Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra dla gospodyni domowej ciekawy

Τέσσερα άρθρα του Μίκη Θεοδωράκη από την “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” του 1975

01.03.2018

ΓΙΑΤΙ  ΘΥΣΙΑΣΑ  ΤΗΝ  ΤΕΧΝΗ

(δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  στις 7.9.1975)

 

 

Φίλος αναγνώστης που θέλει να τηρήσει εδώ την ανωνυμία, θέτει δυο πράγματι βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα, στα οποία θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμο και χρήσιμο να απαντήσω, γιατί ασφαλώς απηχούν τη γνώμη μεγάλου αριθμού συμπατριωτών μας.

           

Παραθέτω κατ’ αρχήν αυτούσιο το γράμμα:

 

«Αγαπητέ Μίκη Θεοδωράκη,

           

Παίρνοντας θάρρος κι αφορμή απ’ τα τελευταία άρθρα σας στην «Ελευθεροτυπία», σας γράφω ένα γράμμα που ξέρω προκαταβολικά ότι θα σας πειράξει.

           

Σαν εισαγωγή σας λέγω πως είμαι απ’ αυτούς που αγαπούν πραγματικά τη μουσική σας, απ’ αυτούς που έχουν σκύψει πάνω της με αγάπη και προσοχή, απ’ τον «Επιτάφιο» ως το «Canto General» (όσο μου επιτρέπουν τα οικονομικά μου).

           

Σας λέγω ότι η μουσική σας και η στάση σας με βοήθησαν πολύ σε δύσκολες ώρες και με οδήγησαν σωστά στην πολιτικοποίησή μου, μιας και είμαι μόλις 18 στα 19.

           

Μιλήσατε λοιπόν για τη σχέση σας με την πολιτική και τη μουσική.

 

Σας κατηγορούν όμως πολλοί, για το ότι εσείς, ο δημιουργός του «Άξιον Εστί», μέσα στη δικτατορία φτιάξατε απλά τραγουδάκια σαν τα «Τραγούδια του Αγώνα», τα «Τραγούδια του Αντρέα» κ. ά. σε ρυθμούς απλούς, εμβατηρίου κ.λπ. Λένε δηλαδή ότι απ’ την ανάμιξη της πολιτικής με το τραγούδι ζημιωμένο βγήκε το τραγούδι, ζημιωμένη βγήκε η μουσική σας και τα τραγούδια σας έχασαν την λαϊκή αμεσότητά τους που είχαν παλιά. Όλα αυτά χωρίς να παραγνωρίζουν την ανάγκη της στιγμής και των καιρών. Πάντως, η γενική εντύπωση είναι ότι τραγούδια σαν τα προδικτατορικά δεν ξαναγράφονται.

           

Προχτές ένας ταξιτζής μου ‘λεγε: «Όπως θες πάρ’ το φίλε. Ο Μίκης ξόφλησε. Τραγούδια σαν και τα παλιά δεν ξαναγράφει, τον έφαγε η πολιτική. Δεν είμαι αντιδραστικός εγώ που στο λέω. Παλιός του σύντροφος είμαι».

           

Ξέρω πολύ καλά πως στα δίσεχτα χρόνια γράψατε κι άλλα έργα. Εδώ έρχεται ένα δεύτερο ερώτημα, εξ ίσου μεγάλο και σοβαρό. Πώς εσείς, ένας συνθέτης που βρεθήκατε σε θέση ισχύος με τις εταιρίες με την επιστροφή σας τις αφήσατε να κουμαντάρουν το έργο σας, να σας καθορίζουν τους τραγουδιστές, την κυκλοφορία των δίσκων σας; Έναν ολόκληρο χρόνο δε μετά την επιστροφή σας, να μην έχουν κυκλοφορήσει 18 έργα σας, ίσως γιατί κρίθηκαν μη εμπορικά (η καταμέτρηση έγινε πρόχειρα από μένα από κατάλογο του Γιάννη Φλέσσα και αφορά τα μετά το ΄67 έργα σας μέχρι το ΄74, που είναι ενημερωμένος ο κατάλογος κι ανάμεσά τους τραγούδια αριστουργήματα, σαν το «Ο επιζών» κι άλλα, που δεν ξέρω. Είναι αλήθεια αυτό που δήλωσε ο Μπιθικώτσης πέρυσι τον Φλεβάρη, ότι «εγώ και ο Μίκης θέλουμε να ξανατραγουδήσουμε μαζί αλλά δεν μας αφήνουν οι εταιρίες»;

           

Εξ άλλου, πώς επιτρέπετε στην κάθε εταιρία να διαφημίζει τραγούδια σας καταξιωμένα δίπλα σε αηδή κατασκευάσματα, όπως τραγούδια του Βοσκόπουλου κ.ά.; Λίγη αυστηρότητα για τον σεβασμό των πνευματικών δημιουργημάτων σας, δεν βλάφτει νομίζω.

           

Κλείνοντας θα ΄θελα να σας ζητήσω συγγνώμη, να σας παρακαλέσω να μου απαντήσετε είτε ιδιωτικώς είτε -ακόμη καλύτερα- λόγω του γενικού ενδιαφέροντος, από τις πραγματικά ελεύθερες στήλες της «Ελευθεροτυπίας». Ξέρω, όπως σας είπα, ότι ίσως να σας πείραξαν τα παραπάνω αλλά επειδή ξέρω την ευθυκρισία σας και αυτογνωσία σας, δεν δίστασα να σας τα γράψω.

           

Με εκτίμηση, Δ.Π.

 

ΥΓ. Αν θελήσετε τελικά να αναφερθείτε σε τούτο το γραφτό, κάντε το χωρίς χρήση του ονόματός μου, για λόγους προσωπικούς.

           

Πάντα ο ίδιος, Δ.Π.»

 

                                                                                                                  *

 

Για ό,τι αφορά την γνησιότητα και την ποιότητα της δουλειάς μου: Η αναφορά μονάχα στα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ και του ΑΝΤΡΕΑ είναι μονομερής. Στην ίδια περίοδο, δηλαδή την χουντική, συνέθεσα ανάμεσα στα άλλα και τον ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ, το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ, το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ και κυρίως την ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ.

           

Επομένως, δεν αρκέσθηκα μόνο στα απλά. Σαν κορύφωμα όλης της δουλειάς μου θεωρώ το CANTO GENERAL, όπου νομίζω ότι ολοκληρώνονται όλες οι προηγούμενες προσπάθειές μου στην ανάπτυξη του μελωδικού, ρυθμικού και γενικότερα του ηχητικού υλικού. Εδώ ίσως θα πρέπει να υπογραμμισθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες ήμουν αναγκασμένος να συνθέτω: Λ.χ. τα πρώτα τραγούδια του αγώνα («Το Μέτωπο», «Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος» κ.λπ.) τα ΄γραψα τον Μάη του ΄67, δηλαδή τις πρώτες μέρες της Δικτατορίας. Η παρανομία για μένα ήταν βαρειά και βαθειά, γιατί τα χαρακτηριστικά μου ήταν πολύ γνωστά. Έτσι, βρισκόμουν κλεισμένος, αμπαρωμένος σ’ ένα δωμάτιο κι όταν το σπίτι είχε επισκέψεις, με βάζανε και ξάπλωνα στο πάνω ράφι σε μια ντουλάπα τοίχου. Κλειδωμένος με συντροφιά ένα θερμός για να μην σκάσω από δίψα, περίμενα να μ’ ανοίξουν χωρίς να είμαι πάντα σίγουρος για το ποιοι θα μ’ ανοίξουν. Γύρω μου όλοι ήσαν τρομοκρατημένοι, γιατί υπήρχε η βεβαιότητα ότι σε περίπτωση ανακάλυψής μου από την Αστυνομία και τον Στρατό που βρισκόταν συνεχώς στα πόδια μας, θα μας εκτελούσαν όλους επί τόπου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν, έγραψα τα τρία πρώτα τραγούδια του Αγώνα, που τα προόριζα κυρίως για τους παράνομους, που τότε είχε παρθεί η απόφαση να οργανωθούν σε τμήματα κρούσης. Έχοντας στο μυαλό μου τις αναμνήσεις του ΕΛΑΣ, τότε που το τραγούδι ήταν ο πιο πιστός μας σύντροφος και γνωρίζοντας καλά τον ρόλο που έπαιζε για να ορθώνεται το ηθικό μας ιδιαίτερα στις δύσκολες ώρες, προσπάθησα να δώσω στα νέα μου τραγούδια την ίδια απλότητα και αμεσότητα. Έλεγα π.χ. «Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι, θα σας σαρώσει ο λαός, θα ΄ρθει γιορτή μεγάλη. Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη, Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει».

 

Ή «Εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες, καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες, να γίνουν πέλαγο βαθύ τους Παττακούς να πνίξουν».

 

                                                                                                                  *

           

Με τα «Τραγούδια του Αντρέα», λυπάμαι για την κρίση του αναγνώστη μας, όμως δεν τα θεωρώ και τόσο «απλά». Γράφτηκαν στα 1968 και λίγες μέρες μετά τη σύνθεση τα μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας (Αύγουστος ΄68). Κι από κει τα πήρε όλος ο κόσμος που μάθαινε μ’ αυτόν τον μαζικό τρόπο επικοινωνίας ότι στην Ελλάδα «βαράνε δυο, βαράνε τρεις, βαράνε χίλιες δεκατρείς» κι ότι «Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο … χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα, μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ … μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό».

           

Όλα αυτά ήταν μηνύματα που έπρεπε να φτάσουν στα πέρατα της γης, να ξεσηκώσουν όλους τους ελεύθερους ανθρώπους, να σταματήσει το χέρι των δημίων. Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε αυτός ο πρωτοφανής ξεσηκωμός όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων που βρίσκονταν σ’ όλο τον κόσμο, επώνυμων και ανώνυμων; Η γνώμη μου είναι ότι η Ελλάδα θα γινότανε Χιλή. Ότι δηλαδή θα μας έσφαζαν όλους… Ώστε εκείνες τις στιγμές δεν μπορούσε κανείς να έχει τις «αισθητικές ανησυχίες» του ταξιτζή. Έπρεπε να είναι απλός, ίσως και απλοϊκός και κυρίως να ρίχνει μηνύματα και συνθήματα. Δεν κάναμε μουσική ασφαλώς ούτε τέχνη. Κάναμε, όπως το μπορούσαμε, το πατριωτικό και δημοκρατικό μας καθήκον. Προσπαθούσαμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Άμεσοι. Βιαστικά. Οδυνηρά. Χωρίς καμμιάν άλλη έγνοια στο κεφάλι μας. Και χωρίς φυσικά να φανταζόμαστε τότε, ότι θα μας γινότανε αυστηρή κριτική γιατί αντί να πίνουμε ήσυχοι το ουίσκυ μας σε κάποια κοσμική ταβέρνα ακούγοντας κάποια «γνήσια» λαϊκή μας δημιουργία, προσπαθούσαμε να συμβάλουμε όπως και όσο μπορούσαμε και με το τραγούδια που το φτιάχναμε με την ψυχή στο στόμα, γιατί δεν ξέρω τι έκανε τότε ο φίλος ταξιτζής και όσοι συμμερίζονται την κριτική του, όμως εγώ βρισκόμουν πάντα είτε ανάμεσα σε δυο κρυψώνες είτε σε δυο συλλήψεις είτε σε δυο φυλακές.

 

                                                                                                                  *

           

Πριν προχωρήσω στο δεύτερο θέμα, θα πρέπει να αναφερθώ στο δικό μου «παράπονο». Στα 1967 βρισκόμουν στο κορύφωμα της συνθετικής μου προσπάθειας. Μετά τον Λυκαβηττό του 1966 και με την βοήθεια του «Πνευματικού Κέντρου Πειραιά» που διέθετε Συμφωνική Ορχήστρα, Μικτή Χορωδία και Λαϊκή Ορχήστρα, σκόπευα να αφιερωθώ στη δημιουργία λαϊκών ορατορίων. Και να βοηθήσω, ώστε οι συνάδελφοί μου συνθέτες να παρουσιάσουν έργα που απαιτούν μεγάλα τεχνικά μέσα με βάση το Κέντρο του Πειραιά και τον νέο Λυκαβηττό που σχεδιάζαμε για το 1967.

           

Ήρθε η Δικτατορία και τα σάρωσε όλα. Ήμουν 42 χρόνων. Και όταν τέλειωσε το κακό βρέθηκα πενηντάρης. Τα πιο δυνατά, τα πιο δημιουργικά χρόνια για μένα χάθηκαν τελειωτικά. Αυτό που θα ΄γραφα τότε μέσα σε ομαλές συνθήκες, δεν θα γραφεί ποτέ πια. Γιατί όλη μου την φλόγα, την ικμάδα, τη δύναμη την απορρόφησαν ολοκληρωτικά οι δοκιμασίες που για μας ήταν χειρότερες κι από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Δεν χρειάζεται λοιπόν ο φίλος ταξιτζής για να μου πει ότι αυτό που έπρεπε να κάνω για την τέχνη δεν το έκανα και δεν θα το κάνω ποτέ πια. Αν κάνει κριτική, τότε έχει λάθος κατεύθυνση. Σε άλλους θα πρέπει να την απευθύνει. Στην πολιτεία, στους φίλους του, στον εαυτό του: Γιατί όλοι εσείς που αποτελείτε την κοινωνία, τον λαό, το έθνος –κι εγώ φυσικά ανάμεσά σας- επιτρέψαμε να αναβιώσει η ζούγκλα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να σπαταλιόνται και να συνθλίβονται ποιος ξέρει πόσα ταλέντα, πόσες ιδιοφυίες, που μέσα σε ομαλές συνθήκες θα προσέφεραν μεγάλο έργο για όλο τον λαό μας. Η περίπτωσή μου, πολύ γνωστή, ας μας βοηθήσει να δούμε το μέγεθος της καταστροφής. Και κυρίως ας μας φωτίσει να μην ξαναπέσουμε σε παρόμοια λάθη.

 

                                                                                                                  *

           

Περνώ στο δεύτερο θέμα: Πρόκειται για τις σχέσεις με τις Εταιρίες και με τους Νόμους. Φαίνεται ότι ο φίλος αγνοεί, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, αυτό που συμβαίνει με την βιομηχανία της κουλτούρας. Θ μπορούσα να συμβάλω ουσιαστικά σε κάποια καλυτέρευση, γιατί φυσικά πρόκειται για αληθινή ζούγκλα, όπου κυριαρχεί ο νόμος του ισχυροτέρου (τραστ). Όμως προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν να περιβληθώ με κάποιου είδους «εξουσία». Είτε την εξουσία που θα έδινε μια συσπείρωση ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Είτε κάποια δύναμη χειροπιαστή που θα μου έδινε ο λαός και η Πολιτεία. Και για μεν το πρώτο, όταν απευθύνθηκα στον πρώτο φίλο καλλιτέχνη (Αύγουστος του ΄74) για να του προτείνω αυτή τη συσπείρωση (είχα πλήρες σχέδιο οργάνωσης και δράσης), μου είπε: «Είσαι ο εχθρός μας. Κι εμείς θα συσπειρωθούμε όλοι εναντίον σου για να σε συντρίψουμε».

           

Όσο για το δεύτερο, ο λαός, οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μου ουσιαστικά με αποδοκίμασαν. Στα 1967 ήμουν μέλος της ηγεσίας της ΕΔΑ, πρόεδρος της ΔΝΛ και βουλευτής. Στην Δικτατορία έγινα πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΜ. Όταν γύρισα, ήμουν ένας απλός πολίτης. Ούτε κόμμα, ούτε νεολαία, ούτε αντιστασιακή οργάνωση, ούτε Βουλή. Επομένως δεν είχα ούτε εξουσιοδότηση ούτε δύναμη να οργανώσω (όπως το σχεδίαζα) ένα καινούριο πλέγμα σχέσεων στον τομέα της Τέχνης που να προστατεύει και τον καλλιτέχνη και το κοινό. Έτσι, αφέθηκα στην κερδοσκοπική μανία των κατοχυρωμένων και κατεστημένων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τη ζούγκλα της καλλιτεχνικής μας ζωής χωρίς να μπορέσω να αντιδράσω, μιας και δεν πιστεύω στις ατομικές διαμαρτυρίες αλλά στην ομαδική δράση. Τα κέρδη που προκάλεσα στους άλλους είναι αστρονομικά. Η ζημιά που έκανα στην τέχνη μου, στον εαυτό μου και στο έργο μου είναι βαθειά. Το πείραμα που με την θέλησή μου έκανα επί δεκαπέντε χρόνια, απέτυχε. Δηλαδή θέλησα να αποδείξω ότι ο στρατευμένος καλλιτέχνης υπηρετεί καλλίτερα και την τέχνη και τον λαό του. Το αποτέλεσμα είναι -και σ’ αυτό συμφωνώ με την κριτική και τους φόβους του φίλου επιστολογράφου- ότι η τέχνη μου δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε και μπορούσε να προχωρήσει, αν στην οκταετία παρέμενα «ήσυχος». Όσο για τον λαό μας δεν είμαι πια βέβαιος αν θα τον εξυπηρετούσα καλλίτερα με ένα καλλίτερο έργο παρά με τη στάση που τήρησα και που τελικά, όπως φαίνεται, μπορούσε και να λείψει.

 

 

 

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ» ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

((δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  στις 14.11.1975)

 

 

Νομίζω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή και ψυχική βάσανος για έναν που βασανίστηκε για τις ιδέες του, να υποχρεωθεί να μηνύσει ο ίδιος τους βασανιστές του ή να καταθέσει σαν ένας απλός συνηθισμένος μάρτυρας στην ψυχρή αίθουσα του Δικαστηρίου. Και μάλιστα να είναι υποχρεωμένος να ακούει κάθε είδους -πολλές φορές προσβλητικές- ερωτήσεις από κάθε πλευρά, ακόμα και από τους βασανιστές του.

 

Πρώτα απ’ όλα τα βασανιστήρια δεν είναι μια απλή σωματική δοκιμασία. Εκείνο που δοκιμάζεται, εκείνο που θίγεται βαθειά, εκείνο που κλονίζεται επικίνδυνα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η πεμπτουσία της ανθρώπινης υπόστασης. Από τη στιγμή που ο κρατούμενος θα συνειδητοποιήσει ότι έχει να κάνει με ανθρώπινα κτήνη, μια απέραντη βαθειά θλίψη τον καταλαμβάνει για το κατάντημα του ανθρώπου. Ξαφνικά νοιώθει να βυθίζεται μέσα στο χρόνο. Από το 2000 μ.Χ. κατρακυλάει στο 2000 π.Χ. Στην εποχή των σπηλαίων.

 

Μια οσμή κτήνους τον τυλίγει και τον πονά πιο πολύ κι από τα χτυπήματα. Εκείνοι τον χτυπούν κι αυτός έχει ένα μυστικό βλέμμα για να τους παρατηρεί εν ψυχρώ, προσπαθώντας να τους καταλάβει. Εκείνοι οργιάζουν επάνω του κι εκείνος βάζει στον εαυτό του εναγώνια ερωτήματα:

 

«Πώς είναι δυνατόν να τους κατάντησαν έτσι; Ποιος τους κατάντησε έτσι;…». Η απάντηση είναι απροσδόκητη. Συγκλονιστική: «Άρα κι αυτός είναι θύμα. Ίσως μεγαλύτερο θύμα από μένα. Γιατί εμένα μου φέρονται σαν να ΄μαι κτήνος. Θέλουν να με κάνουν κτήνος. Όμως αυτοί είναι ήδη κτήνη. Τους έκαναν ήδη κτήνη. Όμως ποιος τους έκανε; Το  Σ ύ σ τ η μ α.

 

Επομένως τώρα που με βασανίζουν, αγωνίζομαι και γι’ αυτούς. Γιατί αυτοί, οι βασανιστές είναι τα μεγαλύτερα θύματα της αμαρτωλής κοινωνίας. Γιατί το Σύστημα κατάφερε να τους κλέψει την ανθρωπιά τους. Να τους μεταβάλει σε κτήνη που βασανίζουν τον αδελφό τους, τον όμοιό τους, αυτόν που αγωνίζεται για να λυτρώσει βασικά ανθρώπους της δικής του κοινωνικής σειράς…

 

Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στον νου μου με αφορμή την απάντηση του δικηγόρου Θεόδωρου Κατριβάνου στη δίκη των βασανιστών:

 

- «Δεν επιτρέπω σ’ ένα βασανιστή που ούτε καταδέχτηκα να του κάνω μήνυση γιατί τον λυπάμαι, να κάνει υπαινιγμούς».

 

Το θέμα της ψυχολογίας του βασανισμένου δεν τελειώνει μ’ αυτές τις λίγες σειρές. Είναι απέραντο. Κάποτε στη χώρα μας έγιναν φοβερά μαρτύρια σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Κανείς δεν μίλησε γι’ αυτά. Σήμερα όμως όλος ο κόσμος διαβάζει στον Τύπο καθημερινά για τα βασανιστήρια. Και πολλοί απορούν:

 

- Γιατί όλοι οι βασανισμένοι δεν έκαναν μηνύσεις;

 

Μα γιατί η υπόθεση του βασανισμού δεν είναι, αγαπητοί μου συμπολίτες, υπόθεση προσωπική. Είναι υπόθεση δική σου και δική του. Υπόθεση δική μας. Υπόθεση της Πολιτείας. Πήγαν τάχα για να λύσουν προσωπικές διαφορές οι κρατούμενοι στους τόπους του μαρτυρίου; Αλλά και οι βασανιστές μήπως είχαν κι αυτοί «προσωπικά» με τα θύματά τους; Όχι. Πίσω από τον βασανισμένο υπάρχει ολόκληρη η κοινωνία, για την οποία εκείνος παλεύει και υποφέρει. Ενώ πίσω από τον βασανιστή υπάρχει το Σύστημα, το Κράτος κι όσοι έχουν σχέση μαζί τους.

 

Αυτό που γίνεται σήμερα, δηλαδή ο υποβιβασμός αυτής της φοβερής σύγκρουσης που είναι ο βασανισμός, σε ένα τεχνικό συμβάν, σε μια αστυνομική ιστορία που αφορά δυο πρόσωπα, είναι αφ’ ενός μεν προσβλητικό και ατιμωτικό θα ΄λεγα για το θύμα και για τον λαό, αφ’ ετέρου δε είναι κοροϊδευτικό, απατηηλό, γιατί κουκουλώνει την πραγματική σχέση και τους ουσιαστικούς ενόχους.

 

Και πολύ καλά έκανε ο μάρτυς Γεώργιος Μαυρομμάτης που αρνήθηκε να καταθέσει:

 

- Δεν μπορώ να αναφερθώ σε μεμονωμένα επεισόδια χωρίς να τα συνδέσω με ολόκληρη την ιστορία…

 

Πρόεδρος: Αφήστε τώρα την ιστορία.

 

Μάρτυς: Ναι, αλλά ταλαιπωρούμαστε τόσα χρόνια από την ιστορία αυτή.

 

Πρόεδρος: Δεν μας ενδιαφέρει.

 

Μάρτυς: Ενδιαφέρει όμως εμάς. Αυτό είναι το σφάλμα μας, ότι νομίζαμε πως μπορούσαμε να τα πούμε εδώ πέρα.

 

Πρόεδρος: Θέλετε να σας επιβάλω τιμωρία;

 

Δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι φανερό ότι η ώρα της Ιστορίας αυτής δεν έφτασε ακόμα. Χαριεντίζονται σαν μαϊμούδες οι αρχιθύτες, αρχιβασανιστές. Φτύνουν βούρκο και ακαθαρσίες οι συνήγοροί τους. Εδώ κι εκεί, με αρχιερέα τον Σάββα, σηκώνουν απειλητικά το κεφάλι. Ανασαίνουν. Ευτυχώς γι’ αυτούς η Πολιτεία, δηλαδή η κυβερνητική παράταξη, απέφυγε να βάλει το χέρι επί των τύπων των ήλων. Δεν την ενδιαφέρει κι αυτήν η ιστορία. Και η ιστορία θα περιμένει και πάλι να φτάσει η ώρα της…

 

Μέσα σ’ αυτή την άρνηση της Πολιτείας να αναλάβει τις ευθύνες της, υπάρχει ακόμα και το στοιχείο της προσβολής. Επάνω στο πιο λεπτό σημείο της λαϊκής ευαισθησίας, δηλαδή επάνω στο αίσθημα του Δικαίου, όπως διαμορφώνεται και λειτουργεί μέσα στον Λαό.

 

Η μετάθεση των ευθυνών στις πλάτες του απλού πολίτη αποτελεί ακόμα ένα είδος αναγνώρισης από την Πολιτεία της αδυναμίας της να ικανοποιήσει το δημόσιο αίσθημα για απόδοση δικαιοσύνης και ηθική κάθαρση. Όμως Πολιτεία και Κράτος που δεν τολμούν να αναλάβουν ιστορικές ευθύνες παρά την ύπαρξη σαφούς λαϊκής εντολής, είναι σαν να ομολογούν ότι κατέχουν την εξουσία υπό όρους.

 

Έτσι, και πάλι ο απλός πολίτης υποχρεώνεται να γίνει ο υπερασπιστής της έννοιας του Δικαίου. Αυτός ο ίδιος που εξέφρασε τη Δικαιοσύνη με τον αγώνα και τις θυσίες του κατά την περίοδο της τυραννίας, καλείται να αναλάβει το μέγα έργο της κάθαρσης.

 

Ενώ η Πολιτεία παραμένει δήθεν ουδέτερη. Λέω «δήθεν», γιατί η έως τώρα πείρα δείχνει ότι λησμονεί αυτή την ουδετερότητα, όταν πρόκειται να συνδράμει τους κατηγορουμένους -βλέπε παρέμβαση για ελάττωση της ποινής του Εφετείου.

 

Έτσι ξαναμπαίνει μπροστά η μηχανή της Δικαιοσύνης με πολύ περίεργο και ανορθόδοξο τρόπο.

           

Με αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται οι βασανιστές σαν κατήγοροι και να αντιμετωπίζονται οι μάρτυρες-θύματα ως κατηγορούμενοι.

           

Έτσι, η δημοκρατική και πατριωτική μας ευαισθησία μπαίνουν ξανά σε  μεγάλη δοκιμασία. Και μας υποχρεώνουν να ξαναθυμίσουμε σε όλους τους αρμοδίους ορισμένες αλήθειες που φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να τις λησμονούν.

           

Όταν ο βασανιστής έχει την άνεση να βρίζει τον μάρτυρα-θύμα του, τότε η έννοια του Δικαίου καταπατείται μέσα στα Δικαστήρια. Όταν ο μάρτυρας-θύμα αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο χωρίς τον αρμόζοντα σεβασμό και απότιση ευγνωμοσύνης για τη θυσία του, τότε η έννοια του Δικαίου καταπατείται μέσα στο Δικαστήριο.

           

Σήμερα ο Δικαστής έχει όλη την άνεση και την ελευθερία να ασκήσει χωρίς φόβο το λειτούργημά του. Όμως χτες, όταν η Δικαιοσύνη είχε καταργηθεί από τους τυράννους και ο Δικαστής είχε καταντήσει όργανο της Δικτατορίας, η Δικαιοσύνη αποδιδόταν αποκλειστικά και μόνο από τον ελεύθερο Έλληνα με θυσία της προσωπικής του ελευθερίας και της σωματικής του ακεραιότητας.

           

Γιατί τι άλλο ήσαν όλοι αυτοί οι πατριώτες που αψηφώντας τον νόμο του ισχυροτέρου πέρασαν μέσα από φοβερές δοκιμασίες και μαρτύρια, παρά οι υπερασπιστές της έννοιας του Δικαίου, παρά οι αληθινοί και γνήσιοι δικαστές που δίκαζαν τους βασανιστές τους στο όνομα του Λαού με τίμημα αβάσταχτες και αμέτρητες θυσίες;

           

Έτσι, χάρη σ’ αυτούς και μόνο σ’ αυτούς, δεν έσβησε η έννοια του Δικαίου στη χώρα μας. Ο Λαός μας μπορούσε ν’ αναπνέει, γιατί το αίσθημα της Δικαιοσύνςη που προσπαθούσαν να πνίξουν οι τύραννοι λειτουργούσε παντού, όπου ένας και μόνο πατριώτης έλεγε «όχι» στον νόμο της ζούγκλας.

           

Αυτό το αίσθημα της Δικαιοσύνης δεν λειτούργησε δυστυχώς εκεί που όφειλε να λειτουργήσει, στα ελληνικά Δικαστήρια που είχαν μεταβληθεί σε πιστές θεραπαινίδες της Δικτατορίας. Το Δικαστικό Σώμα -από το οποίο βγήκε ο Κόλλιας- στην μεγάλη του πλειοψηφία έστρεψε την πλάτη στο δράμα του λαού  μας.

           

Είναι λοιπόν σήμερα απαράδεκτο το θέαμα των δικαστών είτε να ανέχονται την προκλητικότητα των βασανιστών είτε να φέρονται με μια δήθεν «αντικειμενική αυστηρότητα» απέναντι στους μάρτυρες-θύματα.

           

Σε μια πραγματικά ευνομούμενη Πολιτεία, όπου οι αξίες θα είχαν λάβει τη φυσική τους θέση, το Δικαστήριο θα σηκωνόταν σύσσωμα όρθιο για να αποτίσει φόρο τιμής σ’ έναν Μουστακλή, που μόνος του, εξυπηρετώντας το βαθύτατο αίσθημα του Δικαίου, λειτούργησε σαν υπέρτατος Δικαστής εν ονόματι του ελληνικού λαού, πληρώνοντας την πράξη του αυτή με την σωματική του ακεραιότητα και βυθίζοντας την οικογένειά του σε πένθος αγιάτρευτο. Όπως έπρεπε να σηκώνεται όρθιο μπροστά σε κάθε θύμα της Δικτατορίας και όχι να διακόπτει πολλές φορές με ανεξήγητη οξύτητα αυτούς που κράτησαν ψηλά την έννοια της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης.

           

Και είναι θλιβερό το θέαμα της Πολιτείας να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τα κουρέλια ενός δήθεν σεβασμού στην Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

           

Ο πρώτος σεβασμός της Πολιτείας θα έπρεπε να πάει σ’ αυτούς που στα χρόνια της δοκιμασίας υπερασπίστηκαν  την Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Δικαιοσύνη. Εάν δεν υπήρχε αυτή η συνεχής αντίσταση του λαού μας, αν δεν υπήρχαν οι πρωτοπόροι αγωνιστές και οι ασυμβίβαστοι πατριώτες, αν όλα πήγαιναν καλά και ήσυχα για τον Παπαδόπουλο, είναι βέβαιο ότι άλλοι θα ήταν καθισμένοι στους υπουργικούς θώκους. Δεν μπορώ, δυστυχώς, να πω το ίδιο και για τους κ.κ. Δικαστές.

 

 

 

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΥ

(δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  στις 28.11.1975)

 

Ξαφνικά η Ελλάδα γέμισε από χιλιάδες μεγάλους και μικρούς εισαγγελείς. Πλημμυρισμένοι με ιερό δέος, με μάτια φλογισμένα από άκρατη ιδεολογική έξαρση, με καρδιά φουσκωμένη από το μονοπώλιο της αγάπης τους για τον λαό, με συνείδηση πυρακτωμένη από την φλόγα της επανάστασης, σε αντιμετωπίζουν με ύφος προκλητικό και ακατάδεκτο, αφ’ υψηλού και σε κατηγορούν:

 

Άνθρωπε κουρασμένε, πολίτη γονατισμένε, δημοκράτη συμβιβασμένε, τέως επαναστάτη σπασμένε, παραμέρισε, εξαφανίσου, για να περάσουν οι συνεπείς, οι αλύγιστοι, οι ασυμβίβαστοι, οι ακραιφνείς.

 

Και καλά για τους παλιούς. Αυτούς που πέρασαν από κάποιες δοκιμασίες. Μπορεί να τους εξηγήσεις. Ακόμα και να τους δικαιολογήσεις. Όμως για τους νέους, τι να πεις;

 

Μόλις έπεσε η χούντα, ολόκληρη η ζωντανή νεολαία γέμισε ξαφνικά με «πολύχρωμα οράματα». Τι μπορούσε να κάνει; Τα πάντα! Για μας που ζήσαμε τον τόπο τούτο, μια πρωτοφανής ευκαιρία γεννιότανε μπροστά μας. Όλες οι προοπτικές ήσαν ανοιχτές. Φτάνει να πιάναμε την ιστορική ευκαιρία, να μεγαλώσουμε το ρήγμα που άνοιξε στην καρδιά της «εθνικοφροσύνης». Να ξηλώσουμε μια για πάντα το καρκίνωμα που τρώει τις σάρκες μας και ακόμα μας απειλεί.

 

Χρειαζόταν, όμως γι’ αυτό μεγάλη ανάσα, που ν’ αγκαλιάσει την μακρινή μα ολοφώτεινη προοπτική. Χρειαζόταν προσγείωση, πάτημα στη γη, αγκάλιασμα σφιχτο με τη ζωή. Και κει πάνω, στη γη, μέσα στη ζωή ν’ αρχίσει το σκάψιμο και η σπορά. Για να θερίσουμε μεθαύριο.

 

Μπήκαν, όμως, στη μέση πονηροί πραματευτάδες γεμάτοι σερμπέτια ιδεολογικά και άλλα παραισθησιογόνα και διεγερτικά.

 

Όλο συνθήματα και εμβλήματα. Και άλλα «άλλοθι» παραπλανητικά.

 

Κι αντί ν’ αρχίσει ξεχέρσωμα και όργωμα για τη σπορά, άρχισαν να χτίζουν όλοι πύργους στην άμμο, να δούμε ποιανού είναι ψηλότερος. Ποιος κάνει μπούγιο πολύ και ποιος μπορεί να παραβγεί τον άλλο σε τρακατρούκες και βεγγαλικά.

 

Κι ανεβαίνουν τα παιδιά τα αγνά και τα αθώα, τα γεμάτα όνειρα, στους μιναρέδες της αδιαλλαξίας. Φωνάζουν σαν τενόροι την ιδεολογική πραμάτεια τους. Χωρίς να υποψιάζονται ότι τα θεμέλια του πύργου είναι μόλις μια πιθαμή μέσα στην κινούμενη άμμο.

 

Κι έτσι και το τέρας που κουρνιάζει, φρόνιμο τάχατες εκεί μέσα, κάνει πως ξύνεται, όλα θα σωριαστούν σε ερείπια. Και τότε πού τους είδατε, πού τους απαντήσατε τους ντοτόρους της ιδεολογικής καθαρότητας και τους εισαγγελείς της επαναστατικής συνέπειας.

 

Ένας τέτοιος «εισαγγελέας» -μα από τους μεγάλους ως φαίνεται- μου γράφει. Δεν βάζει τ’ όνομά του κάτω από την επιστολή. Μπορεί κατ’ εκείνον ο υποφαινόμενος να ‘χει τόσο πολύ συμβιβαστεί που αν το ΄ξερε «θα προτιμούσε να είχε πεθάνει», όμως το ξέρει τάχα αυτό και η Ασφάλεια; Γι’ αυτό λοιπόν, για την ασφάλειά μας, ας μείνουμε ανώνυμοι.

 

Δεν μπορώ να πω ότι το γράμμα του με άφησε ασυγκίνητο. Όμως ψάχνω να βρω -και δεν το βρίσκω- πώς είναι δυνατόν όταν διαφωνώ με κάποιον εγώ, να πιστεύω αταλάντευτα πως «είμαι το δίκιο» κι ο άλλος πως «είναι το άδικο». Τόση σιγουριά είναι ύποπτη.

 

Ο διάλογος αρχίζει. Είναι βέβαια διάλογος κουφών… Από το γράμμα του ανώνυμου εισαγγελέα μου δεν κόβω λέξη. Μόνο το τεμαχίζω για τις ανάγκες ενός διαλόγου φανταστικού και απίθανου:

 

Ε γ ω: Σήμερα, στην εποχή των σούπερ-μάρκετ, όλα μπορείς να τα προμηθευτείς. Ακόμα και την γαλήνη της ψυχής, την σιγουριά, την αγωνιστική ανωτερότητα, την συνείδηση, τον τίτλο του πρωτοπόρου και την … τήβεννο του εισαγγελέα! Μπαίνεις στο πρώτο γραφείο και λες: «Θέλω να γίνω πρωτοπόρος, να κρίνω όλους τους άλλους. Τι πρέπει να κάνω;». «Ευχαρίστως», σου απαντούν. «Θέλεις καφεδάκι; Ωραία! Γκαρσόν, ένα καφέ βαρύ γλυκό! Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Θα εγγραφείς, θα πληρώνεις συνδρομή. Θα αγοράζεις την εφημερίδα. Θα έρχεσαι στις τάδε και τάδε συγκεντρώσεις…».

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Στα μάτια μου να μην τους δω όλους εκείνους που μας διέσπασαν σε κοντά δυο ντουζίνες από κόμματα για να αναγαλλιάζουν οι λύκοι, όλους, εξόν από κείνη τη συναρπαστική μου αρκούδα (;). Κι όταν δεν σε ψήφισαν κι όταν σου χίμηξαν λέει ποικιλοτρόπως για τα γνωστά διαζευκτικά του διδύμου Καραμανλής-τανκς, εξαγριώθηκα: «Βρε χαμένοι, αυτός έδωσε φωνή στο δίκιο μας ν’ ακουστεί στα πέρατα της γης, είναι η φωνή μας κι η φωνή των νεκρών μας που αναστήθηκαν απ’ το θεϊκό του ταλέντο». Σωστές κουβέντες: κεφάλαιο ανεκτίμητο ηθικά η παρουσία σου στις γραμμές μας (όταν…). Ήταν πολύ ωραίο για να ΄ναι αλήθεια και υπεράνθρωπο για να κρατήσει. Κι εγώ μεν όλα τα περίμενα από τα όντα που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι. Τώρα όμως θα μιλήσω ξεχνώντας με για λίγο. Παραλήρημα μεγαλείου; Δόξα, πλούτη, νιάτα, λεβεντιά -και ποιο ανθρωποειδές θα άντεχε εδώ που τα λέμε. Μηδέν άγαν, Αύγουστε. Γιατί ακόμα και η λατρεία της Αλήθειας και της Ελευθερίας, όταν γίνεται αυτοσκοπός -σαν την τέχνη για την τέχνη- καταντάει απανθρωπιά. Τη λευτεριά στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό. Αυτά τα ξέρεις. Και πως η Ελευθερία -πλάσμα ιδεατό- παίρνει σάρκα μόνο τη στιγμή που διαλέγουμε πού θα υποταχτούμε.

 

Ε γ ώ: Βγαίνεις από το γραφείο. Πόσων χρονών είσαι; δεκαοχτώ, εικοσιοχτώ, τριάντα οχτώ, το ίδιο κάνει. Και είσαι … εισαγγελέας! Τώρα μπορείς να τους κολλάς όλους στον τοίχο. Να τους βάζεις όλους το σκαμνί του κατηγορούμενου. «Γιατί έκανες αυτό; Γιατί δεν έκανες εκείνο; Άρα είσαι προδότης. Άρα σε καταδικάζω. Άρα σε παραδίδω στο πυρ το εξώτερον». Πόσο σου στοιχίζει η κατηγορία; Άραγε πόσο του στοιχίζει του άλλου η κατηγορία; Αυτό δεν το ρωτάς. Αυτό δεν σ’ ενδιαφέρει. Μα κι αν του στοίχισε μια ζωή; Μια ολόκληρη ζωή; Το έργο μιας ζωής; Αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί στο κάτω-κάτω δεν πήγε κι αυτός στο γραφείο να πιει καφεδάκι, να πληρώσει τη συνδρομή του, να γίνει κι αυτός εισαγγελέας; Ποιος του φταίει; Φταίει το ξερό του το κεφάλι. Ας πληρώσει λοιπόν.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Αχ, Μίκη μου, ως να γυρίσει ο ήλιος κ.λπ. έ, βοηθάμε κι εμείς να πολλέψει η δουλειά, δυο χεράκι τα ‘χουμε. Κι εσύ βρέθηκες του ξάφνου -όχι και τόσο- στις επάλξεις της μελανημονούσης σακαράκας -και να μη ντύνουμε παρακαλώ την προϊούσα αρνητικότητά μας με παντιέρες που ανέμισαν σ’ όλους τους ανέμους. Κι ο Μπάμπης ο αδογμάτιστος -σαν τον Πάπα που τον μάρανε τάχας μου το Filioque (;)- κοντά ένα εκατομμύριο πόθω ευσεβεί προέδρους διαθέτει τούτος το τόπος. Κι ο ελληνικός ΒΒ που μας βρίσκει λαϊκά παιδιά -κακό είναι;- ενώ τα του εσ. είναι λέει προβληματισμένα. Σούμα: τον σταυρό σου καρφώσαν οι εχθροί σου (που δεν πειράζει) κι οι φίλοι (που σφάζει).

 

Ε γ ώ: Ο Θεός να βάλει το χέρι του -όπως θα ΄λεγε και ο σ. Χρουτσώφ- να μην μπούμε ξανά σε καμμιά από κείνες τις δοκιμασίες που οι τίτλοι του «εισαγγελέα» δεν μοιράζονται στα γραφεία αλλά κάπου αλλού. Να δούμε τότε πού θα βρεθούμε ξανά, εσείς σημερινοί μου εισαγγελείς κι εγώ μελλοντικός συνεργάτης του «Ελεύθερου Κόσμου»… Βλέπεις, όταν βολευτείς μέσα σε όποιο Σύστημα, η βουλιμία σου να κατασπαράξεις δεν έχει όρια.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Μην ανησυχείς, Μίκη μου, από Γαρουφαλιά μέχρι Τσιρώνη το ίδιο μίσος σας ενώνει κατά του Κόμματος.

 

Ε γ ώ: Ο καλλιτέχνης είναι αυτάρκης. Δημιουργεί το δικό του σύμπαν και μέσα εκεί μπορεί να βολευτεί θαυμάσια. Το πρόβλημά του είναι ο χρόνος. Όσο για την επικοινωνία, στις μέρες μας την έχει αναλάβει το Σύστημα. Η εποχή μας είναι αληθινός παράδεισος για τον φτασμένο καλλιτέχνη. Οι ανάγκες για κουλτούρα κάθε είδους έχουν διογκωθεί. Γύρω στην κουλτούρα έχουν δημιουργηθεί τεράστια οικονομικά συγκροτήματα που τρέφονται με καλλιτεχνική πρώτη ύλη. Την βιομηχανοποιούν, την πολλαπλασιάζουν και την εξακοντίζουν στην καρδιά της κοινωνίας, προσδοκώντας κέρδη. Και τα κέρδη εισρέουν πακτωλός.

 

Οι εισπράξεις της βιομηχανίας, του κινηματογράφου, του δίσκου, του θεάματος, του βιβλίου είναι αστρονομικές. Ένα μικρό μερίδιο πάει και στους καλλιτέχνες. Όμως, ο διάσημος καλλιτέχνης, μπορεί, αν το θέλει, να ζει σαν σύγχρονος πρίγκιπας. Όμως αλίμονο στον καλλιτέχνη εκείνο που εγκαταλείπει τον πύργο της αυτάρκειας και του βολέματος και πάει να στριμωχτεί μέσα στους σκονισμένους δρόμους του κόσμου. Σ’ εκείνον που ανακατωθεί μέσα στο πλήθος και πει: «Είμαι κι εγώ ένας απ’ όλους. Ήρθα να μοιραστώ τη σκόνη, το αίμα και την ευθύνη».

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Αυτό είναι το Κόμμα μας. Κάτω απ’ τη σημαία του εξανθρωπιστήκαμε και υψωθήκαμε σε σφαίρες αλτρουισμού -εσύ απ’ τους μπροστάρηδες. Αυτό είναι το Κόμμα που έδωσε τους χιλιάδες εκτελεσμένους, τους στραγγαλισμένους στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, τους βασανισμένους στις χαράδρες της Μακρονήσου, τους κατατρεγμένους και κοινωνικά ταπεινωμένους.

 

Ε γ ώ: Στην αρχή θα τον δουν με έκπληξη. Μετά με αγάπη. Στο τέλος με οργή. Το πλήθος θα τρέξει να πλαισιώσει όσους τον καλούν να μπει σε παλιά και καινούρια …πλαίσια, θα τον τσαλαπατήσει, θα περάσει τρέχοντας από πάνω του, θα τον αφήσει ξαπλωμένο στη μέση του σκονισμένου δρόμου, με συντροφιά ένα πιστό σκύλο και τον έναστρο ουρανό… Κι εκείνος θα σκουπίσει τα φτυσίματα αυτών που τον σήκωναν στους ώμους, θα βάλει στον ώμο του τη βαρειά πίκρα και με συντροφιά τον σκύλο και τ’ άστρα θα θυμηθεί τους «συνετούς» που μείνανε ψηλά κλεισμένοι στους χρυσελεφάντινους πύργους με το Σύστημα να τους υμνεί.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Εάν ερωτάτε και δι’ εμένα, εγώ να πώς φαντάζομαι την Ιδέα. Κοντά στ’ άλλα και με μια ελιά στο μάγουλο απαραίτητα (;). Όμως κρατάω μόνο τον κοινό μας καημό: την αγάπη για τον άνθρωπο και το’ όνειρο για τις χαρούμενες του Αύριο πολιτείες. Θα παίξω εγώ το παιχνίδι του Ρουφογάλη;

 

Ε γ ώ: Κι όταν λέμε Σύστημα, δεν εννοούμε φυσικά μόνο τον κόσμο του καπιταλισμού. Όλες οι Εξουσίες, κάθε είδους Εξουσία, όλοι οι μηχανισμοί, οι Γενικοί Διευθυντές και οι Γενικοί Γραμματείς, οι Εταιρίες Εισαγωγών-Εξαγωγών αλλά και οι «πρωτοπόρες οργανώσεις» και «Κινήματα», όλοι όσοι έχουν «ένα γραφείο κι ένα τηλέφωνο», όλοι όσοι εκτιμούν την ωμή δύναμη σαν κύριο στοιχείο για την επιβολή και την κυριαρχία, θα χειροκροτούν ξανά τον άσωτο καλλιτέχνη που γύρισε την πλάτη του στο πλήθος και επανήλθε στην αρμονία του Συστήματος.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Όσο καλό του ‘κανες αυτού του λαού που είχες κάνει την αγωνία του δική σου, του το πήρες πίσω στο πολλαπλάσιο.

 

Ε γ ώ: Ο δυστυχής Μαγιακόφσκυ βγήκε στους σκονισμένους δρόμους του νεαρού σοβιετικού κράτους. Μπήκε στα εργοστάσια για να απαγγείλει τους στίχους του ανάμεσα στους μουντζουρωμένους εργάτες. Όταν «κατάλαβε», ήταν αργά γι’ αυτόν. Τότε πολτοποίησε την εγκεφαλική του ουσία. Χιλιάδες αγέννητοι στίχοι πάγωσαν μέσα σε μια κηλίδα αίμα που γρήγορα άπλωσε και σκέπασε την προδομένη ανθρωπότητα. Πέπλο πικρό και διάφανο, ανίκανο να προστατέψει από την παγωνιά το φοβισμένο σώμα αυτών που ελπίσανε.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Και στον λαό αυτόν χρωστάς εσύ πιο πολλά απ’ ό,τι σου χρωστάει εκείνος.

 

Ε γ ώ: Ο συνετός Πικάσο αντίθετα, ύψωνε συνεχώς γύρω του απομονωτικά τείχη. Έτσι, το Σύστημα τον «κατενόησε». Ο καπιταλιστής τον τίμησε προσφέροντας αστρονομικές τιμές σε νόμισμα ισχυρό. Οι σύντροφοι αποθέτανε στεφάνια δόξας στα πόδια του. Κι όταν ξεκίνησαν μπουλούκι με επί κεφαλής τον Αραγκόν και τον Γενικό Γραμματέα και στρατοπέδευσαν έξω από τον Πύργο του στη Νότια Γαλλία, για να γιορτάσουν τα 90 χρόνια του, Αυτός ούτε που καταδέχτηκε να τους δεχτεί. Έμειναν εκεί γύρω, σεμνοί και φτωχοί προσκυνητές. Κι Αυτός πέθανε ευτυχισμένος και πλήρης με στρώμα τα δολλάρια των μεν και σκέπασμα τις δάφνες των άλλων. Το Άγιο Σύστημα, το Ενιαίο και Αδιαίρετο, πόσο αρμονικά κλείνει μέσα του, τελικά, όλα τα Συστήματα. Κι αν είναι εχθρικά, τι το νοιάζει; Φτάνει που είναι Συστήματα, αυτό του αρκεί.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Γιατί είσαι βέβαια ένας δέκτης προικισμένος, χωνευτήρι θεσπέσιο, όμως την πρώτη ύλη στην έδωσε ο λαός αυτός με τον ασίγαστο έρωτά του για Ελευθερία. Άντε, Μίκη μου, με το καλό και στον «Ελεύθερο Κόσμο».

 

Ε γ ώ: Υπάρχουν όμως και καλλιτέχνες που χάλασαν τη ζωή τους. Θέλουν να φύγουν από την πόλη, όμως όπου κι αν πάνε η πόλη τους ακολουθεί. Ίσως δεν έχει πλοίο ούτε οδό γι’ αυτούς. Δικός τους λογαριασμός. Όμως εσύ νέε καλλιτέχνη, κάψε τις αυταπάτες σου. Γύρνα στον εαυτό σου. Στην αυτάρκειά σου. Αν κερδίσεις -και κερδηθείς- από το ένα Σύστημα, τότε να ‘σαι σίγουρος ότι θα κερδίσεις όλα τα Συστήματα! Το στρώμα σου θα γίνεται απαλό από το χαρτονόμισμα. Στο μέτωπό σου θα συσσωρεύονται οι δάφνες.

 

Ο  ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς  μ ο υ: Εκείνο όμως το χλωμό αγόρι με το αυγινό πρόσωπό του που μας κοιτάζει ακόμα μέσα απ’ το συρματόπλεγμα της Μακρονήσου, αν το ‘ξερε, θα προτιμούσε νομίζω να είχε πεθάνει.

 

Ε γ ώ: Εκτός κι αν γράψεις στα παλιά σου τα παπούτσια όλα τα Συστήματα. Τότε ετοιμάσου να αντιμετωπίσεις «τη φοβερή ερημία του πλήθους».

 

«Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά, οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα.

Όταν μπήκα στη θάλασσα, οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά.

Όταν πνίγηκα, οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους.

Κι όταν αναστήθηκα, ήταν πολύ αργά,

οι λουόμενοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους».

 

 

 

ΜΕΙΝΕ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ

(δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  στις 26.9.1975)

 

Κάποια αθηναϊκή απογευματινή εφημερίδα, στον ζήλο της να κεραυνοβολήσει την τόσο ενοχλητική (γι’ αυτήν) ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, την κατηγόρησε γιατί χρησιμοποιεί σαν συνεργάτες ανθρώπους άσχετους προς το επάγγελμα, «ποιητές, ηθοποιούς και μουσικοσυνθέτες».

 

Ο μουσικοσυνθέτης είμαι φυσικά εγώ. Ο τίτλος είναι σωστός. Αυτό είναι το επάγγελμά μου. Όμως ποιοι και πότε το μεταχειρίζονται και το προβάλλουν; Αυτό έχει σημασία. Ευρύτερη. Γι’ αυτό ας μου επιτραπεί σήμερα κάποιος τόνος προσωπικός, αυτοβιογραφικός.

 

Στα 1952 μετά το Μακρονήσι, εγκαταστάθηκα στην Άνω Νέα Σμύρνη. Ήταν ένα δωμάτιο 2 Χ 3 στα Τατάβλα. Μόλις είχε πεθάνει ένας συναγωνιστής μου φυματικός (δεν άντεξε στις ταλαιπωρίες) και οι γείτονες -κι αυτοί συνεξόριστοι- έσπευσαν να μου παραχωρήσουν το κρεβάτι του. Δεν πρόφτασα όμως να πλαγιάσω. Η πόρτα χτύπησε και το αστυνομικόν «όργανον» μου είπε στον τόνο εκείνης της εποχής: «Τι κοιμάσαι ρε, σε περιμένει ο κ. Διοικητής». Ντύθηκα και τον ακολούθησα. Το Αστυνομικό Τμήμα το γνώριζα καλά. Στα Δεκεμβριανά το είχαμε καταλάβει και φροντίσαμε να πάνε σπίτια τους και οι 189 αιχμάλωτοι. Στα 1947 πέρασα από το κρατητήριο πριν μας μπαρκάρουν για την Ικαριά. Και το 1948 πέρασα ένα μήνα στην απομόνωση πριν μας πάνε στην Γενική Ασφάλεια κι από κει πάλι για Ικαριά και Μακρονήσι.

 

Με πάνε λοιπόν κατ’ ευθείαν στη σήμανση. Δακτυλικά αποτυπώματα για εκατοστή φορά και μετά στον κ. Διοικητή.

 

- Θα δίνεις δυο φορές την εβδομάδα «παρών», μου λέει.

 

Και συνεχίζει με το γνωστό ύφος:

 

- Μην κάνεις λάθος και κουνηθείς. Δεν αστειευόμαστε. Το ξέρεις καλά. Κοίτα, ρε παιδί μου, τη δουλειά σου. Μ ε ί ν ε  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς.

 

                                                                                                                  *

 

Στα 1960, μαζί με τον Μποστ, φτιάξαμε το Κέντρο «ΜΥΡΤΙΑ» στο Καλαμάκι. Εκεί κάποιο βράδυ αιφνιδίως μας έσβησαν τα φώτα. Οι ασφαλίτες μπήκαν ομαδικά μέσα. Ήθελαν να μας τρομοκρατήσουν για να το κλείσουμε «αυθορμήτως».

 

Την άλλη μέρα με κάλεσε ο κ. Ρακιντζής. Αρχηγός της Αστυνομίας.

 

- Όλα καλά, μου λέει. Όμως δεν θέλω πολιτικολογίες. Άστα αυτά για τους ειδικούς. Τους πολιτικούς. Εσύ  μ ε ί ν ε  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς….

 

Αργότερα, τον χειμώνα του ‘ 61, στις περίφημες εκλογές που έμειναν στην ιστορία σαν εκλογικό πραξικόπημα, εγώ γύριζα με Μπιθικώτση, Λειβαδίτη και Παϊζη (και οι τρεις Μακρονησιώτες) στην απαγορευμένη περιοχή: Μακεδονία και Θεσσαλία: Παντού στρατός, τανκς, χωριάτες στοιβαγμένοι σε φορτηγά και τρακτέρ για να γίνουν «αυθόρμητοι ακροατές» των προεκλογικών συγκεντρώσεων της ΕΡΕ. Γύρω μας χωροφυλακή και ΕΣΑ. Ασφυκτικά απομονωμένοι (μόνο ένας γενναίος μου έσφιξε το χέρι στα σκοτεινά, στην Κοζάνη). Στο τέλος μας λιθοβόλησαν…

 

Στον γυρισμό στην Αθήνα, με προσκάλεσε ο Διευθυντής μιας εβδομαδιαίας κυβερνητικής εφημερίδας:

 

- Έχε τις ιδέες σου, μου είπε, όμως να μην τις λες… (αυτός ήταν πιο γενναιόδωρος).

 

Μ ε ί ν ε  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς…

 

Τα χρόνια περνούν. Στην Θεσσαλονίκη δολοφονούν τον Λαμπράκη. Το Κίνημα Νεολαίας φουντώνει. Κυβέρνηση Κέντρου. Το πραξικόπημα του βασιλιά. Και φτάνουμε στη Δικτατορία. Έως εκείνη τη στιγμή, την 21η Απριλίου, το «μουσικοσυνθέτης» δίνει και παίρνει:

 

- Είναι καλός μουσικός. Τι την θέλει την πολιτική; Γιατί δεν μ έ ν ε ι  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς;

 

Όμως την αυγή εκείνης της αλησμόνητης απριλιάτικης μέρας, ο μουσικοσυνθέτης έκανε «φάλτσο». Και μετά και άλλα πολλά «φάλτσα» (φάλτσο σημαίνει παραφωνία).

 

Παραφωνία μέσα στην κακοφωνία των στρατιωτικών εμβατηρίων, βεβαίως. Όμως παραφωνία και ως προς την γενική στάση των «ειδικών». Δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας που καταποντίστηκε αύτανδρη.

 

Αν έψαχνες ακόμα και με τον φακό, δεν θα εύρισκες έναν «επαγγελματία πολιτικό» για να σου πει τι θα ‘πρεπε να κάνεις σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Όμως και άλλοι «ειδικοί» εσιώπησαν, φρονίμως πράττοντες. Διότι οι ώρες ήταν πονηρές. Και κανείς δεν γνώριζε ούτε ποιοι είναι οι δικτάτορες ούτε ποιες είναι οι προθέσεις τους. Κάποιοι άλλοι προκάτοχοί τους, στην Ινδονησία λ.χ. είχαν λύσει το πρόβλημά τους με μέθοδο χασάπικη. Κάτι μεταξύ 300 και 500 χιλιάδων νεκρών. Μικροπράγματα… Ήδη οι φήμες, από τις πρώτες στιγμές της δικτατορίας, οργίαζαν. Στον Ιππόδρομο σφάζουν ομαδικά. Στου Καραϊσκάκη εκτελούν. Εδώ δέρνουν. Εκεί βασανίζουν. Γενικό λοιπόν μούδιασμα. Γενική παράλυση και φόβος. Όσοι πιάστηκαν, πιάστηκαν. Αυτοί όμως που έμειναν «ελεύθεροι» ή κρυμμένοι, δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Αμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς καμμιά επικοινωνία με τους άλλους, περίμεναν όλοι με τρόμο το μοιραίο. Ίσως να μας βγάλουν, όπως οι Γερμανοί από τα σπίτια μας, σκέφτονταν μερικοί και να μας οδηγήσουν σε πλατείες. Το ΜΠΛΟΚΟ που όλοι το είχαν ζήσει, ξαναρχόταν οδυνηρά απειλητικό μέσα από τις κατοχικές μνήμες.

 

Ενώ όλος ο κόσμος περίμενε ν’ ακούσει από κάπου κάποιαν «άλλη φωνή»… Εκτός από τα εμβατήρια και τα «Διατάσσομεν και αποφασίζομεν»…

 

Κι αυτή η «άλλη φωνή» σιγά-σιγά ακούστηκε. Πόσοι ήσαν αυτοί που τη γέννησαν; Ήσαν δέκα, πενήντα, διακόσιοι; Κανείς δεν ξέρει. Γιατί κανείς δεν θέλησε να ενδιαφερθεί ως σήμερα και να μάθει πώς γεννήθηκε σ’ εκείνες τις ώρες αυτή η «άλλη φωνή». Αυτή η «άλλη φωνή» που έκοψε τον μονόλογο των δικτατόρων. Που ΑΡΧΙΣΕ τον αντίλογο στη Δικτατορία, δείχνοντας από εκείνη την ώρα ότι στην Ελλάδα η φωνή της Ελευθερίας δεν πνίγεται ποτέ! Ούτε για μια στιγμή!

 

Φυσικά αυτή η φωνή δεν είχε καμμιά υλική δύναμη. Όμως, είχε τη δική της ηθική ακτινοβολία και σημασία. Πόσο μεγάλη και πόσο σημαντική ήταν, αυτό επαναλαμβάνω, κανείς ως σήμερα δεν καταδέχτηκε όχι μόνο να το εκτιμήσει αλλά ούτε απλώς να το καταχωρήσει.

 

Είναι σαν να μην έγινε! Από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβρη του ΄67, η περίοδος αυτή είναι τόσο άγνωστη και ανεξερεύνητη για τον ελληνικό λαό, όσο και η ζούγκλα του Αμαζονίου… Γιατί; Τώρα που το ξανασκέφτομαι με το πρίσμα πάντοτε του «μουσικοσυνθέτη», βρίσκω ότι δίκαια αποφεύγουν να μιλούν οι σημερινοί «ειδικοί» και «υπεύθυνοι» για κείνες τις μέρες, γιατί αυτί που πήραν μέρος στη δημιουργία εκείνων των γεγονότων ήταν όλοι τους φάλτσοι… Εν πάση περιπτώσει η μουσική τους δεν ταίριαζε καθόλου με το γενικό τροπάριο που έψελναν εν χορώ οι «ειδικοί», οι «υπεύθυνοι» και οι «παράγοντες» και που τα λόγια του ήταν περίπου τα εξής:

 

- Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης κλπ. κλπ.

 

Όμως εκείνη η περίοδος είχε για μένα ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα: «Ξαφνικά ΟΛΟΙ ξέχασαν ότι είμαι «μουσικοσυνθέτης»… Είχα γίνει για Δεξιούς και Αριστερούς, πλούσιους και πτωχούς, γέρους και νέους, ο αγωνιστής! Και το περίεργο είναι ότι ΟΛΟΙ έβρισκαν ότι μου ταιριάζει πολύ αυτός ο ρόλος.

 

Πώς του πάει, αλήθεια, έλεγαν η παρανομία! Και αργότερα έβρισκαν ότι μου ταίριαζε επίσης πάρα πολύ η Ασφάλεια και του «Αβέρωφ» και η Ζάτουνα και ο Ωρωπός. Ήμουν γεννημένος γι’ αυτά! Και το μεγάλο μου ταλέντο ήταν ακριβώς αυτό: η φυλακή! Και φυσικά κανείς τότε δεν σκέφτηκε να μου πει: «Μα τι θέλεις τέλος πάντων κι ανακατεύεσαι με τα πολιτικά και μπαίνεις στις φυλακές εσύ, ένας μουσικοσυνθέτης;».

 

Μερικοί βέβαια στενοχωρήθηκαν, γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να προχωρήσω τα αγωνιστικά μου προσόντα ακόμα πιο μακριά: π.χ. ως ένα ηρωικό θάνατο. Ξέρω ότι δεν μου συγχώρησαν ποτέ αυτό το λάθος (δηλ. το να επιζήσω).

 

Έτσι, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1967 το Πρακτορείο ΤΑΣ μετέδιδε την ακόλουθη δήλωση:

 

«Η Σοβιετική Κυβέρνηση έλαβε γνώσιν των πληροφοριών δια την προετοιμαζομένην φυσικήν εξόντωσιν του κρατουμένου επιφανούς πολιτικού και κοινωνικού παράγοντα της Ελλάδος Μ.Θ.». Και παρακάτω:

 

«Ο Μ.Θ. με τη δραστήρια πάλη του για την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ των λαών όλης της ανθρωπότητος, κατέκτησε τον σεβασμό και την αναγνώριση του Σοβιετικού Λαού και εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο…».

 

Και παρακάτω:

 

«Η εκδίκηση κατά του Μ.Θ. και οιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή το, θα συναντήσει την οργή του Σοβιετικού Λαού».

 

                                                                                                                  *

 

Έτσι λοιπόν έγινα πολιτικός και κοινωνικός παράγων. Και μάλιστα επιφανής. Κι αυτός ο χαρακτηρισμός που τον κάνει η ίδια η Σοβιετική Κυβέρνηση, φαίνεται ότι απηχούσε την Κοινή Γνώμη της εποχής.

 

Επειδή όλα θάβονται μεθοδικά και επιτήδεια από τους επιτήδειους και επειδή τυχαίνει να είμαι κι εγώ σκληροτράχηλος και να μην το βάζω ποτέ κάτω, έτσι και τώρα με κέφι βάζω στη μπάντα την μετριοφροσύνη, για να θυμίσω σε όσους ξαναθυμήθηκαν τον «μουσικοσυνθέτη» (που πάει να πει «κοίταζε τη μουσική σου και άσε μας εμάς τους ειδικούς να φροντίσουμε για τα κοινά»), ότι οι «ειδικοί» και οι «υπεύθυνοι» όπως και οι καπετάνιοι, στη φουρτούνα φαίνονται.

 

Ο μουσικοσυνθέτης (τι να κάνει;) μπήκε μέσα στην φουρτούνα. Όμως εσείς πού ήσαστε; Ποιο ήσαν στην παρανομία, στην Ασφάλεια και στην ΕΣΑ και μετά στις φυλακές, αυτά όλα είναι γνωστά. Μιλώ για τους τότε απόντες που σήμερα θέλουν να μας δώσουν μαθήματα. Και που την εποχή εκείνη, αν τύχαινε να συναντήσουν στο δρόμο ακόμα και τα ανήλικα παιδιά μου, στρίβανε στην πρώτη γωνία. Και από τους τόσους και τόσους σημερινούς καθηγητές αγωνιστικής ηθικής, που τόσο όψιμα βγάζουν τους αντιστασιακούς τους αφρούς, είναι ζήτημα αν μια χούφτα απ’ αυτούς τόλμησε να πλησιάσει τους δικούς μου για να μάθει «αν ζουν»…

 

Τα χρόνια περνούν. Στον Ωρωπό έρχομαι σε απ’ ευθείας επαφή με κείνο που λέγεται «ιδεολογική κρίση». Στην αρχή αποφεύγω να πάρω θέση. Παλεύω για την ενότητα. Μάταιος κόπος. Κάποτε, στις 25 του Μάρτη του ΄70, παίρνω θέση. Κι έτσι ξαναγίνομαι μουσικοσυνθέτης… Για μια διαφορετική πολιτική παράταξη τώρα…

 

                                                                                                                  *

 

Στο κρεβάτι της Clinica di Roma με επισκέπτεται αντιπροσωπεία πρεσβείας σοσιαλιστικής χώρας. Είναι Ιούλιος του ΄70. Μου διαβιβάζουν πρόσκληση να επισκεφθώ τη χώρα τους. Την εποχή εκείνη είμαι πρόεδρος του ΠΑΜ.

 

- Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που κάνετε σε όλους τους αγωνιστές του Πατριωτικού Μετώπου που εκπροσωπώ, τους λέω.

 

- Μας συγχωρείτε, μου απαντούν με αμηχανία. Η πρόσκληση δεν απευθύνεται στον πρόεδρο του ΠΑΜ. Σας καλούμε να μας επισκεφθείτε ως  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς…

 

Ώστε πάνε πια οι πολιτικές και αγωνιστικές περγαμηνές. Σαν να μην έγινε τίποτα. Λες και η ζωή μας γράφεται με κιμωλία πάνω στον μαυροπίνακα, παίρνει ο δάσκαλος το σφουγγάρι και κραφ … όλα σβήνουν. Ω αποθέωση του υποκειμενισμού και του άκρατου ιδεαλισμού!

 

«Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα έξω από τη συνείδηση του ανθρώπου», έλεγαν οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι του 19ου αιώνα.

 

Όμως κάποιος Καρλ Μαρξ και κάποιος Ένγκελς, απέδειξαν ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι η τελειότερη λειτουργία της ύλης. Με άλλα λόγια, έβαζαν το βάρος του κόσμου στη σωστή του θέση, πάνω στην αντικειμενική, την υλική πραγματικότητα. Έτσι και ένας οποιοσδήποτε θνητός αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα που καμμιά σκοπιμότητα δεν μπορεί να αγνοήσει και ακόμα πιο πολύ να την διαστρεβλώσει… Η ζωή του, η δράση του, οι ιδέες του, το έργο του, το ήθος του, οι πράξεις του γίνονται μια για πάντα και από τη στιγμή που γίνονται, ανήκουν στην αντικειμενική πραγματικότητα.

 

Να όμως που οι υποτιθέμενοι οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού βάζουν την υποκειμενική τους κρίση πάνω από την πραγματικότητα, όπως εκείνη λειτουργεί μέσα στη ζωή, μέσα στον λαό, μέσα στην ιστορική ροή.. «Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Αλήθεια είναι αυτό που αποφασίζουμε εμείς».

 

Όταν φτάσαμε στις εκλογές τον περασμένο Νοέμβρη, ξέχασαν πάλι ξαφνικά τον μουσικοσυνθέτη. Και θυμήθηκαν τον πολιτικό:

 

- Θέλουμε να συνεργαστείς μαζί μας σε ισότιμη βάση, μου είπαν και οι δύο πλευρές. Και την άλλη μέρα έγινα στον τύπο «ο σύντροφος Θεοδωράκης»! Μετά εγκλημάτησα πάλι. Αντί να γυρνώ στις συνοικίες του Πειραιά και να κάνω φτηνή προσωπική μικροπολιτική, γύρναγα όλη την Ελλάδα μιλώντας πάντα για την Αριστερά, για όλη την Αριστερά! Παρά τα γνωστά αποτελέσματα, για τα οποία από μια πλευρά έγινε και αυτοκριτική, εγώ συνέχισα τη συνεργασία. Έως τη μέρα που κάποιος παλιός καλός σύντροφος, με τον οποίο υποτίθεται ότι θα σκεφτόμαστε από κοινού για ορισμένα θέματα, μου λέει ξαφνικά:

 

- Και άκου κάτι: άσε μας εμάς να φροντίζουμε για την πολιτική. Μην κάνεις δηλώσεις. Κάνε μόνο μουσική. Μ ε ί ν ε  μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς!