Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
1943
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Μήπως ικέτεψα τη νύχτα ανάμεσα στ' άστρα
το λεπτό ίχνος της ευωδίας κάποιου θεού;
ΛΥΚΟΙ
Στη ράχη μου σέρνω την αιώνια κατάρα
στον ίσκιο μου μέσα ζει
το μίσος των ψυχών και των πραγμάτων
και μ' άφησε μια θεία βουλή
να ζω κι εγώ στο μίσος
οι σκιές μέσα των ψυχών και των πραγμάτων
Της πατρίδας μου τα όνειρα τριγυρίζουν την καρδιά του θανάτου
Η ανατολή κι αν έρθει δεν φέρνει το φως
άναρχη κι ατελεύτητη ανατριχίλα
στενάζει τον βαθύ μας τον πόνο
μην πετάξει προς τα ρόδα
των πλασμάτων των μακαριστών
και σπείρει κι εκεί το αίμα που πνίγει...
Είναι η ώρα που το σκούσμα του λύκου
θα ξυπνήσει στα σπλάχνα μας την κοιμισμένη λαχτάρα
του φωτός
το τέλος της μέρας
κι η ανάσταση του πρώτου αδερφικού χεριού που σκοτώνει
ηχεί τώρα στ' αυτιά μας σαν βρυκολακιασμένη κραυγή
διψασμένου θανάτου.
Πρέπει να χώσω το ρύγχος μου
στα καυτά σπλάχνα των αθώων
Καταραμένη εσύ θεία βουλή
που με χωρίζεις απ' τον εαυτό μου.