Πέντε στρατιώτες
1946
Πώς βρέθηκα με μιας τόσο μακριά;
(Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω
Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή
όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δύο φώτα).
- Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου
Είχα τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου
κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου
ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα
με τα πράγματα και τους άλλους.
- Προχωρήσαμε μαζί
σφιχτοδεμένοι
με αλλαγμένες τις καρδιές μας
από στήθος σε στήθος.
Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε
με τον εαυτό μας.
- Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια:
Στο βάθος του ορίζοντα
χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν.
- Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας
μια μεγάλη απόσταση.
Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε
μπορέσαμε να διακρίνουμε
μια κόκκινη πινακίδα.
Υποθέσαμε πως μπορεί αυτό να σημαίνει
κάποιο ορόσημο που χωρίζει
το παρόν απ’ το μέλλον.
- Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο
προσπαθώντας ν’ αναπνεύσουμε
με τον παγωμένο αέρα
κάποια σκέψη που ν’ αντέχει
μέσα σ’ αυτό το θλιβερό τοπίο.
Οι τοίχοι των σπιτιών
ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι
τους ήχους των βημάτων μας.
Βλέπουμε τους ίσκιους μας
να καθρεφτίζονται κουρασμένοι
μες στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού
καθώς περπατούμε προσεχτικά
πιασμένοι χέρι με χέρι
πλάι στο σύνορο που χαράζει
το ανασηκωμένο φρύδι του πολέμου.
Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες
παραμονεύει το τριχωτό
χέρι του Πολύφημου.
Είμαστε πέντε σύντροφοι
πιασμένοι χέρι με χέρι
με την καρδιά ξεπλυμένη
στο χιόνι της νύχτας
και τα λιβάδια της Άνοιξης
ζωγραφισμένα.
Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει
Την πρώτη φορά τα μάτια μου
δακρύσανε απ’ το φως
Μετά συνήθισα έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω
το χέρι της μητέρας μου
καθώς ήρθε να μου δροσίσει τα βλέφαρα.
Κρατώ στο χέρι την αραβίδα μου
και βρίσκομαι χωμένος στη λάσπη ως το λαιμό.
Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κεφάλι
να ξεκολλά απ’ το σώμα μου
και να πηγαίνει σε άλλο σώμα
κι έπειτα σε άλλο και σε άλλο.
Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα
και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει
από σώμα σε σώμα.
Τί γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια
των συντρόφων μου;
Κάποιος τράβηξε το παραπέτασμα της βροχής
κι ένοιωσα σα να ήμουν μόνος
προσπάθησα τότε με την ευκαιρία αυτή
να ρίξω μια ματιά στον εαυτό μου.
(Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη
Έχουν κατεβεί ’ [έχει κατεβεί]
πιστεύω πως μέχρι το πρωί
δεν θα υπάρχει πια τίποτα.
Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά.
Οι τοίχοι θα λυγίζουν και θα σπάζουν λίγο λίγο
Έπειτα θα ‘ρθει η σειρά των σπιτιών.
Τελευταίοι θα λιώσουν οι συνοικισμοί
κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι).
Τότε στην απέναντι γωνιά από μας
φάνηκαν τέσσερις άντρες
Ήσανε τέσσερις άντρες της Αρχαίας Αθήνας
με χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες.
Ήταν πια καιρός γιατί το χώμα
είχε γίνει ρευστό και τρικυμισμένο
Περάσαμε συρτά στο μέρος τους
κι όλοι αντάμα βλέπαμε
την Πολιτεία μας
να κλυδωνίζεται τριγύρω
ακυβέρνητη και μεθυσμένη.
Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα
πλάι σ’ αυτούς τους άντρες
καταλάβαμε πως είμαστε άνθρωποι
κι έχουμε στο στήθος καρδιά
Τα Γερμανικά κράνη
κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο
δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε τα μάτια μας
Η Αγαπημένη μου
με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου
με το θαλασσί της μαντήλι.
Όμως μάταια
Μια βουή άρχισε να ξεσηκώνεται
απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας έως την άλλη
Βουτήξαμε τότε αμέσως κι οι πέντε
στην τρικυμισμένη θάλασσα
Καθώς κολυμπούσαμε
για πρώτη φορά νοιώσαμε την καρδιά μας
να γέρνει σαν κυπαρίσσι
Φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε
την ατέλειωτη σειρά των κρεμασμένων.
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Χίλιες φορές
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Κι από πάνω
περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου
να σχηματίζουν μια γιορτινή
πολύχρωμη αλέα.
Οι πέντε σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε
Κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας
Στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου
μπορούσε κανείς να διακρίνει
την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τις καρδιές μας.
Ο ουρανός και τα σύννεφα
κατεβαίνανε ολοένα προς την πολιτεία
Γύρω μας η θάλασσα φούσκωνε
και τα κύματα
μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια
Απ’ το λόφο του Αρδηττού
ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει
“Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά”.
Όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει.
Ο ουρανός με τα σύννεφα
καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει
τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων του Πειραιά
Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει.
Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως
κι η φωνή σου αντήχησε δυνατά
πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει
Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει
για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια.
Όμως ήταν πια αργά
Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας
άνοιγαν ξανά διάπλατα τις πόρτες τους
στην αγάπη της γης
βρέθηκε να στερέψει με μιας η απέραντη θάλασσα
και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά
Η φωνή σου μας ήταν άχρηστη πια
έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι
ανάμεσα στα ερείπια
κι οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν.
Παλέψαμε με τα κύματα κει πάνω στη θάλασσα
μέρα νύχτα
κι όμως δε μάθαμε τίποτα πιο πάνω
απ’ ό,τι ξέρει μια σταγόνα γης
Ρωτήστε το μικρό φυλλαράκι που σιγοπαίζει με τον
άνεμο
πάνω στο δέντρο της αυλής σας
και θα σας πει για ποιο λόγο
δρασκελίσαμε με τόση αγάπη
το σύνορο του θανάτου
οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου.
Μ. Γ. Θεοδωράκης
Αθήνα
1946
Five Soldiers
(War Diary )
How did I find myself suddenly so distant?
(I could never understand
how much the moment when you sit
between two fires can be annihilated).
I had to defend myself so as to live.
It had slipped so mysteriously from my body
and scattered around me
so that I was inseparably tied
to reality and to my companions.
We went on together
bound tight by necessity
with hearts changed
from breast to breast.
We weren’t permitted to speak
to ourselves.
We turned our eyes almost as one:
on the far horizon
a thousand birds were lost in disarray.
We had already covered
a great distance on foot.
At that point where we found ourselves
we could make out
a red signpost.
We wondered if it could mark
the border that separates
the past from the future.
At that point we tightened the straps of our helmets
at the cheek, trying to breathe
with the frigid air
some thought that might hold up
in this sad landscape.
The roofs of the houses
echo the sounds
of our footsteps in fear.
We see our tired shadows
mirrored in the cloudy eyes of the sky
as we move carefully ahead
holding each other by the hand
across the line that etches
the brow of war.
Behind the dark apartment building
waits the hairy hand
of Polyphemus.
We are five companions
holding each other by the hand,
our hearts leached
in the snow of night
and the painted fields
of spring.
Soon it began to grow light.
At first my eyes watered
then I got used to it and I could make out
my mother’s hand
as it came to moisten my eyelashes.
Sunk in the mud
I hold my rifle tight in my hand.
For a moment I felt my head
detach itself from my body
and go to another body
and then to another and another.
The landscape was full of headless bodies
and only my head moved around
from body to body.
What had happened, then,
to the heads of my companions?
Someone pulled the screen of rain across
and I felt as if I were alone
so I tried to take advantage
of this moment to look at myself.
(The clouds are not far above the earth.
They have moved down.
I believe that by morning
there won’t be anything left.
They’ll begin with the tall apartment buildings
and the smokestacks of Piraeus.
The walls will buckle and break bit by bit.
Then it will be the turn of the houses.
Finally they’ll demolish the slums
and the wooden hovels at Dourgouti).
Then, on the opposite corner
five men appeared.
They were five men of ancient Athens
in heavy winter tunics.
It was high time because the earth
had become liquid and stormy.
We crawled towards them
and we all saw
our City
tossing about,
rudderless and drunken.
Slowly, completely unexpectedly
beside these men
we discovered we were human
and we had a heart in our breast.
The German helmets
pulled low on the forehead
no longer prevented us from seeing our eyes.
My Beloved
greeted me at the entrance to the park
with her blue scarf.
But it was futile.
A noise began to rise
from one side of the city to the other.
All five of us immediately dived
into the stormy sea.
As we swam
we felt our hearts bending
for the first time like a cypress.
We reached the avenue and could see
the endless row of those who’d been hanged
My Mother and my Beloved
My Mother and my Beloved
My Mother and my Beloved
A thousand times.
My Mother and my Beloved.
And the shells passing overhead
from the boats at Phaleron
formed a multicolored
festive arbor.
The five companions were anxious when we were late
but they held on strongly to our position.
In the momentary flashes of the rifles
one could make out
the thin red thread that linked our hearts.
The sky and the clouds
descended towards the city.
Around us the sea swelled
and the waves
burned the eyes in our faces.
From the hill of Ardittos
a loudspeaker could be heard cutting out:
“Athens never dies. It is victorious.”
But the dawn seemed as if it would never come.
As they descended, the sky
and the clouds rested on some high buildings
and the smokestacks of Piraeus.
And the sea rose up from below and caught us.
Suddenly in the storm a light appeared
and your voice echoed loudly
before the wave could snatch it.
It was strong enough to bear us up
for quite some time on the surface.
But it was already too late.
Now, just as our hearts
opened their doors wide
to the love of the earth
the vast sea suddenly dried up
and the waves became black birds.
Your voice was useless now
that we found ourselves lying stretched out
among the ruins
with the others passing by and trampling on us.
We struggled with the waves and on the sea
day and night
but we didn’t learn any more
than what a crumb of earth knows.
Ask the smallest leaf on the tree in our courtyard
that plays lightly in the wind
and it will tell you why
we five beardless soldiers of December
straddled the border of death
with so much love.