Σ Ι Α Ο
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μ’ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ
Φ. Γ Ε Ν Α Ρ Η
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΕΝΤΑΔΑΣ” ΑΡΙΘ. 1 ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 15
ΤΡΙΠΟΛΗ
1939
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
ΣΟΣΑΣΤΗΘΗΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙΑΠΤΗΝΕ
ΑΝΙΚΗΚΑΡΔΙΑΤΗΝΚΑΡΔΙΑΤΩΝΕΝΘ
ΟΥΣΙΑΣΜΩΝΚΑΙΤΩΝΟΝΕΙΡΩΝΤΗΝΚ
ΑΡΔΙΑΠΟΥΖΗΤΑΚΑΙΠΟΥΤΟΛΜΑ
ΣΟΣΕΣΚΑΡΔΙΕΣΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΠΟΣΤΗ
ΘΗΝΕΑΝΙΚΑΣΤΗΘΗΓΕΜΑΤΑΠΝΟΗΠ
ΟΥΠΑΛΛΟΝΤΑΙΜΠΡΟΣΤΑΣΤΗΝΟΜΟΡ
ΦΙΑΚΑΙΠΟΥΔΙΨΟΥΝΚΙΝΤΥΝΟΥΣ.
ΣΕΣΑΣΩΝΕΟΙΚΑΙΝΕΕΣΤΟΥΚΟΣΜΟΥ!
ΝΤ. ΜΑΗΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΘΟ
Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε,
γιγαντωμένε πόθε,
και σύντριψε τις σάρκες μου.
Μες στην καρδιά μου μπες,
και γίνε μια ψυχή μ’ εμέ
κι ας σμίξουμε ως σμίγουν
μες στις ψυχές οι χαλασμοί
οι αντάρες κι αστραπές
κι ορθοφτερώνουν τις καρδιές
π’ ακράτητες πια πάνε
να συντριφτούν σαλεύοντας
στα χείλη πάντα ωδές!
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ
Ποιος θάρθει να σε ράνει
με μύρα όταν πεθάνεις;
Θα σε κηδέψουνε δίχως πόνο
και θα σε θάψουνε δίχως τραγούδι.
Κι αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις
στο μνήμα σου απάνω
-- θα σε θερίσουν.
Κι αν τραγουδάκι, ζητάς για στρώμα
κάποια καρδούλα
-- δε θα σ’ αφήσουν.
Κι όταν πεθαίνεις;
Κι όταν πεθαίνεις
κανείς δε θάρθει να σε ποτίσει
με μαύρα δάκρυα να σε δροσίσει
Κανείς δε θάρθει...
Ούτ’ ένα χάδι ούτε μια λέξη,
[μια προσευχή...
Θάσαι μονάχος. Και θάνε νύχτα.
τ’ άστρα σβησμένα... Βουβή κι η γη.
Και θα στενάζω και θα φωνάζω --
και θα φωνάζω και θα ζητώ
νάρθω σιμά σου να σε δροσίσω
και να σε ράνω και να σε κλείσω
μες στην καρδιά μου και να σε ζω!
Μ’ αλίμονό μου...
Βουβή η φωνή μου... Νεκρό παρακάλιο...
Νεκρός κι εγώ!
ΘΝΗΤΟΙ ! ΘΝΗΤΟΙ !
Στην παναρμόνια φθινοπωρινή θέλω τη δύση
σε μια φωτόχυτη στιγμήν ηδονική
να γίνω ένα με Σένα, ω φύση!
Ν’ απλώσω την περίφλεκτη ψυχή μου
μες στο ροδάφρισμα του ουράνιου ωκεανού.
Να ρουφηχτώ, να διαλυθώ
στις αρμονίες μέσα των χρωμάτων,
σαν όνειρον εφήβου ευγενικού...
Να μαγευτώ και να μεθύσω,
τις σιωπηλές ακούγοντας φωνές των ουρα-
[νών!
Να σπαραχτώ και να δακρύσω
τις συντριμένες μελωδίες των ανθρωπίνων
[σπαραγμών,
λιβανωτά, ν’ ανέρχωνται αγροικώντας, στα πό-
[δια των Θεών!
Και θα ρουφήξω
κάθε θριαμβική κι αθώρητη
στα μάτια των θνητών θωριά Σου, ω φύση!
Θα κυλιστώ ηδονικά
στη χλόη των αστεριών και των ηλίων!
και θα λουστώ στα νάματα
των πιον ανήκουστων θεϊκών ανασασμών!
Και θα απορήσω!
Και τίποτ’ από Σε πιο πάνω δε θα βρω!
ω συντριμένη μελωδία των ανθρώπων,
της καρδιάς τρέμισμα εσύ σπαραχτικό!
ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΠΙΑ
Σώπα! Μην μιλάς. Μην κλαις πια!
Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου,
φέρ’ τον στα χείλη σου, κάν’ τον ψυχή!
Κάν’ τον τραγούδισμα που να μεθάει
που να δακρύζει και να θρηνεί
πότε καλέσματα για την Αγάπη,
πότε μηνύματα στη ντροπαλή
παιδούλα ελπίδα...
Σώπα!
Ας μη θολώσουν πια τη ματιά σου
των θρήνων οι θολοί λυγμοί...
Κι άσ’ τη βροχή --κι άσ’ τη βροχή
του πόνου ν’ αργοπέφτει,
και να σπαράζει σαν προσευχή
το μήνυμά της μες στην ψυχή σου...
Είν’ η βροχή του πόνου
τόσο απλή, τόσο μικρή
που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα
στην άκρη του ματιού
ούτ’ ένα θρήνο κι ούτε καν
έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό
για ένα “Γιατί” !
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΚΑΡΩΝ
Νοιώθω μέσα μου μια φλόγα
να με λυώνει και να με σώνει!
Νοιώθω μέσα μου ν’ ανοίγονται φτερά
και να με υψώνουν
πέρα σε χώρες μ’ ανήκουστη Αρμονία,
και με μι’ αθώρητη Ομορφιά!
Νοιώθω βαθειά μου έν’ αγιούπα
να με τρώει και να με θεμελιώνει!
Κι είμ’ έτοιμος να υψώσω το μέτωπό μου,
και να σηκώσω τα στήθη μου
στα ύψη των Θεών!
Κι είμ’ έτοιμος να πω:
-- Θ ε ο ί ! Θ ε ο ί !
Γ ε ν ν ή θ η κ ε ο Θ ε ό ς σ α ς !
Ν ο ι ώ θ ω β α θ ε ι ά μ ο υ τ η ν υ π έ ρ -
[ θ ε η π ν ο ή
π ο υ θ α σ α ς υ π ο τ ά ξ ε ι !
Τόπα και μούγκρισεν ο τόπος
στην ιερήν ορμήν του λόγου.
Κι απόρησαν τ’ ανήξερα πουλιά
και σώπασαν την προσευχή...
Τα χόρτα συντριμένα σαλευτήκαν,
και τ’ άνθη μαραθήκαν...
Κι ως κι ο λαμπρός ο Ηλιος
οπούσμιγεν σ’ ερωτικά αγκαλιάσματα,
πιο πίσω απ’ τα βουνά του κάμπου, με τη
[Γη,
έτρεξε να κρυφτεί απορημένος...
Κι ευθύς ήρθε και σκέπασε την Πλάση,
Νύχτα άφεγγη βαθειά και σιωπηλή...
Και τότε μέσ’ από τη Γη και μέσ’ απ’ τα ουράνια
μέσ’ απ’ τα χόρτα και μέσ’ απ’ τ’ άνθη
και μέσ’ από το κάθε τι
άρχισε ν’ αναδεύει μια μουρμούρα...
Ηταν σαν κύλισμα ξερόφυλλων
στην παγωμένη γη ---
χιλιόστηθος ανασμός ----
ανατριχίλα...
Και σε μι’ ανείπωτη στιγή (στιγμή ; )
όλ’ η πελώρι’ αυτή θροή
παίρνει ρυθμό και παίρνει νόημα
κι ακούστηκαν μεσ’ στη βαθειά σιωπή
τρεις λέξεις:
--- Δ ε ν ε ί σ α ι σ υ !
...........................................................................
Ητανε μια κηδεία θλιβερή...
Κανείς δεν ακολούθα...
Στην ξύλινη την κάσα ένα παιδί...
Κι είχε την όψη τόσο ευγενική, τόσο λεπτή.
Ενα παιδί...
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
** (Βλ. σημείωση στο τέλος του κειμένου)
Δεν είναι συνήθεια, μα θα ‘πρεπε να γίνει, ύστερ’ από κάθε έργο κάτι να βρίσκεται που να βοηθάει τον αναγνώστη να μπει στα βάθη της ψυχής του δημιουργού για να ολοκληρωθεί έτσι η αποστολή του έργου. Τούτο το έργο που ζητάει νάναι ένα παιχνίδι στα χέρια όλων, απαιτεί την πλέρια γνώση. Ο,τι διαιστάνθηκ’ ο δημιουργός τ’ ολοκληρώνει ο αναγνώστης. Ο ερμηνευτής τραβάει λίγο και τους δυο για να “άρη” το κενό που πάντα υπήρχε ανάμεσά τους.
Ενα ξέσπασμα νεανικής ψυχής πρέπει να διακρίνουμε σε τούτα τα ποιήματα, μια ψυχή που ‘νοιωσε το γύρω της κόσμο και τον εαυτό της και ξεχείλισε από πόθο, πόνο και θαυμασμό. Τα ‘νοιωσε να ‘ρχωνται για να φεύγουν και χάρηκε ή νοστάλγησε την ομορφιά τους. “έφερε στα χείλη της” τη νοσταλγία αυτή και τη χαρά και “τα ‘κανε τραγούδισμα”. Στο “μην κλαις πια” μας το λέει καθαρά. “Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου - φέρ’ τον στα χείλη σου κάν’τον ψυχή -κάν’τον τραγούδισμα που να μεθάει -που να δακρύζει και να θρηνεί -πότε καλέσματα για την αγάπη -πότε μηνύματα στην ντροπαλή -παιδούλα ελπίδα...”. Η συλλογή αρχίζει με την επίκληση “Στον πόθο”. Μια καθαρή Διονυσιακή μέθη, του πρόσταξε αυτό το δωδεκάστιχο. Η Διονυσιακή μέθη, η αγνή, η καθάρια, η αιώνια, φανερώνεται ολόκληρη στον “Πόθο”. “Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε, γιγαντωμένε πόθε, -και σύντριψε τις σάρκες μου...”. Το σύντριμα της σάρκας είναι η εξίσωσή του με τη φύση. Το βγάλσιμο απ’ τα στενά όρια που τον ζώνουν. Ετσι φαντάζει στο “Θνητοί! Θνητοί!...” όπου θέλει “Στην παναρμόνια φθινοπωρινή τη δύση -να γίνει ένα με τη φύση!”. Με μια τέτοια ταύτιση ενώνεται και με τον πόθο. Ο πόθος για τον ποιητή είναι κάτι το εξωτερικώτερο και η είσοδό του στην καρδιά έχει σκοπό να μεταμορφωθεί μαζί της σε μια ψυχή. Τώρα νοιώθουμε καλά τον ποιητικό αυτό πόθο, που στέκει πιο ψηλά απ’ ό,τι κοινά λέμε “Πόθο!”. Είν’ ο πόθος που θ’ ανοίξει έναν ολόκληρο αγώνα μαζί του, όμοιον μ’ αυτούς τους ψυχικούς αγώνες “π’ ορθοφτερώνουν τις καρδιές -και τις πάνε ακράτητες να συντριφτούν -σαλεύοντας στα χείλη πάντα ωδές!...” (1) Ενα σύντριμα -μας προλέει- θα ‘ναι το τέλος αυτής της ένωσης. Το ποίημα κρύβει νόημα τραγικό, που δείχνει πως ο ποιητής κάτι γνώρισε από τραγικότητα ζωής. Αυτό μας το φανερώνει το ακόλουθο ποίημα “Στο θάνατό μου!”. Στο ποιητικό σύντριμα που ‘δαμε πιο πάνω μοιάζει σα συμπλήρωμα το ποίημ’ αυτό. Σ’ έναν τέτοιο θάνατο δεν πρέπει να καρτερεί κανείς ανθρώπινη συμπόνια γιατί “αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις στο μνήμα σου απάνω -θα σε θερίσουν...”. Οχι μόνο οι άνθρωποι μα και τα στοιχεία εγκαταλείπουν τον τέτοιο μελλοθάνατο. “Θάσαι μονάχος και θάναι νύχτα. Τ’ άστρα σβησμένα... βουβή κι η γη!” Και μόνο η ποιητική ψυχή του το “σπαραχτικό τρέμισμα της καρδιάς” όπως λέει στ’ άλλο ποίημα, θα θέλει να δώσει μια παρηγοριά μα θάναι χωρίς πόθο, θάναι κι αυτή νεκρή!...
Στο ποίημα “Θνητοί! Θνητοί!...” στην ταύτισή του με τη φύση αξιοποιεί όλη τη φύση που θα του προσφέρει την πιο τρανή χαρά, όμως μόνο “στη συντριμένη μελωδία των ανθρώπων” βρίσκει “της καρδιάς το τρέμισμα το σπαραχτικό!”. Ενας ποιητικός ανθρωπισμός αναδεύει δω μέσα και μοιάζει να μας οικτίρει γιατί δεν εκτιμήσαμε “της καρδιάς το τρέμισμα...”.
(1) Είν’ ένα είδος elan, μια πίστη, που στιγμές-στιγμές κινάει την ψυχή για τις μεγάλες κατακτήσεις.
Υστερ’ απ’ την έξαρση του σπαραγμού της καρδιάς, θα καρτερούσαμε να μας παινέσει τον πόνο που το προκαλεί. Φαίνετ’ όμως πως δεν είναι ολομόναχο αίτιο ο πόνος και γι’ αυτό κάτι άλλο προτρέπει. Να μην τον προσέχουμε γιατ’ είναι τιποτένιος. “Είν’ η βροχή του πόνου -τόσο απλή, τόσο μικρή -που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα -στην άκρη του ματιού... -ούτ’ ένα θρήνο. Κι ούτε καν έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό -για ένα “Γιατί” --”
Στο τελευταίο ποίημα “Το τραγούδισμα των Ικάρων” ένας Νιτσεϊκός άνθρωπος ξεπετιέται, που νοιώθει μέσα του βαθειά μια υπέρθεη πνοή. Είν’ ο άνθρωπος που τον γιγάντωσ’ ο πόθος και τον ενεθάρρυνε το τρέμισμα της ανθρώπινης καρδιάς, ο άνθρωπος π’ αψήφησε τον πόνο κι όμως δείλιασε σαν άκουσε τρεις λέξεις: “Δεν είσαι Συ!”. Ο εξωτερικός πόθος σαν ένοιωσε τον εξωτερικό εχθρό πέθανε κι ο ποιητής είδε “Μια θλιβερή κηδεία, που κανείς δεν ακολούθα” κι ο νεκρός “ήταν ένα παιδί”. Οταν σταμάτησε ο ενθουσιασμός και κόπηκ’ η ορμή ακλούθησ’ η κηδεία. Το ποίημα είναι καθαρό ξεπέταγμα της λεπτής νεανικής ψυχής που γεμάτη ορμή και θάρρος σκοπεύει να γκρεμίσει τα παλιά για να χτίσει νέα. Ο ποιητής με τα λιγοστά του τούτα τραγούδια μας ζωγράφισε ζωηρά την ανήσυχη κι αγνή νεανική ψυχή. Την ψυχή π’ όλα τ’ αψηφά, κι όλα νοιώθει πως είναι γι’ αυτή κι όμως της τ’ αρνούνται. Χωρίς να υποστηρίζω πως θέλησε να μας κάνει Ηθική, βλέπω όμως πως μας έδειξε ότι σαν κάποιος “Πόθος” μας γιγαντώσει την καρδιά, κι υψώσουμε τ’ ανάστημά μας, συναντάμε τη μουρμούρα και την ανατριχίλα των σερπετών και τ’ αχούγιασμα όλων που μας φωνάζουν “Δεν είστε σεις” ή πιο καλά “Δεν αξίζετε” κι έτσι ακολουθάμε τη θλιβερή κηδεία μας.
Θάπρεπε τάχα να συνεχίσει το κακό;
Τίποτ’ άλλο αν δεν είναι τούτ’ η Συλλογή είναι όμως καθώς κρύβει το νεανικό παράπονο, έν’ ανύψωμα του νεανικού αναστήματος ενάντια στη ζωή. --Κι ας ακούσει απ’ όλα τα σερπετά:
“Δεν είσαι Συ!”
ΦΟΙΒΟΣ ΓΕΝΑΡΗΣ
* Ποιητικό ψευδώνυμο του Μίκη Θεοδωράκη με το οποίο δημοσίευσε την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή.
** Το κείμενο αυτό το έγραψε ο συμμαθητής και φίλος του Μίκη Θεοδωράκη Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος με το ψευδώνυμο Φοίβος Γενάρης. Υπήρχε στο βιβλιαράκι που εκδόθηκε τότε με τίτλο ΣΙΑΟ ως επίλογος.
-
1962
Προδομένη αγάπη
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
-
1943
Προσφορά
Στην Ελλη Π.
Το μίλημά σου
κελάϊδισμα πουλιών μέσα στο Μάη!
Το γέλιο σου, το γέλιο της Αυγής!
Της Νύχτας τ’ άστρα λάμπουν στη ματιά σου!
Σωριάζει η ζωή τα κάλη της μπροστά σου
και μένω σκλάβος σου εγώ και υμνητής!
Κι όνειρο αγάπης μοιάζει η καρδιά σου
που τρεμολάμπει μπρος μου εκεί στητή...
Και μοιάζεις τόσο αιθέρια, κι η θωριά σου
έχει μια χάρη τόσο εξωτική
που τρέμω αν είσαι μια γλυκειά οπτασία
κι απλώνοντας το χέρι μου σβηστεί!..
30.Ι.43
-
1943
Προσφορά
Στην Ελλη Π.
Δεν θα ‘φταναν τα λούλουδα της γης
κι οι μεγαλόπρεποι της Νύχτας θόλοι
Δε θα ‘φταναν κι οι κόσμοι όλοι
να σταφανώσουν την απέραντη ομορφιά σου!
Ω! συ! που σκύβουν μπρος σου τα κάλη της Αυγής!
Είν’ άσκημα τα ωραία της γης μπροστά σου!
Και μπρος στη λάμψη που σκορπάς, ω συ Γλυκειά μου
τα φώτα, να, του κόσμου είναι σκιές
-
1949
Πρωινό
Μι’ αχνότη ονείρου είχε σκεπάσει
τον κάμπον όλον
Κι ήταν μια σιωπή παντού χυμένη
κορούλα που κερνούσε δακρυσμένη
βάλσαμο λήθης στις θλιμμένες μας καρδιές
Και μάντευες μια θλίψη ν’ αναδεύει
και μάντευες μια θλίψη να σαλεύει
τους πόνους στις ψυχές που καρτερούν
ό,τι έφυγε γλυκό κι ό,τι αγαπάνε
Κι ήταν μια σιωπή παντού χυμένη...
Κι ήρθε στη μοναξιά μου να με βρει
σαν όνειρο που πάει να βρει τον πόθο
γλυκός αχός καμπάνας που σημαίνει.
Μα η μορφή μου μένει ακόμα λυγισμένη
κι η ψυχή μου θρηνεί.
Αχ αλί! αλί αλί!
Κυριακή πρωί 31.2.49
-
1943
Πώς να στο γράψω πως σ' αγαπώ;
Η χαρά, η μεγάλη χαρά που δημιουργεί
τους κόσμους μαζεύοντας στοργικά κάθε
συντρίμι γεννημένο απ' τα σπλάχνα σου
ω Νύχτα, ήρθε κι έδιωξε κάθε τι
Καλό ή Κακό απ' την καρδιά μου και
με πλημμύρισε με τον ωκεανό κάθε ομορφιάς
Τη Χαρά τη μεγάλη τη δημιουργική εσύ
Αγαπημένη μου Ψυχή μου την εφτέρωσες
και μου την έστειλες χθες το πρωί
με το ουράνιό σου το γράμμα:
Διάβασα εκεί μέσα να μου λες πως μ' αγαπάς.
Είμαι τρελλός!
Πετώ και δεν πιστεύω την
απίστευτη ευτυχία.
18.8.43
-
1967
Σεπτέμβριος 1967
Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:Νύχτωσε χωρίς φεγγάριτο σκοτάδι είναι βαθύκι όμως ένα παλικάριδεν μπορεί να κοιμηθεί.Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέραςμε παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούνσε διακλαδώσεις μονοχρωμικέςπου η αξία τους εξαρτάταιαπό το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκηκαι σε αξίες.Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχουπου μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρωνμε τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτωνχρωματικώνπου δεν αποκλείεται να συμπεριέχουνκαι ορισμένα διατονικά ψήγματα.Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεταιρυθμική απομόνωση, διαφορετικάθα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το ά π ε ι ρ ο ν.Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;Κεντρική ιδέαεσωτερικός ρυθμόςΤ χ ΟΟ Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣΚαι οι πρώτοι στίχοι:Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμήτο ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος...Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:Τα δέντρα που μας χωρίζουν έγιναν δωμάτιατα λουλούδια άνθρωποιοι γαίες και τα μαμούνιαγραφεία, χαρτιά, κλειδαριέςτο χάος γέμισε με χάοςη αγάπη.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Κάπα, ύψιλον, λάμδα - παύσηΆλφα - παύση μεγάλη - φιπαύση μικρή - Ήτα, σίγμαΠάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικόμουλάρια φορτωμένα δάφνεςμουλάρια του Ξηρόμερουκαπνός ξανθός αρωματικόςκέικ που μυρίζει πετρέλαιομεθυσμένοι από την πείναΒόνιτσαμεθυσμένοι από την πείνα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Νύχτα του Σεπτεμβρίουκοιτάζεις αλλήθωρα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Φλύαρο αστέριήρθε και κρεμάστηκεέξω από το κάγκελό μου- Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γηπώς είναι τα πελάγη;- Ο ουρανός η μάνα σουκαι γη ‘ναι η κυρά σουκαι τα πελάγη φίλοι σουστενάζουνε για σένα.(11.9.67). . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ώρα εννέα βραδυνήτο ακίνητο σκάφος σταματάο χρόνος μας θωπεύειτο Μυρτώον πέλαγος μας θυμάταιη μνήμη μας σκαλώνει.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Μόλις δακρύσει ο ουρανόςέβγα στο παραθύριμόλις χτυπήσει ο κεραυνόςκ’ η μέρα θα ‘χει γύρειόλες τις στάλες της βροχήςτις μάζεψα για σέναόλους τους πόνους της ζωήςτους μάζεψα από σένασταλαματιά η αγάπη σουπέλαγο η καρδιά μου.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Βαθύς γαλάζιος ουρανόςμας κοιτάζει με μελαγχολία(τόσο πολύ τους ευνόησατους ανθρώπους αυτούς)βαθύ γαλάζιο φωςτυφλώνεις τον άνθρωπο.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσεςζωγραφισμένα μπακίριαχέρι αγιογράφου 17ου αιώνοςΠολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίαςλοφία της Σχολής των Ευελπίδωνχιτώνες αρχαίων, θέατρο ΕπιδαύρουΛιγουριό πρακτορείο εφημερίδωνένας αρχαίος πολιτισμόςπολύ αρχαίος πάρα πολύ αρχαίοςαρχαιότατος.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνιτο κακό καλό μπροστά στο χειρότερογαλάζιο πέλαγος του ΙουνίουΦεστιβάλ του Αυγούστουπροχωρούν σφυρίχτρες εμβατήρια προχωρούνκουβέρτες σεντόνια φαγητά κλειδαριέςδόξα δόξα δόξα.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ελληνικός Μουσικός Αύγουστοςτο μουσικό δαιμόνιο της φυλήςαρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίεςλαϊκά έντεχνα συμφωνικάόλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάραεισιτήρια προπωλούνταιώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώςεξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεωςείσοδος δωρεάν έξοδος απαγορευμένηΕκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.(8.9.67)ΙΓεια σου ΑκρόποληΤουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.Ο Πολικός σημαδεύει με φωςτο σταθερό σημείο του κόσμου.Αθήνα η πρώτηστο βυθό των αιώνωνμε το γυαλίσε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφάη Γενική κέντρο του κόσμου.Ο Πολικός γυρίζει σταθεράτο φουγάρο του μαγειρείουσημαδεύει με καπνότο σταθερό σημείο του Στερεώματος.Η Πούλια, η Αφροδίτηη Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώπέντε εκατομμύρια έτη φωτόςσταθερή γραμμή διασχίζειπέντε δισεκατομμύρια γαλαξίεςσε πέντε μέτρασε πέντε μέτρασε πέντε μόνο μέτρααπό το κελί μου.ΙΙΟ χρόνος διαλύεταιμέσα στη στιγμήτο ελάχιστο γίνεταιο μέγιστος τύραννοςβασανίζει ανθισμένες πληγέςγεμάτες χαμόγελα και υποσχέσειςγια κάτι άλλο, αυτό το άλλοείναι που ζούμε κάθε στιγμήνομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.Όμως το άλλο δεν υπάρχειείμαστε μεις, η Μοίρα μαςπου μας λοξοκοιτάζειΣφίγγα που ξέχασε το αίνιγμαδεν έχουμε τίποτα να λύσουμεδεν υπάρχει αίνιγμαδεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλοτον πύρινο κύκλοτου Ήλιου και του Θανάτου.ΙΙΙΉλιε θα σε κοιτάξω στα μάτιαέως ότου ξεραθεί η όρασή μουνα γεμίσει κρατήρες με σκόνηνα γίνει σελήνη δίχως διάστημα,κίνηση, ρυθμό,χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνεςκαταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπωνν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.Ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!IVΕπάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μουξεφύτρωσε ένας κάκτοςπέρασαν πάνω από είκοσι αιώνεςπου ονειρεύομαι γιασεμίτα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμίη φωνή μου είχε πάρει κάτιαπό το λεπτό άρωμά τουτα ρούχα μου μύρισαν γιασεμίη ζωή μου είχε πάρει κάτιαπό το λεπτό άρωμά τουόμως ο κάκτος δεν είναι κακόςμονάχα δεν το ξέρει και φοβάταικοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικάπότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνεςθα ζήσω άλλους τόσουςακούγοντας τις ρίζες να προχωρούνμέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.VΑνάμεσα σε μένα και στον Ήλιοδεν υπάρχειπαρά μόνο η διαφορά του χρόνουανατέλλω και δύωυπάρχω και δεν υπάρχωμε βλέπουνχωρίς να μπορώνα δω τον εαυτό μου.VIΌταν σταματήσει ο χρόνοςτο κελί μου γεμίζει μήνεςμήνες, μέρες, ώρες, στιγμέςδέκατα δευτερολέπτωνδέκατα δευτερολέπτωνδέκατα δευτερολέπτωνένα βήμα πριν από το χάοςυπάρχει χάοςένα βήμα μετά το χάοςυπάρχει χάοςεγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετάυπάρχω μέσα στο χάοςδεν υπάρχω.VIIΤα κελιά ανασαίνουντα κελιά που βρίσκονται ψηλάτα κελιά που βρίσκονται χαμηλάη βροχή μας ενώνειο ήλιος ντράπηκε να φανεί, ΝίκοΓιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.VIIIΟ Ήλιος με δαγκώνειδεν έχει δόντιααπατηλέςαπατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχοεπάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμαμε σκιέςχωρίς σκιέςμονάχα εγώ μένω ακίνητοςαμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπροαμετάθετος μένω ψηλάπάνω από το μωσαϊκό που αιωρείταιη σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γητο αλεξίπτωτο δεν άνοιξεο Ήλιος συμπιέζεται,αποκαλύπτει το κενότρία κενά συγκρούονταιη Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.ΙΧΚάτω στη Γη διασποράο Νόμος του Νόμου ω Νόμεο Νόμος δε συγκρούεται με το κενόόταν φορεί κράνος καπνίζειτσιγάρα με φίλτροόταν φορεί πιζάμεςόταν φορεί πιζάμες μεταξωτέςδεν καπνίζει δεν καπνίζεικαπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνεςοι μητέρες δεν καπνίζουνοι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούνκοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνεςεγώ καπνίζω πριν πεθάνωπάντοτε πριν πεθάνω καπνίζωσέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθηςγλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλοςτο τέλος έχει γλυκειά μυρωδιάμυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.ΧΤα δόντια του Ήλιου είμαι εγώαυτό που με δαγκώνει είμαι εγώείμαι εγώ αυτό που θέλειαυτό που δεν θέλει είμαι εγώεγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαιόταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαιόταν δεν υπάρχω είμαι εγώόταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύόμως εσύ είμαι εγώ.ΧΙΤο Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει- Είσαι συ; μου λέει.- Ναι, του απαντώ, είμαι εγώμαζί με κάποιον άλλον,δεν τον γνωρίζεις;- Όχι, μου λέει.- Δεν τον γνωρίζεις,όμως αυτός ο άλλοςείσαι εσύ.Το Αιγαίο ξάπλωσεο Ήλιος έβηξεέμεινα μόνοςεντελώς μόνος.ΧΙΙΌχι εντελώς μόνοςεσένα δε σε θέλωσε θέλω τόσο πολύγι’ αυτό εσένα δε σε θέλωτα πλατάνια, τα κρύα νεράμυρτιά μυρτιά μυρτιάένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστησε θέλω τόσο πολύραδίκι γεμάτο χώμαμυρτιά μυρτιά μυρτιάγι’ αυτό εσένα δεν σε θέλωγιατί χωρίς εσέναδεν μπορώ να είμαι μόνοςεντελώς μόνος να είμαι.ΧΙΙΙΠυροβολήστε το χρόνο,σκοτώστε το χρόνοο χρόνος εκτός νόμουθέλω να στήσω το πτώμα τουστην οδό Αιόλουπωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίαςστο Μοναστηράκιαγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίαςείναι φρεσκότατοςτον κυνηγήσαμε χτες,τον σκοτώσαμε χτεςχτες χτες χτεςαπό το χτες στο σήμεραπου σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά.XIVΈξω απ’ αυτόν τον κύκλοδεν θα περάσειςθα μείνεις μέσαΕσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνοςη τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισματη νύχτα κουρδίζειςτη μέρα ξεκουρδίζειςυπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμιαXVΌποιος κι αν είσαιπέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύροςαν είσαι άνθρωποςδέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατοςαν είσαι άνθρωποςαν είσαι άνθρωποςβγάλε μαλακά το χειρόφρενοξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφοροόποιος κι αν είσαιθα σου κοστίσει λιγότερολεωφορείο φορτηγό σιτροέν ντεκαβεΜαργαρίτα Μυρτιά Ροδόσταμο Θεοδωράκηςαν είσαι άνθρωποςθα σου κοστίσει λιγότεροθύμηση παλιάπαλιά όσο σήμεραόσο αύριοόσο αύριοόσο ποτέαν είσαι άνθρωποςόποιος κι αν είσαι.XVIΉλιος ο ΠρώτοςΑθήνα η ΠρώτηΜίκης ο εκατομμυριοστόςέπονται εκατό χιλιάδεςκαι άλλες εκατόκαι εκατό άλλες χιλιάδες αθώοικαι ούτω καθεξήςέως τη συντέλεια του κόσμου.XVIIΠοτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίεςπράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιέςποτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματαπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιάποτέ ποτέ ποτέδεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιέςόλες τις θάλασσες να ταξιδέψωποτέ ποτέ ποτέ ποτέδεν θα γνωρίσω τη μία σημαίατη μοναδικήεσέναΤάνια.XVIIIΌταν πλάγιασα στην αμμουδιάοι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσαόταν μπήκα στη θάλασσαοι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιάόταν πνίγηκαοι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τουςκι όταν αναστήθηκαήταν πια αργάοι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.ΧΙΧΤο είδωλό μου είσαι εσύτο χέρι μου είναι το δικό σουόταν το σφίγγω σφίγγεταιόταν το υψώνω υψώνεταιμονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μουκι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου(να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)δικό μου δικό σου το κάγκελοόμως δικά μαςτα μάτια τα χείλη και τα χέρια.ΧΧΜέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μουκίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνουακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτεράπροπορεύονται άγγελοι με τζετμεγαλόπρεπη πορείαπάνω από μπανανιές ευκαλύπτους και πεύκαπου καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μουστη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνεςσκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρεςακούν τους καταρράκτεςπου χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μουεκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαναιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείταιώρα έξι το απόγευμαώρα έξι ακριβώςσταματά η πομπή ο Χρόνος ο Ήλιοςμοναχά τα πουλιά ταξιδεύουνχτυπούν τα ξύλινα φτεράκαι τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.ΧΧΙΈχω ένα λαβύρινθο γιωταχίένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππωνζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμήανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικόμε Αριάδνη ει δυνατόν χήρακάτω των σαράνταεισόδημα άνω των πέντεχρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτουσε ένα δέκατο του δευτερολέπτουθα είμαι νεκρός.ΧΧΙΙΟ Ελύτης ο Γκάτσος ο μέγας Σεφέρηςο Τσαρούχης ο Μινωτής ο Χατζιδάκιςη Βέρα η Ντόρα η Τζένηο κινηματογράφος το θέατρο η μουσικήκαι τόσοι άλλοιοι ποιητές οι ποιητέςκαι τόσοι άλλοικι εσύ κι εσύ κι εσύο φίλος ο εχθρός ο αντίπαλος ο αντίζηλοςκοιμηθείτε ήσυχαο λογαριασμός είναι πληρωμένοςο φίλος που πληρώνειέχει λεφτά.ΧΧΙΙΙΕπουράνιοι ποταμοίυπόγειοι χείμαρροικατεβαίνουν παφλάζονταςΟδός Ονείρων ΟμόνοιαΣίλβασίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφαΦιλοθέη Χαϊδάριτα νερά τους ξανθάδυο στρώματα ξανθάδυο στρώματα πράσιναστη μέση εγώκόκκινη ακρίδαφτερά φυσαρμόνικεςήχοι από νερόσαύρες φεγγάριαβουτούν βυθίζονται πνίγονταικάγκελακάγκελακάγκελαΣίλβα.XXIVΌταν εσύ φωνάζειςεγώ κοιμάμαιόταν εσύ πονάςεγώ χασμουριέμαιόταν εσύ σφαδάζειςεγώ ξύνομαιΣεπτέμβριοςημέρα δεκάτη έκτητης ΔημιουργίαςΔιονύση.XXVΣτο τέταρτο πάτωμαη μαμά σου κοιμάταιΈλεναμουσική θεία τα όνειρά τηςτα όνειρά τηςΠεπίνο ντι Κάπριπέρα από τη θάλασσαμην την ξυπνήσεις.XXVIΗ οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλείτο κάγκελο του Χρόνου με προστατεύειο Γιάννης ο Ιάσων ο Βύρωνο Τάκης ο Αλέκοςστα κατάρτια ψηλά υψώστετα λεμόνια τα πορτοκάλιαυψώστετα πέδιλα στην άμμοφωνές κρέμα νιβέαιππόκαμπος πασιέντζες νες καφέσημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.XXVIIΈκτη Σεπτεμβρίουώρα έντεκα πρωινήτώρα λούζονταιτα πουλιά στα ποτάμιαστα έλατα τρίβονται οι Βοριάδεςσε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνιτώρα κάθεσαι και με κοιτάςπίνεις καφέστάζεις φαρμάκιαγάπη αγάπηο Ήλιος ψήνει το σταφύλιώρα έντεκα πρωινή.XXVIIΙΣουλεϊμάν ο ΜεγαλοπρεπήςΚωνσταντίνος ο Παλαιολόγοςπάψε πια να φωνάζειςλαθρέμπορος λωποδύτης νταβατζήςφωνητικές χορδέςο Αντρέας ο Ηλίας η Ανθήλαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπουΆγια Σοφιά στίφη βαρβαρικά το υγρόν πυρο Γέρος του Μωριά σκουλήκισε κάθε βήμα μου σκοντάφτωζερβά θηρία του Βόρνεοδεξιά φλόγες στο Ναγκασάκιμπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντκαι πίσω το κελί του Μακρυγιάννηπάνω κάτω πάνω κάτωανατολικά δυτικάμαχαίρια ακόντια μαστίγια ορδέςορδές αγίων ορδές δαιμόνωνορδές αγίων ορδές στρατηγώνείμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρααντίο Ήλιε αντίο Ήλιε αντίο Ήλιεαντίο Φωςκαληνύχτα.ΧΧΙΧΑνατολικά από τον Σείριοπερνούν οι ξανθές βροχέςκρατούν κίτρινες ομπρέλεςπράσινα γυαλιά ηλίουμίνι φούστες φορούνοι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίουπαρακάμπτουν τον Άρητην ερχόμενη Τετάρτημπαίνουν στην τροχιά της ΓηςΑνόι Ουάσιγκτον Μόσχαη έρημος του ΣινάΑθήνα οδός Τοσίτσαδυτικώς της Χίουανατολικώς της Κορίνθουεντός εκτόςπεύκο βαθειά χαραγμένομίνι φούστεςπράσινα γυαλιά ηλίουκίτρινες ομπρέλες κρατούνοι ξανθές πρώιμες βροχέςανατολικά από τον Σείριοδυτικά από το κελί μουτου Σεπτεμβρίου.ΧΧΧΌταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκισε αναγνωρίζω πατρίδα μουόταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνεςόταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλόταν το Αιγαίο παίζει προπόόταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικοόταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλοκαι όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχουςτότε σε αναγνωρίζωσε αναγνωρίζω πατρίδα μου.ΧΧΧΙΟι εννέα Μούσες μένουν κοντά μουμας χωρίζει ένας διάδρομοςδυο πόρτες τέσσερις φρουροίΝτόρα Μαρία ΤάκηςΑννα Τόνια Ρούσοςίσως γνωρίζουν καλλίτεραστοιχεία νούμερα διευθύνσειςτεχνοτροπίες σχολές μουσείαοι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσείαη Μουσική μένει κοντά στα ΜουσείαΜουσική Μούσες Μουσείατέλος πάντωννοοτροπίες τεχνοτροπίες δοκιμάζονταιβροχή σκόνη ήλιος γέλιοένα απέραντο κονσερβατουάρπιάνα σολφέζ ωδικήοι εννέα Μούσες πλένονταιχτενίζονται ξαπλώνουνχτυπούν να τις ανοίξουνΠίνδαρος Αισχύλος Μότσαρτ Σοπένοι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.ΧΧΧΙΙΜενεξεδένια Πολιτείαστείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιάστείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειραδείξε μου το πρόσωπό σουνα δω το μπόι μουτην αρχοντιά μουαρχόντισσά μουαπό τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσοάλλος κανένας δεν σε αγάπησεόσο εγώ. -
1962
Στα περβόλια
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.
Αχ κι εγώ θα ‘ρθω...
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά
κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.
Αχ για μια ματιά...
Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή...
-
1973
Στην Ανατολή
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι
γλυκοκελαηδεί.
Και μου λέει και μου λέει
με πικρό καημό
και μου λέει και μου λέει
κάποιο μυστικό.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή μελαχρινό παιδί
δεν μπορεί να κλάψει
κι όλο τραγουδεί.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή ο γιος του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει
κι είναι Κυριακή.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή κάνε μιαν ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή.
-
1984
Στις δέκα του Δεκέμβρη
Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά
έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα
δεν έχει όνομα, δεν έχει φαμελιά
κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα.
Στις δέκα του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα
κι άνοιξη σκεπάζει μ’ ανθούς
ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα.
Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό
αρχίζει, σκέφτομαι, ένα αλλιώτικο ταξίδι
για όσους ζήσαμε εκείνον τον καιρό
κι ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει.
-
1943
Στίχοι από δω κι από κει
Ι
Λιώσαμε τις καρδιές μας μες στα δάκρυα
και γονατίσαμε σα σε θεό μπροστά στη θλίψη.
Κι όταν αγαπήσαμε κι όταν μισήσαμε
βρήκαμε πως το μίσος κι η αγάπη μας
δεν μπόρεσε να πάει αλλού έξω από μας
και βάλαμε σε κάποιον άλλο την καρδιά μας
να τη μισήσουμε, να τη λατρέψουμε.
*
ΙΙ
Μας βαραίνει η αμαρτία της αγάπης και της ζωής.
*
Οι καρδούλες που πλανιώνται μεθυσμένες
τρελλές ανάμεσα στις ευτυχίες φτάνει
μόνο έν' ανάσαμα να τις ραγίσει, πικραμένο.
Η μεγάλη Ψυχή δεν απορεί:
Γνωρίζει και περιμένει.
*
Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
στην αγκαλιά τη μυστική του πέλαου
αρμονία φέρνει
και στ' ακρογιάλι τη σκορπά μ' ένα φιλί.
Αθήνα, 1943
-
1969
Στον άγνωστο ποιητή
Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Ελληνες.
Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.
Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγγο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.
Αρκαδία VI
-
1974
Στον συνέλληνα
Δεν έχω πια να δώσω τίποτα σε σένα
ούτε καν πια να μπω στη φυλακή
τα δυο φτερά του νου μου απλωμένα
σαν το γεράκι σ’ έρημη γη.
Δεν περιμένεις να σου δώσω τίποτ’ άλλο
τα πήρες όλα κι όλα τα ‘θαψες βαθειά
να μην τα βλέπουν και θυμούνται το μεγάλο
πόνο που φύτεψα στα χρόνια τα παλιά.
Άλλοτε μέθαγες με τσίπουρο και μπρούσκο
σήμερα πίνεις χίλια δυο διεγερτικά
πώς να με δεις πίσω από τόσα παραμύθια
πώς να μ’ ακούσεις μέσα στα ξεφωνητά.
Ήταν μια σύμπτωση καθώς μες στα πελάγη
σαν δυο καράβια συναντιώνται ξαφνικά
κι ύστερα ξαφνικά χάνονται πάλι
μες στου ορίζοντα τη νύχτα τη βαθειά.
Παρίσι, 21.12.74
-
1969
Στον Ωρωπό
Στον Ωρωπό θα βρεις
μια γη ελληνική
που την ποτίζουν με μια πίστη θεϊκή
τα παλικάρια που για την ελευθεριά
αφήνουν μάνες, κόρες, σπίτια και παιδιά.
Έλληνες, αδέλφια του Φεραίου
ψάλλετε περήφανα τραγούδια λευτεριάς.
Για να λείψει πάλι το σαράκι
που μας τρώει τη σάρκα την ελληνική
ενωμένοι μέσα στον Αγώνα
για να λάμψει νέα νίκη λαϊκή.
-
1944
Στον νεκρό μου φίλο...
Απ’ τα λίγα τα φύλλα των δέντρωνπούχουν πέσει στην κρύα τη γητο δρομάκι που σ’ άρεσε, φίλε,έχει βάλει τη μαύρη στολή...*Το τραγούδι που πριν εσκορπούσεαρμονία γλυκειά στη νυχτιάδεν ακούστηκε το άμοιρο, πάλι...αχ, το πήρε κι αυτό η παγωνιά...*Για θυμήσου, ω φίλε, την ώραπούχαμ’ έρθει οι δυο μας μαζίστων μνημάτων την ήσυχη χώρα...Σ’ έναν τάφο καθόσουν εσύ...*Κι ένα μνήμα θωρώντας πιο πέραπου βαθειά μες στην κρύα τη γητον γλυκό σου είχε κλείσει πατέρααχ, τι τάχα να σκεπτόσουν εσύ;*Να σκεπτόσουν, ποιος ξέρει, αδελφέ μουπως ταχιά σ’ ένα μνήμα βαθύήθελε έμπεις σκληρά μιαν ημέρασαν πρωτόλαβο, αθώο πουλί;*ΙΙΜη διαβάτη, μην κόψεις το άνθοςπούχει βγει απ’ του τάφου τη γηπου τον μαύρο σκεπάζει μας φύλλοκι άλλος Χάρος του θέλει γενής.*Ασπρο λούλουδο ήταν και πρώταάσπρο λούλουδο βγήκε ξανάκι αν σκορπούσε και πρώτα το μύροπάλι χύνει λευκή ευωδιά...*ΙΙΙΚαι σύ, ω φίλε μας, γίνε μας πάλιαηδονάκι αθώο, γλυκόκι ας μας ψάλλεις εκειά τα τραγούδιαμε τον ίδιο αγάπης σκοπό.Αφιερωμένα στους φίλους μου,ΜΙΚΗΣ