Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. Online φαρμακείο Farmakeio Trikala με τις καλύτερες τιμές στην Ελλάδα. cialis viagra Ο προστάτης και χορηγός μας Casinoin είναι το καλύτερο online καζίνο στην Ελλάδα που υποστηρίζει τον πολιτισμό. https://therapy-in-greece.com/ Betshop

Πέντε στρατιώτες

1946

Πώς βρέθηκα με μιας τόσο μακριά;

(Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω

Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή

όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δύο φώτα).   

 

- Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου

Είχα τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου

κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου  

ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα

με τα πράγματα και τους άλλους.  

 

- Προχωρήσαμε μαζί 

σφιχτοδεμένοι

με αλλαγμένες τις καρδιές μας

από στήθος σε στήθος.

Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε

με τον εαυτό μας.

- Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια:

Στο βάθος του ορίζοντα

χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν.

 

 

- Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας

μια μεγάλη απόσταση.

Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε

μπορέσαμε να διακρίνουμε 

μια κόκκινη πινακίδα.

Υποθέσαμε πως μπορεί αυτό να σημαίνει                           

κάποιο ορόσημο που χωρίζει                                             

το παρόν απ’ το μέλλον.                                                       

- Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο                  

προσπαθώντας ν’ αναπνεύσουμε

με τον παγωμένο αέρα

κάποια σκέψη που ν’ αντέχει

μέσα σ’ αυτό το θλιβερό τοπίο.

 

Οι τοίχοι των σπιτιών

ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι

τους ήχους των βημάτων μας.

Βλέπουμε τους ίσκιους μας

να καθρεφτίζονται κουρασμένοι

μες στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού

καθώς περπατούμε προσεχτικά

πιασμένοι χέρι με χέρι

πλάι στο σύνορο που χαράζει

το ανασηκωμένο φρύδι του πολέμου.

 

 

Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες

παραμονεύει το τριχωτό    

χέρι του Πολύφημου.

Είμαστε πέντε σύντροφοι

πιασμένοι χέρι με χέρι

με την καρδιά ξεπλυμένη

στο χιόνι της νύχτας

και τα λιβάδια της Άνοιξης

ζωγραφισμένα.  

 

Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει

Την πρώτη φορά τα μάτια μου 

δακρύσανε απ’ το φως

Μετά συνήθισα έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω

το χέρι της μητέρας μου

καθώς ήρθε να μου δροσίσει τα βλέφαρα.

 

Κρατώ στο χέρι την αραβίδα μου

και βρίσκομαι χωμένος στη λάσπη ως το λαιμό.

Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κεφάλι  

να ξεκολλά απ’ το σώμα μου 

και να πηγαίνει σε άλλο σώμα

κι έπειτα σε άλλο και σε άλλο.

Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα

και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει

από σώμα σε σώμα.

Τί γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια 

των συντρόφων μου;

 

Κάποιος τράβηξε το παραπέτασμα της βροχής

κι ένοιωσα σα να ήμουν μόνος

προσπάθησα τότε με την ευκαιρία αυτή

να ρίξω μια ματιά στον εαυτό μου.

 

(Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη  

Έχουν κατεβεί ’  [έχει κατεβεί]

πιστεύω πως μέχρι το πρωί

δεν θα υπάρχει πια τίποτα.

Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες

και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά.

Οι τοίχοι θα λυγίζουν και θα σπάζουν λίγο λίγο

Έπειτα θα ‘ρθει η σειρά των σπιτιών.

Τελευταίοι θα λιώσουν οι συνοικισμοί

κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι).

 

 

 

Τότε στην απέναντι γωνιά από μας  

φάνηκαν τέσσερις άντρες

Ήσανε τέσσερις άντρες της Αρχαίας Αθήνας

με χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες.

Ήταν πια καιρός γιατί το χώμα

είχε γίνει ρευστό και τρικυμισμένο

Περάσαμε συρτά στο μέρος τους

κι όλοι αντάμα βλέπαμε

την Πολιτεία μας

να κλυδωνίζεται τριγύρω

ακυβέρνητη και μεθυσμένη.

 

Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα

πλάι σ’ αυτούς τους άντρες

καταλάβαμε πως είμαστε άνθρωποι

κι έχουμε στο στήθος καρδιά

Τα Γερμανικά κράνη

κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο

δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε τα μάτια μας

Η Αγαπημένη μου

με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου

με το θαλασσί της μαντήλι.

 

Όμως μάταια

Μια βουή άρχισε να ξεσηκώνεται

απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας έως την άλλη

Βουτήξαμε τότε αμέσως κι οι πέντε

στην τρικυμισμένη θάλασσα

Καθώς κολυμπούσαμε

για πρώτη φορά νοιώσαμε την καρδιά μας

να γέρνει σαν κυπαρίσσι  

Φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε

την ατέλειωτη σειρά των κρεμασμένων.   

Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

Χίλιες φορές

Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου

Κι από πάνω

περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου

να σχηματίζουν μια γιορτινή

πολύχρωμη αλέα.

 

Οι πέντε σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε

Κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας

Στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου

μπορούσε κανείς να διακρίνει

την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τις καρδιές μας.

 

Ο ουρανός και τα σύννεφα

κατεβαίνανε ολοένα προς την πολιτεία

Γύρω μας η θάλασσα φούσκωνε

και τα κύματα

μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια

Απ’ το λόφο του Αρδηττού

ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει

“Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά”.

Όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει.   

 

Ο ουρανός με τα σύννεφα

καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει   

τις ψηλές πολυκατοικίες

και τα φουγάρα των εργοστασίων του Πειραιά

Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει.

 

Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως

κι η φωνή σου αντήχησε δυνατά   

πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει

Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει

για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια.

Όμως ήταν πια αργά   

Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας

άνοιγαν ξανά διάπλατα τις πόρτες τους

στην αγάπη της γης

βρέθηκε να στερέψει με μιας η απέραντη θάλασσα

και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά

Η φωνή σου μας ήταν άχρηστη πια      

έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι

ανάμεσα στα ερείπια

κι οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν.

 

Παλέψαμε με τα κύματα κει πάνω στη θάλασσα

μέρα νύχτα

κι όμως δε μάθαμε τίποτα πιο πάνω

απ’ ό,τι ξέρει μια σταγόνα γης

Ρωτήστε το μικρό φυλλαράκι που σιγοπαίζει με τον 

                                                             άνεμο

πάνω στο δέντρο της αυλής σας

και θα σας πει για ποιο λόγο

δρασκελίσαμε με τόση αγάπη

το σύνορο του θανάτου

οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου.

 

Μ. Γ. Θεοδωράκης

Αθήνα

1946

 

 

 

 

 

 

Five Soldiers

(War Diary  )

 

How did I find myself suddenly so distant?

(I could never understand

how much the moment when you sit

between two fires can be annihilated).

 

I had to defend myself so as to live.

It had slipped so mysteriously from my body

and scattered around me

so that I was inseparably tied

to reality and to my companions.

 

We went on together

bound tight by necessity

with hearts changed

from breast to breast.

 

We weren’t permitted to speak

to ourselves.

We turned our eyes almost as one:

on the far horizon

a thousand birds were lost in disarray.

 

We had already covered

 a great distance on foot.

At that point where we found ourselves

we could make out

a red signpost.

We wondered if it could mark

the border that separates

the past from the future.

At that point we tightened the straps of our helmets

at the cheek, trying to breathe 

with the frigid air

some thought that might hold up

in this sad landscape.

 

The roofs of the houses

echo the sounds

of our footsteps in fear.

We see our tired shadows

mirrored in the cloudy eyes of the sky

as we move carefully ahead

holding each other by the hand

across the line that etches

the brow of war.

Behind the dark apartment building

waits the hairy hand

of Polyphemus.

We are five companions

holding each other by the hand,

our hearts leached

in the snow of night

and the painted fields

of spring.

 

Soon it began to grow light.

At first my eyes watered

then I got used to it and I could make out

my mother’s hand

as it came to moisten my eyelashes.

 

Sunk in the mud

I hold my rifle tight in my hand.

For a moment I felt my head 

detach itself from my body

and go to another body

and then to another and another.

The landscape was full of headless bodies

and only my head moved around

from body to body.

What had happened, then,

to the heads of my companions?

 

 

Someone pulled the screen of rain across

and I felt as if I were alone

so I tried to take advantage

of this moment to look at myself.

 

(The clouds are not far above the earth.

They have moved down.

I believe that by morning

there won’t be anything left.

They’ll begin with the tall apartment buildings

and the smokestacks of Piraeus.

The walls will buckle and break bit by bit.

Then it will be the turn of the houses.

Finally they’ll demolish the slums

and the wooden hovels at Dourgouti).

 

Then, on the opposite corner

five men appeared.

They were five men of ancient Athens

in heavy winter tunics.

 

It was high time because the earth

had become liquid and stormy.

We crawled towards them

and we all saw

our City

tossing about,

rudderless and drunken.

 

Slowly, completely unexpectedly

beside these men

we discovered we were human

and we had a heart in our breast.

The German helmets

pulled low on the forehead

no longer prevented us from seeing our eyes.

My Beloved

greeted me at the entrance to the park

with her blue scarf.

 

 

But it was futile.

A noise began to rise

from one side of the city to the other.

All five of us immediately dived

into the stormy sea.

As we swam

we felt our hearts bending

for the first time like a cypress.

We reached the avenue and could see

the endless row of those who’d been hanged

 

 

My Mother and my Beloved

My Mother and my Beloved

My Mother and my Beloved

A thousand times.

My Mother and my Beloved.

And the shells passing overhead 

from the boats at Phaleron

formed a multicolored

festive arbor. 

 

The five companions were anxious when we were late

but they held on strongly to our position.

In the momentary flashes of the rifles

one could make out

the thin red thread that linked our hearts.

The sky and the clouds

descended towards the city.

Around us the sea swelled

and the waves

burned the eyes in our faces.

From the hill of Ardittos

a loudspeaker could be heard cutting out:

“Athens never dies. It is victorious.”

But the dawn seemed as if it would never come.

As they descended, the sky

and the clouds rested on some high buildings

and the smokestacks of Piraeus.

And the sea rose up from below and caught us.

 

Suddenly in the storm a light appeared

and your voice echoed loudly

before the wave could snatch it.

It was strong enough to bear us up

for quite some time on the surface.

 

But it was already too late.

Now, just as our hearts

opened their doors wide

to the love of the earth

the vast sea suddenly dried up

and the waves became black birds.

Your voice was useless now

that we found ourselves lying stretched out

among the ruins

with the others passing by and trampling on us.

 

We struggled with the waves and on the sea

day and night

but we didn’t learn any more

than what a crumb of earth knows.

Ask the smallest leaf on the tree in our courtyard

that plays lightly in the wind

and it will tell you why

we five beardless soldiers of December

straddled the border of death

with so much love.