Χαιρετισμοί
1981
Οι "Χαιρετισμοί" γεννήθηκαν ύστερα από έναν ζωηρό διάλογο που είχα με την κόρη του τελωνειακού πριν από πολλά χρόνια στην Κατοχή.
Την έλεγαν Καλλισθένη. Είχε δυό αδέλφια: τον Βλάση και τον Πολύδωρο. Καθόταν στο απέναντι τετράγωνο, επί της Δυρραχίου.
Συναντηθήκαμε μπροστά στο συρματόπλεγμα της Γκεστάπο, στη στροφή Νέας Σμύρνης.
- Γιατί δε μιλάς; της λέω
- Τί να πεις μετά από μια τόση απουσία; μου λέει.
Εσύ τώρα είσαι απασχολημένος. Είσαι μπερδεμένος με χίλια δυο πράγματα. Εχεις δρομολόγιο Αθήνα-Πάτρα.
- Κι εσύ βρίσκεσαι στο δρόμο για την Καλκούτα. Βορράς - Νότος - Ανατολή - Δύση, της λέω, δεν έχουν πια κανένα νόημα για μας. Και η μουσική; Υπήρξε πριν από σένα. Υπήρξε με σένα. Υπάρχει και χωρίς εσένα. Ύστερα από σένα. Ομως εγώ ετοιμάζω τους "Χαιρετισμούς" και πώς να γίνει; Σε 40 χρόνια που θα παιχτούν, θέλω να παιχτούν για σένα.
Όμως τώρα:
Δεν έχω να σου δώσω πια τίποτα άλλο.
Ούτε καν να μπω για σένα στη φυλακή.
Δυό μαύρα φτερά είναι ο νους μου
και νοιώθω να τα ζυγίζω σα γεράκι
πάνω από έρημη γη.
Κι εσύ, νομίζω, δεν περιμένεις πια να σου δώσω
τίποτε άλλο.
Τα πήρες όλα. Κι όλα, νομίζω, ότι
τα ‘θαψες βαθειά.
Καλλίτερα έτσι. Να μη τα βλέπεις
και θυμάσαι
το μεγάλο πόνο που φύτεψα
κάποτε στα χρόνια τα παλιά.
Η Καλλισθένη μου έλεγε ένα ποίημα. Και σκέφτομαι τώρα:
Άλλοτε μεθάγαμε με τσίπουρο και μπρούσκο.
Σήμερα μας ποτίζουν χίλια δυο διεγερτικά.
Πέθανε κι ο Πολύδωρος κι ο Βλάσης έγινε υπουργός.
Αλήθεια, πώς να με δεις πίσω
από τόσα παραμύθια.
Πώς να μ’ ακούσεις πίσω από τόσα
ξεφωνητά.
Ίσως η συνάντησή μας να ήταν μια
σύμπτωση.
Όπως λόγου χάρη συναντιώνται ξαφνικά
δυο καράβια στα πελάγη.
Και πάλι ξαφνικά χάνονται
μέσα στη νύχτα
του ορίζοντα βαθειά.
Δεν ξέρω...
*
Εξ άλλου ήξερα ότι ποτέ δε θα
μπορέσω να εξαφανίσω
τις προδοσίες των άλλων.
*
Εσύ έχεις σύμμαχο
ένα τρύπιο σύννεφο -
ένα φτηνό άχρηστο και ξερό δέντρο
ριζωμένο σε σένα.
Πάνω στο δικό σου χώμα, χωρίς όνομα.
Δε μπορεί να ξεριζωθεί
χωρίς να το σφάξει
τσεκούρι.
*
Κάθε δευτερόλεπτο θα αναπνέω φωτιά.
Αν δεν ξέρεις να κλαις
μη ψάχνεις τα δάκρυά σου.
*
Σωτήρη:
Κάπου στο αδιέξοδο να ζωγραφιστεί
μια ψεύτικη πόρτα.
Μια πόρτα που θ΄ ανοίξει πολύ αργά
όταν τα τείχη θα έχουν εξαφανιστεί.
Αν προλάβουν να εξαφανιστούν
πριν από την τέλεια ασφυξία
*
Εκεί στο Τσίρκο στη λεωφόρο
στη Συγγρού
φώναζε ο κλόουν:
"Περιττές ώρες - περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις -
δροσερές πυρκαϊές -
φρόνιμα θαύματα"
*
Περνούσες σε διπλανό δρόμο
και τα ήξερες όλα.
*
Η νύχτα έκανε λάθος.
Ξέχασε τα επίσημά της μαύρα.
Ξέχασε τα ψεύτικα μυστήριά της
και πνίγηκε στον πόθο.
Ξημερώματα τη βρήκανε
αλλά δεν την γνώρισαν.
Έτσι κι αλλιώς το ίδιο ήταν.
Κοιμόσουνα.
*
Περπατώντας στο Λόφο του Φιλοπάππου
Σκέφτομαι άξαφνα ότι:
Όταν ήταν δέντρο το χαρτί /
τότε / σωστά μιλούσε
Η Αθήνα είναι διαφορετική.
Δεν είναι αυτή που ξέρουμε.
Είναι κάποια άλλη.
Λ.χ. στην Αθήνα δεν υπάρχουν
αυτοκίνητα, σούπερ-μάρκετ
τίμιοι βλάκες.
Υπάρχει, φερ’ ειπείν ένας δρόμος ανηφορικός
γεμάτος ζεστή βροχή
που τελικά καταλήγει σε
ποτάμι.
Εκεί σε είδα στα 1943, στην Κατοχή,
με τις ξύλινες νύχτες
κι από τότε σε ψάχνω σε κάθε νότα.
Στη λεωφόρο Συγγρού
oι εκκλησίες κρέμονται
από τις πιπεριές.
Στις 26 του Μάρτη ανοίγουν
τις πόρτες
να περάσουν οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ.
Κάθε Χαιρετισμός και ένα κορίτσι
κάθε κορίτσι κι ένα σκοτωμένο παιδί.
Τί είναι οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ;
Ένας στρογγυλός δίσκος
όπως οι νύχτες είναι στρογγυλές
σε στρογγυλή γη...
Περπατούσαμε στην οδό Ευριπίδου
μας χτυπούσε τη μύτη η μυρουδιά
από τη σαρδέλα και τη λακέρδα.
Η Ασφάλεια μας παρακολουθούσε.
Μου λες
"Ντράπηκε ο αέρας -
Ντράπηκε η ασφυξία
ντράπηκαν τα λόγια -
ντράπηκε η σιωπή... "
Τί να σου πω που ήξερα ότι σε 38
μέρες και νύχτες θα σε εκτελούσαν
πάνω σε μια καρέκλα
με την πλάτη στον Υμηττό.
Βλέπετε πόσο
συνυπάρχουν το κενό με το κενό /
οι ώρες με τις στιγμές
εκτός τόπου και χρόνου
στον σκοτεινό ωκεανό /
Μήνυμα σε μπουκάλι.
Άτιμο παιχνίδι!..
Εγώ το ‘βαλα κι εγώ το βρίσκω...
Μόνο τον εαυτό μου δε βρίσκω.
Γιατί δεν υπάρχει πουθενά...
Μόνο που η Ασφάλεια τον ξέρει
και τώρα μας παρακολουθεί.
Στου Πατσία, το υπόγειο
στην οδό Χαριλάου Τρικούπη
μαζί με τον Παύλο ήρθε
κι ο Πέτρος
κι ο πατέρας μου
που κερνούσε γαλέο σκορδαλιά.
Εμένα το μυαλό μου
καρφωμένο στο Άλσος της
Νέας Σμύρνης...
Και τώρα το σπίτι σου
έγινε πολυκατοικία
κι απ’ τη διπλανή
κλαίει ένα μωρό.
Αλλα εκατομμύρια θα παρηγορηθούν
σε βρώμικη - ένοχη αγκαλιά.
Πιάστηκε κι ο Πέτρος.
Πιάστηκα κι εγώ.
Πού ν’ ακούσεις τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
μέσα στο μπουντρούμι...
θα με ψάχνουν ολόκληρη ζωή
θα πεθάνουν από αυτοκινητιστικό
δυστύχημα
από καρκίνο - από γρίπη -
από άτυχη δειλία
από δειλή ατυχία -
θα κοιμούνται λαθεμένα κάθε νύχτα /
Κι εγώ που σε βρήκα
δε θα ξανακοιμηθώ /
θα ριζωθώ στο τραγούδι.
Και πού θα το πάρω όλο αυτό
το τραγούδι;
Τουλάχιστον να τ΄ άκουγαν οι φίλοι
μου εκεί που βρίσκονται ύστερα από
το τσιμπούσι μας στην Ταβέρνα
του Πατσία, στα 1948.
Αν θέλετε να ξέρετε
πίσω από τη μουσική
κάτω από τη μουσική
ακούγεται η σιωπή.
Και μην σας διαφεύγει το γεγονός
ότι τα φαντάσματα
κάνουν στον εαυτό τους
οδυνηρές φάρσες.
Στην επιφάνεια αυτής της
εκρηκτικής ησυχίας
υπάρχει μια καρφίτσα.
*
Τώρα η Αθήνα γέμισε
με πόνο πολυτελείας
αριστοκρατικό
μακρινό.
Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος.
Γέμισαν οι δρόμοι
περιττές ώρες
περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις
δροσερές πυρκαϊές.
Τα κορίτσια μας γέμισαν
με φανταστικά μυθιστορήματα -
φανταστικά έργα
σε συνοικιακά σινεμά -
με αρωματισμένη μοναξιά.
Τ΄ αγόρια μας παίζουν
με φρόνιμα θαύματα
με παράνομα παραλυρήματα
στη ρίζα της φωνής τους.
Εμείς δεν παίξαμε.
Μας έπαιξαν.
Κι από το παίξε - παίξε
φτάσαμε στα ζεϊμπέκικα
και τώρα στις μπαλάντες
και τα συμφωνικά
κι όλο τρέχουμε να
προλάβουμε, γιατί δεν είναι
μονάχα όλοι αυτοί που μας κυνηγούν:
γκεστάπο - ασφάλεια - τσολιάδες -
χουντικοί - Μεσίες - φαντάσματα, είσαι και συ
που γελάς κι έχεις σάπια δόντια
έχεις όμως και θείο Άγιο
με πιστοποιητικό και δική του ενορία
Και σε διαβάζουν όλοι
σε βλέπουν όλοι
και όλοι μιλούν με το στόμα σου
και βλέπουν με τα μάτια σου
κι ας έχεις
τραχώματα.
Να λοιπόν ζεϊμπέκικα και
μπαλάντες
και μπουζούκια και κιθάρες
και φλάουτα
μήπως κάπου κάποτε κάτι γίνει.
Αν και το κάτι δε θα βγει
από το τίποτα.
Και για να μάθεις.
Η μάλλον να ξέρεις ξαφνικά.
Να τα ξέρεις όλα.
Να ξέρεις κάθε λέξη.
ΤΗ λέξη: ανυπόφερτο.
ΤΗ λέξη: αρώστεια.
ΤΗ λέξη: κόλαση και όσες φοβούνται
ακόμα το νόμο της Σιωπής.
ΤΗ λέξη: βασανισμός
και ΤΗ λέξη: ιεροσυλία.
Σατανικός χορός χωρίς τέλος.
Κύκλος ακίνητος.
Πρέπει να σπάσει ο σιδερένιος
κύκλος.
Να πετάξουν τα λόγια.
Να κολυμπήσουν. Να πνιγούν.
Να χαθούν.
Μέχρι να σε βρουν.
Να γίνουν αέρας.
Να γίνουν φυσαλίδα
και χωρίς να το καταλάβεις
να κοιμηθούν στην παλάμη σου.
Να διαλυθούν και να φτιάξουν
άλλη λέξη χωρίς παγίδα -
χωρίς χαρτί και μολύβι
χωρίς την πανίσχυρη Απουσία σου
χωρίς τη Νύχτα που δεν μπορεί
να περάσει
Και που όμως θα περάσει
βιάζοντας κάθε αντοχή
χωρίς τα ποτάμια δακρύων
χωρίς την ιερόσυλη ενοχή.
Μια λέξη που να μην περιέχει
τη σιωπή.
Για να μάθεις.
Να τα ξέρεις όλα!. Τώρα!.
Τώρα που κάπου γράφεις
και μεθάει το μολύβι.
Διαβάζεις και μεθάνε οι
σελίδες.
Απλώνεις το χέρι
και τρέμουν κρυφά
τα έπιπλα.
Χωρίς να ξέρεις εσύ
πως είναι όλα τρελλά.
Εσύ δεν το ξέρεις.
Κι εγώ πνίγομαι
σ’ όλα τα ποτάμια της νύχτας.
Καληνύχτα.
Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, 1981
Acclamations
Acclamations (1981)
The Acclamations were inspired by a lively conversation I had with the daughter of a customs official many years ago, during the German occupation.
Her name was Kallistheni. She had two brothers: Vlasis and Polydoros. They lived on the opposite block, facing Dyrrachos Street. We met in front of the Gestapo barbed wire, at the Nea Smyrni turn-off.
“Why don’t you speak?” I asked her
“What is there to say in all this absence?” she replied. “You’re busy now. You’re mixed up in all sorts of things. You have your regular trips from Athens to Patras.”
“And you are on the road to Calcutta. North-South-East-West,” I say, “have no meaning for us.”
“And music?”
“It was there before before you. It existed with you. And it exists without you. After you. But I am preparing the Acclamations and what’s going to become of them?
In forty years when they are played I want them to be played for you.
But now:
I have nothing else to give you
not even to go to jail for you.
My mind is two black wings
to fall and to hover like a hawk
above the barren earth.
And you, I think, do not expect me to give you
anything else.
You took it all. And I think you buried
it deep.
Better that way. Not to see it
and remember
the great pain I planted
once in those days gone by.
Kallistheni would recite a poem to me
and now I think:
We used to get drunk on tsipouro
and rough red wine.
Now they douse us in all sorts of stimulants.
Polydoros died and Vlasis is a minister.
Truly, how could you see me behind
so many tall tales?
How could you hear me through all
the shouting?
Perhaps our meeting was an accident.
Just as, for example, two ships meet suddenly on the oceans
and as suddenly disappear again
into the night
of the deep horizon.
I don’t know..........
* * *
What’s more, I knew I would never
be able to erase
the betrayals of others.
* * *
You have a cloud with holes in it
for an ally
a poor useless dry tree
rooted in yourself.
In your soil, without a name.
It cannot uproot itself
without being slaughtered
by an axe.
* * *
Every second I will breathe fire.
If you don’t know how to cry
don’t look for your tears.
Sotiris
Somewhere in the blind alley a false door
will be painted.
A door that will open very slowly
after the walls have disappeared.
If they manage to disappear
before the complete asphyxiation.
* * *
There in the Circus in Syngrou Avenue
the clown called out:
“Superfluous hours -- superfluous time
paradisical hells
refreshing conflagrations
prudent miracles.”
* * *
You passed by on the next street
and you knew it all.
The night made a mistake.
It forgot its formal black clothes.
It forgot its false mysteries
and choked on desire.
They found her at dawn
but didn’t recognize her.
Anyway it was all the same.
You were asleep.
* * *
Walking on the hill of Philopappou
Suddenly I think that:
When the paper was a tree
then it spoke correctly.
Athens is different.
It is not the Athens we know.
It is some other.
For example, in Athens there are no
cars, supermarkets
worthy fools.
There is, let us say, an uphill road
full of warm rain
that finally ends
in a river.
I saw you there in 1943, during the Occupation
with its wooden nights
and from then on I search for you in each note.
On Syngrou Street
the churches are hanging
from the peppers.
On the 26th of March the doors
open
for the ACCLAMATIONS to enter.
Each Acclamation another girl
each girl another dead boy.
What are the ACCLAMATIONS ?
A round disk
just as the nights are round
on a round earth...
We were walking on Euripides Street
and the smell of sardines and kippers
hit our noses.
The Security Police were following us.
You said
“The air is ashamed
The stifling is ashamed
The words are ashamed
The silence is ashamed...”
What could I tell you when I knew that in
thirty-eight days they would execute you
on a chair
with your back to Mt. Hymettus.
You see how much
the void coexists with the void
the hours with the minutes
outside place and time
on the dark ocean.
Message in a bottle.
Dishonest game!...
I put it there and I find it...
Only myself I can’t find.
Because its exists nowhere...
Only the Security police know it
and now they are following us.
At Patsias’s place, the cellar
in Harileos Trikoupis Street
together with Pavlos
came Petros
and my father
who bought us all cod in garlic sauce.
My mind
was fixed on the park
of Nea Smyrni...
And now your house
has become an apartment block
and from the one next door
a baby is crying.
But millions will take comfort
in dirty, guilty embraces.
Petros has been caught.
I’ve been caught too.
How can you hear the ACCLAMATIONS
in the prison....
They’ll be searching for me for a lifetime.
They’ll die in a car
accident
of cancer -- of influenza
of unfortunate cowardice
of cowardly misfortune.
They’ll sleep deceived each night.
And I who found you
will not sleep again
I’ll take root in song.
And where will I take all that
song?
If only my friends could hear it
at least, wherever they happen to be
after our snack
at the Patsias’ cellar in 1948.
If you wish to know
behind the music
under the music
silence can be heard.
And don’t let the fact escape you
that ghosts
make painful jokes
about themselves.
On the surface of the
explosive calm
there is a pin.
* * *
Now Athens is full
of luxurious
aristocratic
distant
pain.
With words sticking to the smog.
The streets are full
of superfluous hours
superfluous years
paradisical hells
refreshing conflagrations.
Our girls are filled
with fantastic novels
fantastic works of art
neighborhood cinemas
with perfumed loneliness.
Our boys play
with obedient miracles
with illegal ravings
at the root of their voices.
We don’t play.
They played us.
And from all the playing
we arrived at the zeibekika
and now at the ballads
and now the symphonic pieces
and we keep on running
to make it on time, because it’s not only
all these who are chasing us:
gestapo -- Security Police - army thugs -
agents of the junta - messiahs - ghosts.
It is you
who laugh and have rotten teeth
but you also have a Saint for an uncle
with a certificate to prove it and his own parish.
And everyone reads you
and they all see you
and all speak with your mouth
and see with your eyes
even if you have trachoma.
So there are your zeibekika
and your ballads
and bouzoukis and guitars
and flutes
in case somewhere, someday, something happens.
Even though something
will not come out of nothing.
* * *
And so you can learn.
Or rather suddenly know.
Know everything.
Know every word.
THE word: unbearable.
THE word: sickness.
THE word: hell and all who still fear
the law of Silence.
THE word: torture
and THE word: sacrilege.
Satanic dance without an end.
Motionless circle.
The iron circle must break.
So that words will fly.
Swim. Drown.
So they’ll die.
Until they find you.
Become air.
Become a bubble
and without you being aware of it
they’ll sleep in the palm of your hand.
Dissolve and form
another word without any trap
without paper and pencil
without your all-powerful Absence
without the Night that cannot
end
and that will, nevertheless, end,
overcoming any resistance
without the rivers of tears
without the sacrilegious guilt.
One word that will not contain
silence.
So as to learn.
To know it all! Now!
Now that somewhere you are writing
and the pencil gets drunk.
You read and the pages get drunk.
You stretch out your hand
and the furniture
secretly shakes.
Without your knowing
that everything is crazy.
You don’t know it.
And I am drowning
in all the rivers of the night
Goodnight.