Στον Όλυμπο
1947
Αν έμεινες ξαφνικά τόσο έρημος κι εγκαταλελειμμένος
απ’ τις φωνές που χρωματίζουν τον ορίζοντα
σου ‘χαν απομείνει σύντροφοι πιστοί τα γέρικα έλατα
κι η πολύχρωμη μεταμόρφωση της Άνοιξης..
Ήσουν ένας καλόγνωμος πατέρας
με σγουρά γένια κι ολόισιες σκέψεις
και θυμάμαι που καλούσες
τους αχτένιστους βοριάδες της Θράκης
να κρατούν φουντωμένες τις φωτιές που φυτρώναν
στις καρδιές των αμέτρητων παιδιών σου..
Μιλούσες ήσυχα με τον Ήλιο και με τη Νύχτα
καθώς γέμιζες με κόκκινους σπόρους
τις φτερούγες των πουλιών.
*
Ήσουν πατέρας μας
κι έπρεπε να ξανάρθουμε κοντά σου..
Συνάξαμε τα τρομαγμένα πουλιά
και βάφουμε ξανά τον ουρανό
με τα τραγούδια μας.
Σ’ ακούμε πάλι να κουβεντιάζεις ήρεμα
με τη Νύχτα και με τον Ήλιο
καθώς βλέπαμε να ‘ρχονται από κάθε μονοπάτι
τις ρόδινες λαχτάρες του Κόσμου
και ν’ απιθώνονται στα γόνατά σου.
Είμαστε τώρα δυο φορές παιδιά σου
κι οι φωτιές μας που φλογίζουνε τον ουρανό
οδηγούνε απ’ αυτό το ψηλό σημείο
τα τρομαγμένα πλοία.
Μ.Γ. Θεοδωράκης
2.2.47
Αθήνα