Απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη σε μια άγνωστη φωνή στο φεστιβάλ της ΚΝΕ
18.10.2017
Ξεκινώντας το κείμενό μου αυτό, θα σταθώ σε μια λέξη που μπήκε σαν στάμπα στη σχέση μου με την ΚΝΕ: Την λέξη «Γενίτσαροι». Θα μιλήσω για πράγματα που θα ακουστούν για πρώτη φορά. Κι εσείς θα κρίνετε για ποιο λόγο δεν μίλησε κανείς και κυρίως η ηγεσία του ΚΚΕ για τόσο σημαντικά γεγονότα.
Όλα άρχισαν από τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι θα παιζόταν το «Άξιον Εστί» στο Καυταντζόγλειο, νομίζω στα 1976. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, με υποδέχθηκαν δυο παλιοί Λαμπράκηδες ο Μάκης Τρικούκης και ο Τάκης Κουλάνδρου, που έδειχναν φοβισμένοι.
- Τι έχετε; τους λέω.
- Κινδυνεύει η ζωή σου.
- Από ποιους;
- Από τους Κνίτες! Έχουν κάψει όλα τα ξύλινα ταμεία που πουλούσαν εισιτήρια και έχουνε γράψει με τεράστια κόκκινα γράμματα σε όλη την πρόσοψη του γηπέδου «Θάνατος στον Θεοδωράκη».
- Δεν καταλαβαίνω γιατί… Έως τώρα δεν υπήρξε πρόβλημα μεταξύ μας. Ίσα-ίσα οι Κνίτες γεμάτοι θαυμασμό και αγάπη με φρουρούσαν σε όλες τις συναυλίες που έκανα στην Ελλάδα.
- Ζητήσαμε από παλιούς Λαμπράκηδες να ρθουν με αυτοκίνητα για προστασία.
Πράγματι, άρχισαν να καταφθάνουν τα αυτοκίνητα, ήρθαν καμιά δεκαριά και μας συνόδευσαν ως το ξενοδοχείο. Πηγαίνοντας προς το Καυταντζόγλειο την άλλη μέρα, είδα τους Κνίτες να μοιράζουν φέιγ βολάν με άσχημους χαρακτηρισμούς για μένα. Μάλιστα όταν με έβλεπαν, μου τα πετούσαν οργισμένοι στο τζάμι του αυτοκινήτου. Φτάνοντας στο στάδιο, είδα κι εγώ τα μεγάλα γράμματα με το όνομά μου «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ».
Όταν μίλησα πριν τη συναυλία, δεν είπα λέξη, γιατί ήμουν πεπεισμένος ότι πρόκειται για προβοκάτσια.
Στην Αθήνα μετά από μερικές μέρες, ο αδελφός μου με πήγε να επισκεφθώ την γυναίκα του, την Νίτσα Λουλέ που ήταν άρρωστη. Και οι δυο δούλευαν στον «Ριζοσπάστη». Η Νίτσα με ρωτά:
Διέψευσε η ΚΝΕ ότι το σύνθημα ήταν δικό της;
Πιστεύω ότι είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για προβοκάτσια.
Συμφωνείς να γράψω δυο λόγια στον «Ριζοσπάστη»;
Γράφει λοιπόν: «Γιατί η ΚΝΕ δεν λέει ότι πρόκειται για προβοκάτσια;» Αυτό και μόνο.
Την άλλη μέρα στον «Ριζοσπάστη» η ΚΝΕ άστραψε και βρόντησε εναντίον μου.
Την ίδια μέρα χτυπά το τηλέφωνο: Η Αυγή! Οι «εσωτερικοί» έτριβαν τα χέρια τους, γιατί τους είχε πάρα πολύ στενοχωρήσει το ειδύλλιό μου με την ΚΝΕ. Εν πάση περιπτώσει, όταν με ρώτησαν για το θέμα αυτό, είπα και γράφτηκε επί λέξει: «Το αριστερό κίνημα έχει μαζί του μερικούς αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους όπως τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη, τον Θεοδωράκη και άλλους. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο οι “μάνες” του κινήματος και δεν πρέπει οι ηγεσίες και από τις δυο μεριές να ποτίζουν τις νεολαίες τους με δηλητήριο εναντίον μας. Αυτή είναι τακτική γενιτσαρισμού που πρέπει να σταματήσει».
Την Κυριακή βγαίνει η Αυγή με τη συνέντευξή μου με τίτλο «Θεοδωράκης: οι Κνίτες είναι γενίτσαροι».
Όμως, γιατί αλήθεια δεν βγήκε η ηγεσία της ΚΝΕ ή το Κόμμα να διαψεύσουν ότι τα συνθήματα αυτά ήταν δικά τους; Ακόμα κι αν η προβοκάτσια ήταν ολοφάνερη, η σιωπή τους έδινε δικαιώματα στους καλοθελητές. Ή μήπως η στενή σχέση μου με τα παιδιά της ΚΝΕ δεν άρεσε ούτε σ’ αυτούς;
Όπως και να ‘χει, ως εδώ τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το άγνωστο είναι ότι το μέλος της Γραμματείας Κ.Ε. Μακεδονίας-Θράκης του ΚΚΕ Ηλίας Σταμπολίδης που ήταν υπεύθυνος για την Βόρεια Ελλάδα με έδρα την Θεσσαλονίκη και που πρωτοστάτησε σε όλες αυτές τις αθλιότητες εναντίον μου, ήταν ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ! Τον ανακάλυψαν όταν πήγε στο εξωτερικό ο Χαρίλαος Φλωράκης να συναντήσει έναν κομμουνιστή ηγέτη ξένης χώρας και τον πήρε μαζί του. Λίγο καιρό μετά, κάποια πράγματα που ειπώθηκαν στη συνάντηση αυτή, είδαν το φως της δημοσιότητας. Η ηγεσία έβλεπε από καιρό να δημοσιεύονται διάφορα απόρρητα του κόμματος στον Πασοκικό τύπο. Όμως αυτή τη φορά αυτά που περιείχε το δημοσίευμα, τα γνώριζε μόνο ο Φλωράκης και αυτός. Κανένας άλλος! Τον παρακολούθησαν και διαπίστωσαν ότι κάθε βδομάδα κατέβαινε στην Αθήνα και έμενε σε ένα ακριβό ξενοδοχείο. Αποφάσισαν λοιπόν να τον παρακολουθήσουν. Δυο μέλη της Κ.Ε. πήγαν στο ξενοδοχείο αυτό και κάθισαν στο μπαρ. Σε λίγο κατέβηκε και το εν λόγω μέλος του Π.Γ. και κάθησε ακουμπώντας δίπλα του ένα δερμάτινο βαλιτσάκι. Μετά από λίγα λεπτά καταφθάνει κάποιος κρατώντας ένα όμοιο βαλιτσάκι που το αντάλλαξε με κείνο του στελέχους του ΚΚΕ.
Μόλις το είδαν αυτό, πετάχτηκαν τα μέλη της Κ.Ε. και πήραν το βαλιτσάκι όπου υπήρχαν καινούριες πληροφορίες για το Κόμμα με αποδέκτη την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Έγινε δίκη… Για τιμωρία τον διέταξαν να εγκαταλείψει για πάντα την Ελλάδα. Τι να υποθέσει κανείς μετά από όλα αυτά… Είναι φυσικά ολοφάνερο ότι κάποιοι ανησυχούσαν για την στενή σχέση μου με την ΚΝΕ. Γι’ αυτό βρέθηκε αυτός ο ιδιοφυής τρόπος να χάσω μαζί με την ΚΝΕ όλη την ελληνική νεολαία.
Θα δείτε παρακάτω ότι το στοιχείο που ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και που γεννάει ασταμάτητα κεραυνούς -απ’ όλες τις πλευρές- εναντίον μου είναι το ότι είμαι ένας ανεξάρτητος Έλληνας που είπε «Όχι» σε αμερικανούς και ρώσους, σε όλους τους δυνατούς στην Ελλάδα και στον έξω κόσμο. Σ’ αυτό ομολογώ με βοηθάει η Μουσική. Αλλά η βάση είναι ότι πέρασα από τα σχολεία των αγώνων. Μορφώθηκα. Στα 1945 με διάλεξαν με άλλους πενήντα ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες ΕΠΟΝίτες για να μπω στην Κομματική Σχολή. Από το 1945 ως το τέλος του 1946 ήμουν επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ.
Εν πάση περιπτώσει έχω καταλήξει σε δυο Αρχές-Διαπιστώσεις: Πρώτον: Ο Λαός μας τουλάχιστον έως χτες ήταν πλειοψηφικά δημοκρατικός και Δεύτερον: Δεν υπάρχει ελπίδα για πρόοδο δίχως την κατάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Το ερώτημα είναι ποιοι δεν θέλουν την χώρα μας ανεξάρτητη; Ποιοι φοβούνται μήπως αυτή η προοδευτική πλειοψηφία γίνει μια μέρα Κυβέρνηση; Σκεφτείτε μονάχα ότι όταν η ΕΔΑ μου πρότεινε να συνεργαστούμε με τη δημιουργία των Λαμπράκηδων, η νεολαία της ΕΔΑ ήταν δυο χιλιάδες μέλη. Όταν έγινα Πρόεδρος των Λαμπράκηδων σε έξι μήνες είχαμε 70.000 μέλη και η επιρροή μας έφτανε τους 300.000. Αυτοί που πήραν μέρος στις δυο Μαραθώνιες πορείες στα 1964 και 1965. Σκεφτήκανε λοιπόν τότε στην Μεταπολίτευση οι εχθροί μου: «Η σύνδεση και η συνεργασία του Θεοδωράκη με την ΚΝΕ ξεκινά από μια βάση δεκάδων χιλιάδων και όχι με τους δυο χιλιάδες της ΕΔΑ. Κι αν ο διάολος σπάσει το πόδι του και αυτός ο επικίνδυνος άνθρωπος καταφέρει να τους μπολιάσει με το όραμα μιας Εξουσίας του Ανεξάρτητου Λαού; Τότε μονάχα οι νέοι μπορεί να εκτιναχθούν στους 500.000 ή και περισσότερους και να κάνουν πράξη της ελπίδες του μάρτυρα Λαού». Το όνειρο όλων αυτών που θυσίασαν τη ζωή τους έχοντας μπολιαστεί με αυτό ακριβώς το όραμα.
Έτσι λοιπόν, οι «Γενίτσαροι» ήταν μέρος ενός σατανικού σχεδίου που με κυνηγά από τα Δεκεμβριανά έως σήμερα. Τι επιδιώκω; Τίποτα πια… Γιατί για μένα είναι πολύ αργά για όλα. Θέλω μόνο όταν πεθάνω, να γνωρίσετε όλοι ποιος είμαι πραγματικά. Έστω και αν έχω αποτύχει να δω να πραγματοποιούνται τα πιο ακριβά μου όνειρα.
Σταθμοί-κόμβοι στην πορεία του κινήματος και της χώρας προς το χάος, ο Λίβανος, η Γκαζέρτα, τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, η αποκήρυξη του Άρη και τέλος ο Εμφύλιος και η Ήττα…
Δεκατία του ’50, στα 1958 νίκη της ΕΔΑ στις εκλογές. Γιατί η σύνθεση της ηγεσίας θύμιζε εκείνη του ΕΑΜ δηλ. του Πατριωτικού Λαϊκού Μετώπου και το εκλογικό της πρόγραμμα θύμιζε το πρόγραμμα Λαοκρατίας του ΕΑΜ με διαφορετικά λόγια. 25% δέκα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου με αμερικανοκρατία, θρόνο και αστυνομικό κράτος και χιλιάδες εαμίτες-κομμουνιστές πρόσφυγες, φυλακισμένους και εξόριστους.
Τι μας δείχνει αυτή η μεγάλη νίκη, η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση; Ότι ο λαός παραμένει πιστός στις αξίες του απελευθερωτικού αγώνα με επί κεφαλής μια πλατειά κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στην απελευθέρωση είχε μαζί της το 70% του ελληνικού λαού! Αυτό μας δείχνει ακόμα ότι οι κομμουνιστές μπορεί να είναι μόνο η ατμομηχανή και όχι όλο το τραίνο με τα δεκάδες βαγόνια δηλαδή η πλειοψηφία του λαού. Τότε και μόνο τότε η Κυβέρνηση θα μπορεί να είναι το όργανο της ιστορικής νομοτέλειας με ρίζες βαθειές και απόρθητες. Όμως τότε, μετά τη νίκη της ΕΔΑ, γίνονται βασικές κινήσεις από τους αμερικάνους και τους σοβιετικούς. Οι πρώτοι προσπαθούν και πετυχαίνουν να δημιουργήσουν την Ένωση Κέντρου σε ρόλο κυματοθραύστη της ανόδου της Αριστεράς και παράλληλα προτρέπουν τους εθνικόφρονες φίλους τους να δημιουργήσουν παρακρατικές οργανώσεις με στόχο την τρομοκράτηση των οπαδών της Αριστεράς.
Οι σοβιετικοί από την πλευρά τους ανησυχούν με την άνοδο της Αριστεράς, γιατί σε περίπτωση εκλογικής κυριαρχίας και ανάδειξής της σε κυβέρνηση, θα λυνόταν τα χέρια των Αμερικανών, που σε αντίποινα θα βοηθούσαν την άνοδο των αντικομμουνιστών σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και όπου αλλού πίστευαν πως υπάρχουν αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Άλλωστε η ζωή έδειξε τη δύναμη των αντικομμουνιστών στις σοσιαλιστικές χώρες, που ειδικά σήμερα υπερβαίνουν σε φανατισμό ακόμα και τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ. Έτσι, προώθησαν τον απόλυτο έλεγχο της ΕΔΑ από τα κομμουνιστικά στελέχη, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί ο χαρακτήρας του Μετώπου και από όργανο συλλογικό να μετατραπεί σε Κόμμα ουσιαστικά κομμουνιστικό, με μανδύα τόσο διάφανο, ώστε από ολόκληρο συρμό τραίνου να μείνει μόνο η ατμομηχανή. Οι κομμουνιστές από κει και πέρα όφειλαν να διατηρήσουν την ΕΔΑ ως δύναμη μόνιμης μειοψηφίας και παράλληλα να προσπαθήσουν να δημιουργηθεί ένα ενδιάμεσο προοδευτικό κόμμα που με τη βοήθειά τους να σχηματίσει κυβέρνηση φιλική, μέσα από την οποία το Κόμμα θα προωθούσε όσο το δυνατόν περισσότερο τους κοινωνικούς και πολιτικούς του στόχους.
Το γεγονός αυτό με έφερε σε αντίθεση με τους διάφορους κομμουνιστές ηγέτες όπως π.χ. τον Αντώνη Μπριλλάκη και τον Λεωνίδα Κύρκο που με συναντούσαν στο Παρίσι. Με όλους αυτούς με συνέδεαν αγωνιστικοί δεσμοί από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αφού με τους περισσότερους είχαμε μοιραστεί την ίδια σκηνή στην Μακρόνησο ή στο ίδιο κελί στη φυλακή. Ήταν σύντροφοι και φίλοι μου και μπορούσαμε άφοβα να μοιραστούμε τις σκέψεις μας. Τότε φάνηκε η πρώτη μας διαφορά. Εκείνοι βάζανε πρώτα το κόμμα κι εγώ πρώτα τον Λαό. Φυσικά κι εγώ ως κομμουνιστής ήθελα ο Λαός μας να ακολουθήσει τις αρχές και το πρόγραμμά μας αλλά πίστευα και πιστεύω ότι χωρίς τον Λαό δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνισμός. Και στο κάτω-κάτω γιατί διαλέξαμε αυτόν τον δρόμο; Μήπως δεν το κάναμε για να υπερασπίσουμε τον Λαό μας; Πέρασαν πολλά χρόνια και οι φίλοι μου δεν είναι πια κοντά μας αλλά δεν πιστεύω ότι τους εκθέτω εάν αποκαλύψω ότι γνώριζαν τη συλλογιστική των σοβιετικών και επειδή θεωρούσαν τότε ότι οι αποφάσεις της Μόσχας έπρεπε να είναι Ευαγγέλιο για μας, πίστευαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν. Πού να φανταζόταν τότε την εξέλιξή τους σε φανατικούς εχθρούς της Σοβιετικής Ένωσης…
Εγώ όμως, παρά το γεγονός ότι διαφωνούσα, δεν έγινα ποτέ αντισοβιετικός. Τι πίστευα τότε που με έφερνε σε διάσταση μαζί τους; Ότι εμείς οφείλουμε να κοιτάζουμε το συμφέρον του λαού μας με τη βεβαιότητα ότι αν πετύχουμε τον στόχο μας, τότε και οι σοβιετικοί θα μας έλεγαν «μπράβο». Όπως έκαναν με τον Τίτο και τον Εμβέρ Χότζα που δεν πειθάρχησαν στη μοιρασιά των λαών. Θυμάμαι ότι στη συνάντηση Στάλιν-Τσώρτσιλ στη Μόσχα, είχαν αποφασίσει για Αλβανία και Γιουγκοσλαυία επιρροή 50-50. Αυτοί δεν δέχθηκαν. Προχώρησαν και μονοπώλησαν την εξουσία, με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτοί με τιμές στην Μόσχα. Ενώ εμείς δεν τολμήσαμε να κάνουμε το ίδιο και φτάσαμε εκεί που φτάσαμε…
Οι δυνατοί και σοβαροί λαοί εκτιμούν τους σοβαρούς και τους δυνατούς, αδιάφορο εάν είχαν διαφορετικές απόψεις. Το ίδιο πιστεύω και τώρα. Εάν μετά το συλλαλητήριο στις 12 του Φλεβάρη του 2012 κατορθώναμε να κάνουμε ένα πλατύ Μέτωπο που να μπορέσει στις εκλογές να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, πιστεύω ότι θα είχαμε τα χέρια μας λυμένα να αποφασίσουμε αυτά που συνέφεραν στη χώρα. Δεν τα λέω, είναι γνωστά. Τι θα έκαναν τότε οι ΗΠΑ και η Ευρώπη; Σαν δυνατοί και σοβαροί λαοί θα μας αναγνώριζαν και θα επεδίωκαν την φιλία και την συνεργασία μας. Φτάνει κι εμείς να γνωρίζαμε πόσο μακριά θα επιδιώκαμε να πάμε σεβόμενοι κυρίως τις λεπτές διεθνείς ισορροπίες. Ακόμα και για τα συμφέροντα, δεν θα είχαμε αντίρρηση να τα συζητήσουμε, φτάνει να ήταν αμοιβαία.
Ο Μπριλλάκης που ήταν στα 1963 ο επί κεφαλής του εσωτερικού γραφείου (των κομμουνιστών) που διοικούσε την ΕΔΑ, γνωρίζοντας ότι πίστευα ότι πρέπει να βάζουμε πρώτα τον Λαό και μετά το κόμμα και ότι στην περίπτωση αυτή θα έρθει ο Λαός μαζικά κοντά μας, μετά την κηδεία του Λαμπράκη ζήτησε να με συναντήσει και μου είπε επί λέξει:
- Μας κατηγορείς ότι η ΕΔΑ είναι απομονωμένη από το πλατύ μαζικό κίνημα και ότι γι’ αυτό φταίει η σεχταριστική πολιτική μας λόγω της σχέσης με το Π.Γ. στο Βουκουρέστι, έτσι δεν είναι;
- Έτσι είναι. Άλλωστε τα ‘παμε αυτά πολλές φορές. Τι με θέλεις;
- Θέλω να αποδείξεις στην πράξη και όχι θεωρητικά ότι έχεις δίκιο. Γι’ αυτό η ΕΔΑ σου προτείνει να συνεργαστούμε στον τομέα της νεολαίας.
- Γιατί της νεολαίας;
- Γιατί διαπιστώσαμε ότι οι νέοι σε αγαπούν.
- Τέλος πάντων. Δεν με θέλετε στην κεντρική πολιτική σκηνή. Λοιπόν;
- Προτείνουμε να γίνει μια Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης». Θα είμαστε υπεύθυνοι εσύ κι εγώ. Εμείς θα βάλουμε δυο στελέχη, τον Γρηγόρη Γιάνναρο και τον Ανδρέα Λεντάκη κι εσύ θα βάλεις δυο δικούς σου.
- Συμφωνώ.
- Τώρα θα σε δούμε τι θα κάνεις στην πράξη. Γιατί άλλο είναι να το λες και άλλο να το κάνεις.
Την εποχή εκείνη, η νεολαία της ΕΔΑ είχε δυο χιλιάδες μέλη. Μέσα σε λίγους μήνες, στην αρχή του 1964 στο Πρώτο Συνέδριο των Λαμπράκηδων είχαμε 70.000 μέλη. Όμως η επιρροή μας ήταν πολύ πιο μεγάλη. Λ.χ. στις δύο Μαραθώνιες πορείες στα 1964 και 1965 βάδισαν από τον Μαραθώνα στην Αθήνα 300.000 νέες και νέοι που ήρθαν από όλη την Ελλάδα. Για να κάνουν τόσο μεγάλο ταξίδι, να καλύψουν το κόστος του ταξιδιού και της διαμονής στην Αθήνα, να πάνε στον Μαραθώνα και να βαδίσουν 50 χιλιόμετρα, πάει να πει ότι δεν ήταν απλά φίλοι μας αλλά συνειδητοί οπαδοί μας. Όμως υπήρχε ο φόβος των διώξεων που ήταν πολλές και συνεχείς. Κινδύνευαν να χάσουν τις θέσεις τους ή τις σπουδές τους. Ο Παπανδρέου με ειδικό νόμο είχε απαγορεύσει στη μαθητιώσα νεολαία να συμμετέχει στη Νεολαία Λαμπράκη, ακόμα και να παρακολουθεί εκδηλώσεις της. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του μας χαρακτήρισε μιάσματα. Τέλος, οι επιθέσεις και οι ξυλοδαρμοί ήταν συνεχείς. Αφού χτυπούσαν και μένα που ήμουν βουλευτής… Μάλιστα μετά το ξύλο που έφαγα στον Πειραιά την ημέρα των Επιφανίων του 1966 αντί να πάω στο τραπέζι όπου έτρωγε η οικογένειά μου, μπήκα στο γραφείο μου να σκουπίσω τις λάσπες (με είχαν ξαπλώσει πάνω στην βρώμικη άσφαλτο) και τα αίματα, είδα πάνω στο αναλόγιο του πιάνου τα χειρόγραφα της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου που ήταν καταχωνιασμένα κοντά δύο χρόνια και που κάποιο άγνωστο χέρι τα έβαλε στο πιάνο την ημέρα εκείνη και διαβάζοντας τον πρώτο στίχο «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό», κάθισα ευθύς στο πιάνο και έγραψα μονορούφι όλη τη Ρωμιοσύνη.
Στους δύο μήνες που κράτησαν οι διαδηλώσεις στα 1965 στον καιρό της αποστασίας, κατεβάζαμε κάθε βράδυ 50.000 Λαμπράκηδες που έκαναν αδιάκοπα τον κύκλο Βουλή-Ομόνοια-Βουλή αντιμετωπίζοντας την αστυνομία που χτυπούσε άγρια. Τότε ήταν που χάσαμε τον Σωτήρη Πέτρουλα. Αλλά κι εμείς δεν μείναμε με τα χέρια δεμένα. Θέλαμε η νεολαία μας να είναι μαχητική. Έτσι ανταποδίδαμε τα χτυπήματα εξοπλισμένοι όπως έπρεπε για να καταλάβουν τη δύναμή μας. Κάθε βράδυ επισκεπτόμουν το Δημοτικό Νοσοκομείο και τον Ευαγγελισμό για να δώσω θάρρος στους εκατοντάδες τραυματίες με σπασμένα κόκκαλα, με τραύματα στο σώμα ή στο κεφάλι. Θυμάμαι που κάποιο βράδυ στον Ευαγγελισμό με φώναξε ένας χειρούργος που κρατούσε με μια λαβίδα ένα πληγωμένο έντερο: «Τα καθάρματα», μου λέει, «τον χτύπησαν τόσο δυνατά στην κοιλιά που αναγκαστήκαμε να κόψουμε 20 πόντους από το έντερο». Ο διοικητής της αστυνομίας στην Αθήνα ήταν Κρητικός Παπανδρεϊκός με φιλικά αισθήματα προς εμένα. Ένα βράδυ που επισκέφθηκα τη δεξιά πτέρυγα του Δημοτικού Νοσοκομείου όπου ήταν οι δικοί μας τραυματίες, ο Αστυνομικός Διευθυντής που έβγαινε από την αριστερή πτέρυγα με τους τραυματίες της αστυνομίας, γυρίζει και μου λέει: «Γιατί βλέπεις μόνο τους δικούς σου; Κι αυτοί, τα παιδιά της αστυνομίας, μήπως δεν είναι και δικά σου παιδιά;» «Και τι θέλετε να κάνω;» «Πάμε μέσα. Θα χαρούν πολύ να σε δουν…».
Αυτή η κίνηση επιβεβαιώνει την ακτινοβολία μας που έσπαγε όλα τα φράγματα. Αργότερα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Πρόεδρος της ΕΡΕ, με παρακάλεσε να πάω να μιλήσω στην νεολαία της ΕΡΕ για τον Πολιτισμό, που ήταν ένα θέμα που ήθελαν να το αναπτύξουν στο Συνέδριό τους στην Χαλκίδα. Και βέβαια πήγα και συνεδριάσαμε με την ηγεσία της ΕΡΕΝ. Όταν ήμουν κρατούμενος στην Ασφάλεια στην Μπουμπουλίνας, ένα απόγευμα του Αυγούστου του 1967, μπήκε στο κελί μου ο Βασίλης Λάμπρου, προϊστάμενος της Ασφάλειας σε έξαλλη κατάσταση:
- Αυτά τα παλιόπαιδα της ΕΡΕΝ έκαναν διαδήλωση στο Κολωνάκι με συνθήματα κατά της Κυβερνήσεως! Αδιανόητο! Τους έχω εδώ κάτω στο ισόγειο και θα τους λιανίσω στο ξύλο..
Δεν είναι περίεργο το ότι ένας ασφαλίτης νοιώθει την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί σ’ έναν επαναστάτη αριστερό, γιατί η νεολαία του έκανε νερά;
Όλες αυτές οι αδιανόητες καταστάσεις επιβεβαιώνουν κατά τη γνώμη μου ότι ο αγώνας μας είχε εκείνα τα στοιχεία που προαναφέραμε. Πρώτον την αγάπη μας για την πατρίδα και τον λαό μας και δεύτερον την στάση ζωής που έδειχνε με χίλιους τρόπους ότι είμαστε ανεξάρτητοι, ελεύθεροι και ιδεολόγοι με ένα και μόνο σκοπό, να βοηθήσουμε την κοινωνία, τον λαό και την πατρίδα να κάνουν βήματα προς τα εμπρός. Και κάτι ακόμα. Αυτό το δόγμα για κοινωνική δικαιοσύνη εμείς το κάναμε πράξη με πρωτοβουλίες που αντιμετώπιζαν μέσα στην ίδια τη ζωή, ζυμωμένοι με την νεολαία και τον λαό, τα καθημερινά τους προβλήματα από τα πιο μικρά στις συνοικίες, στο χωριό, στο σχολείο, στους χώρους δουλειάς, στο χωράφι, στο εργαστήριο, στο εργοστάσιο, ως τα πιο μεγάλα για την Ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Δημοκρατία κι ακόμα τις διεθνείς ζυμώσεις.
Όμως η μεγάλη ιδιαιτερότητα της Νεολαίας Λαμπράκη είναι το γεγονός ότι κατορθώσαμε να συνενώσουμε την πολιτική με την πολιτιστική πράξη. Για τον λόγο αυτό δημιουργήσαμε εκατοντάδες Λέσχες Πολιτισμού. Κάναμε σε όλη τη χώρα εκστρατείες για τη συλλογή βιβλίων και δίσκων μουσικής από τον λαό και μ’ αυτόν τον τρόπο εφοδιάζαμε με βιβλία και δίσκους όλες μας τις Λέσχες έως το τελευταίο χωριό.
Η Αριστερά που μετά τον εμφύλιο δεν υπήρχε στο χωριό, με τους Λαμπράκηδες κυριάρχησε. Εγώ προσωπικά μαζί με στελέχη της οργάνωσης επισκέφθηκα εκατοντάδες χωριά. Όταν έφτανα, με υποδέχονταν ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο αστυνόμος και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι. Μπροστά τα αγόρια και τα κορίτσια που έλαμπαν από υπερηφάνεια γιατί θα έπαιζαν στο εξής σημαντικό ρόλο μέσα στο χωριό τους.
Στους λόγους μου τους προέτρεπα να πρωτοστατούν στην επίλυση των προβλημάτων του χωριού. Φτιάχναμε παιδικούς σταθμούς, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να πηγαίνουν ήσυχες στο χωράφι. Καθαρίζαμε από τις λάσπες τους δρόμους και τα πεύκα από τις κάμπιες. Σ’ ένα χωριό θυμάμαι ότι είδα το Νεκροταφείο τους μέσα στα ξερόχορτα και κάλεσα τους Λαμπράκηδες να το καθαρίσουν. Σε πολλά χωριά όπου οι γυναίκες ήταν χήρες και μόνες, οι Λαμπράκηδες δούλευαν εθελοντικά στα χωράφια τους για να έχουν να φάνε. Η πολιτική δεν ήταν μόνο λόγια αλλά την εφαρμόζαμε στην πράξη μέσα στη ζωή.
Δημιουργήσαμε το Εθνικό Συμβούλιο της Νεολαίας με επί κεφαλής τον Κώστα Βάρναλη και με τη συμμετοχή των αντιστασιακών και των διανοουμένων. Ειδικά στην Αθήνα και στον Περαιά όπου είχαμε δεκάδες Λέσχες Πολιτισμού, οργανώναμε σε κάθε Λέσχη συζήτηση με την παρουσία ενός ποιητή ή ενός αξιωματικού του ΕΛΑΣ ή του Δημοκρατικού Στρατού. Έτσι τα παιδιά μας μάθαιναν την σύγχρονη ιστορία από τη δική μας σκοπιά και την ελληνική Τέχνη από τα χείλη διακεκριμένων εκπροσώπων της Αριστεράς στους τομείς του Αγώνα και της Τέχνης. Τον Μαρξισμό-Λενινισμό εγώ ο ίδιος παρακάλεσα τον Γρηγόρη Φαράκο να φροντίσει να μας εφοδιάσουν από το εξωτερικό με βιβλία, ώστε τα μέλη μας να ακολουθήσουν τον επαναστατικό δρόμο του ΚΚΕ - ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ, τότε που σηκώσαμε με τα χέρια μας ψηλά την Ελλάδα. Και όταν στα 1964 δήλωσα στην Θεσσαλονίκη ότι είμαι Μαρξιστής-Λενινιστής-Κομμουνιστής και ζητώ την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δεν το έκανα τυχαία αλλά γιατί ήθελα να δώσω στη νεολαία την κατεύθυνση που πίστευα ότι έπρεπε να ακολουθήσουν οι νέοι ως νέοι υπεύθυνοι επαναστάτες κομμουνιστές. Γράφω τη λέξη «κομμουνισμός» και οφείλω να πω ότι επειδή είχα διαβάσει τα έργα των κλασσικών του Μαρξισμού, τον είχα κατατάξει ως… νεοπυθαγόρειος στον χώρο της Αρμονίας. Επομένως είχα και έχω σχηματίσει την αληθινή του εικόνα, που σήμερα έχει μετεξελιχθεί στον ουτοπικό κομμουνισμό. Αργότερα στην δίκη των υπευθύνων για την δολοφονία του Λαμπράκη δήλωσα στο Δικαστήριο στην Θεσσαλονίκη ότι θεωρώ ηθικό αυτουργό την Βασιλομήτορα Φρειδερίκη. Η αντίδραση της ΕΔΑ σ’ αυτές τις δηλώσεις μου ήταν άμεση και δημόσια καταδικαστική. Εκεί όμως που πήρε μεγάλες διαστάσεις ήταν στην περίπτωση της δολοφονίας 17 Εδαϊτών στον Γοργοπόταμο. Όταν μου τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ ο Μπριλλάκης, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα επί τόπου. Τα πτώματα ήταν διάσπαρτα και εκτεθειμένα στους λύκους. Άναψα τα φώτα του Σιτροέν και τα φώτιζα όλη νύχτα. Εκεί συνάντησα τον δημοσιογράφο της Αυγής Βούλτεψη που είχε εξιχνιάσει πρώτος το έγκλημα της δολοφονίας του Λαμπράκη.
Μου λέει λοιπόν ο Βούλτεψης:
- Πρόκειται για δολοφονική ενέργεια. Στη συγκέντρωση μνήμης που οργάνωσε η ΕΔΑ δήλωσαν συμμετοχή και ορισμένοι υπουργοί της Κυβέρνησης (Γ. Παπανδρέου). Αποφάσισαν λοιπόν να τους σκοτώσουν και να κατηγορήσουν γι’ αυτό τους Εδαϊτες. Κι αυτό γιατί φοβούνται την επιρροή μας στην Ένωση Κέντρου. Φύτεψαν λοιπόν δυο νάρκες, απ’ αυτές που μόλις τις πατήσει κάποιος πηδούν και σκάνε στα δύο μέτρα ώστε να προκαλέσουν δεκάδες θύματα, τα πιο πολλά αποκεφαλισμένα, σαν αυτά που φωτίζεις εδώ με τα φώτα του Σιτροέν σου. Και τώρα μας λένε ψέματα ότι οι νάρκες είναι δήθεν γερμανικές.
Πήγα στο ξενοδοχείο και βρήκα τον Κύρκο και τον Παρασκευόπουλο, τον διευθυντή της Αυγής, τους κατατόπισα και κατεβήκαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου. Αμέσως μας κυκλώσανε οι δημοσιογράφοι κι εμείς δηλώσαμε ότι πρόκειται για δολοφονική ενέργεια. Αυτοί δημοσίευσαν τις δηλώσεις μας στις αθηναϊκές εφημερίδες. Ο Παπανδρέου ανησύχησε, φοβήθηκε και πήρε τηλέφωνο την ηγεσία της ΕΔΑ για να παρακαλέσει να μας διαψεύσουν και να πούνε ότι πρόκειται για ατύχημα. Έτσι σε λίγο φτάνουν μέλη της Εκτελεστικής και μας ξυπνούν. Κοιμόμασταν μαζί και οι τρεις σε ένα δωμάτιο. Κάποιος λέει ότι θα πρέπει να μείνουν στο δωμάτιο μόνο τα μέλη της ηγεσίας.
- Δηλαδή εγώ θα πρέπει να βγω έξω με τις πιζάμες;
- Δυστυχώς, ναι.
Όταν ξημέρωσε, μας περίμενε στην είσοδο του ξενοδοχείου ένας στρατηγός για να πάμε μαζί με το τζιπ στον χώρο όπου είχαν εκραγεί οι νάρκες. Στο μεταξύ είχαν πάρει τα πτώματα. Εκεί παίχτηκε μια σκηνοθετημένη σκηνή με έναν στρατιώτη ναρκοαλιέα που έψαχνε με το μηχάνημα να βρει νάρκες. Ξαφνικά σταματά. Σκάβουν προσεκτικά, βρίσκουν την (γερμανική υποτίθεται) νάρκη σκεπασμένη με χώματα. Τότε ο στρατηγός απευθυνόμενος στον Κύρκο λέει:
- Κοιτάξτε κύριε Βουλευτά. Προσέξτε τα ριζίδια για να δείτε πόσο παλιά είναι η νάρκη.
Ο Κύρκος που στο μεταξύ, μετά την επίσκεψη του μέλους του Εκτελεστικού γραφείου είχε αλλάξει γνώμη, πλησιάζει και εξετάζει προσεκτικά τα ριζίδια. Τότε δεν βάσταξα και του φώναξα για να με ακούσουν καλά:
- Λεωνίδα, αυτά που μας παρουσιάζει ο στρατηγός δεν ονομάζονται ρι-ζί-δι-α αλλά αρ-χί-δι-α.
Και θυμωμένος πήρα το αυτοκίνητό μου και γύρισα στην Αθήνα.
Όταν έφτασα στην Αθήνα, κάλεσα το Προεδρείο των Λαμπράκηδων, τους κατατόπισα και όλοι εκτός από τον Γραμματέα που ήταν και μέλος της ηγεσίας της ΕΔΑ βγάλαμε μια ανακοίνωση με την οποία καταγγέλλαμε την δολοφονία των συναγωνιστών μας από όργανα της Χωροφυλακής και του Στρατού και ζητούσαμε ευθύνες από την Κυβέρνηση.
Στο μεταξύ η Εκτελεστική (και φυσικά και ο Κύρκος) είχαν στείλει στην εφημερίδα ανακοίνωση που μιλούσε για ατύχημα. Όταν πήγα στην Αυγή την δική μας ανακοίνωση, ο Παρασκευόπουλος μου είπε ότι χρειαζόταν έγκριση του Μπριλλάκη. Τρέχω στην Βουλή (ήμουν κι εγώ Βουλευτής) και βρίσκω τον Αντώνη μέσα στην αίθουσα. Εκεί, μπροστά στους Βουλευτές του Κέντρου και βγάζοντας κυριολεκτικά αφρούς από το στόμα του, μου λέει:
- Δεν θα σ’ αφήσω να μου χαλάσεις εσύ το Μαγαζί!
Στο Πέραμα γίνεται η κηδεία του τοπικού γραμματέα της ΕΔΑ. Μόνο το σώμα του, γιατί του λείπει το κεφάλι. Η εντολή είναι να γίνουν οι κηδείες διακριτικά. Όταν φτάνω εγώ, η «περιφρούρηση» της ΕΔΑ δεν μου επιτρέπει να μπω στην εκκλησία. Ακούω τον Βουλευτή της ΕΔΑ να λέει πόσο λυπηρό είναι να πας σε μια ειρηνική εκδρομή και να βρεις κατά τύχη αυτόν τον άδικο θάνατο. Όλοι είχαν παγώσει, γιατί ήξεραν την αλήθεια.
Τότε, με τη βοήθεια των δικών μου, σπάω το φράγμα και πάω στο φέρετρο ξεκινώντας την ομιλία μου με την αγωνιστική λέξη «Αγαπημένε μας σύντροφε!». Στο τέλος όλοι μαζί τραγουδάμε το «Πέσατε θύματα».
Μάλιστα, αγαπητή μου άγνωστη της ΚΝΕ. Απ’ όλα τα θύματα που δεν πήγαν να κάνουν πικ-νικ όπως ανακοίνωσαν οι τότε εκλεκτοί του Κόμματος αλλά προσκύνημα στους νεκρούς στης Εθνικής μας Αντίστασης, θάφτηκε χάρη σε μένα ως κομμουνιστής ένας και μοναδικός νεκρός, αυτός που τίμησα εγώ, ο «μεγάλος … μουσουργός». Λες και μαρτύρησα στην Μακρόνησο ως καλλιτέχνης και δημιούργησα αυτή τη μεγάλη φωτεινή στρατιά των Λαμπράκηδων ως «μεγάλος Μουσουργός».
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε για μένα η αρχή του τέλους της καταδίκης μου από τα κομματικά ιερατεία. Η ηγεσία του ΚΚΕ έβαζε τότε βαθμό 10 στον Μπριλλάκη και μηδέν στον Θεοδωράκη. Ακόμα και την εποχή της Χούντας, όταν ο πρώτος κρυβόταν μαζί με τους υπόλοιπους εκλεκτούς της ηγεσίας του κόμματος, ο «μουσουργός» έπαιρνε πρώτος την πρωτοβουλία να σηκώσει το βάρος της ιστορικής ευθύνης να καλέσει την ίδια μέρα του πραξικοπήματος τον Λαό σε αντίσταση. Δύο μέρες μετά έστειλε επιστολή υπερηφάνειας και αγώνα στη διεθνή κοινή γνώμη. Και δυο εβδομάδες μετά ίδρυσε μαζί με κάποιους συναγωνιστές του την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση, το Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ). Μέσα στις δύσκολες συνθήκες παράνομης δράσης, οργάνωσε τις πρώτες αντιστασιακές εκδηλώσεις που γέμισαν τον Λαό μας με ελπίδα και περηφάνεια. Όμως και πάλι το ΚΚΕ (Κολιγιάννης) έστειλε το δίδυμο Μπριλλάκη-Δρακόπουλο στο σπίτι στο οποίο κρυβόμουν τότε στην Φιλοθέη να μου ανακοινώσουν παρουσία και του Φιλίνη ότι με καθαιρούν από ηγέτη του Μετώπου και μέσω του Φιλίνη μου έκοψαν την επαφή με τις οργανώσεις. Σημειωτέον ότι εγώ λόγω αναγνωρισιμότητας, ύψους κλπ. έμεινα κάπου κρυμμένος και ο σύνδεσμός μου ήταν ο Φιλίνης. Έτσι με άφησαν ξεκρέμαστο και εκτεθειμένο απέναντι στην Ασφάλεια και την ΚΥΠ που με κυνηγούσαν μανιωδώς. Κατέφυγα ξανά στο κρησφύγετο μου στο Κολωνάκι αποφασισμένος να ξεκινήσω από την αρχή καινούρια οργάνωση! Όταν το έμαθε ο Μπριλλάκης, κατάφερε να με βρει. Μου λέει:
- Στενοχωρήθηκες με την απόφαση του Κόμματος, όμως εγώ ήρθα να σου προτείνω να συνεργαστούμε, δεδομένου ότι εσύ κι εγώ είμαστε τα πιο γνωστά και προβεβλημένα κομματικά στελέχη στην Ελλάδα. Εγώ έχω την αμέριστη εμπιστοσύνη των Σοβιετικών, γι’ αυτό σου προτείνω να μοιραστούμε την ηγεσία. Εγώ θα έχω το πολιτικό μέρος της Αντίστασης κι εσύ το στρατιωτικό.
Ο Αντώνης ήταν Χανιώτης και καθώς μιλούσε, δεν μπορούσε να κρύψει την πονηριά από τα μάτια του που έλαμπαν. Κατάλαβα λοιπόν ότι με θεωρεί εντελώς ηλίθιο (δηλαδή μέγα Μουσουργό) και τον ρωτώ φροντίζοντας να έχω το βλακώδες ύφος που περίμενε:
- Δε μου λες, Αντώνη, όταν λες «στρατιωτικό», εννοείς ότι θα διευθύνω και τον Στόλο;
Σε λίγο ο Αντώνης, αφού βγήκε έξω ως … εκπρόσωπος του Πατριωτικού Μετώπου (εγώ στο μεταξύ βρισκόμουν στην φυλακή) ήταν από τους πρωτεργάτες της διάσπασης και έγινε μέλος της ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Δηλαδή Αναθεωρητής κατά τις εκτιμήσεις του ορθόδοξου ΚΚΕ. Και αργότερα μετεξελίχθηκε σε οπαδό του Ανδρέα Παπανδρέου. Υποχρεώθηκα να μιλήσω καθαρά και ονομαστικά για έναν παλιό μου σύντροφο και φίλο, γιατί οι «άγνωστες» φωνές (ακόμα και η παρουσιάστρια του Φεστιβάλ της ΚΝΕ που με ανήγγειλε ως «μεγάλο μουσικοσυνθέτη») με υποχρεώσανε να ξεκαθαρίσω την ήρα από το στάρι, ώστε να ,μάθουν επί τέλους οι φίλοι, οι εχθροί και οι άσπονδοι φίλοι την πραγματικότητα μιας ζωής σκεπασμένης από τα λύματα των ιερατείων της πολύχρωμης εξουσίας.
Αυτή η στιγμή με βρίσκει ήρεμο και πλήρη, μιας και με περιβάλλουν εξαίσιες τιμητικές πρωτοβουλίες και έργα φίλων σημαντικών και αφοσιωμένων. Όμως θεωρώ απαραίτητη αυτή την επάνοδο σε γεγονότα που μένουν ερμητικά σφραγισμένα για τους άλλους όχι γιατί τους έλειπε το ενδιαφέρον και η σημασία αλλά γιατί κάποιοι φρόντισαν να με σκεπάσουν με τόση λάσπη, που όπως είχα πει και παλιότερα, αν την έριχναν στο Αιγαίο, θα το μεταβάλανε σε εύφορη πεδιάδα.
Απέδειξα ότι ο Λαός μας ήταν και παραμένει στην πλειοψηφία του προοδευτικός. Και μάλιστα το απέδειξα με δύο τρόπους, τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό. Γιατί η δεκαετία του ΄60 είναι πλέον καταγεγραμμένη ως μια Πολιτιστική Επανάσταση μέσα στην οποία ο δικός μου ρόλος ήταν πρωταγωνιστικός. Στον Πολιτικό Τομέα και στον χώρο που μου ανέθεσαν από πονηρία οι ηγέτες της ΕΔΑ, την ελληνική νεολαία, απέδειξα με το άλμα που έγινε (από 2.000 φτάσαμε τα 300.000 μέλη) πόσο λάθος είχαν να μετατρέψουν την ΕΔΑ σε ουρά του Γεωργίου Παπανδρέου και αργότερα τα δυο κόμματα της Αριστεράς σε ουρά του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο οποίος με τη βοήθεια των ηγεσιών των δύο κομματιών του Κόμματός μας, άλωσε τον χώρο της Αριστεράς, τον μετέβαλε σε χώρο διαπλοκής και διαφθοράς και κατέβασε για πρώτη φορά τα ποσοστά του σε μονοψήφιους αριθμούς.
Εγώ και πάλι έμεινα μόνος, απομονωμένος και αποκλεισμένος από την κεντρική σκηνή της Πολιτικής. Γιατί άραγε; Μα γιατί εξακολουθούσα να έχω επιρροή στον Λαό μας και η βασική διαφορά μου ήταν καταδικαστέα τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από τους Σοβιετικούς, τόσο από το ΚΚ όσο και από το ΠΑΣΟΚ και φυσικά και από την Δεξιά. Και ποια ήταν αυτή η διαφορά στην πολιτική σκέψη; Ότι η ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο δεν υπήρξε ικανή να σβήσει από τη μνήμη του Λαού το μεγαλείο, την υπερηφάνεια και τη δύναμη που ένοιωσε μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ που κατόρθωσε να τον επηρεάσει ώστε να γίνει η συντριπτική πλειοψηφία του 70%. Ο Λαός μας είδε τότε ότι υπήρχε ένας άλλος τρόπος να ζήσει, να δημιουργήσει και να ευτυχήσει. Ο δρόμος της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Κι αυτός είναι ο δρόμος με τον οποίο μπόλιασα το Κίνημα των Λαμπράκηδων και για τον οποίο με καταδίκασε όχι μόνο η αμερικανοκρατία αλλά και η σοβιετοκρατία που τόσο ακολουθούσε η ΕΔΑ και διέλυσε τους Λαμπράκηδες και το Πατριωτικό Μέτωπο και σήμερα οι διάδοχοί τους την Σπίθα.
Επειδή στο κούτελό μου είναι γραμμένες με πύρινα γράμματα οι λέξεις «Εθνική Ανεξαρτησία» και η καρδιά μου γεμάτη μουσική από τον Λαό για τον Λαό, είμαι επικίνδυνος μεν απόρθητος δε. Αυτό ας το έχουν υπ’ όψιν τους όσοι και όποιοι υποτιμούν στο πρόσωπό μου την φωτεινή πλευρά της νεότερης ιστορίας μας…
ΥΓ. Με τον Πότη Παρασκευόπουλο κοιμόμασταν πλάι-πλάι στις Φυλακές Αβέρωφ. Τη νύχτα σιγοκουβεντιάζαμε. Κάποιο βράδυ μου διηγήθηκε:
«Τη νύχτα του πραξικοπήματος ήμουν στο γραφείο της Αυγής και περίμενα τον Μπάμπη (Δρακόπουλο) και τον Αντώνη (Μπριλλάκη) να γράψουνε την Ανακοίνωση με την οποία η ΕΔΑ καλεί τον Λαό να κατεβεί στο Σύνταγμα σύμφωνα με την απόφαση της Εκτελεστικής. Όμως περνούσε η ώρα και εκείνοι είχαν γίνει άφαντοι. Να φανταστείς ότι στο τυπογραφείο της εφημερίδας μπορούσαμε να τυπώσουμε χιλιάδες προκηρύξεις που να καλούν τον Λαό σε αγώνα. Στο τέλος, επειδή απογοητεύτηκα και θύμωσα μαζί τους, έβαλα προκλητικά τον τίτλο «Πιάσανε αυτούς κι αυτούς. Να είναι άραγε δικτατορία;» με ερωτηματικό στο τέλος. Και δημοσίευσα το άρθρο του Άγγελου Διαμαντόπουλου με τον τίτλο «Γιατί δεν πρόκειται να γίνει Δικτατορία». Ξέρω ότι το έγραψε με εντολή της Εκτελεστικής για να απαντήσει σε σένα, γιατί διαφωνούσαν μ’ αυτό που έλεγες εσύ, ότι θα γίνει Δικτατορία και γι’ αυτό πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας πριν να είναι αργά. Συμφωνούσε μαζί τους και ο Ανδρέας, γιατί πίστευαν ότι η άποψή σου θα οδηγούσε τον Λαό στη Δεξιά!».
Εγώ του θύμισα ότι εκτός από το άρθρο του Διαμαντόπουλου, μάζεψαν και την ηγεσία της Σπουδάζουσας στα γραφεία της ΕΔΑ κρυφά από μένα για να τους πουν τα ίδια. Ότι ρίχνω νερό στον μύλο της Δεξιάς… ¨Όταν κάναμε το Μέτωπο, ήταν μαζί μας κι ένας φοιτητής που έτυχε να παρακολουθήσει εκείνη τη σύσκεψη και μας είπε: «Αφού ακούσαμε να μας λένε ότι το Κόμμα δεν πιστεύει ότι θα γίνει Δικτατορία και ότι αυτές είναι απόψεις του Θεοδωράκη εντελώς αυθαίρετες που μας κάνουν κακό, βγαίνοντας στην οδό Αριστείδου πέσαμε πάνω στα τανκς. Και τότε σε θυμηθήκαμε…».
Αλήθεια, τι να πρωτοθυμηθώ…Όμως από όλα αυτά που γράφω τώρα, θέλω να υπογραμμίσω το γεγονός ότι οι προσπάθειες αποκλεισμού μου από όλες τις μεριές, Δεξιά, Αριστερά και Κέντρο είναι γιατί κανένας απ’ αυτούς δεν θέλει ή δεν πιστεύει στο όραμα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ένα όραμα που το περιμένουν να γίνει πραγματικότητα οι Έλληνες από την Βαυαροκρατία έως σήμερα.
Γιατί το ΚΚΕ δεν ήθελε τους 300.000 νέους που έφερε η πολιτική μου στην αγκαλιά της Αριστεράς; Τόσο πολύ τους ενοχλούσε ή τους φόβιζε η παρουσία μου, ώστε μαζί με μένα να θυσιάσουν ένα τόσο μεγάλο κίνημα που αναπτύχθηκε μέσα στις συνθήκες της πρωτοφανούς κρατικής-αστυνομικής τρομοκρατίας αψηφώντας διώξεις και συνέπειες όπως την απώλεια της εργασίας, τον αποκλεισμό από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και τον κίνδυνο της σωματικής ακεραιότητας, ακόμα και της ζωής τους;
Δεν θυσιάζεις ένα τόσο μεγάλο, φωτεινό και δυναμικό κίνημα εάν δεν έχεις ένα πολύ μεγάλο φόβο για κείνον που το δημιούργησε και το ενέπνεε καθημερινά.
Αλλά μήπως κι εγώ δεν ήμουν άψογος από κάθε πλευρά; Άψογο μέλος και στέλεχος του ΚΚΕ. Άψογος Βουλευτής της ΕΔΑ. Άψογος Πολίτης και περισσότερο από άψογος καλλιτέχνης με ένα έργο που αγκάλιαζε βαθειά όλο τον Λαό και που άμεσα το εισέπραττε σαν δικό της η ελληνική Αριστερά. Θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε σοβαρά τι είναι εκείνο το στοιχείο που τους έκανε να με φοβούνται και αντί να με αγκαλιάσουν, αντίθετα να κάνουν τα πάντα για να με μειώσουν, να με διαβάλουν, να με συκοφαντήσουν, να βρωμίσουν την εικόνα μου, να με απομονώσουν και τελικά να με διώξουν.
Εγώ, παρ’ ό,τι το έψαξα απ’ όλες τις πλευρές, δεν βρήκα παρά μονάχα μία διαφορά, που ήταν τελικά υπέρ της Αριστεράς! Δηλαδή για μένα ο κομμουνισμός δεν ήταν και δεν είναι ένα σύνθημα αλλά μια τεκμηριωμένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος να σωθεί η ανθρωπότητα. Ακόμα και τώρα που δημοσιεύω τις απόψεις μου για το «Μονοπάτι προς το Μέλλον» ότι πρέπει να πάψουν πια οι άνθρωποι και οι λαοί να χωρίζονται σε θηρευτές και θύματα και να επιδιώξουν να έχουν μεταξύ τους αρμονικές σχέσεις, δεν καταλήγουμε μήπως στο βασικό αξίωμα «να σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο»;
Αφού λοιπόν προσπάθησαν να μεταβάλουν τους πιστούς συνεργάτες μου σε «χαφιέδες» όπως μου το εξομολογήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιοι, όταν οι τύψεις τους ξαναέφερναν κοντά μου και μου έλεγαν μάλιστα ότι ντρέπονταν γιατί τους βάζανε να με παρακολουθούν. Στα 1966, μετά την κόπωση και την απογοήτευση της οργάνωσης μετά τα γεγονότα της αποστασίας, πρότεινα στο Προεδρείο των Λαμπράκηδων ένα πρόγραμμα ανάκαμψης ξεκινώντας με την οργάνωση τριών συνεδρίων. Ένα για την εργατική νεολαία στην Αθήνα, ένα για την αγροτική στη Λάρισα και ένα για την φοιτητική-μαθητική στην Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτά θα εξετάζαμε σε βάθος τα προβλήματα και θα διατυπώναμε τις λύσεις και τους στόχους. Στο μεταξύ με κάλεσαν για μια βδομάδα στο Βουκουρέστι με συνοδεία τον Νίκο Καρά, μέλος της Εκτελεστικής της ΕΔΑ. Εκεί εγκατασταθήκαμε σε μια γιάφκα του κόμματος έξω από την πρωτεύουσα όπου έμενε ένα ζευγάρι Ισπανών κομμουνιστών για την εξυπηρέτηση των φιλοξενουμένων. Εκεί μας ανακοινώθηκε ότι θα έρθει σύσσωμο το Π.Γ. του ΚΚΕ για να συνεδριάσει μαζί μας. Πράγματι, ήρθαν όλοι, καμιά δεκαριά, με επί κεφαλής τον Γκρούζο και τον Κολιγιάννη και καθήσαμε στο μακρόστενο τραπέζι των συνεδριάσεων. Στην κεφαλή ο Πρόεδρος, αριστερά του ο Γενικός Γραμματέας και απέναντί του εγώ.
Ο Κολιγιάννης, αφού με προσφώνησε με φιλικά λόγια και με συνεχάρη γιατί κατόρθωσα να πάρω στο Παρίσι εγκωμιαστικά για τους Λαμπράκηδες λόγια που δημοσίευσε η Αυγή από τον Πάμπλο Νερούντα, τον Αραγκόν, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, τον Μαντεζ Φραντς και άλλους, μπήκε στο θέμα της συνάντησης. Δηλαδή μου ζήτησε να τους αναπτύξω τι πιστεύω και τι περιμένω βάζοντας τους τρεις στόχους για τη νεολαία. Πήρα το λόγο και μίλησα περίπου μια ώρα. Ακολούθησαν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις μου και στο τέλος ο Κολιγιάννης είπε:
- Σε ακούσαμε προσεκτικά σύντροφε και τώρα εμείς θα συνεδριάσουμε και αύριο την ίδια ώρα θα σου πούμε τις σκέψεις μας.
Την άλλη μέρα ο Κολιγιάννης έδωσε τον λόγο στον Στρίγγο, ο οποίος αφού εξέφρασε την ανησυχία του Π.Γ. γιατί πίστευαν ότι από τους Λαμπράκηδες λείπει η αυστηρή κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση, κατέληξε:
- Το Π.Γ. είναι ενάντια σ’ αυτές τις θεαματικές πρωτοβουλίες. Γι’ αυτό προτείνει να τις εγκαταλείψετε και να κάνετε μυρμηγκοδουλειά…
Φυσικά δεν πραγματοποιήθηκαν αυτά τα τρία Συνέδρια, όπως εγκαταλείψαμε και τις συνηθισμένες μορφές της δράσης μας. Θυμάμαι μια μέρα που ήμασταν μόνοι εγώ και ο Τάκης Μπενάς, γραμματέας της οργάνωσης και ήρθαν τα θλιβερά νέα από την Αιτωλοακαρνανία, όπου οι υπεύθυνοί μας έστελναν S.O.S. γιατί η οργάνωση φυλλορροεί. Γυρίζει τότε ο Τάκης, με κοιτάζει με βλέμμα που έλαμπε σαρκαστικά και μου λέει: «Μυρ-μη-γκο-δου-λειά». Από αετούς ήθελαν να μας κάνουν σαν τα συμπαθή μυρμηγκάκια που δεν τραγουδούν και το μόνο που ξέρουν είναι να δουλεύουν εφ’ ενός ζυγού, έως ότου ψοφήσουν από την κούραση.
Φυσικά εγώ δεν έκοψα τις φτερούγες μας για να τις προσφέρω θυσία στον βωμό του κ. Στρίγγου και έτσι ο ίδιος ο Τάκης με κάλεσε να πάμε στο σπίτι του, όπου σε λίγο ήρθε ο ίδιος ο Νίκος της Εκτελεστικής για να μεταφέρει την απόφαση του Π.Γ.
- Πρέπει, Μίκη, να εγκαταλείψεις τους Λαμπράκηδες. Να τους ξεχάσεις και να μη ξαναπατήσεις στα γραφεία της Οργάνωσης. Σε αντάλλαγμα το Π.Γ. σε ανεβάζει με κοπτάτσια σε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Θυμάμαι ότι αυτή η συνάντηση έγινε στις αρχές του 1967. Στις 27 Μαϊου είχαν οριστεί οι εκλογές. Έτσι ούτε καν σκέφτηκα να δημιουργήσω πρόβλημα και να πληγώσω τον κόσμο της Αριστεράς. Πειθάρχησα ως το τέλος.
Έτσι τα παιδιά με χάσανε και την ημέρα που μιλούσα προεκλογικά στο Αγρίνιο, το βράδυ γυρίζοντας στο ξενοδοχείο βρήκα όλα τα μέλη του Προεδρείου των Λαμπράκηδων στο δωμάτιό μου.
Όλοι μας, με διάφορα προσχήματα, ήρθαμε να σε βρούμε μυστικά, για να μας πεις τι συμβαίνει.
Τους τα είπα όλα χαρτί και καλαμάρι. Στο τέλος, στο ξημέρωμα, ΟΛΟΙ με μια φωνή μου πρότειναν:
- Να φύγουμε από την ΕΔΑ και να ιδρύσουμε το Κόμμα των Λαμπράκηδων. Αλλά μέσα μου ξύπνησε ο αρχαίος κομμουνιστής και τους είπα:
- Ποτέ πριν τις εκλογές. Δεν δικαιούμαστε να πληγώσουμε την παράταξή μας. Ραντεβού στις 21 Απριλίου στο γραφείο του Καραχάλιου, για να σας πω τι σκέφτομαι.
Με πρόλαβαν τα τανκς.
Σχετικά με το κυβερνητικό πρόγραμμα της «Σπίθας» με βασικό άξονα την εκμετάλλευση του Εθνικού μας Πλούτου με την μέθοδο των Κοινοπραξιών, πρέπει να τονίσουμε ότι θέσαμε ως προϋπόθεση την ύπαρξη μιας Κυβέρνησης μετά από την εκλογική νίκη του Πατριωτικού Λαϊκού Μετώπου με κεντρικό στόχο την κατάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Φυσικά δίχως Εθνική Ανεξαρτησία όπως ακριβώς είναι η χώρα μας σήμερα, οι «Κοινοπραξίες» μεταβάλλονται στις γνωστές «επενδύσεις» δηλαδή σε πράξεις που αντικαθρεφτίζουν την εξάρτηση της χώρας. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούμε με το ΚΚΕ και την ομιλία του σ. Δ. Κουτσούμπα στην ομιλία του στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ.
Με άλλα λόγια, μέσα στις σημερινές συνθήκες της πολλαπλής εποπτείας της χώρας μας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη των Τραπεζών, κάθε οικονομική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης καταλήγει σε ξένα ταμεία και μεγαλώνει την οικονομική μας εξάρτηση από τους ξένους αντί να την ελαττώνει.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ξαναθυμίσω κάτω από ποιες συνθήκες διαπιστώσαμε ότι είναι δυνατή η δημιουργία αυτού του Πατριωτικού Μετώπου που θα ήταν ικανό να μας οδηγήσει στην κατάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Από το 2009 στην αρχή της μεγάλης κρίσης, παρατηρήθηκε μια μεγάλη κινητικότητα μέσα στον Λαό μας. Η δική μου άποψη ήταν ότι τα γεγονότα μας οδηγούσαν σε μια τρίτη ιστορική ευκαιρία μετά από εκείνες του τέλους της γερμανικής κατοχής και της αρχής της χούντας. Το κοινό σημείο ήταν ότι και στις δύο περιπτώσεις ο Λαός βρέθηκε με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο. Δηλαδή στο σημείο εκείνο που διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα υποχώρησης και γίνεται ήρωας ή ραγιάς.
Είναι πια αποδεδειγμένο ότι χάσαμε τις δύο πρώτες από λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Στην πρώτη, ενώ ελέγχαμε 100% τη χώρα, αντί να προχωρήσουμε αναδεικνύοντας την Κυβέρνηση του Βουνού σε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, βοηθήσαμε τον Γεώργιο Παπανδρέου, γνωρίζοντας ότι ήταν πιόνι στα χέρια του Τσώρτσιλ, να γίνει πρωθυπουργός μιας υποτιθέμενης Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, γιατί στην ουσία της, όπως αποδείχθηκε, ήταν Κυβέρνηση Εθνικού Διχασμού με μοναδικό στόχο την εξόντωση του ΕΑΜ. Όταν στα 1963 ιδρύσαμε την Δημοκρατική Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης», η επιτροπή πρωτοβουλίας συναντήθηκε στο Καστρί με τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου για να του προτείνει συνεργασία, ώστε αυτή η Κίνηση να εκφράζει τη νεολαία όλου του δημοκρατικού χώρου. Εκεί ο κ. Παπανδρέου μας υποδέχθηκε με μια ομιλία τριών τετάρτων της ώρας, στην οποία μεταξύ άλλων μας είπε ότι είναι υπερήφανος, γιατί χάρη σ’ αυτόν η χώρα μας γλίτωσε από τον κίνδυνο να γίνει κομμουνιστική. «Όταν ήρθα επί κεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», μας είπε, «το ΕΑΜ είχε μαζί του το 70% του πληθυσμού της χώρας. Όμως χάρη σε μένα, κατορθώσαμε να κατεβάσουμε την επιρροή του σε ένα μονοψήφιο αριθμό». Στο σημείο αυτό τον διέκοψα λέγοντας «Μα κύριε Πρόεδρε, πώς εσείς ένας δημοκράτης, μας λέτε ότι είσθε περήφανος γιατί χτυπήσατε την πλειοψηφία του λαού μας;». Και εκείνος μας έδωσε την εκπληκτική απάντηση ότι κανένας λαός δεν έχει το δικαίωμα να γίνει κομμουνιστής.
Σ’ αυτό το πνεύμα υπήρχε την επομένη μια λιτή ανακοίνωση του Γραφείου της Ε.Κ. που χαρακτήριζε την Κίνηση κομμουνιστική και καλούσε την ελληνική νεολαία να μείνει μακριά της. Σίγουρα τότε το ΕΑΜ είχε μαζί του την συντριπτική πλειοψηφία του Λαού μας, γεγονός που αποτελούσε ιστορική εντολή να γίνει αυτό η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Όταν άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο του Τσώρτσιλ ο Γεώργιος Παπανδρέου, το πρώτο βήμα ήταν να βάψει με αίμα το ειρηνικό συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη του 1944 οδηγώντας μας στα Δεκεμβριανά.
Πριν συνεχίσω, θυμίζω εδώ ότι ο Άγγλος στρατάρχης στη Μεσόγειο έγραφε στον Τσώρτσιλ στα μέσα Δεκεμβρίου όταν ξεκίνησε η επίθεση των Αρδενων του Χίτλερ που βρήκε τους συμμάχους στον ύπνο, «Πρέπει να στείλουμε όλες μας τις δυνάμεις στο Δυτικό Μέτωπο και γι’ αυτόν τον λόγο δεν έχουμε δυνάμεις που θα μας επιτρέψουν να νικήσουμε στην Αθήνα. Γι’ αυτό σας προτείνω να βρείτε μια πολιτική λύση».
Θα ήθελα εδώ να απαντήσω σ’ αυτή την γυναικεία φωνή που με υποδέχθηκε όταν κατέβαινα από το αυτοκίνητο στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ: «Μίκη, ό,τι κι αν κάνεις, τα τραγούδια σου είναι κομμουνιστικά».
Την εποχή εκείνη, ήμουν Β΄ Γραμματέας στην ΚΟΒ Νέας Σμύρνης. Δεν μου άρεσε όμως η δουλειά του γραφείου σε ώρες μάχης και γι’ αυτό με κομματική απόφαση επιστράτευσα τους φοιτητές σχηματίζοντας την «Μεταξωτή Διμοιρία», όπως μας αποκαλούσαν ειρωνικά οι «ψημένοι» Ελασίτες. Όμως η διμοιρία αυτή πολέμησε στην πρώτη γραμμή και διακρίθηκε για το θάρρος και την αυτοθυσία της. Παρά το γεγονός ότι ο αντίπαλος ήταν συντριπτικά ανώτερος, εμείς προχωρούσαμε από νίκη σε νίκη, έως ότου φτάσαμε στο στρατόπεδο χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, όπου βρίσκονταν χιλιάδες χωροφύλακες που είχαν και την αμέριστη συνδρομή των Άγγλων, οι οποίοι περνούσαν μέσα από τις γραμμές μας ελεύθερα και προκλητικά, γιατί κατά το Πολιτικό Γραφείο, δηλ. ουσιαστικά τον Γενικό Γραμματέα Σιάντο, ήσαν σύμμαχοί μας. Και όταν οι Άγγλοι και οι Ινδοί στρατιώτες μας σκοτώνανε ακόμα και από την Ακρόπολη, εμείς δεν είχαμε το δικαίωμα να τους χτυπήσουμε.
Κατά την άποψή μου, δεν ήθελε και πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι το πράγμα μύριζε. Τα στελέχη όμως δεν δέχονταν κουβέντα και εφαρμόζανε κατά γράμμα τις ντεφετίστικες εντολές, δηλαδή τις εντολές για υποχώρηση, ενώ ήταν φανερό ότι εμείς του εφεδρικού ΕΛΑΣ της Αθήνας ήμασταν σε θέση να τους πετάξουμε στη θάλασσα χωρίς τη βοήθεια των δυνάμεων του βουνού με επί κεφαλής τον Άρη και τον Σαράφη. Συζητώντας με τους άλλους μέσα σε συνθήκες σκληρής μάχης, με πολλά θύματα νεκρούς και τραυματίες, σχημάτισα την άποψη ότι δεν ήμουν μονάχα εγώ που σκεφτόμουν έτσι. Και όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, περίπου διακόσιοι ελασίτες με επί κεφαλής τον συν. Τριαντάφυλλο και την αφεντιά μου διαφωνήσαμε ανοιχτά με την κομματική γραμμή των υποχωρήσεων και προτείναμε αλλαγή της τακτικής. Βρισκόμασταν στα υψώματα στο τέρμα της οδού Αρτάκης της Νέας Σμύρνης, στα όρια του Νέου Κόσμου προς το τέλος του Δεκέμβρη και είχαμε απέναντί μας τανκς και αεροπλάνα.
Ξαφνικά έφτασε ένας λόχος από αντάρτες του μόνιμου ΕΛΑΣ εφοδιασμένους με όλμους και μυδράλια, με επί κεφαλής τον συν. Μαργαρίτη. Τότε αποφασίσαμε μόνοι μας, χωρίς να κατατοπίσουμε την πολιτική ηγεσία της πέμπτης αχτίδας με επί κεφαλής την συν. Κατσαρίδα και τον Χαλκιαδάκη, να περάσουμε στην επίθεση. Όλη τη νύχτα περικυκλώσαμε τις εχθρικές δυνάμεις και τα χαράματα τους αιφνιδιάσαμε. Με τα μυδράλια και τους όλμους τα χάσανε και άρχισαν να υποχωρούν με γρήγορο ρυθμό. Μετά από πολλά τετράγωνα, ξαφνικά σταμάτησαν τα μυδράλια. Για μισή περίπου ώρα, η κατάσταση ήταν στάσιμη. Όμως αμέσως μετά, ο εχθρός άρχισε την επίθεση κι εμείς υποχωρώντας φτάσαμε στον Ξεροπόταμο. Εκεί μας βρήκαν τα αεροπλάνα εκτεθειμένους και μας πετσοκόψανε.
Ο Ξεροπόταμος είχε γεμίσει με πτώματα και τραυματίες. Όσοι απομείναμε, φτάσαμε στον Νέο Κόσμο, όπου είδαμε τους αντάρτες πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα. Μόλις με είδε ο Μαργαρίτης, μου λέει: «Σου ζητώ συγγνώμη, όμως την ώρα της μάχης ήρθε η διαταγή να εγκαταλείψουμε». «Ξέρεις», του λέω, «πόσο μας κόστισε αυτή η εντολή;» «Δεν είχα δικαίωμα να κάνω κάτι άλλο. Και πάλι σου ζητώ συγγνώμη». Την άλλη μέρα μιλήσαμε σε ανοιχτή συγκέντρωση ο Τριαντάφυλλος κι εγώ, ενώ τα τανκς ήταν σε διακόσια μέτρα απόσταση. Μόλις τελειώσαμε, ακούσαμε το χωνί από τη μεριά του λόφου, όπου είχε καταφύγει η κομματική ηγεσία: «Το έκτακτο ανταρτοδικείο του Πρώτου Συντάγματος καταδίκασε σε θάνατο τον Τριαντάφυλλο και τον Θεοδωράκη. Εντολή να τους συλλάβετε, για να τουφεκισθούν».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άρχισε η τελευταία μεγάλη μάχη του Δεκέμβρη. Εγώ με τον Τριαντάφυλλο ξαπλώσαμε πίσω από μια μάντρα περιμένοντας τον εχθρό. Μου λέει ο Τριαντάφυλλος: «Για σκέψου, σύντροφε, να μας τουφέκιζαν οι δικοί μας». Κι εκείνη τη στιγμή μια σφαίρα του τρυπά το μέτωπο και μένει με τα μάτια ανοιχτά περιμένοντας να του απαντήσω. Το κάνω τώρα… Αγαπητέ μου σύντροφε, ο θάνατός σου ήταν μια μικρή λεπτομέρεια μπροστά στην μεγάλη τραγωδία που έμελλε να ζήσει ο λαός μας, μόνο και μόνο γιατί η περίπτωση του Σιάντου μας είχε οδηγήσει στην απώλεια μιας ιστορικής ευκαιρίας για τον λαό μας και στην καταδίκη του να ζήσει τις μεγάλες δοκιμασίες του Εμφυλίου, του αστυνομικού καθεστώτος και της στρατιωτικής δικτατορίας. Αγαπητή άγνωστη συντρόφισσα, καταδικάζεις κι εσύ χωρίς να ξέρεις. Έτσι, λίγο πριν φύγω για πάντα, αποφάσισα να σας πω όλη την αλήθεια, όπως την έζησα, με πολλά τραύματα στο κορμί, στην ψυχή και στην τιμή μου.
Εγώ τότε είδα, πίστεψα και πάλεψα για τη νίκη του λαού μας μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Όμως δεν ήμουν παρά ένας απλός διμοιρίτης μαχητής που τον καταδικάσανε σε θάνατο στελέχη αφοσιωμένα σ’ έναν ηγέτη που θα τον καταδίκαζε το κόμμα μετά από πολλά χρόνια και όταν είχαν πια χυθεί ποτάμια αίματος από το άνθος του λαού μας, την ελληνική νεολαία που έφυγε μέσα στην καταισχύνη. Εγώ όμως θα παραμείνω όρθιος έως το τέλος της δοκιμασίας χωρίς να χάσω την πίστη και την αφοσίωσή μου στον ελληνικό λαό ούτε για μια στιγμή…
Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και πάλι διαφώνησα με την ηγεσία του κόμματος. Επειδή οι Άγγλοι πιάσανε χιλιάδες αριστερούς και τους πήγαν στο Ελταμπα της Λιβύης, το κόμμα αποφάσισε να πιάσει αθώους πολίτες, στην τύχη και να τους πάει στο βουνό ως ομήρους, για να τους ανταλλάξει με εκείνους που είχανε στείλει στην Λιβύη οι Άγγλοι. Όμως αυτοί είχανε τα μέσα για να ταϊσουν όσους πιάσανε και να τους βάλουνε σε σκηνές, ενώ οι δικοί μας που πεινούσαν και οι ίδιοι, οδηγούσανε το καραβάνι των ομήρων στα βουνά χωρίς τροφή και στέγη, με αποτέλεσμα να πεθαίνει ο κόσμος από το κρύο, την κούραση και την πείνα. Αυτή ήταν μια άθλια ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα να ραγίσει για πρώτη φορά η εμπιστοσύνη του λαού μας προς το ΕΑΜ και προς το Κόμμα.
Το δεύτερο λάθος ήταν η απόφαση να αδειάσει η Αθήνα από τους αριστερούς. Ως και ο … Μάνος Χατζιδάκις διέσχισε πεζοπορώντας τα βουνά και τα λαγκάδια για να φτάσει στη Λάρισα. Εγώ δεν έφυγα ούτε πήρα μέρος στις συλλήψεις των ομήρων. Στην αρχή κρύφτηκα στην οδό Υπερείδου στην Πλάκα, σε σπίτι συγγενικό και μετά στην αποθήκη ενός επιπλοποιείου στην Καλλιθέα. Οι συνθήκες αμέσως μετά τον Δεκέμβρη ήταν τρομακτικές για τους αριστερούς. Όμως μπορούσαν να κρυφτούν, όπως εγώ, σε φιλικά σπίτια. Ας μην ξεχνάμε, ότι τότε στα δέκα σπίτια τα εφτά ήτανε δικά μας. Ένα βράδυ, καθώς περπατούσα στη Συγγρού, έπεσα επάνω σε ένα σύντροφο που ήταν υπεύθυνος επιμελητής στον λόχο μας. Τον είχανε χτυπήσει άγρια. Ήτανε και φυματικός, παραπατούσε καθώς τον οδηγούσα στην αποθήκη. Τον ξάπλωσα στα ροκανίδια και [πλάγιασα πλάι του. «Μίκη», μου λέει, «θέλω πριν πεθάνω, να πάρω μέρος σε κομματική σύσκεψη. Τι λες; Θα τα καταφέρω;»
Έτσι, μπήκα στη δουλειά για να τον ικανοποιήσω. Όταν δούλευα σε μια υπηρεσία στην οδό Φιλελλήνων, έτυχε να πάω για δουλειές του γραφείου στην Ιονική Τράπεζα, πλάι στον κινηματογράφο Ορφέα, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί είχα δει ένα δωμάτιο με γραφομηχανές και πολύγραφους. Παίρνω λοιπόν ένα σακί, βάζω μέσα μια γραφομηχανή και ένα πολύγραφο, αγοράζω και δέκα στένσιλς και πάω στην αποθήκη. Εκεί, μαζί με τον σύντροφο Θυμιο, συντάσσουμε την πρώτη προκήρυξη του ΚΚΕ μετά τα Δεκεμβριανά. Τίτλος, «Ανοιχτή επιστολή στον Ουίνστον Τσώρτσιλ». Υπογραφή «ΚΚΕ». Την χτυπάω στην γραφομηχανή και τυπώνω πενήντα προκηρύξεις και ένα βράδυ αρχίζω να τις βάζω κάτω από τις πόρτες των σπιτιών στην Νέα Σμύρνη. Μέσα σε κάποιο σπίτι ήταν Άγγλοι στρατιώτες, κάτι που φυσικά εγώ δεν ήξερα. Δεν πρόλαβα να φτάσω στην πόρτα του κήπου, όταν άκουσα να ανοίγει η πόρτα του σπιτιού και να τρέχουν κατά πάνω μου. Ο φόβος με έκανε να χτυπώ τα πόδια στην πλάτη μου… Δεν θα ήμουνα στα πενήντα μέτρα όταν άρχισαν να πυροβολούν. Ευτυχώς η Νέα Σμύρνη είχε τότε μπροστά σε κάθε σπίτι κήπους και αυτό με έσωσε, γιατί ήξερα καλά τα κατατόπια.
Στη συνέχεια κάθε μέρα συναντούσα έναν σύντροφο που γύριζε ζαλισμένος στο δρόμο. Όταν φτάσαμε τους είκοσι, αποφάσισα να τους μαζέψω όλους στην αποθήκη, για να ακούσει ο σ. Θύμιος την προσφώνηση «Σύντροφοι και συντρόφισσες». Έτσι έκανα την πρώτη ΚΟΒ μετά τα Δεκεμβριανά. Στην πρώτη μας συνεδρίαση ο σ. Θύμιος είχε τα μάτια κλειστά και καθώς η συζήτηση προχωρούσε, χαμογελούσε ευτυχισμένος. Ύστερα από δυο μέρες, αποφάσισα να πάω στο σπίτι του στην Άνω Νέα Σμύρνη για να τους πω τα δυσάρεστα νέα. Την άλλη μέρα ήρθαν συγγενείς και τον πήρανε. Φιληθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε. Σε λίγες μέρες πέθανε κι εγώ δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία, γιατί εκεί θα ήταν όλη η Ασφάλεια.
Αργότερα, στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος, με κάλεσε ο Φάνης Μπαρτζώκας για να μου δώσει συγχαρητήρια και να με βάλει σε τιμητική θέση στην φρουρά πίσω από τον Νίκο Ζαχαριάδη, τότε που είπε ότι η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι σε ίση απόσταση από την Σοβιετική Ένωση και την Αγγλία. Δηλαδή Ουδετερότητα, όπως πρότεινα κι εγώ πριν λίγο καιρό από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών χωρίς να δω έως σήμερα καμιά ανταπόκριση από πουθενά ούτε φυσικά κι από το ΚΚΕ που με αγνόησε εντελώς.
Και σκέφτομαι τώρα, μήπως η σκληρή τιμωρία του από τους σοβιετικούς στην φριχτή απομόνωση στα βάθη της Σιβηρίας, οφείλεται σ’ αυτή την πρωτοποριακή σκέψη του, που έδειχνε την βαθειά αγάπη του κομμουνιστή ηγέτη για την πατρίδα του…
ΤΕΛΟΣ
Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, 30.9.2017