Αντιμανιφέστο - Για τις ανθρωπομονάδες
07.02.1987
Το κείμενο είναι μεταφρασμένο στα Γαλλικά και στα Γερμανικά. (η μετάφραση στα Γερμανικά έγινε από τον κ. Αστέρη Κούτουλα, και στα Γαλλικά από την Anne Lhassa) Μπορείτε να διαβάσετε τις μεταφράσεις ακολουθώντας τα link κάτω από το εξώφυλλο.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΝΑΔΕΣ
Τι είναι, κατ' αρχήν, οι «ανθρωπομονάδες»;
Πρόκειται για ένα σύνθετο και αρκετά πολύπλοκο σύστημα καταμέτρησης της ανθρώπινης ενέργειας, βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά. Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν ένα σωρό παράγοντες που αυξάνουν αυτή την ενέργεια, δηλαδή τις ανθρωπομονάδες, καθώς και τόσοι άλλοι που τις μειώνουν. Δεν είναι φυσικά στις προθέσεις μας να τους καταγράψουμε λεπτομερειακά, θετικούς και αρνητικούς. Αν και κάτι τέτοιο θα ήταν τελικά χρήσιμο, μιας και, όπως θα δούμε, εκείνο που μετρά μέσα στην ανθρώπινη ζωή δεν είναι μόνο γενικά και αφηρημένα οι κοινωνικές σχέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά πολύ καθαρά και συγκεκριμένα το πόσες ανθρωπομονάδες εξασφαλίζει ο κάθε πολίτης μέσα στο δοσμένο κοινωνικό σύστημα, μέσα στις δοσμένες κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ανάγκες, υποχρεώσεις, καταναγκασμούς και δυνατότητες.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όσο το σύστημα είναι περισσότερο δημοκρατικό, φιλελεύθερο, όσο το επίπεδο της ζωής υψηλότερο, οι δυνατότητες μόρφωσης και πληροφόρησης περισσότερες, εξασφαλισμένη η πραγματική συμμετοχή σε συλλογικές αποφάσεις, όσο ο πολίτης νιώθει και είναι υπεύθυνος, όσο… όσο… κ.λπ., τόσο αυξάνουν μέσα του οι ανθρωπομονάδες, μεγαλώνει η ανθρώπινη ενέργεια. Όμως, η ιστορική περίοδος που διανύουμε μας δείχνει ότι μέσα και στα δύο κυρίαρχα συστήματα, στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, όλες οι κυρίαρχες σχέσεις και κυρίως οι σχέσεις παραγωγής τελικά παίρνουν από τον μέσο πολίτη πολύ περισσότερες ανθρωπομονάδες απ’ αυτές που δίνουν.
Στον προηγμένο καπιταλισμό, το κύριο γνώρισμα είναι, αναμφισβήτητα, οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα σε υλικά αγαθά. Όμως για την κατάκτησή τους - που η διαφήμιση τα μεταβάλλει σε είδη πρώτης ανάγκης - ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει πολύ περισσότερες δυνάμεις από όσες τελικά του προσφέρουν αυτά τα, υλικά κυρίως, αγαθά, με αποτέλεσμα να χάνει, αντί να κερδίζει, σε ανθρωπομονάδες.
Στο σοσιαλιστικό σύστημα, χωρίς να έχουν αλλάξει οι σχέσεις μέσα στην παραγωγή, ούτε και η ποιότητα της ζωής - που παραμένει σε επίπεδα κατώτερα από τις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού - κυριαρχεί ένα νέο φαινόμενο : o Γενικός Νόμος που προσωποποιεί και εκφράζει το Κόμμα ή, πιο σωστά, η ηγεσία του.
Πώς εκφράζεται αυτός ο Γενικός Νόμος; Εκφράζεται με την επίσημη ιδεολογία, που καταλήγει σε έναν κολοσσιαίο ηθικο-κοινωνικό καταναγκασμό. Διαμορφώνει ένα νέο τύπο τρόπου συμπεριφοράς και ζωής. Τελικά καταλήγει στην αόρατη κρατική βία και ηθικό καταναγκασμό. Η ανθρώπινη ενέργεια ελαττώνεται. Ο πολίτης συμμετέχει όλο και λιγότερο στην παραγωγή. Έτσι χάνει, από άλλο δρόμο κι αυτός, σε ανθρωπομονάδες.
Το στοιχείο του Γενικού Νόμου που κυριαρχεί στο σοσιαλιστικό σύστημα, δεν είναι παρά μια μορφή εξουσίας. Στις αρνητικές επιπτώσεις του στη διαμόρφωση των ανθρωπομονάδων θα πρέπει να προστεθούν όλα τα αρνητικά στοιχεία που παρατηρούμε στις κοινωνίες του καπιταλιστικού συστήματος, μιας και, όπως είπαμε η αλλαγή στις σχέσεις εργασίας είχε μόνο ένα «στιγμιαίο» νομικό χαρακτήρα.
Ένας άνθρωπος, χωρίς το αναγκαίο μίνιμουμ σε ανθρωπομονάδες είναι τελικά κουρασμένος σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, ανίκανος να σκεφτεί, να οραματιστεί, να γυμνάσει το μυαλό του, να πάρει αποφάσεις, πρωτοβουλίες, να φτιάξει κάτι δικό του, να δημιουργήσει.
Αυτά ως προς τη σκέψη, το μυαλό. Ως προς την ψυχή του, τα συναισθήματά του, τον εσωτερικό του κόσμο, είναι άδειος από την ενέργεια που δίνει η επαφή μας με την ομορφιά, τη φύση, την τέχνη, την καλή συντροφιά, τις αρμονικές σχέσεις στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, με τους γνωστούς και τους φίλους.
Τέλος, ως προς το σώμα, ο άνθρωπος της πόλης είναι υποχρεωμένος να επαναλαμβάνει καθημερινά τις ίδιες κινήσεις ή να υποβάλλεται στην ίδια ακινησία, στη μεταφορά στο εργοστάσιο, στο κατάστημα, στο γραφείο, ενώ δεν έχει δυνατότητες για άθληση, μακρινούς περιπάτους, εκδρομές μέσα στη φύση. Ο αέρας που αναπνέει γίνεται όλο και πιο μολυσμένος. Δε νιώθει καλά. Η τροφή του, με τα τυποποιημένα προϊόντα, παύει να είναι υγιεινή. Η περίθαλψη στα νοσοκομεία είναι ελλειπής. Πάσχει από μικροαρρώστιες όταν δεν είναι άρρωστος σοβαρά.
Θα πρέπει να δούμε επίσης τι μηνύματα και ποια ερεθίσματα τον περιβάλλουν, τον ενοχλούν, τον επηρεάζουν καθημερινά, από το πρωί ως το βράδυ. Οι διαφημίσεις, ο Τύπος, οι ήχοι και οι μουσικές, το ραδιόφωνο, οι φωνές στους δρόμους και οι κάθε είδους θόρυβοι της πόλης, τέλος, η τηλεόραση. Χιλιάδες μηνύματα, διαφημιστικά, πολιτικά, ερωτικά, αθλητικά, που όμως τα διέπει σχεδόν όλα η ίδια λογική. Η κυρίαρχη λογική του κάθε συστήματος. Ο Γενικός Νόμος της Αγοράς στη Δύση. Ο Γενικός Νόμος της Πολιτικής Θρησκείας στην Ανατολή.
Μπορούμε νομίζω, να φανταστούμε τον μέσο πολίτη της Ευρώπης. Να τον δούμε την ώρα που ξεκινά για τη δουλειά του. Άλλος πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου, άλλος στο σταθμό του μετρό, ενώ κάποιος τρίτος μπαίνει στο ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Γενικά, είναι κουρασμένος από το πρωινό ξύπνημα, νυστάζει, το κεφάλι του είναι μουδιασμένο. Αυτός που οδηγεί, βάζει το ραδιόφωνο. Όποιο σταθμό κι αν ψάξει, θ’ ακούσει την ίδια περίπου τυποποιημένη μουσική της εποχής. Τα ίδια διαφημιστικά σποτς. Το δελτίο καιρού ή τις πολιτικές ειδήσεις σε ρυθμό «χωρίς ανάσα».
Αυτός που ταξιδεύει με το λεωφορείο ή το μετρό, όρθιος ή καθιστός, διαβάζει ανόρεχτα τους τίτλους της εφημερίδας ή κρυφοκοιτάζει την εφημερίδα του διπλανού του. Κανείς δεν βλέπει τον άλλον στα μάτια. Είναι όλοι συνωφρυωμένοι, κατσούφηδες, απελπισμένοι, γιατί σε λίγο θα κλειστούν για οκτώ ολόκληρες ώρες. Δεν τολμούν ακόμα να σκεφτούν, τη στιγμή που θα σχολάσουν. Την ώρα της επιστροφής.
Αν μπει στο λεωφορείο ή στο βαγόνι μια πραγματικά ωραία γυναίκα, τότε οι άντρες ξυπνάνε, γουρλώνουν τα μάτια και τη φαντάζονται, οι περισσότεροι, γυμνή. Μια ωραία γυναίκα γι’ αυτούς δεν είναι παρά ένα γυμνό σώμα στο κρεβάτι, όργανο ερωτικής ηδονής. Γρήγορα όμως συνέρχονται, οι όψεις τους ξαναγίνονται βαριές. «Αυτά είναι όνειρα», σκέφτονται και κατεβάζουν το κεφάλι. Βγαίνουν κατά ομάδες απ’ τους σταθμούς και βαδίζουν για να πάνε στη δουλειά τους.
Ο οδηγός του Ι.Χ. έχει άλλα προβλήματα. Βρίσκει πως τα κόκκινα φανάρια ανάβουν ειδικά γι’ αυτόν. Ο ρυθμός της ροής γίνεται κάθε μέρα και πιο αργός. Αυτές οι συχνές στάσεις, η αργοπορία, του τεντώνουν τα νεύρα. Χτυπά νευρικά με τα δάχτυλα το τιμόνι. Σβήνει το ραδιόφωνο. Το ξανανοίγει. Αγριοκοιτάζει αυτόν που προσπαθεί να τον ξεπεράσει. Είναι έτοιμος για ένα μέτρο ασφάλτου να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Τέλος, έχει πρόβλημα στο parking. Θα βρει θέση; Παρκάρει εξουθενωμένος.
Εξουθενωμένος κλείνει την πόρτα και η μόνη σκέψη που κάνει είναι «πότε θα τελειώσουν αυτές οι ατέλειωτες οχτώ ώρες ώσπου να ξαναβάλω το κλειδί για να ανοίξω την πόρτα και να γυρίσω στο σπίτι…».
Tι περνάει, αλήθεια, απ’ το μυαλό αυτών των ανθρώπων που κατά κοπάδια κατευθύνονται στις δουλειές τους; Τίποτε! Εκτός από τον απόηχο από κάποιο νυχτερινό καβγά, κάποιο πρόβλημα. Ή οι φευγαλέες εντυπώσεις, αν την προηγούμενη νύχτα είδαν στην T.V. κάποιο ενδιαφέρον ματς, σήριαλ ή βιντεοφίλμ.
Το μυαλό είναι κουρασμένο, μουδιασμένο, τρομοκρατημένο μπροστά σε μια ακόμα μονότονη, άχαρη, κουραστική, χωρίς ενδιαφέρον, σε μια κυριολεκτικά χαμένη μέρα απ’ τη ζωή τους. Το μυαλό έχει παραλύσει, καθώς όλες αυτές οι εικόνες, οι αναμνήσεις, οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν αστραπιαία.
Το μυαλό μοιάζει σαν ένα κολοσσιαίο εργοστάσιο με σταματημένες μηχανές. Είναι ακίνητο. Το μυαλό δε δουλεύει. Μήπως όμως δουλεύει η ψυχή, το συναίσθημα;
Και φτάνουμε στη δουλειά. Τις προάλλες πήγα στα καταστήματα FNAC στη rue de Rennes να αγοράσω δίσκους. Περιμέναμε με τη Μυρτώ ουρά στο ταμείο. Κάπου δέκα λεπτά. Όταν έφτασε η σειρά μας, η ταμίας μέτρησε τους δίσκους που διάλεξα γράφοντας στην αριθμομηχανή τις τιμές. Στο τέλος τις άθροισε με μια κίνηση. Η Μυρτώ έβγαλε την μπλε κάρτα. Η ταμίας την έβαλε στο ειδικό μηχάνημα που είναι συνδεδεμένο με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που ελέγχει όλες τις τράπεζες και όλους τους λογαριασμούς. Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, η απάντηση ήταν θετική και γράφτηκε σ’ ένα χαρτάκι που βγήκε απ’ το μηχάνημα. Αφού πληρώσαμε, περάσαμε από την άλλη πλευρά του ταμείου. Κάθισα να παρακολουθήσω την ταμία.
Παρατήρησα πως η πληρωμή γίνεται με τρεις τρόπους. Ο πρώτος, με χρήματα που τα μετρά με γρήγορες κινήσεις. Ο δεύτερος, με τσεκ που το ελέγχει σε ειδικό μηχάνημα. Και ο τρίτος, με την μπλε κάρτα που την περνά στο κομπιούτερ. Οι πελάτες περνάνε συνεχώς, χωρίς το παραμικρό διάλειμμα. Η ταμίας σκυμμένη ελέγχει τα εμπορεύματα, καταγράφει στο κομπιούτερ τις τιμές, τις αθροίζει και κάνει τις εισπράξεις με τους τρεις τρόπους που είδαμε. Όλες οι κινήσεις είναι γρήγορες αλλά καλά υπολογισμένες και σταθερές. Το σώμα της είναι ακίνητο. Δουλεύουν μόνο τα χέρια της και το μυαλό της.
Πόσοι πελάτες περνούν μπροστά της κάθε ώρα; Πόσα εμπορεύματα; Πόσα λεφτά εισπράττει στο οχτάωρο; Τι θα συμβεί αν κάνει λάθος; Ποιά είναι η ευθύνη της και με ποιές συνέπειες; Επομένως δεν εργάζεται μόνο, αλλά έχει και το άγχος μήπως κάνει λάθος. Μήπως δεν δει καλά την τιμή ή μήπως δεν μετρήσει σωστά τα χρήματα.
Η Μυρτώ μου είπε ότι, στα μεγάλα καταστήματα «Βερόπουλου», στο Κουκάκι, η ταμίας γνωρίζει απ’ έξω τις τιμές των εμπορευμάτων.
Ας φανταστούμε τώρα την ταμία αυτή το βράδυ, ύστερα από οχτώ ώρες δουλειάς. Όταν έφυγε το πρωί από το σπίτι της ήταν σχεδόν νύχτα. Ενώ έξω ο ήλιος φωτίζει την πόλη, μέσα στο κατάστημα ο φωτισμός είναι ηλεκτρικός. Ο αέρας κοντισιονέ. Δηλαδή ζει μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα και τεχνητό περιβάλλον. Δεν βλέπει γύρω της. Δεν βλέπει ούτε τους πελάτες, γιατί το μάτι της πρέπει να παρακολουθεί τα εμπορεύματα, μετά τις τιμές και, τέλος, τα χρήματα. Μέσα σε οχτώ ώρες πόσα εμπορεύματα είδε; Πόσες αθροίσεις έκανε; Πόσα χρήματα μέτρησε με το χέρι της; Αυτά τα τρία πράγματα, Εμπορεύματα - Αθροίσεις - Χρήματα, είναι ο κόσμος της για μιαν ολόκληρη μέρα.
Στο διάλειμμα της εργασίας, στην καντίνα, είναι η μοναδική ανθρώπινη στιγμή.
Κουρασμένη για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι θα επακολουθήσει, τρώει ανόρεχτα το σάντουιτς, πίνει με αργές γουλιές το αναψυκτικό, και κάπου κάπου ανταλλάσσει δύο λόγια αδιάφορα με τις διπλανές της. Για τι μιλούν; Προσωπικά προβλήματα, αρρώστιες, ακρίβεια, τα παιδιά τους, οι άντρες τους. Στην καλύτερη περίπτωση θα πουν πως πέρασαν το week-end ή πού θα το περάσουν. Όλα αυτά, μηχανικά, ανόρεχτα, χωρίς ενδιαφέρον. Γιατί η σκέψη της καθεμιάς γυρίζει στα δικά της.
Όταν βγαίνει στο δρόμο, αρχίζει να βραδιάζει. Δύο βήματα στο πεζοδρόμιο. Καμιά βιτρίνα και να η είσοδος του μετρό. Είναι η ώρα της μεγάλης κίνησης. Μπαίνει όπως όπως. Στριμώχνεται. Αφήνει το κορμί της να λικνίζεται στο ρυθμό των τροχών και τις κινήσεις αυτών που μπαινοβγαίνουν. Δεν σκέφτεται τίποτε. Μόνο βιάζεται να φτάσει στο σπίτι.
Αν είναι μητέρα, την περιμένουν νέα καθήκοντα. Κουζίνα, γεύματα, πιάτα, ρούχα, έγνοιες των παιδιών. Μετά είναι ο σύζυγος. Το ίδιο σκοτωμένος κι αυτός, δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Διαβάζει μηχανικά την εφημερίδα του. Τρώνε. Τα παιδιά πλαγιάζουν. Κάθονται για λίγο μπροστά στην T.V. Αν είναι η καθορισμένη μέρα που πρέπει να κάνουν έρωτα, σηκώνονται και πλαγιάζουν. Αν όχι, μένουν λίγο περισσότερο μπροστά στο κουτί. Κάποιος κοιμάται επί τόπου. Δεν αντέχει. Τσακισμένοι βυθίζονται σε ύπνο χωρίς όνειρα, έχοντας το φόβο, από την ώρα που πλαγιάζουν του απαίσιου ήχου απ’ το ξυπνητήρι, που, ως συνήθως, δείχνει άγριες πρωινές ώρες.
Αυτή η περιγραφή δεν είναι φανταστική, ούτε αναφέρεται σε κάποια εξαίρεση. Αφορά το 90% όλων των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες. Τόσο στον καπιταλισμό όσο και στο σοσιαλισμό.
Αν αναλύσουμε σχολαστικά όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή όλα τα επαγγέλματα, θα διαπιστώσουμε ότι όλο και περισσότερο λείπει η προσωπική ζωή, η οικογενειακή ζωή και η κοινωνική συναναστροφή και, φυσικά, λείπει ο χρόνος για πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, για σωματική άσκηση, για περιπλάνηση μέσα στη φύση, ώστε τα μάτια να δουν πράσινο και γαλάζιο. Να δουν τα λουλούδια και τα βουνά. Όλα τα πράγματα που ηρεμούν, ξεκουράζουν και ομορφαίνουν τον εσωτερικό μας κόσμο. Οι πόλεις - όλες ομοιόμορφες - δεν έχουν πια παρά άσφαλτο και γκρίζα κτίρια, χωρίς ενδιαφέρον. Αυτοκίνητα που δημιουργούν έναν συνεχή ρυθμό, παρά φύσιν, που κάνει να τεντώνουν τα νεύρα και να «σπάζουν».
Επειδή ανέφερα τη λέξη ρυθμός, θα πρότεινα να εξετάσουμε την επίδραση που έχουν οι διάφοροι ρυθμοί στη ζωή μας. Και καταρχήν, ένα ερώτημα : Υπάρχει τάχα φυσικός ρυθμός; Υπάρχει - κατά προέκταση - ανθρώπινος ρυθμός; Ο φυσικός ρυθμός είναι πρώτ’ απ’ όλα ο ρυθμός του Σύμπαντος. Η κίνηση των άστρων. Εμάς που κατοικούμε στη Γη, μας επηρεάζει άμεσα η κίνηση μέσα στο ηλιακό σύστημα. Η Γη και ο Ήλιος. Η Γη και η Σελήνη. Απ’ αυτές τις δυο βασικές κινήσεις - ρυθμούς, πηγάζει η έννοια του Χρόνου. Καθώς και η έννοια της Αρμονίας. Τεράστιοι όγκοι, όπως η Γη, η Σελήνη, ο Άρης, ο Κρόνος, η Αφροδίτη, χορεύουν ένα μπαλέτο με ακρίβεια δευτερολέπτων. Είναι η Αρμονία! Απ’ αυτούς τους ρυθμούς και τις σχέσεις γεννιούνται η Νύχτα και η Μέρα. Γεννιούνται οι Εποχές.
Η Βιομηχανική Εποχή παραβιάζει - βιάζει -, σκοτώνει το φυσικό ρυθμό. Δε λαβαίνει καθόλου υπόψη της την ανάγκη του ανθρώπου να εναρμονίζεται με το ρυθμό των άστρων, του ηλιακού συστήματος, της μέρας και της νύχτας, της Σελήνης, της Άνοιξης και του Θέρους, του Φθινόπωρου και του Χειμώνα.
Όμως δεν πρόκειται μόνο για το φυσικό ρυθμό που μας περιβάλλει. Είναι και ο δικός μας, ο εσωτερικός ρυθμός, που καθορίζεται βασικά από τους χτύπους της καρδιάς μας. Με βάση το ρυθμό της καρδιάς, γίνονται μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό χίλιες δυο πολύπλοκες λειτουργίες, κινήσεις, που όμως όλες εναρμονίζονται με τον κυρίαρχο εσωτερικό ρυθμό. Ιδιαίτερη σημασία έχει το νευρικό σύστημα, που ξεκινά και καταλήγει στα τρισεκατομμύρια κύτταρα του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Χωρίς να είμαι γιατρός ή βιολόγος, στηριζόμενος μόνο στην απλή λογική, συμπεραίνω ότι το νευρικό μας σύστημα δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται και να λειτουργεί με βάση, τόσο τον εσωτερικό - ανθρώπινο - ρυθμό, όσο και τον εξωτερικό - φυσικό - ρυθμό. Με άλλα λόγια βλέπω μια τέλεια αρμονική σχέση ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ρυθμούς, που εξασφαλίζουν την αρμονική ανάπτυξη και πόρευση του ανθρώπου μέσα στη φύση και στη ζωή. Θεωρώ λοιπόν το σεβασμό στο Ρυθμό σαν το θεμέλιο για τη δημιουργία ανθρωπομονάδων.
Όμως είδαμε ότι η βιομηχανική εποχή εκτροχιάζει τον άνθρωπο από τον φυσικό και τον ανθρώπινο ρυθμό. Επομένως η καταστροφή των ανθρωπομονάδων ξεκινά απ’ τη στιγμή που οι σχέσεις και οι ρυθμοί που επιβάλλουν οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, δημιουργούν τον πολίτη-στρατιώτη της παραγωγής. Ο βιομηχανικός άνθρωπος είναι ο πειθαρχημένος, ο καταπιεσμένος, ο ρομποτοποιημένος στρατιώτης του γραφείου και του εργοστασίου, που το σύστημα τον έχει ξεριζώσει από το χώμα του φυσικού ρυθμού, επιβάλλοντάς του τους ρυθμούς της παραγωγής. Δηλαδή των μηχανών στο εργοστάσιο, των μεταφορικών μέσων στο δρόμο. Των καταναγκασμών στο σχολείο, στο στρατώνα και στο γραφείο, που τον εκτροχιάζουν από τον φυσικό εσωτερικό του ρυθμό.
Αυτό το άγριο πρωινό ξύπνημα, το τροχάδην στο πλύσιμο, στο φαγητό, στους δρόμους. Που τα διαδέχεται η ανία της υποχρεωτικής κοινωνικής, χωρίς προσωπικό ενδιαφέρον, μονότονης εργασίας. Το τροχάδην στις διαφημίσεις, στα γεγονότα, στις ειδήσεις. Το συνεχές ανακάτωμα των «μηνυμάτων». Απεργίες, μάχες, πολύνεκρα ατυχήματα, πολιτικές συναντήσεις, ματς, ωραίες γυναίκες, γυμνές στις διαφημίσεις, βομβαρδισμένα τοπία, αστυνομικοί, με γκλομπς, όλων των εθνοτήτων, δεξιώσεις με υπέροχες νυχτερινές τουαλέτες, διαφημίσεις απορρυπαντικών, Ρήγκαν - Γκορμπατσόφ, ΜΑΤ που κυνηγούν νεαρούς στα γήπεδα, υπουργικό συμβούλιο, πορεία εργαζομένων, διαφήμιση παιδικών τροφών, παιδιά σκελετωμένα, κούρσες αυτοκινήτων, δηλώσεις πρωθυπουργού, διαφήμιση κόκα-κόλα - χιλιάδες καθημερινά «μηνύματα» που τα νεύρα τα ανεβοκατεβάζουν, προσπαθώντας να τα τοποθετήσουν σε μια γωνιά του εγκεφάλου. Όμως, αυτός τι να κρατήσει και τι να απορρίψει; Και γιατί να κρατήσει και γιατί να απορρίψει; Θέλω να πω, με ποιό κριτήριο; Ποιά κρίση, ποιό όφελος; Ποιά σημασία; Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος εγκέφαλος - αυτό το αριστούργημα της δημιουργίας - καταντά κέντρο διερχομένων, ένας σκουπιδότοπος, στην κυριολεξία, όπου τελικά τα σκουπίδια ξεχειλίζουν και πνίγουν τη λειτουργικότητά του, δηλαδή τη σκέψη.
Έχουμε, δηλαδή, δύο βασικές παραβιάσεις. Η πρώτη αφορά τους απάνθρωπους ρυθμούς με τους οποίους εισβάλλουν τα «μηνύματα» στο νευρικό σύστημα κι από κει στον εγκέφαλο. Και η δεύτερη, η ποιότητα των «μηνυμάτων». Είναι όλα τόσο ανακατωμένα, απροσδόκητα, ανόμοια, παράλογα, ανεξήγητα, που τελικά καταλήγουν στο τίποτα. Στο χάος. Και να σκεφτούμε ότι αυτή είναι η καθημερινή «τροφή» ενός σύγχρονου νευρικού συστήματος και εγκεφάλου.
Επομένως, ποιές και πόσες ανθρωπομονάδες μπορεί να υπάρξουν, ύστερα από όλη αυτή την ανωμαλία; Nομίζω καμιά.
Ο φυσικός ρυθμός και η φυσική αρμονία, από τα οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος, διαταράσσονται σφοδρά και από άλλους δύο κοινωνικούς καταναγκασμούς : Tη βία και την πειθαρχία. Πίσω από την επιβαλλόμενη εξωτερικά πειθαρχία, βρίσκεται πάντα η βία : είτε άμεσα είτε σαν απειλή. Και όταν λέμε βία, θα πρέπει να λέμε και φόβος. Από κει και πέρα αρχίζει μια αλυσίδα καταπιεσμένων συναισθημάτων και ψυχικών τραυματισμών, που μας οδηγούν στην ανασφάλεια κι από κει στη μοναξιά. Και είναι φοβερό πράγμα να νιώθει κανείς μόνος και ανασφαλής, μέσα σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο τερατώδης. Το φοβισμένο και μοναχικό άτομο, είναι περιττό να πούμε πως έχει αδειάσει από ανθρωπομονάδες. Η ανθρώπινη ενέργεια που διαθέτει είναι μηδέν.
Η πειθαρχία ξεκινάει με το πρωινό ξυπνητήρι, που σηματοδοτεί μια ατέλειωτη σειρά από πράξεις που πρέπει να γίνουν μέσα στη μέρα, μόνο και μόνο γιατί «έτσι πρέπει». «Έτσι πρέπει», όμως, από ποιόν και για ποιόν; Η βία και η πειθαρχία ξεκινούν μέσα από την ίδια την οικογένεια. Από την υποταγή της γυναίκας στον άντρα. Και των παιδιών στους γονείς. Το μωρό μεγαλώνει με μια ατέλειωτη γκάμα από «μη» - από αρνήσεις, στερήσεις, απαγορεύσεις - που το προετοιμάζουν «για τη ζωή». Όμως, ποιά ζωή;
Πρώτα απ’ όλα, για το Σχολείο. Ας δούμε τι λέει ο Άλβιν Τόφλερ, σχετικά με την εκπαίδευση.
Η ΚΡΥΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Καθώς η εργασία εγκατέλειπε τα χωράφια και τα σπίτια, τα παιδιά έπρεπε να προετοιμάζονται για τη ζωή στο εργοστάσιο. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες ορυχείων και εργοστασίων της εκβιομηχανιζόμενης Αγγλίας διαπίστωσαν - όπως έγραψε ο Άντριου Ουρ το 1835 - ότι ήταν «σχεδόν αδύνατο να μεταβάλουν άτομα που είχαν περάσει την ηλικία της εφηβείας, είτε προέρχονταν από αγροτικά ή χειρωνακτικά επαγγέλματα, σε χρήσιμα βιομηχανικά χέρια». Αν ήταν δυνατό να προετοιμαστούν οι νέοι για το βιομηχανικό σύστημα, αυτό θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια τα προβλήματα της βιομηχανικής πειθαρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμη βασική δομή των κοινωνιών του Δευτέρου Κύματος : η μαζική εκπαίδευση.
Βασισμένη στο εργοστασιακό πρότυπο, η μαζική εκπαίδευση δίδασκε βασικά ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, λίγη ιστορία και άλλα θέματα. Αυτή ήταν η «ανοικτή εκπαίδευση». Αλλά κάτω απ’ αυτή υπήρχε μια αθέατη ή «κρυφή εκπαίδευση» που ήταν περισσότερο βασική. Την αποτελούσαν - κι ακόμη την αποτελούν στα περισσότερα βιομηχανικά κράτη - τρία στάδια : ένα για την ακρίβεια, ένα για την πειθαρχία κι ένα για τη συνεχή εργασία. Η βιομηχανική εργασία χρειαζόταν εργάτες που θα εμφανίζονταν στην ώρα τους. Χρειαζόταν εργάτες που θα έπαιρναν εντολές από μια διευθυντική ιεραρχία χωρίς πολλές ερωτήσεις. Και χρειαζόταν άντρες και γυναίκες προετοιμασμένες να δουλέψουν στις μηχανές ή στα γραφεία, εκτελώντας κτηνωδώς δουλειές. Έτσι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, καθώς το Δεύτερο Κύμα κατάκλυζε τη μια χώρα μετά την άλλη, διαπίστωνε κανείς μια αδιάκοπη εκπαιδευτική πρόοδο : τα παιδιά άρχιζαν το σχολείο σε όλο και μικρότερη ηλικία, το σχολικό έτος γινόταν όλο και μεγαλύτερο (στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά 35% από το 1878 μέχρι το 1956) και ο αριθμός των ετών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συνεχώς αυξανόταν.
Η μαζική δημόσια εκπαίδευση ήταν καθαρά ένα ανθρωπιστικό βήμα προς τα μπρος. Όπως διακήρυξε μια ομάδα μηχανικών και εργατών στην πόλη της Νέας Υόρκης το 1829 «μετά από τη ζωή και την ελευθερία, θεωρούμε την εκπαίδευση σαν τη μεγαλύτερη ευλογία που γνώρισε ποτέ το ανθρώπινο γένος». Ωστόσο, τα σχολεία του Δευτέρου Κύματος μετέτρεψαν τη μια μετά την άλλη τις γενιές των νέων σε πειθαρχημένη εργατική δύναμη του τύπου που χρειαζόταν η ηλεκτρομηχανική τεχνολογία.
Συνδυαζόμενα, η πυρηνική οικογένεια και το σχολείο εργοστασιακού τύπου αποτελούσαν μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την προετοιμασία των νέων ώστε ν’ αναλάβουν τους ρόλους τους στη βιομηχανική κοινωνία. Και απ’ αυτήν την άποψη, οι κοινωνίες του Δευτέρου Κύματος, καπιταλιστικές ή κομμουνιστικές, βόρειες ή νότιες, ήταν όλες όμοιες».
Εγώ θα προσέθετα, ότι η σύγχρονη εκπαίδευση, εκτός από όσα μας λέει ο Τόφλερ, δηλαδή την αγωγή και την ακρίβεια, την πειθαρχία, τη συνεχή εργασία, την υποταγή στις εντολές που έρχονται από τη διευθυντική ιεραρχία και την προετοιμασία για τις «κτηνώδεις» δουλειές, προετοιμάζει τους μέλλοντες «στρατιώτες της παραγωγής» και για το άχρηστο. Τους διδάσκουν να κάνουν εργασίες εντελώς αδιάφορες και άχρηστες, με την έννοια ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη φύση και τις ανάγκες (κυρίως πνευματικές και ψυχικές) και τις δυνατότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ένα ανθρώπινο ον αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα θαύμα της δημιουργίας. Είναι προικισμένο με φοβερά δώρα : σώμα, χέρια, πόδια, όραση, ακοή, όσφρηση και, κυρίως, σκέψη και κρίση. Έχει συναισθήματα. Φαντασία. Και νιώθει βαθιά μέσα του την ανάγκη της δημιουργίας. Αυτό το ον - το τόσο προικισμένο - είναι έτοιμο να τρέξει μέσα στη ζωή, να χαρεί, να δει, να γνωρίσει, ν’ αγαπήσει.
Πώς είναι δυνατόν αυτό το ον να το κλείσεις, και μάλιστα εθελοντικά, μέσα σ’ ένα γραφείο, να το βάλεις να κάθεται μπροστά σε μια γραφομηχανή, όπου με τα δυο του χέρια - που για να γίνουν και να λειτουργήσουν όπως λειτουργούν χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια βιολογικής εξέλιξης - να γράφει κείμενα που δεν το αφορούν; Αυτό το θαύμα το πραγματοποιεί η πειθαρχία στο σπίτι και στο Σχολείο. Το κατορθώνει η «μαζική εκπαίδευση».
Όσο γράφω αυτές τις γραμμές, νιώθω ν’ ακούγεται όλο και πιο πολύ το ερώτημα : «Μα, τέλος πάντων, πώς θα ζήσει η κοινωνία αν λείψει η πειθαρχία και αν λείψουν όλες αυτές οι αδιάφορες έως κτηνώδεις εργασίες;».
Να ένα κολοσσιαίο πεδίο για έρευνα. Δηλαδή, γιατί χρειάστηκαν έως σήμερα όλες αυτές οι θυσίες, και αν και πόσο μας ωφέλησαν. Ας θυμηθούμε μόνο τα παιδιά των 10-12 χρόνων που τα κατέβαζαν στα ορυχεία της Αγγλίας και τα δένανε με σχοινιά, για να τραβούν τα καρότσια που ήταν φορτωμένα με κάρβουνο, επί 14 ώρες την ημέρα. Όσα επιχειρήματα κι αν ακουστούν για τη λογική της «ανθρώπινης προόδου», εμένα προσωπικά δεν θα με πείσουν ποτέ πως για να πάει η ανθρωπότητα, δήθεν, μπροστά, θα πρέπει να βασανίζουμε τα παιδιά.
Και τελικά πού φτάσαμε; Να, η Ευρώπη σήμερα έχει όλα τα χαρακτηριστικά της προηγμένης κοινωνίας. Ας την αναλύσουμε λοιπόν. Όχι γενικά και αόριστα˙ με αριθμούς και γενικότητες. Αλλά συγκεκριμένα. Ας εφαρμόσουμε μιαν άλλη κοινωνιολογία. Μια πρακτική, μιαν εξατομικευμένη κοινωνιολογία.
Ας παρακολουθήσουμε διάφορα άτομα όλων των κατηγοριών, όλων των τάξεων και των επαγγελμάτων. Όμως να τα παρακολουθήσουμε σχολαστικά, στην καθημερινή τους ζωή. Για να δούμε τελικά πώς ζουν, πώς συμπεριφέρονται, τι προσφέρουν και τι παίρνουν. Και κυρίως να μάθουμε τι γίνεται με τον περίφημο «ανθρωπισμό» τους. Δηλαδή, η σύγχρονη κοινωνία τους εφοδιάζει με τις απαραίτητες ανθρωπομονάδες, ώστε να χαρούν τη φύση, τον έρωτα, τη φιλία, την οικογένεια, την τέχνη; Λειτουργούν σαν όντα προικισμένα με νου, σκέψη και φαντασία; Έχουν συνείδηση ότι είναι οι κληρονόμοι της ανθρώπινης σκέψης, ιδιαίτερα σε πνευματικά έργα αθάνατα, που γυμνάζουν το νου, τρέφουν τη φαντασία, πλαταίνουν τα σύνορα του ψυχικού κόσμου, βαφτίζουν ολόκληρο το είναι στα νάματα του ωραίου, αυτού που μας οδηγεί στα πέρατα της πραγματικής ελευθερίας και ευτυχίας;
Με άλλα λόγια, αυτόν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «άνθρωπο», γίνεται άνθρωπος μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας; Ή, αντίθετα, αυτή η κοινωνία ξέφυγε από τον άνθρωπο, έγινε αυτοσκοπός, εξυπηρετεί μόνο μια χούφτα φιλόδοξα, άπληστα και ασφαλώς παρανοϊκά άτομα, που κατορθώνουν να υποτάσσουν στους Γενικούς Νόμους (ελεύθερη αγορά - πολιτική θρησκεία) το σύνολο του πληθυσμού;
Όμως, με ποιό τίμημα;
Είδαμε μερικά παραδείγματα, και θα μπορούσαμε ασφαλώς να αναφερθούμε και σε πολλά άλλα. Όμως το συμπέρασμα έχει ήδη βγει : ο άνθρωπος όχι μόνο δεν γίνεται αυτό που λέμε «άνθρωπος», αλλά η καθημερινότητα τον καταδικάζει να γίνεται όλο και περισσότερο «φυτό». Όχι με την έννοια του δέντρου, που στο κάτω κάτω χαίρεται αυτό που είναι - φτάνει να μην το αγγίζουν οι άνθρωποι -, αλλά ενός όντος ανώτερου που το υποχρεώνουν να μη χρησιμοποιεί τα θεία δώρα της δημιουργίας : Το υπέροχο σώμα, τον μοναδικό νου και τον ψυχικό κόσμο, που δεν θα τον βρούμε σε κανένα άλλο γήινο πλάσμα, παρά μόνο στον άνθρωπο.
Ώστε η λεγόμενη εξέλιξη, οι λεγόμενες προηγμένες χώρες, δημιουργούν σήμερα θλιβερά όντα. Ουσιαστικά εθελοντές στρατιώτες εφ’ όρου ζωής, κατάδικους διά βίου, δεμένους στο μαγγανοπήγαδο της παραγωγής. Πειθαρχημένους και καταφοβισμένους γονείς, παιδιά, καθηγητές και μαθητές, αξιωματικούς και στρατιώτες, ιδιοκτήτες και εργαζόμενους.
Εκατοντάδες εκατομμύρια κατάδικοι προχωρούν καθημερινά. Στοιβάζονται σε αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, γραφεία, καταστήματα, σχολεία και εργοστάσια. Το χρώμα που τους περιβάλλει, γκρίζο. Το χρώμα που έχουν μέσα τους, γκρίζο. Ευτυχισμένοι μόνο όσοι έχουν έγχρωμη τηλεόραση…
Μερικοί πιστεύουν πως μέσα στις συνθήκες μιας σύγχρονης - προηγμένης τεχνολογικά - κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του φόρτου και των καταναγκασμών που δέχεται καθημερινά ο εργαζόμενος, ο ανώτατος χρόνος κοινωνικής εργασίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες. Πολλά τεστ έχουν αποδείξει ότι μετά τις τέσσερις ώρες συνεχούς εργασίας μειώνεται η δύναμη του εργαζόμενου. Στις υπόλοιπες τρεις ή τέσσερις ώρες, η προσφορά του ισοδυναμεί με λιγότερο από μισή ώρα πραγματικής απασχόλησης.
Έχουμε λοιπόν μερικές δεκάδες εκατομμύρια, στην Ευρώπη, που εργάζονται εντατικά το πρώτο τετράωρο, ενώ στον υπόλοιπο χρόνο δεν αποδίδουν ή αποδίδουν λίγα πράγματα, παραμένοντας εν τούτοις υποχρεωτικά καθηλωμένοι στους χώρους δουλειάς. Από την άλλη πλευρά έχουμε 12-17 εκατομμύρια ανέργους που μένουν στο σπίτι τους, χωρίς να εργάζονται. Η Δυτική Γερμανία τους δίνει 60 δισ. μάρκα αποζημίωση, για να μη δουλεύουν. Ποιός τα δίνει; Οι κεφαλαιούχοι, αφού τελικά αυτούς εξυπηρετεί η στρατιά των ανέργων; Σαν εφεδρεία και σαν απειλή επάνω στους εργαζόμενους να μη ζητούν πολλά; Όχι! Η αποζημίωση επιβαρύνει ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο! Δηλαδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πληρώνουν τους ανέργους, για να είναι φρόνιμοι και λογικοί απέναντι στο Κεφάλαιο…
Ερώτησα στο Τύμπιγκεν, κατά τις εργασίες του Α΄ Συνεδρίου «Κουλτούρα της Ειρήνης», έναν υπεύθυνο των γερμανικών συνδικάτων, σε δημόσια συζήτηση :
«Γιατί μ’ αυτά τα 60 δισ. μάρκα δεν ζητάτε να συμμετέχουν οι σημερινοί άνεργοι στην παραγωγή; Ας δουλεύουν λιγότερο, αφού η αποζημίωση δεν καλύπτει ένα πλήρες μεροκάματο. Ας εργασθούν λ.χ. δύο ώρες. Με τον όρο όμως αυτές οι δύο ώρες να αφαιρεθούν από τους υπόλοιπους. Όχι φυσικά σε όφελος των ιδιοκτητών. Αλλά των ίδιων των εργαζομένων.
Με άλλα λόγια, αν οι σημερινοί άνεργοι με την αποζημίωση των 60 δισ. οφείλουν να εργασθούν δύο ώρες την ημέρα, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι να δουλέψουν 4, 5, 6 ώρες, ανάλογα με το πόσο δουλεύουν σήμερα. Εφόσον είναι το κοινωνικό σύνολο που επιβαρύνεται, ας είναι λοιπόν το κοινωνικό σύνολο που θα ωφελείται, από τη μερική συμμετοχή των σημερινών ανέργων στην παραγωγή».
«Όχι», μου απάντησε. «Δεν δεχόμεθα να υπάρχουν εργάτες που να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται λιγότερο…».
Είναι οπωσδήποτε ένα δύσκολο πρόβλημα. Γιατί θα υπάρξουν αμέσως δύο κατηγορίες εργαζομένων. Όμως, να που ήδη υπάρχει η κατηγορία των ανέργων. Πώς δεχόμαστε τους ανέργους; Πώς δεχόμαστε, οι εργαζόμενοι - και όχι το κεφάλαιο - να πληρώνουν τους ανέργους; Και με ποιό όφελος; Αφού, έτσι κι αλλιώς, το κοινωνικό σύνολο επιβαρύνεται με την αποζημίωση που παίρνουν οι άνεργοι, γιατί να μην ωφελείται το ίδιο το κοινωνικό σύνολο, δουλεύοντας δύο ή τρεις ώρες λιγότερο, χωρίς να μειωθεί η αμοιβή τους;
Ναι, είναι δύσκολα προβλήματα. Όμως το πιο δύσκολο είναι, νομίζω, να ξεφύγουμε από τις πεπατημένες λύσεις και συνταγές για να προχωρήσουμε σε νέες λύσεις.
Νομίζω ότι η αρχή θα πρέπει να γίνει με τον καθορισμό ενός ανώτατου χρόνου εργασίας, κατά κλάδο, μέσα στον οποίο ο εργαζόμενος αποδίδει, χωρίς να συνθλίβεται κάτω από το βάρος της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής κόπωσης. Ας πούμε λοιπόν πως αυτός ο χρόνος της κοινωνικής, υποχρεωτικής εργασίας είναι τέσσερις ώρες.
Και τότε, θα ρωτήσει κανείς : Τι θα γίνει με τις τιμές; Τι θα γίνει με τους κεφαλαιούχους, που θα είναι υποχρεωμένοι, είτε να μειώσουν την παραγωγή, ενώ θα δίνουν για μισθούς και μεροκάματα τα ίδια λεφτά, ή θα είναι υποχρεωμένοι να διπλασιάσουν το προσωπικό τους, διπλασιάζοντας και τα ημερομίσθια;
Θα είναι έτσι όμως τα πράγματα; Φυσικά, αν τα δει κανείς στατικά, αν δηλαδή σήμερα θελήσει κάποιος να μειώσει τις ώρες εργασίας κατά 50% - ας υποθέσουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο - είναι βέβαιο πως η οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα. Οι τιμές θα φτάσουν σε μεγάλα ύψη με αποτέλεσμα να μειωθεί η αμοιβή των εργαζομένων. Οπότε, μαζί με τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά 50%, θα υπάρξει και μείωση της αγοραστικής αξίας επίσης κατά 50%. Έτσι, το τετράωρο καταντά δώρο άδωρο.
Επομένως, αυτή τη μείωση του χρόνου απασχόλησης θα πρέπει να τη δούμε μέσα σε μια προοπτική κατά την οποία θα πρέπει να γίνει μια σειρά από βαθιές αλλαγές. Όπως λ.χ. η ρομποτοποίηση - αυτοματοποίηση της εργασίας και για ποιον θα λειτουργεί. Ποιόν θα ωφελεί; Τον εργαζόμενο ή τον ιδιοκτήτη; Οι κεφαλαιούχοι στην Ευρώπη θα πρέπει να δεχτούν τουλάχιστον αυτήν την επαναστατική αρχή κατά την οποία τα σύγχρονα προϊόντα της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας ανήκουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο.
Νομίζω όμως πως άρχισα ανάποδα τη σκέψη μου. Δηλαδή, θα πρέπει να πω, κι αυτό λέω και υπογραμμίζω, ότι το κοινωνικό σύνολο με πρωτοπορία τους εργαζόμενους - στην Ευρώπη - θα πρέπει να απαιτήσει ώστε η σύγχρονη τεχνολογία - ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ρομπότ, αυτοματισμός - να περιέλθει στην ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου. Δεν πρόκειται να εθνικοποιήσουμε ή μάλλον να κρατικοποιήσουμε τα εργοστάσια. Μονάχα να συμφωνήσουμε πως όπου εφαρμόζεται η νέα τεχνολογία με αποτέλεσμα τη μείωση εργασίας, αυτή η μείωση να γίνεται υπέρ των εργαζομένων, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου, και όχι υπέρ του εργοδότη.
Κι αυτό γιατί η κοινωνία σήμερα είναι αρκετά ώριμη και δυνατή ώστε να θεσμοθετήσει την κοινωνικοποίηση της ανθρώπινης και, επομένως, της κοινωνικής ιδιοφυΐας. Γιατί οι επιστήμονες που εφευρίσκουν τα νέα, υπερσύγχρονα, μέσα παραγωγής είναι κομμάτι αναπόσπαστο του κοινωνικού συνόλου, και όχι του κεφαλαιούχου που τους συντηρεί και τους πληρώνει για να πειραματίζονται και για να ανακαλύπτουν.
Και για να του αφαιρέσουμε κι αυτό το επιχείρημα θα πρέπει στην Ευρώπη να θεσμοθετηθεί και να επιχορηγηθεί από το κοινωνικό σύνολο η Επιστημονική Έρευνα. Με άλλα λόγια, να κοινωνικοποιηθεί το Τραστ των Εγκεφάλων. Να κοινωνικοποιηθεί η Επιστημονική Έρευνα, ώστε όλα τα προϊόντα της να ανήκουν σε όλους τους Ευρωπαίους. Να λοιπόν ένα στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, στην πορεία και προετοιμασία για τη μείωση του χρόνου εργασίας.
Ένα άλλο είναι η μείωση του καταναλωτισμού. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο θα χρειαστεί μια σοβαρή προετοιμασία, γιατί όπως ξέρουμε τα 9/10 των διαφημιστικών μηνυμάτων που δέχεται σήμερα ο μέσος Ευρωπαίος εξυπηρετούν το πνεύμα της υπερκατανάλωσης. Δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις καταναλώνουμε ίσως και 50% παραπάνω από τις πραγματικές μας ανάγκες. Κι αυτό γιατί μας το επιβάλλει η διαφήμιση που καταφέρνει να δημιουργεί μέσα μας μιαν άλλη παράλληλη συνείδηση. Τη συνείδηση του τέλειου καταναλωτή. Η εξατομικευμένη κοινωνιολογία θα πρέπει να εξετάσει, περίπτωση με περίπτωση, πόσα και ποιά αγαθά έχει ανάγκη ο καταναλωτής και πόσα και ποιά αγοράζει επιπλέον, μόνο και μόνο γιατί του το επιβάλλει η διαφήμιση.
Αυτή η σπατάλη έχει και μια άλλη πλευρά. Δηλαδή το ότι ο μέσος Ευρωπαίος καταναλώνει πολύ περισσότερο από τις πραγματικές του ανάγκες, τη στιγμή που ο μέσος Αφρικανός λ.χ. δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις στοιχειώδεις του ανάγκες. Αυτή είναι μια άλλη διάσταση της αυριανής Ευρώπης. Γιατί δεν είναι μόνο ανήθικο αλλά και επικίνδυνο να κλείσεις τα μάτια σου κάνοντας πως αγνοείς αυτό που γίνεται σήμερα. Οι τρεις υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση και η Ευρώπη θα πρέπει να συνεργαστούν, ώστε ένα μέρος του δικού τους πλούτου να πηγαίνει κανονικά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου έως ότου ορθοποδήσουν και σταθούν στα δικά τους πόδια.
Πώς θα χτυπήσουμε τον υπερκαταναλωτισμό; Με αστυνομικά μέτρα; Με απαγορεύσεις; Όχι, βεβαίως. Είδαμε ότι τα οικονομικά μονοπώλια έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια «νέα συνείδηση». Αυτό δείχνει ότι η μάχη θα πρέπει να δοθεί μέσα στην ίδια τη συνείδηση των ανθρώπων. Πώς; Με την αποκατάσταση των ανθρώπινων αξιών. Φτάνουμε έτσι στην καρδιά του προβλήματος. Δηλαδή στο πρόβλημα της παιδείας, της αγωγής, του πολιτισμού. Δεν μπορούμε να χτυπήσουμε τον υπερκαταναλωτισμό γιατί στηρίζεται πάνω στην κολακεία του ανθρώπινου εγωισμού, των αδυναμιών μας, της υπανάπτυξής μας, της ανασφάλειάς μας και της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου.
Επομένως, για να πάμε στη ρίζα του κακού χρειάζεται να μελετήσουμε και να εκπονήσουμε δύο μοντέλα : ένα μοντέλο μιας εντελώς νέας παιδείας, ανθρωποκεντρικής. Και ένα μοντέλο μιας νέας κουλτούρας, που να σπάει τα φτιαχτά σύνορα που τη χωρίζουν σε ελιτίστικη και λαϊκή, δηλαδή μιας σύγχρονης ενιαίας κουλτούρας, που από τη μια μεριά να συμφιλιώσει τον σύγχρονο πολίτη με την παγκόσμια πνευματική - καλλιτεχνική κληρονομιά κι από την άλλη να του δώσει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με μια σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία - τελετουργία, που να τον εκφράζει απολύτως.
Παρακολούθησα στο Bercy έναν Άγγλο συνθέτη - τραγουδιστή της ΡΟΡ. Η αίθουσα εντυπωσιακή. Είχε γεμίσει από 15.000 θεατές - ακροατές, με μέση ηλικία 20-25 χρονών. Ήταν μια σύγχρονη τελετουργία. Τρεις παράγοντες λειτουργούσαν παράλληλα :
1) H BIOMHXANIA ΘΕΑΜΑΤΟΣ - ΑΚΡΟΑΜΑΤΟΣ (Δίσκοι, Τ.V., Ραδιόφωνο, Video, Αίθουσες Συναυλιών κ.λπ.), 2) Η Μουσική ΡΟΡ, και 3) Η Νεολαία.