Χριστούγεννα
1944
ΙΙΙ.
Τσακισμένοι
Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο
πλάι στο σάπιο σανίδι
που ‘χε μπροστά καθένας.
[ Θα έπρεπε τώρα απ’ τη μεριά του ήλιου
να ‘ρχονται οι τρεις Μάγοι
στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.
Κι από πίσω αγκαλιασμένοι
οι ήχοι της καμπάνας τα καθαρά ρούχα
του σπιτιού η ζεστασιά.]
Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF
φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες
[έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων...]
VI
Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου
καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα..
Ο άνεμος κι η βροχή
χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου
τα περβόλια με τα όνειρα
την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.
[Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά
ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί
με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες
κάθεται πλάϊ και μου ζεσταίνει
με τα χνώτα του τα χέρια].
Ξαφνικά καθώς βαδίζω
απ’ την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη
βλέπω να ‘ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι
και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες
άνθρωποι του Γενάδ, του Σίντεϊ και του Πλύμουθ.
Η καρδιά μου φωτίστηκε τότες με μια ρόδινη ανταύγεια
λες και μ’ είχε φιλήσει στο στόμα
ο ξανθός ήλιος του Απρίλη.
Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ
που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω
μήπως τα διακρίνουν απ’ την απέναντι σκοπιά
οι Εγγλέζοι φρουροί.
Ήξερα τώρα πως τα βήματά μου
πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας
μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου. 19.ΙΙΙ. 46
V
Ο Μαργαρίτης πήγαινε μπροστά
στη γυριστή σκάλα
π’ οδηγούσε στη σκοπιά
Κι ανεβαίναμε σπρώχνοντας
προς τα πάνω
μ’ όλη μας τη δύναμη
τον σκοτεινό ουρανό
που μας πιέζει.
ΙV
Οι λεύκες γέρνουν
στο χώμα γεμάτες οργή
προσπαθώντας να φτάσουν τα τανκς
που μας παραμονεύουν σιωπηλά
μες στη Νύχτα.
Ι
Ο αγέρας εκάλπαζε
με πύρινα χαλινά
τα σκοτεινά σύννεφα.