Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra barborka ciekawy domowej rekami

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

POEMS

  • 1968

    Καιρός να δεις

    Σου είπαν ψέματα πολλά

    ψέματα σήμερα σου λένε ξανά

    κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν

    ψέματα σου λένε οι εχθροί σου

    μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.

    Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες

    μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.

    Πού πας με ψεύτικα όνειρα;

    πού πας με ψεύτικα όνειρα;

    Καιρός να σταματήσεις

    καιρός να τραγουδήσεις

    καιρός να κλάψεις και να πονέσεις

    καιρός να δεις.

     

     

     

     

     

  • 1984

    Καλά βουνά

    Καλά βουνά μου μενεξιά

    στα σύννεφα ντυμένα

    τι με κοιτάτε σοβαρά

    βαρειά και πονεμένα.

     

    Το μονοπάτι της ζωής

    τώρα το παίρνω μόνος

    όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις

    πόσο πονάει ο πόνος.

     

    Κι εσείς παιδιά ερημικά

    τον κόσμο δεν κοιτάτε

    μες στην κρυφή σας τη στοά

    μονάχοι περπατάτε.

     

     

     

     

     

     

  • 1976

    Κόκκινο τριαντάφυλλο

    Κάθε πρωί ξεκινούσαμε

    να πάμε στη δουλειά

    στο λεωφορείο γελούσαμε

    ήμαστε δυο παιδιά.

     

    Κόκκινο τριαντάφυλλο

    κόκκινο το δειλινό.

     

    Κάποιο πρωί για τον πόλεμο

    κινήσαμε μαζί

    όλοι μαζί τραγουδούσαμε

    παλεύαμε μαζί.

     

    Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες

    το αίμα σου μαβί

    έβαψε μαύρο τον ουρανό

    κόκκινο τον καιρό.

     

    Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν

    όνειρα, ιδανικά

    γίναμε όλοι φαντάσματα 

    ζούμε συμβατικά.

     

    Τώρα οι σημαίες γενήκανε

    είδη εμπορικά

    είναι τα όνειρα αγαθά

    καταναλωτικά.

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1964

    Μανούλα μου ο γιόκας σου

    Μανούλα μου ο γιόκας σου

    που έφυγε στα ξένα

    βλέπει τη νύχτα μοναχός

    βλέπει τον πόνο μόνος

    τον λιώνει ο ξενητεμός

    και τονε δέρνει ο πόνος.

     

    Μανούλα, μανούλα πού ‘ ν’  ο γιόκας σου

    μανούλα, μανούλα  πού ‘ν’ ο βασιλικός σου

    πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού

    πού ‘ν’ η ζωή κι ο βιος σου;

     

    Μανούλα στείλε τα πουλιά

    μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια

    να με ξυπνάνε την αυγή

    να ‘ρχονται στα όνειρά μου

    να μη με δέρνει απαντοχή

    να ‘ναι βουνό η καρδιά μου.

     

  • 1961

    Μαργαρίτα

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    περιστεράκι στον ουρανό

    τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω

    βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.

     

    Η μάνα σου είναι τρελή

    και σε κλειδώνει μοναχή

    σαν θέλω να ‘μπω στην κάμαρή σου

    μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.

    Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα

    μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.

     

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    βαρκούλα στο Σαρωνικό

    Σαρωνικέ μου τα κυματάκια σου δωσ’ μου

    δωσ’ μου τ’ αγέρι, δωσ’ μου το πέλαγο.

     

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    δεντράκι στο Βοτανικό

    πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα

    πέφτουν οι ώρες, πέφτω λιποθυμώ.

     

    Η μάνα μου είναι τρελή

    και με κλειδώνει μοναχή

    σαν θέλω να ‘μπεις στην κάμαρή μου

    σου ρίχνω μεταξωτό σκοινί.

    Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα

    μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.

     

  • 1969

    Μαρκ Μαρσώ

    Τι κι αν είμαι εξορία
    να υπακούω στον φρουρό
    έχω κάθε ελευθερία
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Τι κι αν είμαι φιμωμένος
    να μουγκρίζω όσο μπορώ
    είμαι κατοχυρωμένος
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Το Ινστιτούτο Μπουμπουλίνας
    ανεβάζει το ρυθμό
    της Εθνικής Οικονομίας
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Σκλάβος, ρες, δούλος, παρίας
    είδατε άλλον λαό
    σκλάβο της ελευθερίας;
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

  • 1940

    Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα

    Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω
    για την Ελλάδα τώρα πολεμώ
    καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω
    τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.

    Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
    και λεύτερη κει μέσα την φρουρώ
    πεθαίνω, μα όπου θάνατος και νίκη
    με πόνο αδέλφια τη χαρά κερνώ.

  • 1973

    Μες στην ταβέρνα

    Μες στην ταβέρνα

    τώρα κάθεσαι και δεν μιλάς

    μες στην καρδιά σου

    στάλες στάλες πέφτει ο σεβντάς

    θυμάσαι τότε 

    που πετούσες με πλατειά φτερά

    τώρα ο καθένας 

    τη ζωή σου την κλωτσοβολά.

     

    Βγάλε πάλι την ψυχή σου

    στο σεργιάνι μες στις γειτονιές

    να γιομίσει η ζωή σου

    γλυκές φωνές και με πασχαλιές.

     

    Ήσουν ωραίος σαν περνούσες μες στις γειτονιές

    στα παραθύρια σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές

    μες στην καρδιά σου 

    κουβαλούσες όλες τις καρδιές

    στα όνειρά σου

    τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1943

    Μη θρηνήσεις

    Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν

    με το γέλιο του Απριλιού στ’ αχνά τα χείλη...

    - Είν’ η σκέψη που ξανοίγει ευτυχισμένη

    σαν πουλί του λυτρωμού της τα φτερά.

    Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν

    με την όψη πονεμένη... ωχρό δείλι...

    - Η καρδιά μοιάζει μ’ αυτούς η ραγισμένη

    που απ’ τον πόνο της στυλώνει τη χαρά !

     

    Μονάχα κλάψε εμάς, φτωχέ μας φίλε,

    που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά,

    που η καρδιά μας τώρα πλάθει μεθυσμένη

    Που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά

    που θα θάψει πάλι η σκέψη π’ απομένει.

                                                     (πονεμένη...)

     

     28.1.43

  • 1970

    Μην ξεχνάς τον Ωρωπό

    Ο πατέρας εξορία 

    και το σπίτι ορφανό

    ζούμε μες στην τυραννία 

    στο σκοτάδι το πηχτό.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

    Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη 

    κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά

    στην πατρίδα μας νυχτώνει

    ορφανή η αγκαλιά.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

    Μες στα σύρματα κλεισμένοι

    μα η καρδιά μας πάντα ορθή

    πάντα ο ίδιος όρκος μένει

    λευτεριά και προκοπή.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

     

    Ωρωπός 1969-1970

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1987

    Μια πικραμένη Παναγιά

    Μια πικραμένη Παναγιά

    είν’ η καρδιά μου σήμερα

    δεν έχει πέτρα να σταθώ

    βλέπω μπροστά μου 

    τον γκρεμό.

     

  • 1984

    Μια φυλακή

    Μια φυλακή

    -πώς μας φτάσαν ως εκεί-

    μια φυλακή

    η ζωή μου φυλακή.

     

    Χωρίς ποινή

    -πώς μας φτάσαν ως εκεί-

    και δικαστή

    η ζωή μου φυλακή.

     

    Στου Μακρυγιάννη 

    πριν προλάβεις να μιλήσεις

    Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε.

    Μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό

    να σκεφτόσουνα θαρρείς

    πόσο λίγο η μέρα κράτησε.

     

    Μες στις πλατείες ένας-ένας καθισμένοι

    τη μοναξιά μας τη γραμμένη

    τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό

    ποιος θα πει το μυστικό

    στη ζωή μας τη χαμένη.

     

     

     

     

     

     

  • 1943

    Μικρή φαντασία

    Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισους
    στα χείλη μας μ' ένα φιλί. Και μας προσπέρασες.
    Και σ' ειδαμε, εκστατικοί να λιώνεις
    μέσα στο Άπειρο Φως !
    Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου.
    Μόνο τα φιλημένα χείλη μας
    γίνηκαν αηδόνια που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
    τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.

    24.Χ.43

  • 1946

    Μικροί νάρκισσοι

    Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει

    το μικρό γιασεμί που έσπειρες

    με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη

    δε μπορούσα να σε διακρίνω

    μέσα στο τόσο σκοτάδι.

    Τα μάτια σου όμως ένοιωθα

    σ’ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν

    Και μπορούσα να μαντέψω ακόμα

    τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους

    πάνω στα πρασινογάλαζα νερά τους.

     

    Δεν ήμουν πια μόνος

    αιχμάλωτος της δυστυχίας

    Πλάϊ μου άρχισε ήδη να φουντώνει

    η πυρκαϊά που άναψες εκείνο το βράδυ

    τρίβοντας με δύναμη το γέλιο σου

    στην ανώμαλη πάνω επιφάνεια της καρδιάς μου

    όπως κάνουν στα ανήσυχα δάση

    της Κεντρικής Αφρικής.

     

    Τώρα κατάλαβες κι εσύ πόσο κοντά μου

    είναι αυτή η φωτιά, ώστε να κινδυνεύω

    να γίνω στάχτη.

    ‘Ετσι όμως που μ’ έχεις ποτίσει

    με κρασί και με γάλα - με χαρά κι εμπιστοσύνη

    πιστεύω πως θα γίνω μια γόνιμη στάχτη.

    Θέλω λοιπόν να με σκορπίσεις

    στις ρίζες των μικρών καρδιών

    που ονειρεύονται έναν παρόμοιο θάνατο.

    Θ’ ανάψω παντού πυρκαϊές

    θα κάνω ν’ ακούγεται παντού

    το πύρινο γέλιο σου!

     

    Αμφιβάλλω όμως αν οι φωτιές μου

    φτάσουν το φως τόσο ψηλά

    που ανεμίζεις τη σημαία των ματιών σου.

     

     

    Ας ζήσουμε λοιπόν ακόμα 

    ανυποψίαστοι πως υπάρχουμε

    σαν τα τρομαγμένα πλοία που τσακίζονται

    στα βράχια.

    Κι οι μικροί Νάρκισσοι πεσμένοι

    πάνω απ’ την πρασινογάλαζη επιφάνειά τους

    θα εξακολουθούν να πνίγονται γεμάτοι έκσταση

    προσπαθώντας να ανακαλύψουν το βυθό

    που υποβαστάζει

    τόση απλότητα και αγάπη συμπυκνωμένη.  

     

    9.ΧΙΙ.46

     

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Μοιρολόι

    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
    Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
    κι ήρθα να το προϋπαντήσω.
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε !
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πόσα χρόνια είχε;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πόσο ψηλό ήταν;
    ΕΝΑΣ
    Ξέρουμε πόσο ψηλό ήταν και πόσο όμορφο και πόσο καλό.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Πότε και πού το ‘δαν για στερνή φορά;
    ΟΛΟΙ
    Ψηλά στο λόφο !
    ΕΝΑΣ
    Στη θέση της καρδιάς είχε πουλί και κελαηδούσε! Τον πήρανε χιλιάδες πουλιά και τον πάνε στον φίλο του τον Ηλιο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου φορούσε καθαρά ρούχα, είχε αλλάξει σήμερα το πρωί πριν φύγει.
    ΕΝΑΣ
    Ηξερε πως πάει σε γάμο! Πως πάει σε πανηγύρι!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Του χάρου πανηγύρια και χαρές.
    Α’
    Ηταν ωραίος σαν δέντρο!
    Β
    Ψηλός σαν κάστρο!
    Γ’
    Καλός σαν το γάλα!
    Δ’
    Ημερος σαν τον θάνατο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου είχε χαρτζιλίκι. Του ‘δωσα χτες το βράδυ.
    ΕΝΑΣ
    Ηξερε πως πάει να πιει και να γλεντήσει!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Του χάρου κρασί και γλέντια.
    ΑΛΛΟΣ
    Ηταν πιο ζωντανός κι απ’ τη ζωή! Πιο δίκιος κι απ’το δίκιο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου είχε αγάπη. Τον ξόφλησαν σήμερα το πρωί.
    ΕΝΑΣ
    Σήμερα το πρωί τον ξόφλησαν γιατί είχε πολλή αγάπη!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πώς θα ‘ναι ο κόσμος χωρίς το παιδί μου;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Πώς θα ‘ναι ο ήλιος κι η μέρα;
    ΕΝΑΣ
    Η μέρα οχιά κι ο ήλιος πόνος κι ο κόσμος πληγή χωρίς γιατρειά.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
    Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
    δεν άντεξα να πάω παρακάτω.
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Ιησού!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Πέτρο, Χανς και Γιούρι, Αννα, Χανς και Λιου-Τσε!
    ΕΝΑΣ
    Είχε δέσει τον ήλιο στην άκρη της κλωστής και τον έπαιζε σαν χαρταετό!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μα είναι αλήθεια; Το παιδί μου ήταν φτωχό. Δεν ήξερε γράμματα.
    ΟΛΟΙ
    Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
    Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
    ΕΝΑΣ
    Θα μάθει τώρα το αλφάβητο μετρώντας τ’ άστρα, βγάζοντας τις σφαίρες απ’ το πετσί του.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    (Μοιρολογώντας)
    Σφαίρες μου, καλές μου σφαίρες
    μπείτε γλυκά στο κρεατάκι του
    του το ‘δεσα στάλα με στάλα
    δεκαοχτώ χρόνια νύχτα μέρα.
    Μην το πονέσετε πολύ.
    Μπείτε γλυκά
    να μη σας καταλάβει και ξυπνήσει.
    ΕΝΑΣ
    Για τη λευτεριά και για το λαό δεν υπάρχει θυσία μεγάλη.
    ΑΛΛΟΣ
    Για την πατρίδα μας την Ελλάδα λίγοι οι νεκροί κι οι τάφοι λίγοι.
    ΟΛΟΙ
    Για τη λευτεριά και για το λαό!
    Για την πατρίδα μας την Ελλάδα!
    ΙΣΜΗΝΗ
    Για τη ζωή, για τη ζωή!
    Για το νερό όταν αγαπάς!
    Για την αγάπη όταν διψάς!
    Η πιο μεγάλη θυσία είναι να ζεις!
    ΟΛΟΙ
    Θάνατος στο Θάνατο!

  • 1973

    Νεκρή Εποχή

    1

     

    Η μεγάλη λεωφόρος  η μεγάλη λεωφόρος

    γεμάτη χορτάτους  απαστράπτουσα

    δεξιά τα λεωφορεία  αριστερά οι πεζοί

    οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα 

    και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών

    οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο

    παγωτά  πασατέμπο  προφυλακτικά

    εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή

    “Κατάστημα Υποδημάτων”

    σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας

    ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο

    κοιτάζοντας ίσως μέσα μου

    και μη βρίσκοντας τίποτα

    απολύτως τίποτα

    ούτε φώτα  ούτε βιτρίνες  ούτε ρεκλάμες

    ούτε ακόμα και υπονόμους

    σκέφτηκα το μεγάλο λάθος

    το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα

    τη μεγάλη λεωφόρο  τη μεγάλη λεωφόρο

    το λεωφορείο  τους καλούς  τους σκύλους

    και τους μελλοθάνατους.

     

     

     

    2

     

    Είναι η εποχή μας κολοβή  * ξεκίνησε περήφανη σαν παγώνι

    με σημαίες και με ταμπούρλα  *

    ανέπνευσε έως θανάτου  *  σκόρπισε γιασεμί και μέλι

    εθώπευσε  γοήτευσε  εμέθυσε  *

    πλήθη πρώην σκλάβων  *  και νυν αιχμαλώτων

    εξηπάτησε  * 

     

     

     

     

    3

     

    Ο άλλος που ήμουν εγώ έγινα ξανά ο ίδιος

    τη στιγμή που σε γνώρισα

    δηλαδή όταν πίστεψα ότι σε γνώρισα

    ενώ στην πραγματικότητα ζούσα το όνειρο

    ενός Κύκλωπα

    ερωτευμένου.

     

     

     

     

    4

     

    Δεν με πίστεψες  *  κι αυτό το βρίσκω φυσικό

    γιατί ξέρω πως η φωνή μου  *  χάνεται

    *  στους μεγάλους ορίζοντες

    στα σκοτεινά δωμάτια  *  και στους καθρέφτες

    *  κ’ εκείνο το σαξόφωνο

    που έπνιξες  *

    κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου  *  την ξεχασμένη ζωή μου

    σαν ένα ρούχο  *  πλάι στην κόκκινη βάρκα

    *  του Ιουλίου.

     

     

     

    5

     

     

    Τις σημαίες  τις σημαίες  ποιοι τις βαστούν

                                            ποιοι βαστούν τις σημαίες

    τα λάβαρα  τα εξαπτέρυγα

    τα πολύχρωμα πλακάτ

    με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά

                                     τις λέξεις μπουρλότα.

    Προχωρούν βαθειά μέσα στα πλήθη

                                    μέσα στα πλήθη κι αυτά υποφέρουν

    υποχωρούν  χαίρονται  κραυγάζουν

                              εκρήγνυνται.

    Και μέσα από τις χιλιάδες φωτιές πυρκαγιές

                                              πυρκαγιές

                                              πυρήνες

                                              καταιγίδες

    η ιστορία αναπλάθεται

    και βγαίνει αυτός ο γνωστός μας τύπος

                                ο γνωστός τύπος

                                ο κυρ - Παπαδόπουλος

    αυτός που όλοι τον ξέρουμε

    και που κανείς δεν περίμενε.

    Τόση σοφία  τόση σοφία είχαμε

    ώστε να μη δούμε

             να μη δούμε -ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη-

    το πιο ακριβό μας δημιούργημα

    αυτό που μας κόστισε

                    μας κόστισε τόσο ακριβά

                                                ακριβά και τελεσίδικα. 

     

     

     

    6

     

    Να μάθεις να περιμένεις

    και να περιμένεις

    πάντα μαθαίνοντας

    και πάντα περιμένοντας

    να ελπίζεις

    και πάντα ελπίζοντας

    να περιμένεις

    μαθαίνοντας 

    την πίκρα.

     

     

     

    7

     

    Όταν όπως μέσα στη νύχτα το σκοτάδι αναδιπλώνεται

    χτυπημένο από λάμψη μακρινής αστραπής

    μέσα στη χαμένη ζωή μου  χαμένη μέσα σε πλήθη και λάμψεις

    ήρθε ένα φως μακρινό με τη δύναμη του τέλους

    να σημάνει την αρχή της ζωής μου που πέθανε και πάλι ξανάζησε

    έτοιμη πάντα για τους μεγάλους θανάτους που μας οδηγούν σταθερά

    στην κοίτη εκεί που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν.

     

    Κ’ έτσι είδα ξανά το εξαίσιο θέαμα

    την ωραία πομπή που δεν ήταν παρά γλώσσες φωτιάς

    μιας φωτιάς που καιγόταν και ξανάναβε από τον εαυτό της

    και προχωρούσε περήφανη και σημαντική

    πάντα ενάντια στον άνεμο των άστρων

    που στροβιλίζοντας μέσα στο πρώτο χάος

    βυθιζόταν μέσα στη χοάνη της μεγάλης νύχτας

    που ήταν η ίδια η ψυχή μου.

     

    Πώς να μείνω αδιάφορος σ’ αυτή την πύρινη σύγκρουση

    καμωμένη από τα στοιχεία μου  στοιχεία ονείρου και προσμονής;

    Ήμουν εγώ η χοάνη και ο αστρικός άνεμος

    ήμουν εγώ η σύγκρουση λίγο πριν από την σύγκρουση

    και η φωτιά και η πορεία και η απουσία και το κενό

    έτσι που στο τέλος δεν ήμουν τίποτα

    όμως ένα τίποτα μεγαλειώδες

    πολύ περισσότερο μεγαλειώδες από χίλιους θανάτους ενωμένους

    παντοδύναμους και υπέροχους

    καθώς σφραγίζουν με την αιμάτινη βούλα τους

    το γαλάζιο αιδοίο της ζωής έτοιμο πάντα

    να δεχτεί το κοντάρι του ήλιου που είναι ο άλλος εαυτός μου.

     

    Δεν είδα τίποτα  δεν έμαθα τίποτα  δεν ξέχασα τίποτα

    απ’ όλα τα τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα το καινούριο μου πρόσωπο

    θα ‘ναι κι αυτό ένα καινούριο τίποτα  όμως τίμιο

    σαν το ψωμί που πετούν στα σκυλιά των μεγάλων δρόμων

    μια στιγμή πριν συντριβούν στους τροχούς

    και θα μείνουν ανάσκελα και τυμπανιαία αφού σπαράξουν

    για λίγο ή για πολύ όμως αυτό δεν έχει σημασία

    αφού το ψωμί έγινε αίμα εγώ έγινα αίμα

    και με στεγνώνουν οι τροχοί και το χώμα και ο άνεμος

    των μεγάλων φορτηγών που προχωρούν σταθερά και αδιάφορα

    εφοδιάζουν με αυταπάτες και πτώματα τους αδιάφορους διαβάτες

    της νεκρής εποχής μας.

     

     

    Τέλος σε είδα.

    Ήσουν πάντα εσύ πάντα πρώτη και τελευταία.

    Ήσουν ο θάνατος ακριβώς για να σβήσουν όλα

    και να γραφτεί ξανά το άλφα και το βήτα

    όμως μ’ ένα καινούριο νόημα πρωτόφαντο άγνωστο και απειλητικό

    που να αμφισβητεί οριστικά όλα όσα είδαμε και δεν είδαμε

    όσα μάθαμε και θα μάθουμε και προπαντός όσα ξεχάσαμε για πάντα

    τόσο πολύ τόσο βαθειά και τόσο πικρά που έγιναν η μνήμη μας η μοναδική

    η μνήμη των βουνών μας σκεπασμένη με θυμάρια και σκίνα

    φωλιές φιδιών φιδιών με σταχτιές βούλες πάνω στα πράσινα λέπια

    που τόσο μοιάζουν με τις άγραφτες λέξεις γεμάτες σκοτεινά νοήματα

    έτοιμα να συλλάβουν την έννοια αγάπη εντούτοις ασύλληπτη

    άχρωμη άοσμη άφαντη και συγκλονιστική.

     

    Ήρθες εσύ και εντούτοις ήσουν η ίδια

    όπως θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ

    όπως ακριβώς ήσουν τότε που σε γνώρισα

    και τότε που δεν σε γνώρισα

    και δεν θα σε γνωρίσω ποτέ

    γιατί σε ξέρω γιατί σε ήξερα και σε ξέχασα για πάντα

    για να μείνεις για πάντα στη μνήμη μου

    φωτεινή απουσία και πόνος.

     

    Και όλα αυτά έγιναν η μεγάλη πληγή

    μεγάλη σαν κόκκινη πεδιάδα

    με χώμα σκληρό αργιλώδες αιμάτινο

    με ελάχιστη βλάστηση βασανισμένη από τον μεγάλο δυτικό άνεμο

    δηλαδή τον άνεμο της μεγάλης δύσης

    που σταθερά δολοφονεί τους ήλιους και τους αθώους

    αυτούς που όπως εγώ έμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα

    μαγεμένα στο γαλάζιο στο κόκκινο και στο πορτοκαλί

    περιμένοντας μάταια τα χρώματα να μιλήσουν

    ή να τραγουδήσουν ή να σιωπήσουν για πάντα

    δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής

    με μελωδίες από σιωπή

    ρυθμούς και αρμονίες από σιωπή και δακρυσμένα πεντάχορδα.

     

    Και τότε πάνω στην πεδιάδα του αιμάτινου ήχου μου

    ζεμένο σε χίλια βόδια

    ήρθε το αλέτρι που έχει το σχήμα της απουσίας σου

    και περνά και ξαναπερνά με σχίζει και με ανασκαλεύει

    ως τα ύστατα της αίσθησης και της μη αίσθησης

    έτσι που όλα αλλάζουν η βλάστηση γίνεται ένα με το χώμα

    για να δεχτεί το σπόρο του πρώτου δέντρου

    αυτού που θα γεννήσει τον πρώτο καρπό

    και θα θρέψει τον πρώτον άνθρωπο

    και την πρώτη γνώση.

     

    Σε λένε αγλάισμα.

     

    Και ίσως ποτέ να μη μάθεις αυτό που ήξερες πάντα

    γιατί ακριβώς το ήξερες πριν την αρχή του

    και θα το ξέρεις πάντα μετά το τέλος του

    και ούτω καθ’ εξής εις τους αιώνας των αιώνων.

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1947

    Νυχτερινό τραγούδι

    Κι ενώ ακόμα ήσουνα στο Φως,

    η Νύχτα ξαγρυπνούσε στο πλευρό σου...

    Και μάνιαζαν απάνωθέ σου οι άγρι’ ανέμοι

    όταν η ραγισμένη ακόμα μελωδία της Γαλήνης

    σε σιγοκοίμιζε γλυκά-γλυκά...

     

     

     

     

     

     

  • 1968

    Ο γιος μου είναι εννιά χρονών

    Ο γιος μου είναι εννιά χρονών

    εννιά χειμώνες εννιά καλοκαίρια

    του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό

    τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια.

     

    Τα χέρια του τα σήκωσαν ψηλά

    την πλάτη του κολήσανε στον τοίχο

    μετράνε της ανάσας του τον ήχο

    κι ανασκαλεύουν τη μικρή του την καρδιά.

     

    Να ζούσαμε σε γκέτο εβραϊκό

    με γύρω γερμανούς φρουρούς θηρία

    Ζάτουνα χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ

    την τρίτη μου περνάμε εξορία.

     

     

    Αρκαδία Ι

     

     

     

     

     

     

  • 1967

    Ο Ήλιος

    Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.

    Γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σε όλο τον κόσμο

    πρέπει να κλάψει πικρά.

     

    Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι

    είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.

    Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι

    είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.

     

    Γιατί όπου σταυρώνεται ένας λαός

    είναι τα νιάτα του κόσμου που σταυρώνονται.

     

    Βοηθήστε νέοι και νέες

    να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.

     

    Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.

     

    Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.

     

  • 1963

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    φάνηκε πάνω στην κορφή

    κρατά στο χέρι την αυγή

    και στ’ άλλο τη ζωή μου.

     

    Το παλικάρι, το παλικάρι

    θα ‘ρθει το βράδυ στις εννιά

    βόηθα Χριστέ και Παναγιά.

     

    Ο καβαλάρης του βουνού

    φάνηκε στα σοκάκια

    κρατά στο χέρι κεραυνούς

    και στ’ άλλο αναστεναγμούς.

     

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    φέρνει μαζί του την αυγή

    φέρνει το χέρι που σκορπά

    και τ’ άλλο που θερίζει.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1984

    Ο προδότης

    Κυνηγούσα μέσα στην Αθήνα

    ήμουν τότε αμούστακο παιδί

    είχα ένα πιστόλι και μια φίνα

    αισιοδοξία τρομερή.

     

    Η καθοδήγηση με στέλνει για να βρω

    έναν προδότη που στη Γούβα τριγυρίζει

    βρίσκω το σπίτι και την πόρτα του χτυπώ

    κι η μάνα του με γέλιο με καλωσορίζει.

     

    - Κάτσε γιόκα μου να ξαποστάσεις

    όπου να ‘ναι ο γιος μου θα φανεί

    για τη φτώχεια μας μη μας δικάσεις

    η καρδιά μας μόνο είναι καλή.

     

    Την κοιτάζω, σκέφτομαι πώς να της πω

    πως ήρθα τον προδότη γιο της να σκοτώσω

    πάνω στο αίμα του παιδιού της τ’ αχνιστό

    μια Ελλάδα νέα πάω τώρα να στεριώσω.

     

     

     

     

     

     

  • 1984

    Ο κολίγος

    Στρατιώτες ορκισμένοι

    μπήκαν στα Καλάβρυτα

    ξέρεις τι σε περιμένει

    όλα μαύρα κι άδικα.

     

    Του καιρού μας οι στρατιώτες 

    δεν ορκίζονται ποτέ.

    Είναι όλοι ιδιώτες

    με προσωπικό σωφέρ.

     

    Στρατηγοί και Φαρισαίοι

    μπήκαν στο κονάκι μου

    ξέρω τι με περιμένει

    γράφω το χαρτάκι μου.

     

    Το εισόδημά μου γράφω

    κι αφαιρώ το νοίκι μου

    και στο τέλος υπογράφω

    και την καταδίκη μου.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1951

    Ό,τι κι αν πεις

    Μη σκέφτηκες τάχα πως έτσι για γούστο μου και μόνο
    καμώνουμε το ζαβό και τον γκρινιάρη;
    Χωρίς κάποιο μυστικό νόημα να κάθουμαι τη νύχτα μες στην παγωνιά
    και να μετρώ σαν ψείρες τ’ αστέρια...  Τί λες;
    Δε σου κόβει πως κάποια μυστική αιτία θα πρέπει να υπάρχει
    σ’ όλα τούτα τα τόσο παράξενα, τα τόσο μαύρα;
    Μη μου πεις, να σε χαρώ, πως έτσι τυχαία βαλθήκανε
    να γλείφουνε και να γλείφουνε σα ψωριάρικα σκυλιά
    το ξεραμένο αίμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
    Κι έπειτα μου λες τί κάθομαι και κάνω ολομόναχος
    πλάϊ στα ποτάμια και τις μαούνες.
    Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
    Να που πάλι ζυγιάζουμε τις καρδιές
    να που πάλι βάζουμε σε μπουκαλάκια τα αίματα
    Εδώ οι τάφοι των εμπόρων
    τα μαυσωλεία με τα χρυσά γράμματα -
    το πλήθος σκόρπιο θαμένο στους μπαξέδες
    κάτω απ’ τα καρότα και τα πράσα
    Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
    νυστέρι στην καρδιά της νύχτας, καρδιά μεγάλη σαν περιστέρι
    - ό,τι κι αν πεις
    μα έξω μουρμουρίζω τ’ όνομά σου αδερφούλη μου
    - ξεχασμένε μικρέ μου αδελφούλη
    χαμογέλιο γλυκό κι ανάερο, ψηλή λιγνή μου λεύκα
    - ό,τι κι αν πεις.

    15.ΧΙ (ή VI ; ) 51
     Χανιά

  • 1943

    Οδυσσέας

    Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!

    Οι πόροι μου ανοίξανε στο πέρασμα της θάλασσας

    που 'ρθε και στήθηκε μες στην καρδιά μου.

    Κι η καρδιά μου διάβηκε το κορμί μου

    κι απλώθηκε σκορπίζοντας μες στην καρδιά του ωκεανού

    τη γλυκειά μελωδία του γυρισμού.

    Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!

    Πίσω από κάθε λουλούδι , κάθε νησί

    και κάθε ομορφιά

    προβάλλει εμπρός μου όραμα θείο

    η μια κι αταίριαστη και πάντα όμοια Ιθάκη

    Λες κι όλη η φύση δεν έγινε παρά για να κρύβει

    την ομορφιά της σαν τα αδύνατα σύννεφα

    την ώρα της δύσης που σκεπάζουν τον ήλιο

    για να υψώσουν πιο ψηλά την ομορφιά του.

    Γύρω μου, μέσα μου, παντού θάλασσα.

    Γελαστή κι αγαπημένη

    Καθρεφτίζει τον ήλιο, τ' άστρα και τους περαστικούς γλάρους.

    Κάθε κύμα που περνά

    με φέρνει σιμώτερά σου.

    Όλα όλα είναι γλυκά (πόσο γλυκά!)

    ακόμα κι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος

    όταν με φέρνουν πιο σιμά σου ω Πατρίδα.

     

    Αθήνα,  1943

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1969

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    προέρχομαι από τους Βησιγότθους,

    Οστρογότθους, Μαυρογότθους

    Κατοικώ σε σπήλαια

    λαξεύω ρόπαλα

    πίνω νερό σε κρανία.

    Επάγγελμά μου ο θάνατος.

    Όμως προσωρινώς υπηρετώ

    το μεγάλο Δράκο

    που με έχει αποσπάσει στην Αρκαδία.

    Πάνω απ’ το δέρμα μου

    φορώ στολή

    στους ώμους έχω αστέρια,

    κρύβω το ρόπαλο επιμελώς

    μέσα στη χλαίνη.

     

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    προέρχομαι από τους Μαμελούκους

    Μαυρολούκους, Σουσουλούκους

    είμαι διασταύρωση Νεάντερνταλ και λύκου.

    Όμως σήμερα, προσωρινώς, 

    κυκλοφορώ με τζιπ,

    τρομοκρατώ παιδιά και γυναίκες.

    Έχω ειδικότητα στο ψάξιμο

    ψάχνω ψυχές παιδιών

    και σταλάζω το φόβο

    επιβάλλω το Νόμο

    το Νόμο του μεγάλου Δράκου

    που μ’ έχει αποσπάσει προσωρινώς

    στην Αρκαδία.

     

     

    Αρκαδία X

     

     

     

     

     

     

  • 1984

    Οραματισμός

    Ψηλά στα χέρια κρατούν
    μαύρα πανιά και θρηνούν
    του κόσμου οι μαύρες μάνες
    ανάβουν λαμπάδες.

    Μέσα στα τάρταρα να φωτίσουν
    ξανθόν αρχάγγελο να ξυπνήσουν.

    Να γίνει φως γαλανό
    τραγούδι συμπαντικό
    τη γη να κατακλύσει
    και να μας οδηγήσει

    μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
    μπροστά στις πύλες της Παραδείσου.

  • 1949

    Όστρια

    (Έχουμε πια τόσο σκληρύνει
    κομμάτια σταχτοπράσινα βράχια
    πεταλίδες και φύκια γιομάτα)
    πετούσε ολοτρόγυρά μου ένα τραγούδι
    η μυρωδιά του κορμιού σου
    λίγο πιο πάνω λίγο πιο κάτω
    σχεδόν ένα με το γαλάζιο αγέρα
    (να τώρα θα γυρίσω να δω τους ανοιξιάτικους δρόμους
    τον καπνό να μπερδεύεται στα λευκά συννεφάκια
                                                                     της δύσης
    το μικρό μας περιβόλι με τους μεγάλους ήλιους...

    είναι αλήθεια τα μάτια σου πάντα μεγάλα
    σα τις μέρες που με το πράσινο πουλόβερ
    χανόσουν στο μεγάλο λιμάνι ;
    πόσο μου φαίνεται σα να ‘ταν χτες
    σα να ‘ταν αιώνες σα να μην υπήρξαν ποτέ

    είμαι περικυκλωμένος σχεδόν λεύτερος

    με δείχνουν τα γυμνά κλαδιά της συκιάς
    τις νύχτες με τ’ όνομά σου
    οι ταραγμένες ρίζες της με καλούν
    Όστρια όστρια
    κάθε πρωί με παραμονεύει μπροστά στην πόρτα μου
    με τα εβένινα μαλλιά της ριγμένα στους ώμους
    πώς μπορώ μονάχα να σε ξεχνώ τόσο τέλεια
    σα να μην υπάρχεις
    σα να μην υπάρχει τίποτ’ άλλο πέρ’ από σένα...
                                     *
    ‘Εχω την αίσθηση του ήλιου
    καθώς χαϊδεύει τα κουρασμένα μέτωπα
    πώς να συνηθίσω τον πυρετό των ματιών;
    Οι θάλασσες ζώνουν μόνο τις καρδιές μας
    δεν υπάρχουν νησιά μοναξιά δεν υπάρχει
                                     *
    πώς μπορώ να ξεχνώ τόσο πολύ τον εαυτό μου
    να γίνομαι τόσο πολύ ο εαυτός μου

    απ’ το ψηλό φορτηγό πλοίο πίσω χανόσουν
    καθώς γλιστρούσαμε στο μεγάλο λιμάνι
    που βούλιαζε καταπράσινο στα μεγάλα σου
    μάτια


    πώς να φωνάξω που δε το θέλω
    χανόμουν από κάθε σκέψη από κάθε θύμηση
    δεν υπήρχα παρά στη φαντασία σου
    παρά στη φαντασία μου που δεν υπήρχε πια

    και θυμάμαι τώρα τα στερνά κόκκινα γαρούφαλα
    στο μενεξί χαλί τ’ ουρανού
    μες στις χιλιάδες λάμψεις κάποιο φως
    θα προστατεύει τώρα τις σιγανές φωνές της μνήμης σου
    (στη βεράντα του κήπου ο μπαμπάς σου διαβάζει
    την απογευματινή του εφημερίδα)
                                 *
    Σπέρνω τον εαυτό μου στο χαντάκι της θάλασσας
    σ’ όποιες ακτές σ’ όποιους ήλιους
    η αλυσίδα μου μου μένει μόνη από μένα
    δεν έχω σύνορα
    σ’ όποιους ήλιους  σ’ όποιους ανέμους
    Όστρια όστρια
    Στα κουρασμένα μέτωπα -στην αίσθηση του ήλιου
    στο βαθύ πόνο της φύσης -στον πυρετό των ματιών
    στην ολοπράσινη σημαία των ανθρώπων !

    Μίκης Γ. Θεοδωράκης
    Εύδηλος  Ικαριά
    8.Ι.49

  • 1968

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο 
    Αλέξανδρέ μου
    θα ‘ρθω για να σ’ ανοίξω
    θα σου ‘χω φαγητό ζεστό
    θα σου ‘χω ρούχο καθαρό
    γωνιά για να σε κρύψω.

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
    Αλέξανδρέ μου
    θα δω το πρόσωπό σου
    στα μάτια κρύβεις δυο φωτιές
    στα στήθη σου χίλιες καρδιές
    μετράνε τον καημό σου.

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
    Αλέξανδρέ μου
    σκέφτομαι το φευγιό σου
    σε βλέπω σε κελί στενό
    να σέρνεις πρώτος το χορό
    πάνω στο θάνατό σου.

  • 1943

    Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει

    Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει

    τότε η μεγάλη θα σαλπίσει ψυχή των Ανέμων

    κι ο συντριμένος θρήνος των δειλών μας ελπίδων

    θα δέεται στους ουρανούς που θάχουν σβήσει

    θα προσκυνά τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.

    [ και θα καλεί τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.]

     

    Μάθε να λατρεύεις στο Φως τη χαρά!

    Μη τη ζητάς πέρ’απ’τον κύκλο της καρδιάς σου.

    Ας δύσει πια στους ουρανούς για ν’ανατείλει

    ανάμεσά μας ντυμένη τη γήινη πορφύρα.

    [Τίναξε απ’τα στήθη σου των υπερκόσμιων Παράδεισων

    την πλημμύρα.

     

    Τα ωραία και τα ευτυχισμένα να δέσουν πια

    στους ουρανούς

     

    Και ν’ ανατείλουν στο πλευρό σου

    ντυμένα τη γήινη πορφύρα.

     

    30.Χ.43

  • 1961

    Παλικάρι

    Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε 

    τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι στη δουλειά

    στο σπίτι παλικάρι

    μίλαγες κι η γειτονιά μας

    γέμιζε πουλιά.

    Άπλωνες το χέρι σου

    κι έκοβες το φεγγάρι

    ως σ’ έκοψε σα λούλουδο

    ο Χάρος μια νυχτιά.

     

    Κλαίνε οι τράτες, κλαίνε

    τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι στα κουπιά

    στο γλέντι παλικάρι

    οι κοπελιές κεντούσανε 

    για σένανε κρυφά

    κεντούσανε τα όνειρα, 

    τον ήλιο, το φεγγάρι

    κεντούσαν την αγάπη τους,

    της βάζανε πανιά.

     

    Κλαίνε οι ναύτες, κλαίνε

    τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι, η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα

    τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά

    το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη

    κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1961

    Πάμε βόλτα στα Χανιά

    Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει

    δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.

    Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι

    στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.

     

    Μοσχοβολούν οι γλάστρες

    μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός

    μοσχοβολάει η αγάπη

    κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

     

    Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά

    να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.

    Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά

    στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

     

    Το Σαββάτο το βράδυ, φως μου

    είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός

    έχω όλα τα πλούτη του κόσμου

    δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.

     

    Το μπαλκονάκι σου δικό μου

    δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός

    κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια

    σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός.

     

  • 1967

    Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)

    Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος, την άλλη μέρα σκλάβος
    την Κυριακή ξημέρωμα με φώναξε ο Χάρος.
    Κάψε του νου σου τα φτερά, της σκέψης σου τα μάτια
    να μη θωρείς τη συμφορά, να μη γροικάς τον πόνο.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου. 
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

    Καλέ μου Χάρε μίλησε, καλέ μου Χάρε λέω
    θέλω ν’ ανέβω στα βουνά, να προσκυνώ τον ήλιο
    θέλω να βλέπω τα νερά, να παίζουν με τους ίσκιους
    να βλέπω και τη μάνα μου τη γλυκοπικραμένη.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

    Ο ήλιος ελαβώθηκε και τα βουνά στενάζουν
    κι ο χρόνος εσταμάτησε μπροστά από το Παγκράτι.
    Κι η μάνα σου στη θάλασσα στέλνει τους στεναγμούς της
    παρακαλεί τα κύματα στα Γιούρα να τους πάνε.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

  • 1963

    Πέντε στρατιώτες

    Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε

    το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε

    το βουνό να βάψουν, σταματήσανε

    το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.

     

    Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε

    το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε

    το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε

    το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.

     

    Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε

    το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε

    το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε

    το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.

     

    Μάνα....  Μάνα....  Μάνα....

    Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες...

     

     

     

     

     

     

  • 1946

    Πέντε στρατιώτες

    Πώς βρέθηκα με μιας τόσο μακριά;

    (Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω

    Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή

    όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δύο φώτα).   

     

    - Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου

    Είχα τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου

    κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου  

    ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα

    με τα πράγματα και τους άλλους.  

     

    - Προχωρήσαμε μαζί 

    σφιχτοδεμένοι

    με αλλαγμένες τις καρδιές μας

    από στήθος σε στήθος.

    Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε

    με τον εαυτό μας.

    - Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια:

    Στο βάθος του ορίζοντα

    χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν.

     

     

    - Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας

    μια μεγάλη απόσταση.

    Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε

    μπορέσαμε να διακρίνουμε 

    μια κόκκινη πινακίδα.

    Υποθέσαμε πως μπορεί αυτό να σημαίνει                           

    κάποιο ορόσημο που χωρίζει                                             

    το παρόν απ’ το μέλλον.                                                       

    - Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο                  

    προσπαθώντας ν’ αναπνεύσουμε

    με τον παγωμένο αέρα

    κάποια σκέψη που ν’ αντέχει

    μέσα σ’ αυτό το θλιβερό τοπίο.

     

    Οι τοίχοι των σπιτιών

    ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι

    τους ήχους των βημάτων μας.

    Βλέπουμε τους ίσκιους μας

    να καθρεφτίζονται κουρασμένοι

    μες στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού

    καθώς περπατούμε προσεχτικά

    πιασμένοι χέρι με χέρι

    πλάι στο σύνορο που χαράζει

    το ανασηκωμένο φρύδι του πολέμου.

     

     

    Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες

    παραμονεύει το τριχωτό    

    χέρι του Πολύφημου.

    Είμαστε πέντε σύντροφοι

    πιασμένοι χέρι με χέρι

    με την καρδιά ξεπλυμένη

    στο χιόνι της νύχτας

    και τα λιβάδια της Άνοιξης

    ζωγραφισμένα.  

     

    Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει

    Την πρώτη φορά τα μάτια μου 

    δακρύσανε απ’ το φως

    Μετά συνήθισα έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω

    το χέρι της μητέρας μου

    καθώς ήρθε να μου δροσίσει τα βλέφαρα.

     

    Κρατώ στο χέρι την αραβίδα μου

    και βρίσκομαι χωμένος στη λάσπη ως το λαιμό.

    Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κεφάλι  

    να ξεκολλά απ’ το σώμα μου 

    και να πηγαίνει σε άλλο σώμα

    κι έπειτα σε άλλο και σε άλλο.

    Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα

    και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει

    από σώμα σε σώμα.

    Τί γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια 

    των συντρόφων μου;

     

    Κάποιος τράβηξε το παραπέτασμα της βροχής

    κι ένοιωσα σα να ήμουν μόνος

    προσπάθησα τότε με την ευκαιρία αυτή

    να ρίξω μια ματιά στον εαυτό μου.

     

    (Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη  

    Έχουν κατεβεί ’  [έχει κατεβεί]

    πιστεύω πως μέχρι το πρωί

    δεν θα υπάρχει πια τίποτα.

    Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες

    και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά.

    Οι τοίχοι θα λυγίζουν και θα σπάζουν λίγο λίγο

    Έπειτα θα ‘ρθει η σειρά των σπιτιών.

    Τελευταίοι θα λιώσουν οι συνοικισμοί

    κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι).

     

     

     

    Τότε στην απέναντι γωνιά από μας  

    φάνηκαν τέσσερις άντρες

    Ήσανε τέσσερις άντρες της Αρχαίας Αθήνας

    με χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες.

    Ήταν πια καιρός γιατί το χώμα

    είχε γίνει ρευστό και τρικυμισμένο

    Περάσαμε συρτά στο μέρος τους

    κι όλοι αντάμα βλέπαμε

    την Πολιτεία μας

    να κλυδωνίζεται τριγύρω

    ακυβέρνητη και μεθυσμένη.

     

    Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα

    πλάι σ’ αυτούς τους άντρες

    καταλάβαμε πως είμαστε άνθρωποι

    κι έχουμε στο στήθος καρδιά

    Τα Γερμανικά κράνη

    κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο

    δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε τα μάτια μας

    Η Αγαπημένη μου

    με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου

    με το θαλασσί της μαντήλι.

     

    Όμως μάταια

    Μια βουή άρχισε να ξεσηκώνεται

    απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας έως την άλλη

    Βουτήξαμε τότε αμέσως κι οι πέντε

    στην τρικυμισμένη θάλασσα

    Καθώς κολυμπούσαμε

    για πρώτη φορά νοιώσαμε την καρδιά μας

    να γέρνει σαν κυπαρίσσι  

    Φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε

    την ατέλειωτη σειρά των κρεμασμένων.   

    Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

    Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

    Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

    Χίλιες φορές

    Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

    Κι από πάνω

    περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου

    να σχηματίζουν μια γιορτινή

    πολύχρωμη αλέα.

     

    Οι πέντε σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε

    Κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας

    Στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου

    μπορούσε κανείς να διακρίνει

    την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τις καρδιές μας.

     

    Ο ουρανός και τα σύννεφα

    κατεβαίνανε ολοένα προς την πολιτεία

    Γύρω μας η θάλασσα φούσκωνε

    και τα κύματα

    μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια

    Απ’ το λόφο του Αρδηττού

    ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει

    “Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά”.

    Όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει.   

     

    Ο ουρανός με τα σύννεφα

    καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει   

    τις ψηλές πολυκατοικίες

    και τα φουγάρα των εργοστασίων του Πειραιά

    Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει.

     

    Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως

    κι η φωνή σου αντήχησε δυνατά   

    πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει

    Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει

    για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια.

    Όμως ήταν πια αργά   

    Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας

    άνοιγαν ξανά διάπλατα τις πόρτες τους

    στην αγάπη της γης

    βρέθηκε να στερέψει με μιας η απέραντη θάλασσα

    και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά

    Η φωνή σου μας ήταν άχρηστη πια      

    έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι

    ανάμεσα στα ερείπια

    κι οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν.

     

    Παλέψαμε με τα κύματα κει πάνω στη θάλασσα

    μέρα νύχτα

    κι όμως δε μάθαμε τίποτα πιο πάνω

    απ’ ό,τι ξέρει μια σταγόνα γης

    Ρωτήστε το μικρό φυλλαράκι που σιγοπαίζει με τον 

                                                                 άνεμο

    πάνω στο δέντρο της αυλής σας

    και θα σας πει για ποιο λόγο

    δρασκελίσαμε με τόση αγάπη

    το σύνορο του θανάτου

    οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου.

     

    Μ. Γ. Θεοδωράκης

    Αθήνα

    1946

     

     

     

     

     

     

  • 1945

    Πέστε κλαδιά

    Πέστε κλαδιά

    πέστε δέντρα

    νεράκια κρουσταλλένια

    πέστε, ο αντάρτης που’ πεσε

    στη μάχη λαβωμένος

    πριν ξεψυχήσει, μίλησε

    τ’ όνομα της μανούλας

    που περιμένει λιώνοντας

    και καρτερεί πονώντας.

     

     

     

     

     

     

  • 1939

    Ποιήματα μ’ επιλεγόμενα του Φ. Γενάρη

    ΝΤΙΝΟΣ  ΜΑΗΣ (*)

     

     

    Σ   Ι   Α   Ο

     

     

    ΠΟΙΗΜΑΤΑ

     

    Μ’ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ  ΤΟΥ

     

    Φ.   Γ Ε Ν Α Ρ Η

     

     

     

     

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΕΝΤΑΔΑΣ”   ΑΡΙΘ.  1    ΤΙΜΗ  ΔΡΑΧ.  15

    ΤΡΙΠΟΛΗ

    1939

     

     

     

     

    ΑΦΙΕΡΩΣΗ

     

    ΣΟΣΑΣΤΗΘΗΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙΑΠΤΗΝΕ

    ΑΝΙΚΗΚΑΡΔΙΑΤΗΝΚΑΡΔΙΑΤΩΝΕΝΘ

    ΟΥΣΙΑΣΜΩΝΚΑΙΤΩΝΟΝΕΙΡΩΝΤΗΝΚ

    ΑΡΔΙΑΠΟΥΖΗΤΑΚΑΙΠΟΥΤΟΛΜΑ

    ΣΟΣΕΣΚΑΡΔΙΕΣΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΠΟΣΤΗ

    ΘΗΝΕΑΝΙΚΑΣΤΗΘΗΓΕΜΑΤΑΠΝΟΗΠ

    ΟΥΠΑΛΛΟΝΤΑΙΜΠΡΟΣΤΑΣΤΗΝΟΜΟΡ

    ΦΙΑΚΑΙΠΟΥΔΙΨΟΥΝΚΙΝΤΥΝΟΥΣ.

    ΣΕΣΑΣΩΝΕΟΙΚΑΙΝΕΕΣΤΟΥΚΟΣΜΟΥ!

     

                                                 ΝΤ. ΜΑΗΣ

     

     

     

     

    ΣΤΟΝ  ΠΟΘΟ

     

    Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε,

         γιγαντωμένε πόθε,

    και σύντριψε τις σάρκες μου.

         Μες στην καρδιά μου μπες,

    και γίνε μια ψυχή μ’ εμέ

         κι ας σμίξουμε ως σμίγουν

    μες στις ψυχές οι χαλασμοί

         οι αντάρες κι αστραπές

    κι ορθοφτερώνουν τις καρδιές

         π’ ακράτητες πια πάνε

    να συντριφτούν σαλεύοντας

         στα χείλη πάντα ωδές!

     

     

     

     

    ΣΤΟ  ΘΑΝΑΤΟ  ΜΟΥ

     

     

    Ποιος θάρθει να σε ράνει

         με μύρα όταν πεθάνεις;

     

    Θα σε κηδέψουνε δίχως πόνο

         και θα σε θάψουνε δίχως τραγούδι.

    Κι αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις

         στο μνήμα σου απάνω

          -- θα σε θερίσουν.

    Κι αν τραγουδάκι, ζητάς για στρώμα

         κάποια καρδούλα

    -- δε θα σ’ αφήσουν.

     

    Κι όταν πεθαίνεις;

    Κι όταν πεθαίνεις

    κανείς δε θάρθει να σε ποτίσει

    με μαύρα δάκρυα  να σε δροσίσει

    Κανείς δε θάρθει...

    Ούτ’ ένα χάδι   ούτε μια λέξη,

      [μια προσευχή...

    Θάσαι μονάχος. Και θάνε νύχτα.

         τ’ άστρα σβησμένα... Βουβή κι η γη.

     

    Και θα στενάζω και θα φωνάζω --

    και θα φωνάζω και θα ζητώ

    νάρθω σιμά σου να σε δροσίσω

    και να σε ράνω και να σε κλείσω

    μες στην καρδιά μου και να σε ζω!

     

    Μ’ αλίμονό μου...

    Βουβή η φωνή μου... Νεκρό παρακάλιο...

    Νεκρός κι εγώ!

     

     

     

     

     

    ΘΝΗΤΟΙ !   ΘΝΗΤΟΙ !

     

     

    Στην παναρμόνια φθινοπωρινή θέλω τη δύση

         σε μια φωτόχυτη στιγμήν ηδονική

    να γίνω ένα με Σένα, ω φύση!

         Ν’ απλώσω την περίφλεκτη ψυχή μου

    μες στο ροδάφρισμα του ουράνιου ωκεανού.

         Να ρουφηχτώ, να διαλυθώ

    στις αρμονίες μέσα των χρωμάτων,

         σαν όνειρον εφήβου ευγενικού...

    Να μαγευτώ και να μεθύσω,

         τις σιωπηλές ακούγοντας φωνές των ουρα-

    [νών!

    Να σπαραχτώ και να δακρύσω

         τις συντριμένες μελωδίες των ανθρωπίνων

            [σπαραγμών,

    λιβανωτά, ν’ ανέρχωνται  αγροικώντας, στα πό-

         [δια των Θεών!

    Και θα ρουφήξω

         κάθε θριαμβική κι αθώρητη

    στα μάτια των θνητών θωριά Σου, ω φύση!

    Θα κυλιστώ ηδονικά

         στη χλόη των αστεριών και των ηλίων!

    και θα λουστώ στα νάματα

         των πιον ανήκουστων θεϊκών ανασασμών!

     

    Και θα απορήσω!

         Και τίποτ’ από Σε πιο πάνω δε θα βρω!

    ω συντριμένη μελωδία των ανθρώπων,

         της καρδιάς τρέμισμα εσύ σπαραχτικό!

     

     

     

     

    ΜΗΝ  ΚΛΑΙΣ  ΠΙΑ

     

     

    Σώπα! Μην μιλάς. Μην κλαις πια!

         Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου,

    φέρ’ τον στα χείλη σου, κάν’ τον ψυχή!

    Κάν’ τον τραγούδισμα που να μεθάει

         που να δακρύζει και να θρηνεί

    πότε καλέσματα για την Αγάπη,

    πότε μηνύματα στη ντροπαλή

         παιδούλα ελπίδα...

     

    Σώπα!

     

         Ας μη θολώσουν πια τη ματιά σου

    των θρήνων οι θολοί λυγμοί...

    Κι άσ’ τη βροχή --κι άσ’ τη βροχή

         του πόνου ν’ αργοπέφτει,

    και να σπαράζει σαν προσευχή

         το μήνυμά της μες στην ψυχή σου...

    Είν’ η βροχή του πόνου

         τόσο απλή, τόσο μικρή

    που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα

         στην άκρη του ματιού

    ούτ’ ένα θρήνο  κι ούτε καν

         έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό

    για ένα “Γιατί” !

     

     

     

     

    ΤΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΑ  ΤΩΝ  ΙΚΑΡΩΝ

     

     

    Νοιώθω μέσα μου μια φλόγα

           να με λυώνει και να με σώνει!

      Νοιώθω μέσα μου ν’ ανοίγονται φτερά

         και να με υψώνουν

    πέρα σε χώρες μ’ ανήκουστη Αρμονία,

         και με μι’ αθώρητη Ομορφιά!

    Νοιώθω βαθειά μου έν’ αγιούπα

       να με τρώει και να με θεμελιώνει!

     

         Κι είμ’ έτοιμος να υψώσω το μέτωπό μου,

              και να σηκώσω τα στήθη μου

                   στα ύψη των Θεών!

         Κι είμ’ έτοιμος να πω:

     

    -- Θ ε ο ί !   Θ ε ο ί !

             Γ ε ν ν ή θ η κ ε   ο   Θ ε ό ς   σ α ς !

    Ν ο ι ώ θ ω   β α θ ε ι ά   μ ο υ    τ η ν   υ π έ ρ -

                                                       [ θ ε η   π ν ο ή

    π ο υ   θ α   σ α ς   υ π ο τ ά ξ ε ι !

     

    Τόπα και μούγκρισεν ο τόπος

         στην ιερήν ορμήν του λόγου.

    Κι απόρησαν τ’ ανήξερα πουλιά

         και σώπασαν την προσευχή...

    Τα χόρτα συντριμένα σαλευτήκαν,

         και τ’ άνθη μαραθήκαν...

    Κι ως κι ο λαμπρός ο Ηλιος

         οπούσμιγεν σ’ ερωτικά αγκαλιάσματα,

    πιο πίσω απ’ τα βουνά του κάμπου, με τη

                                                                [Γη,

         έτρεξε να κρυφτεί απορημένος...

      Κι ευθύς ήρθε και σκέπασε την Πλάση,

          Νύχτα άφεγγη βαθειά και σιωπηλή...

     

    Και τότε μέσ’ από τη Γη και μέσ’ απ’ τα ουράνια

    μέσ’ απ’ τα χόρτα και μέσ’ απ’ τ’ άνθη

          και μέσ’ από το κάθε τι

          άρχισε ν’ αναδεύει μια μουρμούρα...

     

    Ηταν σαν κύλισμα ξερόφυλλων

    στην παγωμένη γη ---

            χιλιόστηθος ανασμός ----

                                 ανατριχίλα...

     

     

     

    Και σε μι’ ανείπωτη  στιγή  (στιγμή ; )

    όλ’ η πελώρι’ αυτή θροή

       παίρνει ρυθμό και παίρνει νόημα

    κι ακούστηκαν μεσ’ στη βαθειά σιωπή

              τρεις λέξεις:

                             --- Δ ε ν   ε ί σ α ι   σ υ !

     

    ...........................................................................

     

         Ητανε μια κηδεία θλιβερή...

             Κανείς δεν ακολούθα...

         Στην ξύλινη την κάσα ένα παιδί...

            Κι είχε την όψη τόσο ευγενική, τόσο λεπτή.

                         Ενα παιδί...

     

     

     

     

     

     

    ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ        

    ** (Βλ. σημείωση στο τέλος του κειμένου)

     

     

    Δεν είναι συνήθεια, μα θα ‘πρεπε να γίνει, ύστερ’ από κάθε έργο κάτι να βρίσκεται που να βοηθάει τον αναγνώστη να μπει στα βάθη της ψυχής του δημιουργού για να ολοκληρωθεί έτσι η αποστολή του έργου. Τούτο το έργο που ζητάει νάναι ένα παιχνίδι στα χέρια όλων, απαιτεί την πλέρια γνώση. Ο,τι διαιστάνθηκ’ ο δημιουργός τ’ ολοκληρώνει ο αναγνώστης. Ο ερμηνευτής τραβάει λίγο και τους δυο για να “άρη” το κενό που πάντα υπήρχε ανάμεσά τους.

     

    Ενα ξέσπασμα νεανικής ψυχής πρέπει να διακρίνουμε σε τούτα τα ποιήματα, μια ψυχή που ‘νοιωσε το γύρω της κόσμο και τον εαυτό της και ξεχείλισε από πόθο, πόνο και θαυμασμό. Τα ‘νοιωσε να ‘ρχωνται για να φεύγουν και χάρηκε ή νοστάλγησε την ομορφιά τους. “έφερε στα χείλη της” τη νοσταλγία αυτή και τη χαρά και “τα ‘κανε τραγούδισμα”. Στο “μην κλαις πια” μας το λέει καθαρά. “Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου - φέρ’ τον στα χείλη σου κάν’τον ψυχή -κάν’τον τραγούδισμα που να μεθάει -που να δακρύζει και να θρηνεί -πότε καλέσματα για την αγάπη -πότε μηνύματα στην ντροπαλή -παιδούλα ελπίδα...”. Η συλλογή αρχίζει με την επίκληση “Στον πόθο”. Μια καθαρή Διονυσιακή μέθη, του πρόσταξε αυτό το δωδεκάστιχο. Η Διονυσιακή μέθη, η αγνή, η καθάρια, η αιώνια, φανερώνεται ολόκληρη στον “Πόθο”. “Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε, γιγαντωμένε πόθε, -και σύντριψε τις σάρκες μου...”. Το σύντριμα της σάρκας είναι η εξίσωσή του με τη φύση. Το βγάλσιμο απ’ τα στενά όρια που τον ζώνουν. Ετσι φαντάζει στο “Θνητοί! Θνητοί!...” όπου θέλει “Στην παναρμόνια φθινοπωρινή τη δύση -να γίνει ένα με τη φύση!”. Με μια τέτοια ταύτιση ενώνεται και με τον πόθο. Ο πόθος για τον ποιητή είναι κάτι το εξωτερικώτερο και η είσοδό του στην καρδιά έχει σκοπό να μεταμορφωθεί μαζί της σε μια ψυχή. Τώρα νοιώθουμε καλά τον ποιητικό αυτό πόθο, που στέκει πιο ψηλά απ’ ό,τι κοινά λέμε “Πόθο!”. Είν’ ο πόθος που θ’ ανοίξει έναν ολόκληρο αγώνα μαζί του, όμοιον μ’ αυτούς τους ψυχικούς αγώνες “π’ ορθοφτερώνουν τις καρδιές -και τις πάνε ακράτητες να συντριφτούν -σαλεύοντας στα χείλη πάντα ωδές!...”  (1)  Ενα σύντριμα -μας προλέει- θα ‘ναι το τέλος αυτής της ένωσης. Το ποίημα κρύβει νόημα τραγικό, που δείχνει πως ο ποιητής κάτι γνώρισε από τραγικότητα ζωής. Αυτό μας το φανερώνει το ακόλουθο ποίημα “Στο θάνατό μου!”. Στο ποιητικό σύντριμα που ‘δαμε πιο πάνω μοιάζει σα συμπλήρωμα το ποίημ’ αυτό. Σ’ έναν τέτοιο θάνατο δεν πρέπει να καρτερεί κανείς ανθρώπινη συμπόνια γιατί “αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις στο μνήμα σου απάνω -θα σε θερίσουν...”. Οχι μόνο οι άνθρωποι μα και τα στοιχεία εγκαταλείπουν τον τέτοιο μελλοθάνατο. “Θάσαι μονάχος και θάναι νύχτα. Τ’ άστρα σβησμένα... βουβή κι η γη!” Και μόνο η ποιητική ψυχή του το “σπαραχτικό τρέμισμα της καρδιάς” όπως λέει στ’ άλλο ποίημα, θα θέλει να δώσει μια παρηγοριά μα θάναι χωρίς πόθο, θάναι κι αυτή νεκρή!...

     

    Στο ποίημα “Θνητοί! Θνητοί!...” στην ταύτισή του με τη φύση αξιοποιεί όλη τη φύση που θα του προσφέρει την πιο τρανή χαρά, όμως μόνο “στη συντριμένη μελωδία των ανθρώπων” βρίσκει “της καρδιάς το τρέμισμα το σπαραχτικό!”. Ενας ποιητικός ανθρωπισμός αναδεύει δω μέσα και μοιάζει να μας οικτίρει γιατί δεν εκτιμήσαμε “της καρδιάς το τρέμισμα...”.

     

    (1) Είν’ ένα είδος elan, μια πίστη, που στιγμές-στιγμές κινάει την ψυχή για τις μεγάλες κατακτήσεις.

     

    Υστερ’ απ’ την έξαρση του σπαραγμού της καρδιάς, θα καρτερούσαμε να μας παινέσει τον πόνο που το προκαλεί. Φαίνετ’ όμως πως δεν είναι ολομόναχο αίτιο ο πόνος και γι’ αυτό κάτι άλλο προτρέπει. Να μην τον προσέχουμε γιατ’ είναι τιποτένιος. “Είν’ η βροχή του πόνου -τόσο απλή, τόσο μικρή -που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα -στην άκρη του ματιού... -ούτ’ ένα θρήνο. Κι ούτε καν έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό -για ένα “Γιατί” --”

     

    Στο τελευταίο ποίημα “Το τραγούδισμα των Ικάρων” ένας Νιτσεϊκός άνθρωπος ξεπετιέται, που νοιώθει μέσα του βαθειά μια υπέρθεη πνοή. Είν’ ο άνθρωπος που τον γιγάντωσ’ ο πόθος και τον ενεθάρρυνε το τρέμισμα της ανθρώπινης καρδιάς, ο άνθρωπος π’ αψήφησε τον πόνο κι όμως δείλιασε σαν άκουσε τρεις λέξεις: “Δεν είσαι Συ!”. Ο εξωτερικός πόθος σαν ένοιωσε τον εξωτερικό εχθρό πέθανε κι ο ποιητής είδε “Μια θλιβερή κηδεία, που κανείς δεν ακολούθα” κι ο νεκρός “ήταν ένα παιδί”. Οταν σταμάτησε ο ενθουσιασμός και κόπηκ’ η ορμή ακλούθησ’ η κηδεία. Το ποίημα είναι καθαρό ξεπέταγμα της λεπτής νεανικής ψυχής που γεμάτη ορμή και θάρρος σκοπεύει να γκρεμίσει τα παλιά για να χτίσει νέα. Ο ποιητής με τα λιγοστά του τούτα τραγούδια μας ζωγράφισε ζωηρά την ανήσυχη κι αγνή νεανική ψυχή. Την ψυχή π’ όλα τ’ αψηφά, κι όλα νοιώθει πως είναι γι’ αυτή κι όμως της τ’ αρνούνται. Χωρίς να υποστηρίζω πως θέλησε να μας κάνει Ηθική, βλέπω όμως πως μας έδειξε ότι σαν κάποιος “Πόθος” μας γιγαντώσει την καρδιά, κι υψώσουμε τ’ ανάστημά μας, συναντάμε τη μουρμούρα και την ανατριχίλα των σερπετών και τ’ αχούγιασμα όλων που μας φωνάζουν “Δεν είστε σεις” ή πιο καλά “Δεν αξίζετε” κι έτσι ακολουθάμε τη θλιβερή κηδεία μας.

     

    Θάπρεπε τάχα να συνεχίσει το κακό;

     

    Τίποτ’ άλλο αν δεν είναι τούτ’ η Συλλογή είναι όμως καθώς κρύβει το νεανικό παράπονο, έν’ ανύψωμα του νεανικού αναστήματος ενάντια στη ζωή. --Κι ας ακούσει απ’ όλα τα σερπετά:

     

    “Δεν είσαι Συ!”

    ΦΟΙΒΟΣ  ΓΕΝΑΡΗΣ

      

     

     

     

    * Ποιητικό ψευδώνυμο του Μίκη Θεοδωράκη με το οποίο δημοσίευσε την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή.

    ** Το κείμενο αυτό το έγραψε ο συμμαθητής και φίλος του Μίκη Θεοδωράκη Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος με το ψευδώνυμο Φοίβος Γενάρης. Υπήρχε στο βιβλιαράκι που εκδόθηκε τότε με τίτλο ΣΙΑΟ ως επίλογος. 

  • 1962

    Προδομένη αγάπη

    Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,

    προδομένη μου αγάπη,

    τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της αγάπης.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

    Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,

    προδομένη μου αγάπη,

    τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της αγάπης.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

    Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,

    προδομένη μου αγάπη

    σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της ζωής μας.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1943

    Προσφορά

    Στην Ελλη Π.

     

     

    Το μίλημά σου

    κελάϊδισμα πουλιών μέσα στο Μάη!

    Το γέλιο σου, το γέλιο της Αυγής!

    Της Νύχτας τ’ άστρα λάμπουν στη ματιά σου!

    Σωριάζει η ζωή τα κάλη της μπροστά σου

    και μένω σκλάβος σου εγώ και υμνητής!

     

    Κι όνειρο αγάπης μοιάζει η καρδιά σου

    που τρεμολάμπει μπρος μου εκεί στητή...

    Και μοιάζεις τόσο αιθέρια, κι η θωριά σου

    έχει μια χάρη τόσο εξωτική

    που τρέμω αν είσαι μια γλυκειά οπτασία

    κι απλώνοντας το χέρι μου σβηστεί!..

     

    30.Ι.43

     

  • 1943

    Προσφορά

    Στην Ελλη Π.

     

     

    Δεν θα ‘φταναν τα λούλουδα της γης

                κι οι μεγαλόπρεποι της Νύχτας θόλοι

    Δε θα ‘φταναν κι οι κόσμοι όλοι

                να σταφανώσουν την απέραντη ομορφιά σου!

    Ω! συ! που σκύβουν μπρος σου τα κάλη της Αυγής!

                Είν’ άσκημα τα ωραία της γης μπροστά σου!

    Και μπρος στη λάμψη που σκορπάς, ω συ Γλυκειά μου

    τα φώτα, να, του κόσμου είναι σκιές

     

  • 1949

    Πρωινό

    Μι’ αχνότη ονείρου είχε σκεπάσει

     τον κάμπον όλον

    Κι ήταν μια σιωπή παντού χυμένη

    κορούλα που κερνούσε δακρυσμένη

    βάλσαμο λήθης στις θλιμμένες μας καρδιές

    Και μάντευες μια θλίψη ν’ αναδεύει

    και μάντευες μια θλίψη να σαλεύει

    τους πόνους στις ψυχές που καρτερούν

    ό,τι έφυγε γλυκό κι ό,τι αγαπάνε

    Κι ήταν μια σιωπή παντού χυμένη...

    Κι ήρθε στη μοναξιά μου να με βρει

    σαν όνειρο που πάει να βρει τον πόθο

    γλυκός αχός καμπάνας που σημαίνει.

    Μα η μορφή μου μένει ακόμα λυγισμένη

    κι η ψυχή μου θρηνεί.

    Αχ αλί! αλί  αλί!

     

     Κυριακή πρωί  31.2.49

  • 1943

    Πώς να στο γράψω πως σ' αγαπώ;

    Η χαρά, η μεγάλη χαρά που δημιουργεί

    τους κόσμους μαζεύοντας στοργικά κάθε

    συντρίμι γεννημένο απ' τα σπλάχνα σου

    ω Νύχτα, ήρθε κι έδιωξε κάθε τι

    Καλό ή Κακό απ' την καρδιά μου και

    με πλημμύρισε με τον ωκεανό κάθε ομορφιάς

     

    Τη Χαρά τη μεγάλη τη δημιουργική εσύ

    Αγαπημένη μου Ψυχή μου την εφτέρωσες

    και μου την έστειλες χθες το πρωί

    με το ουράνιό σου το γράμμα:

    Διάβασα εκεί μέσα να μου λες πως μ' αγαπάς.

    Είμαι τρελλός!

    Πετώ και δεν πιστεύω την

    απίστευτη ευτυχία.

     

     

    18.8.43

     

  • 1967

    Σεπτέμβριος 1967

    Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:

    Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
    το σκοτάδι είναι βαθύ
    κι όμως ένα παλικάρι
    δεν μπορεί να κοιμηθεί.

    Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:

    Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέρας
    με παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούν
    σε διακλαδώσεις μονοχρωμικές
    που η αξία τους εξαρτάται
    από το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκη
    και σε αξίες.

    Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχου
    που μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρων
    με τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.
    Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτων
    χρωματικών
    που δεν αποκλείεται να συμπεριέχουν
    και ορισμένα διατονικά ψήγματα.

    Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεται
    ρυθμική απομόνωση, διαφορετικά
    θα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.

    Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το  ά   π   ε   ι   ρ   ο   ν.

    Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;



    Κεντρική ιδέα
                                         εσωτερικός ρυθμός
    Τ   χ  Ο


    Ο Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.
    Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:

    ΕΓΩ  Ο  ΗΛΙΟΣ  ΚΑΙ  Ο  ΧΡΟΝΟΣ


    Και οι πρώτοι στίχοι:

    Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή
    το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος...


    Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:

    Τα δέντρα που μας χωρίζουν  έγιναν δωμάτια
    τα λουλούδια  άνθρωποι
    οι γαίες και τα μαμούνια
    γραφεία, χαρτιά, κλειδαριές
    το χάος γέμισε με χάος
    η αγάπη.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Κάπα, ύψιλον, λάμδα - παύση
    Άλφα - παύση μεγάλη - φι
    παύση μικρή - Ήτα, σίγμα
    Πάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικό
    μουλάρια φορτωμένα δάφνες
    μουλάρια του Ξηρόμερου
    καπνός ξανθός αρωματικός
    κέικ που μυρίζει πετρέλαιο
    μεθυσμένοι από την πείνα
    Βόνιτσα
    μεθυσμένοι από την πείνα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Νύχτα του Σεπτεμβρίου
    κοιτάζεις αλλήθωρα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  


    Φλύαρο αστέρι
    ήρθε και κρεμάστηκε
    έξω από το κάγκελό μου
    - Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γη
    πώς είναι τα πελάγη;
    - Ο ουρανός  η μάνα σου
    και γη ‘ναι η κυρά σου
    και τα πελάγη  φίλοι σου
    στενάζουνε για σένα.
    (11.9.67)
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ώρα εννέα βραδυνή
    το ακίνητο σκάφος σταματά
    ο χρόνος μας θωπεύει
    το Μυρτώον πέλαγος μας θυμάται
    η μνήμη μας σκαλώνει.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Μόλις δακρύσει ο ουρανός
    έβγα στο παραθύρι
    μόλις χτυπήσει ο κεραυνός
    κ’ η μέρα θα ‘χει γύρει
    όλες τις στάλες της βροχής
    τις μάζεψα για σένα
    όλους τους πόνους της ζωής
    τους μάζεψα από σένα
    σταλαματιά η αγάπη σου
    πέλαγο η καρδιά μου.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Βαθύς γαλάζιος ουρανός
    μας κοιτάζει με μελαγχολία
    (τόσο πολύ τους ευνόησα
    τους ανθρώπους αυτούς)
    βαθύ γαλάζιο φως
    τυφλώνεις τον άνθρωπο.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  
    Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσες
    ζωγραφισμένα μπακίρια
    χέρι αγιογράφου 17ου αιώνος
    Πολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίας
    λοφία της Σχολής των Ευελπίδων
    χιτώνες αρχαίων, θέατρο Επιδαύρου
    Λιγουριό  πρακτορείο εφημερίδων
    ένας αρχαίος πολιτισμός
    πολύ αρχαίος   πάρα πολύ αρχαίος
    αρχαιότατος.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνι
    το κακό καλό μπροστά στο χειρότερο
    γαλάζιο πέλαγος του Ιουνίου
    Φεστιβάλ του Αυγούστου
    προχωρούν σφυρίχτρες  εμβατήρια προχωρούν
    κουβέρτες  σεντόνια  φαγητά  κλειδαριές
    δόξα   δόξα   δόξα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ελληνικός Μουσικός Αύγουστος
    το μουσικό δαιμόνιο της φυλής
    αρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίες
    λαϊκά  έντεχνα  συμφωνικά
    όλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάρα
    εισιτήρια προπωλούνται
    ώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώς
    εξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεως
    είσοδος δωρεάν  έξοδος απαγορευμένη
    Εκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.
    (8.9.67)



    Ι

    Γεια σου Ακρόπολη
    Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.
    Ο Πολικός σημαδεύει με φως
    το σταθερό σημείο του κόσμου.
    Αθήνα η πρώτη
    στο βυθό των αιώνων 
    με το γυαλί
    σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
    Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
    η Γενική κέντρο του κόσμου.
    Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
    το φουγάρο του μαγειρείου
    σημαδεύει με καπνό
    το σταθερό σημείο του Στερεώματος.
    Η Πούλια, η Αφροδίτη
    η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
    πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
    σταθερή γραμμή διασχίζει
    πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
    σε πέντε μέτρα
    σε πέντε μέτρα
    σε πέντε μόνο μέτρα
    από το κελί μου.


    ΙΙ

    Ο χρόνος διαλύεται
    μέσα στη στιγμή
    το ελάχιστο γίνεται
    ο μέγιστος τύραννος
    βασανίζει ανθισμένες πληγές
    γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
    για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
    είναι που ζούμε κάθε στιγμή
    νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.
    Όμως το άλλο δεν υπάρχει
    είμαστε μεις, η Μοίρα μας
    που μας λοξοκοιτάζει
    Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
    δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
    δεν υπάρχει αίνιγμα
    δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
    τον πύρινο κύκλο
    του Ήλιου και του Θανάτου.


    ΙΙΙ

    Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
    έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
    να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
    να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
    κίνηση, ρυθμό,
    χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες
    καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων
    ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.
    Ο Άνθρωπος πέθανε!  Ζήτω ο Άνθρωπος!


    IV

    Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
    ξεφύτρωσε ένας κάκτος
    πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
    που ονειρεύομαι γιασεμί
    τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
    η φωνή μου είχε πάρει κάτι
    από το λεπτό άρωμά του
    τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
    η ζωή μου είχε πάρει κάτι 
    από το λεπτό άρωμά του
    όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
    μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
    κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
    πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
    θα ζήσω άλλους τόσους
    ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
    μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.



    V

    Ανάμεσα σε μένα και στον Ήλιο
    δεν υπάρχει
    παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
    ανατέλλω και δύω
    υπάρχω και δεν υπάρχω
    με βλέπουν
    χωρίς να μπορώ
    να δω τον εαυτό μου.


    VI

    Όταν σταματήσει ο χρόνος
    το κελί μου γεμίζει μήνες
    μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές
    δέκατα δευτερολέπτων
    δέκατα δευτερολέπτων
    δέκατα δευτερολέπτων
    ένα βήμα πριν από το χάος
    υπάρχει χάος
    ένα βήμα μετά το χάος
    υπάρχει χάος
    εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
    υπάρχω μέσα στο χάος
    δεν υπάρχω.



    VII

    Τα κελιά ανασαίνουν
    τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
    τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
    η βροχή μας ενώνει
    ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
    Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.



    VIII

    Ο Ήλιος με δαγκώνει
    δεν έχει δόντια
    απατηλές 
    απατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχο
    επάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμα
    με σκιές
    χωρίς σκιές
    μονάχα εγώ μένω ακίνητος
    αμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπρο
    αμετάθετος μένω ψηλά
    πάνω από το μωσαϊκό που αιωρείται
    η σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γη
    το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε
    ο Ήλιος συμπιέζεται,
    αποκαλύπτει το κενό
    τρία κενά συγκρούονται
    η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.



    ΙΧ 

    Κάτω στη Γη διασπορά
    ο Νόμος  του Νόμου  ω Νόμε
    ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό
    όταν φορεί κράνος καπνίζει
    τσιγάρα με φίλτρο
    όταν φορεί πιζάμες
    όταν φορεί πιζάμες μεταξωτές
    δεν καπνίζει   δεν καπνίζει
    καπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνες
    οι μητέρες δεν καπνίζουν
    οι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούν
    κοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνες
    εγώ καπνίζω πριν πεθάνω
    πάντοτε πριν πεθάνω καπνίζω
    σέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθης
    γλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλος
    το τέλος έχει γλυκειά μυρωδιά
    μυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.



    Χ

    Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ
    αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ
    είμαι εγώ αυτό που θέλει
    αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ
    εγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαι
    όταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαι
    όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ
    όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ
    όμως εσύ είμαι εγώ.



    ΧΙ

    Το Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει
    - Είσαι συ;  μου λέει.
    - Ναι, του απαντώ, είμαι εγώ
      μαζί με κάποιον άλλον,
      δεν τον γνωρίζεις;
    - Όχι, μου λέει.
    - Δεν τον γνωρίζεις, 
      όμως αυτός ο άλλος
      είσαι εσύ.
    Το Αιγαίο ξάπλωσε
    ο Ήλιος έβηξε
    έμεινα μόνος
    εντελώς μόνος.



    ΧΙΙ

    Όχι εντελώς μόνος
    εσένα δε σε θέλω
    σε θέλω τόσο πολύ
    γι’ αυτό εσένα δε σε θέλω
    τα πλατάνια, τα κρύα νερά
    μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
    ένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστη
    σε θέλω τόσο πολύ
    ραδίκι γεμάτο χώμα
    μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
    γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω
    γιατί χωρίς εσένα
    δεν μπορώ να είμαι μόνος
    εντελώς μόνος να είμαι.



    ΧΙΙΙ

    Πυροβολήστε το χρόνο,
    σκοτώστε το χρόνο
    ο χρόνος εκτός νόμου
    θέλω να στήσω το πτώμα του 
    στην οδό Αιόλου
    πωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίας
    στο Μοναστηράκι
    αγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίας
    είναι φρεσκότατος
    τον κυνηγήσαμε χτες, 
    τον σκοτώσαμε χτες
    χτες  χτες  χτες
    από το χτες στο σήμερα
    που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά. 



    XIV

    Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο 
    δεν θα περάσεις
    θα μείνεις μέσα
    Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος
    η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα
    τη νύχτα κουρδίζεις
    τη μέρα ξεκουρδίζεις
    υπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμια
             


    XV

    Όποιος κι αν είσαι
    πέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύρος
    αν είσαι άνθρωπος
    δέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατος
    αν είσαι άνθρωπος
    αν είσαι άνθρωπος
    βγάλε μαλακά το χειρόφρενο
    ξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφορο
    όποιος κι αν είσαι
    θα σου κοστίσει λιγότερο
    λεωφορείο  φορτηγό  σιτροέν  ντεκαβε
    Μαργαρίτα  Μυρτιά  Ροδόσταμο  Θεοδωράκης
    αν είσαι άνθρωπος
    θα σου κοστίσει λιγότερο
    θύμηση παλιά
    παλιά όσο σήμερα
    όσο αύριο
    όσο αύριο
    όσο ποτέ
    αν είσαι άνθρωπος
    όποιος κι αν είσαι.



    XVI

    Ήλιος ο Πρώτος
    Αθήνα η Πρώτη
    Μίκης ο εκατομμυριοστός
    έπονται εκατό χιλιάδες
    και άλλες εκατό
    και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
    και ούτω καθεξής
    έως τη συντέλεια του κόσμου.



    XVII

    Ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
    πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές
    ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
    πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά
    ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
    όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
    ποτέ  ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
    τη μοναδική
    εσένα
    Τάνια.



    XVIII

    Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά
    οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα
    όταν μπήκα στη θάλασσα
    οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά
    όταν πνίγηκα
    οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους
    κι όταν αναστήθηκα
    ήταν πια αργά
    οι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.



    ΧΙΧ

    Το είδωλό μου είσαι εσύ
    το χέρι μου είναι το δικό σου
    όταν το σφίγγω σφίγγεται
    όταν το υψώνω υψώνεται
    μονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μου
    κι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου
    (να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)
    δικό μου  δικό σου  το κάγκελο
    όμως δικά μας
    τα μάτια  τα χείλη  και τα χέρια.



    ΧΧ

    Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
    κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου
    ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
    προπορεύονται άγγελοι με τζετ
    μεγαλόπρεπη πορεία 
    πάνω από μπανανιές  ευκαλύπτους  και πεύκα
    που καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
    στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
    σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
    ακούν τους καταρράκτες
    που χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
    εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν
    αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
    ώρα έξι το απόγευμα
    ώρα έξι ακριβώς
    σταματά η πομπή  ο Χρόνος  ο Ήλιος
    μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν
    χτυπούν τα ξύλινα φτερά
    και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.



    ΧΧΙ

    Έχω ένα λαβύρινθο γιωταχί
    ένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππων
    ζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμή
    ανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικό
    με Αριάδνη  ει δυνατόν χήρα
    κάτω των σαράντα
    εισόδημα άνω των πέντε
    χρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτου
    σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου
    θα είμαι νεκρός.



    ΧΧΙΙ

    Ο Ελύτης  ο Γκάτσος  ο μέγας Σεφέρης
    ο Τσαρούχης  ο Μινωτής  ο Χατζιδάκις
    η Βέρα   η Ντόρα   η Τζένη
    ο κινηματογράφος  το θέατρο  η μουσική
    και τόσοι άλλοι
    οι ποιητές  οι ποιητές
    και τόσοι άλλοι
    κι εσύ   κι εσύ   κι εσύ
    ο φίλος  ο εχθρός  ο αντίπαλος  ο αντίζηλος
    κοιμηθείτε ήσυχα
    ο λογαριασμός είναι πληρωμένος
    ο φίλος που πληρώνει
    έχει λεφτά.



    ΧΧΙΙΙ

    Επουράνιοι ποταμοί
    υπόγειοι χείμαρροι
    κατεβαίνουν παφλάζοντας
    Οδός Ονείρων  Ομόνοια
    Σίλβα
    σίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφα
    Φιλοθέη  Χαϊδάρι
    τα νερά τους ξανθά
    δυο στρώματα ξανθά
    δυο στρώματα πράσινα
    στη μέση εγώ
    κόκκινη ακρίδα
    φτερά  φυσαρμόνικες
    ήχοι από νερό
    σαύρες  φεγγάρια
    βουτούν  βυθίζονται  πνίγονται
    κάγκελα
    κάγκελα
    κάγκελα
    Σίλβα.



    XXIV

    Όταν εσύ φωνάζεις
    εγώ κοιμάμαι
    όταν εσύ πονάς
    εγώ χασμουριέμαι
    όταν εσύ σφαδάζεις
    εγώ ξύνομαι
    Σεπτέμβριος
    ημέρα δεκάτη έκτη
    της Δημιουργίας
    Διονύση.



    XXV

    Στο τέταρτο πάτωμα
    η μαμά σου κοιμάται
    Έλενα
    μουσική θεία τα όνειρά της
    τα όνειρά της
    Πεπίνο ντι Κάπρι
    πέρα από τη θάλασσα
    μην την ξυπνήσεις.



    XXVI

    Η οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλεί
    το κάγκελο του Χρόνου με προστατεύει
    ο Γιάννης  ο Ιάσων  ο Βύρων
    ο Τάκης  ο Αλέκος
    στα κατάρτια ψηλά υψώστε
    τα λεμόνια  τα πορτοκάλια
    υψώστε
    τα πέδιλα στην άμμο
    φωνές  κρέμα νιβέα
    ιππόκαμπος  πασιέντζες  νες καφέ
    σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.



    XXVII

    Έκτη Σεπτεμβρίου
    ώρα έντεκα πρωινή
    τώρα λούζονται 
    τα πουλιά στα ποτάμια
    στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες
    σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι
    τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
    πίνεις καφέ
    στάζεις φαρμάκι
    αγάπη  αγάπη
    ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι
    ώρα έντεκα πρωινή.



    XXVIIΙ

    Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
    Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
    πάψε πια να φωνάζεις
    λαθρέμπορος  λωποδύτης  νταβατζής
    φωνητικές χορδές
    ο Αντρέας  ο Ηλίας  η Ανθή
    λαρύγγι ζώου  λαρύγγι ανθρώπου
    Άγια Σοφιά  στίφη βαρβαρικά  το υγρόν πυρ
    ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι
    σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
    ζερβά θηρία του Βόρνεο
    δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
    μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
    και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη
    πάνω κάτω  πάνω κάτω
    ανατολικά  δυτικά
    μαχαίρια  ακόντια  μαστίγια  ορδές
    ορδές αγίων  ορδές δαιμόνων
    ορδές αγίων  ορδές στρατηγών
    είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
    αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε
    αντίο Φως
    καληνύχτα.



    ΧΧΙΧ

    Ανατολικά από τον Σείριο
    περνούν οι ξανθές βροχές
    κρατούν κίτρινες ομπρέλες
    πράσινα γυαλιά ηλίου
    μίνι φούστες φορούν
    οι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίου
    παρακάμπτουν τον Άρη
    την ερχόμενη Τετάρτη
    μπαίνουν στην τροχιά της Γης
    Ανόι  Ουάσιγκτον  Μόσχα
    η έρημος του Σινά
    Αθήνα   οδός Τοσίτσα
    δυτικώς της Χίου
    ανατολικώς της Κορίνθου
    εντός  εκτός
    πεύκο βαθειά χαραγμένο
    μίνι φούστες
    πράσινα γυαλιά ηλίου
    κίτρινες ομπρέλες κρατούν
    οι ξανθές πρώιμες βροχές
    ανατολικά από τον Σείριο
    δυτικά από το κελί μου
    του Σεπτεμβρίου.



    ΧΧΧ

    Όταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκι
    σε αναγνωρίζω πατρίδα μου
    όταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνες
    όταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλ
    όταν το Αιγαίο παίζει προπό
    όταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικο
    όταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλο
    και όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχους
    τότε σε αναγνωρίζω
    σε αναγνωρίζω πατρίδα μου.



    ΧΧΧΙ

    Οι εννέα Μούσες μένουν κοντά μου
    μας χωρίζει ένας διάδρομος
    δυο πόρτες  τέσσερις φρουροί
    Ντόρα  Μαρία  Τάκης
    Αννα  Τόνια  Ρούσος
    ίσως γνωρίζουν καλλίτερα
    στοιχεία  νούμερα  διευθύνσεις
    τεχνοτροπίες  σχολές  μουσεία
    οι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσεία
    η Μουσική μένει κοντά στα Μουσεία
    Μουσική  Μούσες  Μουσεία
    τέλος πάντων
    νοοτροπίες  τεχνοτροπίες δοκιμάζονται
    βροχή  σκόνη  ήλιος  γέλιο
    ένα απέραντο κονσερβατουάρ
    πιάνα  σολφέζ  ωδική
    οι εννέα Μούσες πλένονται
    χτενίζονται  ξαπλώνουν  
    χτυπούν να τις ανοίξουν
    Πίνδαρος  Αισχύλος  Μότσαρτ  Σοπέν
    οι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.



    ΧΧΧΙΙ

    Μενεξεδένια Πολιτεία
    στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
    στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
    δείξε μου το πρόσωπό σου
    να δω το μπόι μου
    την αρχοντιά μου
    αρχόντισσά μου
    από τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσο
    άλλος κανένας δεν σε αγάπησε
    όσο εγώ.

  • 1962

    Στα περβόλια

    Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους

    σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό

    και το Χάρο θα καλέσουμε

    να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.

     

    Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά

    κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.

    Αχ κι εγώ θα ‘ρθω...

    Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε

    πάμε στα περβόλια για χορό.

     

    Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους

    αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί

    αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι

    τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.

     

    Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά

    κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.

    Αχ για μια ματιά...

     

    Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα

    εσύ δεν ήρθες να με δεις.

    Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο

    που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή...

     

     

     

     

     

     

     

  • 1973

    Στην Ανατολή

    Στην Ανατολή, στην Ανατολή

    στην Ανατολή γλυκοκελαηδεί

    αχ το αηδονάκι 

    γλυκοκελαηδεί.

     

    Και μου λέει  και μου λέει

    με πικρό καημό

    και μου λέει  και μου λέει

    κάποιο μυστικό.

     

    Στην Ανατολή, στην Ανατολή

    στην Ανατολή μελαχρινό παιδί

    δεν μπορεί να κλάψει

    κι όλο τραγουδεί.

     

    Στην Ανατολή, στην Ανατολή

    στην Ανατολή ο γιος του Θοδωρή

    την πόρτα μου ανοίγει

    κι είναι Κυριακή.

     

    Στην Ανατολή, στην Ανατολή

    στην Ανατολή κάνε μιαν ευχή

    το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1984

    Στις δέκα του Δεκέμβρη

    Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά

    έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα

    δεν έχει όνομα, δεν έχει φαμελιά

    κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα.

     

    Στις δέκα του Δεκέμβρη

    πομπή φανταστική

    αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα

    στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα

    κι άνοιξη σκεπάζει μ’ ανθούς

    ιδανικά

    κορμιά αδερφωμένα.

     

    Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό

    αρχίζει, σκέφτομαι, ένα αλλιώτικο ταξίδι

    για όσους ζήσαμε εκείνον τον καιρό

    κι ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει.

     

     

     

     

     

     

  • 1943

    Στίχοι από δω κι από κει

     

    Ι

    Λιώσαμε τις καρδιές μας μες στα δάκρυα

    και γονατίσαμε σα σε θεό μπροστά στη θλίψη.

    Κι όταν αγαπήσαμε κι όταν μισήσαμε

    βρήκαμε πως το μίσος κι η αγάπη μας

    δεν μπόρεσε να πάει αλλού έξω από μας

    και βάλαμε σε κάποιον άλλο την καρδιά μας

    να τη μισήσουμε, να τη λατρέψουμε.

        *

    ΙΙ

    Μας βαραίνει η αμαρτία της αγάπης και της ζωής.

        *

    Οι καρδούλες που πλανιώνται μεθυσμένες

    τρελλές ανάμεσα στις ευτυχίες φτάνει

    μόνο έν' ανάσαμα να τις ραγίσει, πικραμένο.

    Η μεγάλη Ψυχή δεν απορεί:

    Γνωρίζει και περιμένει.

        *

    Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή

    κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει

    στην αγκαλιά τη μυστική του πέλαου

    αρμονία φέρνει

    και στ' ακρογιάλι τη σκορπά μ' ένα φιλί.

     

     

    Αθήνα,  1943

     

  • 1969

    Στον άγνωστο ποιητή

    Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.

    Από την Αυστραλία στον Καναδά

    κι από την Γερμανία στην Τασκένδη

    σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά

    διασκορπισμένοι οι Ελληνες.

     

    Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.

    Κρατούμενοι και κρατούντες

    δέροντες και δερόμενοι

    διατάσσοντες και διατασσόμενοι

    τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι

    κατέχοντες και κατεχόμενοι

    διηρημένοι οι Έλληνες.

     

    Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.

    Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί

    απορούν τα βουνά και τα έλατα

    οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια

    λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου

    σήμερα τόπος θανάτου.

     

    Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.

    Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος

    τόση ανδρεία φόβος

    τόση αδυναμία η δύναμη

    τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές

    πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου

    σήμερα χώρα υποτελών.

     

    Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.

    Όμως αν λησμονούν οι θνητοί

    που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου

    η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα

    και τις σκοπιές

    η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια

    φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα

    που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.

     

    Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.

    Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ

    πολύμορφο ποτάμι

    τυφλό από το αίμα

    κουφό από το βόγγο

    ανήμπορο από το μέγα μίσος

    και τη μεγάλη αγάπη

    που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.

     

     

    Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες

    σφιγμένες σε δυο ποτάμια

    δυο βουνά δεμένα με σκοινιά

    στον πάγκο της ταράτσας.

    Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο

    και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα

    από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.

    Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος

    π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.

    Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη

    που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά

    και κρυφά βάφεις μ’ αίμα

    τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως

    που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.

     

    Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου

    Πάσχα Ελλήνων.

     

    Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.

     

     

    Αρκαδία VI

     

     

     

     

     

     

  • 1974

    Στον συνέλληνα

    Δεν έχω πια να δώσω τίποτα σε σένα

    ούτε καν πια να μπω στη φυλακή

    τα δυο φτερά του νου μου απλωμένα

    σαν το γεράκι σ’ έρημη γη.

     

    Δεν περιμένεις να σου δώσω τίποτ’ άλλο

    τα πήρες όλα κι όλα τα ‘θαψες βαθειά

    να μην τα βλέπουν και θυμούνται το μεγάλο

    πόνο που φύτεψα στα χρόνια τα παλιά.

     

    Άλλοτε μέθαγες με τσίπουρο και μπρούσκο

    σήμερα πίνεις χίλια δυο διεγερτικά

    πώς να με δεις πίσω από τόσα παραμύθια

    πώς να μ’ ακούσεις μέσα στα ξεφωνητά.

     

    Ήταν μια σύμπτωση καθώς μες στα πελάγη

    σαν δυο καράβια συναντιώνται ξαφνικά

    κι ύστερα ξαφνικά χάνονται πάλι

    μες στου ορίζοντα τη νύχτα τη βαθειά.

     

     

    Παρίσι,   21.12.74

     

  • 1969

    Στον Ωρωπό

    Στον Ωρωπό θα βρεις

    μια γη ελληνική

    που την ποτίζουν με μια πίστη θεϊκή

    τα παλικάρια που για την ελευθεριά

    αφήνουν μάνες, κόρες, σπίτια και παιδιά.

     

    Έλληνες, αδέλφια του Φεραίου

    ψάλλετε περήφανα τραγούδια λευτεριάς.

     

    Για να λείψει πάλι το σαράκι

    που μας τρώει τη σάρκα την ελληνική

    ενωμένοι μέσα στον Αγώνα

    για να λάμψει νέα νίκη λαϊκή.

     

  • 1944

    Στον νεκρό μου φίλο...

    Απ’ τα λίγα τα φύλλα των δέντρων
    πούχουν  πέσει στην κρύα τη γη
    το δρομάκι που σ’ άρεσε, φίλε,
    έχει βάλει τη μαύρη στολή...
                        *
    Το τραγούδι που πριν εσκορπούσε
    αρμονία γλυκειά στη νυχτιά
    δεν ακούστηκε το άμοιρο, πάλι...
    αχ, το πήρε κι αυτό η παγωνιά...
                        *
    Για θυμήσου, ω φίλε, την ώρα
    πούχαμ’ έρθει οι δυο μας μαζί
    στων μνημάτων την ήσυχη χώρα...
    Σ’ έναν τάφο καθόσουν εσύ...
                        *
    Κι ένα μνήμα θωρώντας πιο πέρα
    που βαθειά μες στην κρύα τη γη
    τον γλυκό σου είχε κλείσει πατέρα
    αχ, τι τάχα να σκεπτόσουν εσύ;
                        *
    Να σκεπτόσουν, ποιος ξέρει, αδελφέ μου
    πως ταχιά σ’ ένα μνήμα βαθύ
    ήθελε έμπεις σκληρά μιαν ημέρα
    σαν πρωτόλαβο, αθώο πουλί;
                        *
    ΙΙ
    Μη διαβάτη, μην κόψεις το άνθος
    πούχει βγει απ’ του τάφου τη γη
    που τον μαύρο σκεπάζει μας φύλλο
    κι άλλος Χάρος του θέλει γενής.
                        *
    Ασπρο λούλουδο ήταν και πρώτα
    άσπρο λούλουδο βγήκε ξανά
    κι αν σκορπούσε και πρώτα το μύρο
    πάλι χύνει λευκή ευωδιά...
                         *
    ΙΙΙ
    Και σύ, ω φίλε μας, γίνε μας πάλι
    αηδονάκι αθώο, γλυκό
    κι ας μας ψάλλεις εκειά τα τραγούδια
    με τον ίδιο αγάπης σκοπό.
     


    Αφιερωμένα στους φίλους μου,  
    ΜΙΚΗΣ