Το χρέος απέναντι στην ιστορία και απέναντι στα όνειρα - του Χριστόφορου Δ. Ἀργυρόπουλου
28.04.2011
Εἶναι γιατί γαλουχήθηκα μέ Ρήγα, Σολωμό
καί Κάλβο, γι’ αὐτό αἰσθάνθηκα σάν βιολογική,
θά ’λεγα, ἀνάγκη τήν κραυγή νά γεννιέται μέσα μου
καί νά μέ προστάζει.
Ι
Η ζωή, το έργο και η δράση τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, ὅπως ἀναπτύσσονται στό μουσικό, λογοτεχνικό καί πολιτικό πεδίο, ὁρίζονται ἀπό δύο ἀντίρροπες δυνάμεις. Ἀπό τή μιά εἶναι ἡ αὐστηρότητα, ἡ ἀφιέρωση καί ἡ πνευματικότητα πού ὁρίζουν τή βυζαντινή ἁγιογραφία. Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχει ἡ ἀπελευθερωτική, διονυσιακή καί πρωτοπόρα δημιουργικότητα. Ἡ ἐναρμόνιση τῶν δύο ἰσχυρῶν τάσεων πραγματοποιεῖται στή βάση τοῦ καθήκοντος: ὁ Μίκης αἰσθάνεται δεσμευμένος ἀπό τό χρέος. Τόσο ἀπέναντι στήν ἱστορία ὅσο καί ἀπέναντι στήν «κραυγή» – δηλαδή στήν ἐπιταγή νά ὑπερασπιστεῖ τά ὄνειρά του.
Γι’ αὐτό κάθε ἐπαφή μέ τό πολύτροπο ἔργο του, τόν περιπετειώδη βίο καί τούς ἰδεολογικούς καί πολιτικούς ἀγῶνες του προσφέρει τήν εὐκαιρία ναστοχασμοῦ καί ἀναθεώρησης τοῦ κόσμου, τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς ζωῆς, τῶν «μερῶν» δηλαδή τῆς ἁρμονικῆς ἑνότητας τοῦ «ὅλου». Ἑνός συνόλου πού, στήν περίπτωση τοῦ Μίκη, ἀπαρτίζεται ἀπό «τά ὑλικά μέ τά ὁποῖα εἶναι φτιαγμένα τά ὄνειρα»: τήν ἐλευθερία καί τή δικαιοσύνη, τόν ἔρωτα καί τή συντροφικότητα, τό λογικό ἐπιχείρημα καί τήν ἀναπολόγητη πίστη, τή ματαίωση τῶν ἐλπίδων, ἀλλά καί τήν ἀντίσταση σέ ὅσα σκιάζουν τήν ὡραιότητα πού προσφέρει ἡ ἀγάπη. Ἡ συνεχής πνευματική, κοινωνική, πολιτική προσπάθεια τοῦ Μίκη εἶναι ἀγώνας χάριν αὐτῆς τῆς δημιουργοῦ ἀγάπης, πού θεμελιώνει τή βιοθεωρία του στό Τραγούδι τοῦ νεκροῦ ἀδερφοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος τό ἐξηγεῖ: «Οἱ ἰδέες ἔχουν τή δύναμη νά ὁδηγήσουν στό σπάσιμο ὅλων τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπινων δεσμῶν:
τῆς συγγένειας, τῆς φιλίας, τοῦ ἔρωτα. Εἶναι ἕνα ξεπέρασμα τῆς φύσης μέ δύο ὄψεις. Εἶναι μία νίκη πάνω στή φύση, ἀλλά καί μιά περιφρόνηση ἀπέναντι στή φύση». Ὁ σεβασμός πρός τούς «ἁπλούς ἀνθρώπινους δεσμούς» καί τή φύση ἀποκαθίστανται, ὅταν «ὁ λαός μας, ἥρωας μαζί καί θεατής τῶν ἴδιων τῶν παθῶν του», συμφιλιώνεται.
Ὅλα ὅσα προσφέρει ὁ ἐργώδης αὐτός ὀνειροπλάστης ἀνθοφοροῦν, καρπίζουν, χαρίζουν τό χρῶμα, τό ἄρωμα, τή γεύση γεγονότων πού στοιχειώνουν τήν ἱστορική μνήμη. Τό ἔργο του δοξολογεῖ ὅσους ἀνώνυμους ἀγάπησαν παράφορα τήν ἐλευθερία, τήν ὀμορφιά, τή δικαιοσύνη, ὅσους τίμησαν τήν ἱκανότητα τοῦ ἔλλογου ὄντος νά ἀποφασίζει ἀδέσμευτα καί ὑπεύθυνα. Ὅπως ὑπῆρξε πάντοτε ὁ ἴδιος, οἱ ἀγωνιστές τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης καί τῆς ἀντίστασης στή χούντα, πού πίστεψαν σέ μιά ἄλλη, εὐτυχισμένη Ἑλλάδα καί σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο φιλίας, εἰρήνης, συνεργασίας καί σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά μέλη τῆς οἰκουμενικῆς κοινότητας. Ὁ Μίκης ὑπερασπίζεται τόν ἀγώνα τῶν ἀνθρώπων νά ὀνειρεύονται. Γι’ αὐτό καταγγέλλει ὅσους ταπεινώνουν τήν ὑπερηφάνεια τῶν ἰδανικῶν, ὅσους θυσιάζουν στήν ἰδιοτέλεια καί στή μικροψυχία τή δυνατότητα τοῦ ἀπόλυτου, πού ὑπάρχει στόν ἀγώνα γιά ἕναν κόσμο ἁρμονίας καί ὀμορφιᾶς. Ἰδιαίτερα ὅσους καλλιεργοῦν τό ψέμα, τήν παραισθητική εἰκόνα τῶν πραγμάτων, ἀπ’ ὅποιες σκοπιμότητες καί ἄν κινοῦνται.
Ἀσφαλῶς, ἡ ἀνάγνωση τῶν θεωρητικῶν κειμένων τοῦ Μίκη Θεοδωράκη δέν εἶναι εὔκολος καί ἀνέξοδος περίπατος. Ἀπαιτεῖ μελέτη, ἐμβάθυνση, ἱστορική ἀναγωγή καί τεκμηριωμένη ἀξιολόγηση. Ὅπως καί ἡ περιδιάβαση στό ποιητικό του ἔργο, ὅπως καί ἡ ἀκρόαση τῶν μουσικῶν του συνθέσεων, ἔτσι καί ἡ μελέτη τῶν αὐτοβιογραφικῶν καί θεωρητικῶν δοκιμίων του συνιστᾶ πνευματική δοκιμασία.
Τό ἔργο τοῦ Μίκη ἀποστέργει τήν εὐκολία καί δέν ἐπιτρέπει τήν ἐγκατάλειψη σέ μιά ἀναλώσιμη ἀπόλαυση τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων. Εἶναι μιά περιπέτεια ἀνάμεσα στίς ἐναλλαγές τῶν χρονολογιῶν, τῶν διαθέσεων, τοῦ ὕφους, τῶν σχημάτων καί τῶν κλιμάκων.
Στά κείμενα τοῦ Μίκη ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νά ἐξηγήσει τίς αἰφνίδιες μετακινήσεις τοῦ συγγραφέα ἀπό τήν ἐξομολογητική εἰλικρίνεια στήν ὁραματική προσέγγιση τῶν πραγμάτων. Ἀπό τήν παρηγορητική βεβαιότητα τῆς τάξης (τῶν στοχασμῶν του, ὅπως καί τῶν μουσικῶν φθόγγων του ἤ τῶν ποιητικῶν του εἰκόνων) ὥς τήν παράφορη ἀναζήτηση ἑνός νέου ὑπερβατικοῦ προτάγματος. Ἀπό τήν ἀκριβῆ ἱστόρηση τῶν γεγονότων ὥς τά τολμηρά, ποιητικά του ἅλματα.
Τό πιό χαρακτηριστικό ὅμως σημεῖο τῆς συγγραφικῆς κατάθεσης τοῦ Μίκη εἶναι ἡ ἀνελέητη, ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἀναγνωστῶν του, ἐκπλήρωση τοῦ χρέους του νά μαρτυρήσει τήν ἀλήθεια του, ὅπως τή βιώνει τήν ὥρα πού τήν ἐκφράζει, χωρίς καμία ἀπόκρυψη ἤ προσαρμογή, χωρίς ὑπεκφυγές, ἀμφιλογίες ἤ ἐξωραϊσμούς. Ὁ Μίκης, ὅταν μετέχει στόν δημόσιο διάλογο, δηλαδή συνεχῶς, ἀναδέχεται τόν ἀκραῖο κίνδυνο νά θέσει ὑπό ἀμφισβήτηση κεκτημένες σχέσεις, ἐντάξεις ἤ δεδομένες ἀντιθέσεις, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ, μέ συνέπεια καί αὐτοθυσία, στόν δικό του «νόμο», στό δικό του δεσμευτικό «δέον». Στό καθῆκον του δηλαδή, ὅπως τό ἀντιλαμβάνεται, ἀπέναντι στό λαό, στήν ἱστορία καί στή συνείδησή του νά μιλήσει γιά ὅσα καί ὅπως ἀκριβῶς τά στοχάζεται πάνω στήν τρέχουσα συγκυρία ἤ γιά τήν ἀξιολόγηση παρωχημένων περιστατικῶν. Τό συγγραφικό ἔργο του ἔχει τήν ἀξία μιᾶς εἰλικρινοῦς μαρτυριακῆς κατάθεσης, μιᾶς αὐτοαποκάλυψης, ἀλλά καί τή σημασία μιᾶς βασανιστικῆς διαδικασίας ἀναψηλάφησης τῆς ἱστορίας.
Ἡ θέση αὐτή δεσμεύει τόν ἀναγνώστη τῶν βιβλίων τοῦ Μίκη, ὁ ὁποῖος προκαλεῖται νά ἐπιδείξει παρόμοια δεοντολογική συμπεριφορά: νά ἀνταποκριθεῖ στά μηνύματα τοῦ βιβλίου, νά μετάσχει στό διάλογο, πού ἱδρύει ἡ ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου ἀνάμεσα στόν δημιουργό καί τόν ἀποδέκτη, μέ τήν ἴδια αἱμάσσουσα φιλαλήθεια. Νά διατυπώσει μέ παρρησία τόν ταυτόσημο, παραλλάσσοντα ἤ ἐνάντιο λόγο. Νά ἐκτεθεῖ, ὅπως καί ὁ συγγραφέας, στόν ἴδιο κίνδυνο τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς διακινδύνευσης.
Τελικά, ἡ ἠθική συμπεριφορά τοῦ Μίκη στό ἔργο του, ὅπως καί στή ζωή του, ἀπαιτεῖ ἀπό τόν ἀποδέκτη τῶν μηνυμάτων του ἀνάλογο βαθμό ἐγρήγορσης, ἑτοιμότητας καί ἀνιδιοτέλειας μέ αὐτόν πού χαρακτηρίζει τόν κάποτε ἐνθουσιώδη, ἄλλοτε πικρότατο στοχασμό του. Συνεπάγεται ἀναδοχή εὐθύνης. Συνιστᾶ ἄσκηση ἀκεραιότητας: νά μή χάσουμε τό πρόσωπό μας πίσω ἀπό προσωπεῖα, νά μή χάσουμε τήν ψυχή μας διεκδικώντας τά ἀγαθά πρόσκαιρων ἐπιτυχιῶν, πού μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τούς ἄλλους καί ἀπό τόν ἑαυτό μας.
Ὁ Μίκης παραιτήθηκε συνειδητά ἀπό τόν βολικό ἐφησυχασμό πού προσφέρει ἡ ἀφιλοσόφητη ἀποδοχή στερεοτύπων καί ἀναδέχθηκε μέ γενναιότητα τόν κίνδυνο νά ἀντιπαρατεθεῖ σέ δημοφιλεῖς θέσεις, πού ἐξασφαλίζουν εὔκολες ἀλλά ἄγονες συναινέσεις. Ἀπέβλεπε στό μεῖζον, τή λαϊκή ἑνότητα, τήν καθολική ἐλεύθερη στράτευση γιά τήν κατάκτηση ἑνός μέλλοντος ἄξιου τῶν ἀγώνων καί τῶν θυσιῶν τόσων χρόνων. Γιά τό ξεπέρασμα τῶν συνεπειῶν μιᾶς ἐμφύλιας διαμάχης πού ἀποδείχτηκε
χωρίς αὔριο – ἴσως καί χωρίς χθές. Ὁ Μίκης ἀγωνίστηκε καί μίλησε μέ μόνο κριτήριο τό καθῆκον του ἀπέναντι στήν ἀλήθεια, ὅσο πικρή καί ἄν ἦταν.
Σήμερα, ἀνάμεσα στόν προαιώνιο βράχο τῆς Ἀκρόπολης καί τόν καλαίσθητο ὄγκο τοῦ Ὑμηττοῦ, πού τά ἀπογεύματα γίνεται πραγματικά μενεξεδένιος, ὁ Μίκης συνεχίζει νά στοχάζεται, ὅπως ὁ Οἰδίπους καί ὁ Ἀνδροῦτσος, πάνω στά ἴδια ἐρωτηματικά γιά τήν ἀνθρώπινη μοίρα – ἀφοῦ, ὅπως πιστεύει, «καθόμαστε ὅλοι πάνω σ’ ἕναν κρατήρα ἡφαιστείου.
Ποιόςξέρει ποῦ θά μᾶς τινάξει ἡ λάβα; Γι’ αὐτό, ἄν εἶναι νά χαθοῦμε γιά πάντα, τουλάχιστον ἄς μείνει πίσω μας ἡ ἀ λ η θ ι ν ή σ κ έ ψ η , σάν μιά ὕστατη προσπάθεια νά βοηθήσουμε τούς συνανθρώπους μας νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς αὐταπάτες καί τό ψέμα». Ὁ Μίκης, ὁ αἱρετικός ἅγιος τοῦ λαοῦ μας, δικαιωμένος δημιουργός, ὑπεύθυνος πολίτης, συνείδηση ἄγρυπνη, ἀνυπόταχτη καί ἀσυμβίβαστη, διδάσκει τό χρέος ἀπέναντι στή ζωή – καί στά ὄνειρα: τόν ἀγώνα γιά τή διεκδίκηση καί τῶν δύο, τόν ἀγώνα γιά μιά καλύτερη, ποιοτικότερη καί ποιητικότερη, ζωή, ἄξια τῶν ὀνείρων. Ὅπως ἔγραφε μετά τήν ἐπιστροφή του, ὕστερα ἀπό τήν πτώση τῆς χούντας: «Γύρισα στή χώρα μου καί δέν εἶχα μέσα στίς ἀποσκευές μου παρά τραγούδια καί ὄνειρα. Μές στήν καρδιά μου εἶχα τήν πίστη καί τή θέληση νά συνεχίσω. Ἡ γενιά μου φορτώθηκε τήν Ἀντίσταση. Δέν λύγισε. Ἡ γενιά μου φορτώθηκε τόν Ἐμφύλιο. Δέν λύγισε. Ἡ γενιά μου φορτώθηκε τή δικτατορία. Δέν λύγισε. Μήπως τώρα μποροῦμε πιά νά τραγουδήσουμε καί νά ὀνειρευτοῦμε, ἐλεύθερα, ἐννοῶ».
ΙI
Ὅλοι μας ζοῦμε ὧρες φορτωμένες μέ ἱστορία, ὥστε δέν θά πρέπει στό ἐξῆς νά ὑπάρξει ἡ παραμικρή παρανόηση γιά τό τί εἶναι ὁ καθένας μας καί ποιό εἶναι τό νόημα τῶν πράξεών του. Ἡ εἰδικότερη σημασία τοῦ Χρέους στή νεοελληνική γραμματεία εἶναι ἀσφαλῶς ἱστοριογραφική. Ἡ αἰσθητική ἀξία του βρίσκεται βεβαίως στήν ἱκανότητα νά ἀποδίδεται, μέ μιά εὐτυχῆ εἰκαστική, σχεδόν κινηματογραφική, πραγμάτωση, ἡ ἰδιαιτερότητα στιγμῶν καί καταστάσεων ἑνός ἀρχικά ἐλεύθερου πολιορκημένου (Παρανομία - Μπουμπουλίνας - Ἀβέρωφ - Ζάτουνα - Ὠρωπός) καί ὕστερα ἑνός πολίτη τοῦ κόσμου σέ καθεστώς ὑπερορίας, πού σέ κάθε γωνιά τῆς γῆς πού ἐπισκέπτεται φυτεύει τό δέντρο του – τήν Ἑλλάδα, τή μουσική, τήν ποίηση, τήν ἐλευθερία, τόν ὕμνο τοῦ σκεπτόμενου ἀγωνιστῆ καί ἀγωνιζομένου διανοούμενου.
Ἡ ἀντικειμενική ἀξία τοῦ ντοκουμέντου παραμένει πολύτιμη γιά τήν ἱστορική ἔρευνα καί τήν πολιτική σκέψη. «Μιά τίμια καί ἀντικειμενική ἀνάλυση τῆς πρόσφατης ἱστορίας μας». Μέσα στίς δύσκολες συνθῆκες τῆς δικτατορίας, ὁ Μίκης διαλογίστηκε μέ πολιτική σοφία, αὐτήν πού εἶχε ἀποκομίσει κάτω ἀπό δυσκολότερους ὅρους, καί ἀπευθύνθηκε στό λαό μέ παρρησία καί ἀσυμβίβαστο ἦθος. «Μέσα σ’ αὐτό τό βιβλίο σᾶς ἄδειασα τήν καρδιά καί τό νοῦ μου». Τό Χρέος δέν ἦταν μόνο ὁ ἀγώνας ἀλλά καί ἡ εὐθύνη γιά τίς ἡμέρες πού θά ’ρχονταν. Γιά τοῦτο ἐπαναφέρει τώρα πρός ἀνασυζήτηση ἀπόψεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’60 καί τοῦ ’70. Προβάλλεται ἔτσι τό πολύχρωμο ὅραμά του γιά ἕνα πλατύ πολιτιστικό καί πολιτικό κίνημα, πού μποροῦσε νά ὁδηγήσει στήν ἀναγέννηση τῆς χώρας.
Ἡ ἰδεολογική καί πολιτική συνείδηση τοῦ Μίκη ἀναδύεται ἀπό τά κείμενά του, πού ἐκκινοῦν ἀπό ἀρχές τίς ὁποῖες ἑρμηνεύει δημιουργικά, μέ ἰδεολογική συνέπεια, ἀλλά καί μέ ἐπίμοχθες ἀναζητήσεις, κάτω ἀπό τό φῶς τῶν μεταβαλλόμενων ἀντικειμενικῶν συνθηκῶν. «Στή διαλεκτική δέν ὑπάρχει ἕνα “αἰώνιο” μαῦρο καί ἕνα “αἰώνιο” λευκό, ὑπάρχει ροή, ἐναλλαγή, ὑπάρχουν οἱ διαρκῶς μετατιθέμενες ἀντιθέσεις». Μέ σταθερό ζητούμενο τήν προσωπική, ἐθνική καί οἰκουμενική ἀπελευθέρωση καί ἀναγέννηση, τό ξεπέρασμα τῶν χρόνιων προβλημάτων πού συντηροῦν τήν ἀνθρώπινη δυσπραγία, τή νεοελληνική τραγωδία, τήν ἀνελευθερία, τήν ἀδικία, τήν αὐθαιρεσία τῶν κάθε λογῆς δημόσιων καί ἰδιωτικῶν ἐξουσιῶν.
Πρόκειται γιά τό ἀπώτερο ἰδανικό του, τήν οἰκειοποίηση τῆςσυμπαντικῆς ἁρμονίας, τή σύνθεση τῆς μακροϊστορίας μέ τή μικροϊστορία κάθε λαοῦ καί κάθε ἀνθρώπου ὅπου γῆς. Ξεχωριστή θέση ὅμως διατηρεῖ ἡ πεποίθησή του ὅτι ἡ πολιτική πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ψέμα καί τήν αὐταπάτη καί νά διαρρήξει ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση της, ἐκτός ἀπό ἐκείνη μέ τό λαό. Διότι τότε νομιμοποιεῖται δημοκρατικά καί ἀποκτᾶ τή δυναμική της ὡς κριτική τοῦ παρόντος χάριν τοῦ μέλλοντος.
Τά κείμενα τοῦ Μίκη τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρέους διατηροῦν τό κύρος τῶν ἐπισημάνσεών του, ὑπερβαίνουν τήν ἱστορικότητά τους. Διαθέτουν τήν αἴσθηση πού παρέχει τό ἀείροον τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Σήμερα μάλιστα ἔχουν προσλάβει πρόσθετη σημασία ἐξαιτίας τῶν γεγονότων πού ἐπακολούθησαν, δηλαδή τῆς πτώσης τῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, πού σήμανε τό ἄδοξο τέλος τοῦ πρώτου ἐγχειρήματος στήν ἱστορία γιά τήν οἰκοδόμηση, ἰδίως στήν ΕΣΣΔ, μιᾶς κοινωνίας ἰσότητας καί ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς ἀνάδυσης ἑνός παράδοξου «διεθνισμοῦ», τῆς παγκοσμιοποίησης τῶν ἀγορῶν, τῆς οἰκοδόμησης δηλαδή μιᾶς κοινωνίας πανανθρώπινου οἰκονομικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ἐπιβολῆς καί ἐκμετάλλευσης.
Δέν εἶναι ἀσφαλῶς οὔτε τό τέλος τῆς ἱστορίας οὔτε τό τέλος τοῦ ὁράματος γιά «πανανθρώπινη λευτεριά» καί δικαιοσύνη. Εἶναι ὅμως μιά δύσκολη πορεία, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ψευδεπίγραφο (νεο)-«φιλελευθερισμό» καί τό νεο-συντηρητισμό, τήν ἀποδέσμευση ἀκραίων φανατισμῶν καί τήν προσφυγή στήν ἄμετρη καί ἄλογη βία, καθώς καί τή συνακόλουθη ἐπικράτηση ἀντιλήψεων καί πρακτικῶν ὑπεροχῆς τῆς «ἀσφάλειας» ἀπέναντι στήν ἐλευθερία. Στά κείμενα τοῦ Μίκη ἰχνηλατεῖται ὁ κίνδυνος πού ἐλλοχεύει πάντοτε στίς γραφειοκρατικές ἐπιλογές καί τίς ἀντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις νά ξεστρατίσουν τήν προοπτική τῆς προσωπικῆς καί συλλογικῆς ἀπελευθέρωσης. Ἡ Ἀριστερά, ὅπως καί τότε, ἔτσι καί τώρα καλεῖται νά ἀποκαταστήσει τήν ἐμπιστοσύνη στίς ἀνθρωπιστικές ἀξίες της καί στήν ἱκανότητά της ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο καί τή ζωή μας.
Ἰδιαίτερη ἀξία ἀποδίδει ὁ Μίκης (καί στά κείμενά του πού περιέχονται στό Χρέος) στήν ἐθνική κουλτούρα, πού «ἀποτελεῖ τή βάση τῆς συγκρότησης κάθε ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ὅσο καί τῶν ἐθνικῶν ὁμάδων». Διαβλέπει στά πλήγματα πού ἐπέφερε ἡ χούντα στόν σύγχρονο δημιουργικό πολιτισμό μας τή νεότερη μέθοδο ὑποδούλωσης τοῦ λαοῦ. Ἀναζητεῖ τήν ὀργανική σχέση ἀνάμεσα στή γενικότερη νεοελληνική καθυστέρηση καί τίς ἐπεμβάσεις τῶν «προστάτιδων δυνάμεων». Οἱ πρακτικές τοῦ πολιτιστικοῦ ἀφοπλισμοῦ καί τῶν ἐπεμβάσεων τῶν ξένων στίς ἐσωτερικές μας ὑποθέσεις εἶναι εὔλογο νά ὀξύνονται σέ περιόδους ἐκτροπῆς ἀπό τή νομιμότητα, παρότι συνιστοῦν σταθερό στοιχεῖο στή νεότερη ἱστορία μας. Γι’ αὐτό ὁ Μίκης ἐπιμένει στήν ἀνάγκη δημιουργικῆς ἀνανέωσης τοῦ ἑλληνικοῦ προοδευτικοῦ κινήματος, πού «διαθέτει πλούσια ἱστορική, πολιτική, ὀργανωτική καί ἀγωνιστική πείρα», μέ τελικό σκοπό τή δημοκρατική ἀναγέννηση τοῦ τόπου. Ὅπως σχολιάζει ὁ Ροζέ Γκαρωντύ, «τό μέλλον δέν τό ἀνακαλύπτουμε, τό ἐφευρίσκουμε». Καί ὅπως ἐπιλέγει: «Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Μίκη Θεοδωράκη γιατί, μέ τά πολιτικά του κείμενα, ὅπως μέ τό ἔργο του, ἔργο μαχητῆ, μουσικοῦ καί ποιητῆ, μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε συνείδηση καί νά ζωντανέψουμε αὐτό πού ὑπῆρξε ὁ μεγάλος σκοπός τοῦ Μάρξ: ‘‘μιά κοινωνία ὅπου ἡ πλήρης ἄνθηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου νά εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ἄνθησης ὅλων’’».
Τά χρόνια ἐκεῖνα ἀνιστοροῦνται μέ τόν μοναδικό τρόπο τοῦ Μίκη, μέ ἀμεσότητα, ἄκρα εἰλικρίνεια, μέ συχνά χαριτωμένη προσέγγιση. ὁ καημός γεννᾶ –περισσότερο ἀπό τό νόστο, πού δέν δικαιολογεῖται πάντοτε– τήν ἐλπίδα καλύτερων ἡμερῶν. Ὅσο καί ἄν ὁ Μίκης ἐξομολογεῖται πώς αἰσθάνεται ἀπογοητευμένος καί ἀνήμπορος, αὐτό εἶναι ἐνάντιο στή δημιουργική, ἀγωνιστική καί τελικά αἰσιόδοξη παρουσία του τόσα χρόνια, στό κέντρο τῆς ἐθνικῆς καί οἰκουμενικῆς ζωῆς: παρ’ ὅλες τίς διαψεύσεις, ὁ Μίκης εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νά προσφέρει τίς μεγάλες ἀλήθειες του, τίς ἐλπίδες πού ἔθρεψαν τό ἔργο καί τή ζωή του, γιά νά δοκιμαστοῦν στό καμίνι τῆς ἱστορίας. Γι’ αὐτό ἀγωνιᾶ «νά μήν ὑπάρξει καμιά παρανόηση» γιά κανέναν, γιά τόν ἴδιο, ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους, ὥστε ἡ εὐθύνη πού ἀναλογεῖ στόν ἴδιο καί στόν καθένα νά ἀναληφθεῖ ἀκέραιη. Σπάνια συναντᾶται τόσο σαφής συνείδηση ἀπέναντι στήν ἱστορία καί στό χρέοςκάθε ἀνθρώπου νά διεκδικήσει τά δικαιώματά του καί νά ἐκπληρώσει τά καθήκοντά του ἀπέναντι στούς ἄλλους, χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς ν’ ἀποφύγει τό τίμημα τῶν ἐπιλογῶν του, πού πρέπει νά εἶναι διαφανεῖς. Ὁ Μίκης δέν αἰσθάνθηκε ποτέ «λιποτάχτης» ἀπέναντι στόν ἀγώνα, ἀπέναντι στό λαό του, ἀπέναντι στόν ἑαυτό του, ἀπέναντι στό ἔργο του – κυρίως ἀπέναντι στήν ἱστορία καί στά ὄνειρά του. Γιατί ὁ ἴδιος «εἶχε ὄνειρα πολλά» καί ἀκόμα «εἶχε τά φτερά», πού τόν ὁδήγησαν ψηλά καί μακριά, παρ’ ὅλη τή νεανική μελαγχολία τῆς ποίησης, πού μελοποίησε καί ἑρμήνευσε ὁ ἴδιος σπαραχτικά – τῆς λυρικῆς διαθήκης τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ του.
Στή «Νεκρή ἐποχή» (1973) ὁ Μίκης, στό ἀπόγειο τῆς δόξας του, ὡς οἰκουμενικό σύμβολο τοῦ ἀγώνα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας, ἐπιχειρεῖ τήν ἀνάβαση πρός τή φιλοσοφία μέ γαλήνη, στωικότητα καί ὑπερβατική καθαρότητα:
Δέν εἶδα τίποτα δέν ἔμαθα τίποτα δέν ξέχασα τίποτα
ἀπ’ ὅλα τά τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα τό καινούριο μου πρόσωπο
θά ’ναι κι αὐτό ἕνα καινούριο τίποτα ὅμως τίμιο […]
καί ἴσως ποτέ νά μή μάθεις αὐτό πού ἤξερες πάντα
γιατί ἀκριβῶς τό ἤξερες πρίν τήν ἀρχή του
καί οὕτω καθεξῆς εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Καί ἐπειδή τοῦ Μίκη δέν τοῦ ἀρέσουν οἱ γενικότητες καί οἱ ἀοριστολογίες, καθορίζει τή θέση του, στή διάρκεια τοῦ περιορισμοῦ του στή Ζάτουνα, μέ τρόπο καθαρό, σχεδόν ἐπιγραμματικό:
«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἀνήκω πουθενά! Ἀνήκω στίς ἰδέες μου καί στούς ἀγῶνες μου καί εἶμαι ἀποφασισμένος νά ἀκολουθήσω τόν δικό μου, ἀνεξάρτητο δρόμο. Ὅμως αὐτό ἀποτελεῖ θανάσιμο ἁμάρτημα, πού οἱ συνέπειές του ἔρχονται νά μεγαλώσουν τά βάσανα τῆς ἐξορίας». Ἐλεύθερος πολιορκημένος: ὁ ἀκριβής ὁρισμός τοῦ μόνου καί μοναδικοῦ Μίκη Θεοδωράκη.