Μικροί νάρκισσοι
1946
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη
δε μπορούσα να σε διακρίνω
μέσα στο τόσο σκοτάδι.
Τα μάτια σου όμως ένοιωθα
σ’ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν
Και μπορούσα να μαντέψω ακόμα
τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους
πάνω στα πρασινογάλαζα νερά τους.
Δεν ήμουν πια μόνος
αιχμάλωτος της δυστυχίας
Πλάϊ μου άρχισε ήδη να φουντώνει
η πυρκαϊά που άναψες εκείνο το βράδυ
τρίβοντας με δύναμη το γέλιο σου
στην ανώμαλη πάνω επιφάνεια της καρδιάς μου
όπως κάνουν στα ανήσυχα δάση
της Κεντρικής Αφρικής.
Τώρα κατάλαβες κι εσύ πόσο κοντά μου
είναι αυτή η φωτιά, ώστε να κινδυνεύω
να γίνω στάχτη.
‘Ετσι όμως που μ’ έχεις ποτίσει
με κρασί και με γάλα - με χαρά κι εμπιστοσύνη
πιστεύω πως θα γίνω μια γόνιμη στάχτη.
Θέλω λοιπόν να με σκορπίσεις
στις ρίζες των μικρών καρδιών
που ονειρεύονται έναν παρόμοιο θάνατο.
Θ’ ανάψω παντού πυρκαϊές
θα κάνω ν’ ακούγεται παντού
το πύρινο γέλιο σου!
Αμφιβάλλω όμως αν οι φωτιές μου
φτάσουν το φως τόσο ψηλά
που ανεμίζεις τη σημαία των ματιών σου.
Ας ζήσουμε λοιπόν ακόμα
ανυποψίαστοι πως υπάρχουμε
σαν τα τρομαγμένα πλοία που τσακίζονται
στα βράχια.
Κι οι μικροί Νάρκισσοι πεσμένοι
πάνω απ’ την πρασινογάλαζη επιφάνειά τους
θα εξακολουθούν να πνίγονται γεμάτοι έκσταση
προσπαθώντας να ανακαλύψουν το βυθό
που υποβαστάζει
τόση απλότητα και αγάπη συμπυκνωμένη.
9.ΧΙΙ.46
Little Narcissi
My chest expanded
to hold the small jasmine
you sowed tonight with your thin fingers
on my heart.
I didn’t see you at all --
I couldn’t make you out
in such darkness.
But I felt your eyes
running over my entire skin
and I could even sense
the little narcissi fallen over
on their blue-green water.
Athens, 1946.