Τί εἶναι καί σέ τί ἀποβλέπει ἡ πανσπερμία στό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ἀριστερᾶς
15.12.2011
ΤΟ ΧΡΕΟΣ, Τόμος Β', σελ 818 έως 821
Παρίσι, Ἰούνιος 1974
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Ἡ πανσπερμία στό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ἀριστερᾶς εἶναι μήπως μονάχα φαινόμενο κοινωνικοπολιτικό; Ἤ μήπως εἶναι πολύ περισσότερο σύμπτωμα ψυχολογικό; Ἡ ἑλληνική Ἀριστερά δέν φόβισε μόνο τούς ἐχθρούς της, καταπίεσε ψυχολογικά ὁρισμένα στρώματα –κυρίως διανοουμένων– ἀπό τίς νεότερες γενιές, πού ἀνήκουν φυσιολογικά στίς γραμμές της.
Ὑπῆρχε διάσταση; Γιατί, τάχα, ἡ γενιά τῆς Ἀντίστασης νά ζήσει σέ ἐπικές συνθῆκες καί γιατί οἱ νεότερες γενιές νά πέσουν ἀπό τό μισοσκόταδο τῆς ΕΡΕ στήν παπαδοπουλική νύχτα; Γιατί ὁ νέος καί ἡ νέα τοῦ 1943, τοῦ 1945-1947, τοῦ 1949 νά ἔχει τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει καί νά ζήσει τήν ἐμπειρία τοῦ στρατευμένου ἐπαναστάτη, ἐκείνου πού γνωρίζει ὅτι ἀνήκει στή μεγάλη, στήν ἑνιαία, στή δυνατή καί μονολιθική στρατιά τῶν Ἑλλήνων κομμουνιστῶν, ἐνῶ ὁ νέος καί ἡ νέα σήμερα νά βρίσκεται ξεκάρφωτος καί μόνος, σάν φρόκαλο στόν ἄνεμο τῶν καιρῶν;
Ἡ ἑλληνική Ἀριστερά, τό ΚΚΕ, κυριάρχησε, ἀκτινοβόλησε, δημιούργησε. Ὅ,τι ὑπάρχει σήμερα ζωντανό καί ὄρθιο στόν τόπο μας ἔχει τίς ρίζες του στήν Ἀντίσταση, στά Μακρονήσια, στά χρόνια τῆς παλλαϊκῆς πάλης τῆς δεκαετίας 1940-1950. Ἡ Ἀλβανία καί ἡ Κατοχή βρῆκαν μιά γενιά ἕτοιμη. Οἱ συνθῆκες ὅμως πού δημιούργησαν αὐτή τή γενιά ἦταν σωστές; Καί ἀπό τήν πλευρά τῆς προετοιμασίας τί προηγήθηκε; Προηγήθηκαν ἡ δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ καί ἡ Ἐθνική Ὀργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ). Ὅμως, παράλληλα, ὑπῆρχαν ὁ Παλαμᾶς, ὁ Καζαντζάκης, ὁ Σικελιανός, ὁ Καβάφης, ὁ Καρυωτάκης, ὁ Ψυχάρης, ὁ Γληνός, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Βρεττάκος, ὁ Ρίτσος, ὁ Κορδάτος. Μέ δυό λόγια, ἡ ἑλληνική κουλτούρα.
Οἱ συνθῆκες, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο: ὑπῆρχε ὁ κατακτητής. Αὐτό μᾶς τραυμάτιζε βαθιά. Πλήγωνε τό φιλότιμό μας. Ὅμως μπορούσαμε, σέ τελευταία ἀνάλυση, νά ζήσουμε σ’ αὐτές τίς συνθῆκες; Βασικά μπορούσαμε, ὅπως γίνεται καί σήμερα μέ τή δικτατορία. Ἀφοῦ περάσαμε τή μεγάλη κρίση, καί τήν πείνα, οἱ συνθῆκες ἄρχισαν νά γίνονται ὑποφερτές. Ἐμεῖς, ἡ νεολαία, βρίσκαμε χίλιους δυό τρόπους γιά νά κάνουμε τή ζωή μας ὀμορφότερη. Διαβάζαμε, συζητάγαμε, κάναμε συχνά ὁμαδικές ἐκδρομές, πάρα πολλά πάρτι –τά περίφημα «ταράτσεν πάρτι»–, τυπώναμε ποιήματα, ἄρθρα, μελέτες, καί βρίσκαμε πάντα τόν τρόπο νά συνδυάζουμε τό τερπνόν μετά τοῦ ὠφελίμου. Πηγαίναμε στόν κινηματογράφο, πού ἔπαιζε δυό-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, καί γιά τήν ψυχαγωγία μας ὀργανώναμε δικά μας καλλιτεχνικά συγκροτήματα κάθε εἴδους. Ἔτσι ἀναπτύχθηκαν πολύ ἡ φιλία καί ἡ ὁμαδική ζωή. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας ἦταν πολύ ὄμορφη, γεμάτη φῶς καί αἰσιοδοξία. Δέν ἤμαστε δυστυχισμένη γενιά, ἀντίθετα ἤμαστε εὐτυχισμένη γενιά. Βέβαια, ἡ τροφή μας ἦταν ἐλλιπής, ὅμως βολευόμαστε.
Ἡ ἀλληλεγγύη εἶχε ἀναπτυχθεῖ σέ μεγάλο βαθμό. Ἐμεῖς οἱ φίλοι μοιραζόμαστε πάντα αὐτό πού εἴχαμε. Τά ροῦχα μας ἦταν ἐλεεινά καί, ὅπως ὅλου τοῦ κόσμου, γεμάτα μπαλώματα. Τελικά αὐτό δέν μᾶς ἔκανε καμιά αἴσθηση. Ἀγόρια καί κορίτσια ἦταν ὄμορφα καί ἑλκυστικά ὅπως πάντα, καί ὁ ἔρωτας, τότε, ἦταν περισσότερο δυνατός ἀπό ποτέ, ἴσως γιατί στό βάθος λειτουργοῦσε τό αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης καί τῆς διαιώνισης τοῦ εἴδους.
Καί ὁ κατακτητής; Ὁ κατακτητής ὡς φυσική παρουσία μᾶς προκαλοῦσε τότε πολύ λιγότερο ἀπ’ ὅσο σήμερα –καί χτές– οἱ ἀσφαλίτες κι οἱ χωροφύλακες. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα δέν μᾶς γνώριζε. Μπορούσαμε νά πᾶμε ἄνετα κι ἀνενόχλητα ἀπό τή μιά γειτονιά στήν ἄλλη ἤ ἀπό τή μιά πόλη στήν ἄλλη. Νά πᾶμε στό χωριό, στό βουνό, στή θάλασσα, καί νά γυρίσουμε. Νά κάνουμε συγκεντρώσεις στά σπίτια. Ἀκόμα καί σέ δημόσιους χώρους. Ὁ στρατός ἔβγαινε τίς συνηθισμένες ὧρες γιά περίπατο στούς ἴδιους χώρους. Ὅταν θέλαμε, τόν ἀποφεύγαμε. Ὑπῆρχαν βέβαια τά μπλόκα σέ ὁρισμένα μέρη σέ δυό-τρεῖς δρόμους τῆς Ἀθήνας, καί στά νευραλγικά σημεῖα. Ὅμως, ἐσύ μποροῦσες νά πάρεις τά σοκάκια. Τότε πρωτοβγῆκαν οἱ ταυτότητες. Τίς ἔβγαλαν οἱ Γερμανοί, ὅμως ποτέ δέν γενικεύτηκαν καί σπάνια τίς ζητοῦσαν. Ἔπρεπε νά πέσεις τήν ἀπαγορευμένη ὥρα πάνω στήν περίπολο. Ἡ ἀπαγορευμένη ὥρα ἐξαρτιόταν ἀπό τούς μῆνες. Τό χειμώνα ἑφτά ἤ ὀχτώ τό βράδυ, τό καλοκαίρι δέκα ἤ ἕντεκα καί ὥς τήν αὐγή. Ἐμεῖς ὅμως κυκλοφορούσαμε στήν ἴδια γειτονιά. Μεταφορικά μέσα δέν ὑπῆρχαν. Μόνο τράμ καί λίγα πειρατικά γκαζοζέν. Ἔτσι πηγαίναμε παντοῦ μέ τά πόδια. Ἤ μέ τό ποδήλατο. Μέ δυό λόγια, ἡ ζωή προχωροῦσε. Καί γιά μᾶς πού τή ζήσαμε ἦταν μιά ὄμορφη ζωή. Γιατί ἐκεῖνο πού ἔλειπε γύρω μας, ἡ ἄνεση καί τά μέσα, ἐμεῖς τό βρίσκαμε μέσα μας μέ τή φιλία καί τήν πνευματική καλλιέργεια. Ὅμως, ὅπως εἶπα καί πιό πρίν, στό βάθος ὑπῆρχε ἡ πληγή πού μᾶς πονοῦσε, γιατί δέν δεχόμαστε τήν ἰδέα τῆς σκλαβιᾶς. Ὑπῆρχαν στόν τόπο μας ξένοι, πού μέ τή βία τῶν ὅπλων ἤθελαν νά μᾶς ἐπιβάλουν τόν δικό τους νόμο. Κι ἐμεῖς εἴπαμε ὄχι. Ἐπαναστατήσαμε ἐνάντια στήν ἰδέα αὐτή, κι ἀπό κεῖ ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση· δηλαδή ὡς ριζική ἄρνηση μιᾶς ἰδέας καί ὡς ριζική παραδοχή τῆς ἀντίθετης ἰδέας, τῆς λευτεριᾶς. Δέν ξέρω τί ἔγινε ἀλλοῦ, ὅμως ἐμεῖς, ὅταν μᾶς βρῆκε ἡ Κατοχή στήν Τρίπολη, δέν εἴχαμε κανέναν ἄλλο λόγο γιά νά ἐπαναστατήσουμε, ἀφοῦ ὁ κάμπος τῆς Τεγέας μᾶς προμήθευε τά βασικά προϊόντα γιά νά ζήσουμε. Ἐξάλλου, οἱ Ἰταλοί κατακτητές ἦταν ἀρκετά ἤπιοι καί μποροῦμε νά ποῦμε πώς μέ τούς περισσότερους στρατιῶτες εἴχαμε καλές σχέσεις. Ἕτσι, ἡ ὁμάδα τοῦ γυμνασίου ἔπαιζε συχνά ποδόσφαιρο μέ ὁμάδες Ἰταλῶν ἤ πολλοί Ἰταλοί φαντάροι μᾶς ἔδιναν τό συσσίτιό τους, καί ὅταν κάναμε συναυλίες μέ χορωδία, ἡ σάλα ἦταν γεμάτη Ἰταλούς καί γενικά ἡ συμπεριφορά τους ἦταν φιλική. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦσαν μόνον οἱ μελανοχίτωνες –οἱ φασίστες– καί οἱ μυστικοί – οἱ ἀσφαλίτες. Ὅμως αὐτούς δέν τούς χώνευαν οὔτε οἱ Ἰταλοί στρατιῶτες.
Ὁ πρῶτος ὁμαδικός ξεσηκωμός ἔγινε τό 1943, στίς 25 Μαρτίου. Πῆραν μέρος περίπου ἑκατό πατριῶτες, κυρίως μαθητές. Ἦταν μιά συγκέντρωση μπροστά στόν τάφο τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἐκεῖ τραγουδήθηκε ὁ Ἐθνικός Ὕμνος καί ἀκούστηκαν συνθήματα. Οἱ Ἰταλοί καί οἱ Ἕλληνες χωροφύλακες κατέφθασαν ἀμέσως. Χτύπησαν μέ τίς κάννες ὅσους πρόλαβαν. Ἔπιασαν εἴκοσι καί τούς ἔριξαν στή φυλακή. Αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή τῆς ἀντίστασης στήν Τριπολιτσά.
Ὅλη ἡ πόλη δονήθηκε καί συσπειρώθηκε γύρω ἀπό τούς πρώτους ἀγωνιστές, μέ πρῶτο αἴτημα τή λευτεριά. Ἀμέσως μετά ὅμως θελήσαμε νά ἀναλύσουμε, νά δοῦμε τί σημαίνει λευτεριά. Λευτεριά γιά ποιόν καί ἀπό ποιόν. Μέ λίγα λόγια, ἀνακαλύψαμε τόν Μάρξ καί τόν Λένιν, τήν ἴδια στιγμή πού μᾶς ἀνακάλυπτε τό ΕΑΜ καί τό ΚΚΕ. Εὐθύς τότε ξεκινήσαμε ἀπέραντες συζητήσεις, πού δέν σταμάτησαν ποτέ. Χαρακτηριστικά θυμᾶμαι τέτοιες συζητήσεις σέ νυχτερινά φυλάκια τοῦ ΕΛΑΣ, καθώς περιμέναμε νά μᾶς καλέσουν ἀπό στιγμή σέ στιγμή στόν ἕνα ἤ στόν ἄλλο τομέα τῆς Ἀθήνας. Καί φυσικά ἀργότερα στήν Ἰκαρία, κάτω ἀπό τίς ἐλιές, μέσα στά τσαντίρια, στόν Ἁι-Στράτη, στό Μακρονήσι, στά κελιά τοῦ Ἀβέρωφ, στήν Αἴγινα καί παντοῦ. Ποῦ βρέθηκε αὐτό πάλι πώς ἡ γενιά τῆς Ἀντίστασης δέν προβληματίστηκε; Πώς δέν μελέτησε ὅσο ἔπρεπε; Εἴπαμε καί στήν ἀρχή: γιατί νά ὑπάρχουν ψυχολογικές ἀπωθήσεις γιά νά δικαιολογηθεῖ ἴσως μιά ἀδικαιολόγητη –κατά τή γνώμη μου– «ὑποκειμενική ἀτροφία» μπροστά σέ μιά ἰδεολογική πρόκληση ἐξίσου καθαρή μέ ἐκείνη τῆς Κατοχῆς; Καί τώρα, βέβαια, ὑπάρχει κάποιος ξένος πού μαζί μέ τούς ντόπιους γραικύλους θέλει νά ἐπιβάλει μέ τή βία τόν δικό του νόμο στή χώρα μας.
Θά μοῦ πεῖτε ὅτι καί τώρα ὑπάρχει ἡ ἄρνηση τῆς τυραννίας· ὅμως γιατί ἀργεῖ νά ἐκδηλωθεῖ ἐπαναστατικά; Φυσικά, δέν ἔλειψαν οἱ ἐπαναστάτες καί οἱ ἐπαναστατικές πράξεις. Ὅμως ἡ Ἑλλάδα τοῦ 1967-1974 εἶναι ἡ χώρα ὅπου οἱ ἀληθινοί ἐπαναστάτες ἔμειναν μόνοι. Οἱ μάζες βρέθηκαν ψυχικά μαζί τους. Ὅμως αὐτοί πού ἔπρεπε νά εἶναι καί «σωματικά» μαζί τους, δηλαδή οἱ νέοι καί οἱ νέες, δέν ἀκολούθησαν. Καί ὥς χτές ἔλεγα κι ἐγώ πώς ἡ μεγάλη εὐθύνη πέφτει σ’ ἐμᾶς τούς κομμουνιστές, γιατί διασπαστήκαμε στήν κρίσιμη ὥρα. Ὅμως σήμερα σκέφτομαι ὅτι μιά τέτοια ἐξήγηση ἀρχίζει νά γίνεται πρόσχημα. Γιατί στό κάτω κάτω κανείς δέν ἐμποδίζει τούς νέους ἐπαναστάτες νά ἐκτελέσουν μπροστά στό λαό τό ἐπαναστατικό τους καθῆκον, δηλαδή νά μποῦν στή διαδικασία τῆς ἐπαναστατικῆς πράξης. Ὅμως, οἱ «ἡγετικές φυσιογνωμίες» πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στούς σημερινούς νέους τό πᾶνε ἀκόμα πιό μακριά. Ἴσως ἐπειδή ἔχουν συνείδηση τοῦ χρέους αὐτοῦ πού τούς βαραίνει, ἀντί νά περάσουν σεμνά καί ἁπλά στόν ἐπαναστατικό ἀγώνα, κριτικάρουν, ἀπορρίπτουν, καταδικάζουν ὅλους τούς ἄλλους. Καί τό πιό ἀστεῖο εἶναι ὅτι θέλουν νά πιστεύουν ὅτι μέ τή στάση τους αὐτή ὄχι μόνο δικαιολογοῦν τήν οὐσιαστική ἀπραξία καί ἀπουσία τους ἀπό τό στίβο τοῦ ἀληθινοῦ χρέους, ἀλλά καί θεσμοθετοῦν βάζοντας τόν ἀνύπαρκτο ἑαυτό τους στό κέντρο τοῦ ἀγώνα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δηλαδή αὐτοχρίζονται πρωτοπόρες προσωπικότητες καί γκρούπ, διεκδικώντας τήν ἡγεσία τῆς ἐπανάστασης! Κι ἔτσι ἀρχίζει ἡ πολυδιάσπαση καί ἡ πανσπερμία. Ἑπομένως, ἡ πανσπερμία στό χῶρο τῆς Ἀριστερᾶς εἶναι τό σύμπτωμα τοῦ «ὑποκειμενικοῦ βουλιάγματος» μιᾶς μεγάλης μερίδας φυσικῶν ἡγετῶν τῆς νέας γενιᾶς, πού ἐπωφελούμενοι ἀπό τή βαθιά κρίση τοῦ ΚΚΕ βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά ἀποτινάξουν ἀπό πάνω τους τά δικά τους χρέη.