Άρθρο Μίκη Θεοδωράκη
06.08.2016
Επειδή στο προηγούμενο άρθρο μου («Απάντηση Μίκη Θεοδωράκη» 28.7.2016) μίλησα για «ένοπλο αγώνα» ως στόχο του ΠΑΜ, θα ήθελα να αναφερθώ εδώ πιο συγκεκριμένα στο πώς προσπαθούσαμε να προετοιμαστούμε κι εμείς αλλά και να προετοιμάσουμε τον κόσμο, ώστε να φτάσουμε τελικά στον στόχο αυτόν.
Αρχές του Ιουνίου του 1967, αποφασίσαμε τη δημιουργία του Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ). Όταν έμεινα μόνος με τον Κώστα Φιλίνη στο σπίτι του Λελούδα, μείναμε σύμφωνοι να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας. Όχι μονάχα προκηρύξεις και άλλα ήπια μέτρα αλλά ένοπλος αγώνας ως κορυφαία επιδίωξη της καινούριας οργάνωσης.
Έπρεπε όμως για να πετύχουμε τον τελικό σκοπό μας να βαδίσουμε μεθοδικά. Βήμα με βήμα. Πρώτη μας ενέργεια ήταν οι ομάδες προπαγάνδας. Διαλέξαμε την λέξη αυτή για να μην εκθέσουμε τα παιδιά της οργάνωσης σε περίπτωση που πιαστούν. Στην ουσία σκοπός μας ήταν να εξασκηθούν αυτές οι ομάδες με πράξεις που χρειάζονται θάρρος, ψυχραιμία και ετοιμότητα, ώστε σιγά-σιγά να είναι ικανές για ένοπλες πράξεις.
Αμέσως δημιουργήσαμε λίγες ομάδες από τρεις-τέσσερις αγωνιστές και προχωρήσαμε στις πρώτες «θεαματικές» ενέργειες, για να τονώσουμε το ηθικό του Λαού.
Ενέργεια πρώτη: Η ανάρτηση ενός πανώ με αντιχουντικά συνθήματα, που θα έπιανε όλη την πρόσοψη του ξενοδοχείου «ΗΛΕΚΤΡΑ» στην οδό Ερμού στο Σύνταγμα.
Πράγματι, δυο αγωνιστές κατάφεραν να περάσουν και να μεταφέρουν το πανώ κομμένο σε κομμάτια στην ταράτσα του κτιρίου, όπου και τα συνένωσαν. Με τον ίδιο τρόπο ανέβασαν στην ταράτσα και συναρμολόγησαν τα κομμάτια του ξύλου που κάρφωσαν στο παραπέτο που θα στήριζε το πανώ. Στερέωσαν το πανώ στο ξύλο που είχαν καρφώσει στο παραπέτο, αφού πρώτα έβαλαν μέσα όπως το τύλιγαν, πολλές προκηρύξεις. Όλο αυτό το σύστημα κρατιόταν με έναν σπάγκο που κατέληγε σε έναν κόμπο. Εκεί, τα παιδιά τοποθέτησαν ένα αναμμένο τσιγάρο και κατέβηκαν χωρίς να τα προσέξει κανείς. Όταν η καύτρα του τσιγάρου έφτασε στον κόμπο του σκοινιού, τον έκαψε και τότε ελευθερώθηκε το πανώ που ξεδιπλώθηκε καλύπτοντας όλη την πρόσοψη του ξενοδοχείου, ενώ οι προκηρύξεις έπεφταν στον δρόμο απ’ όπου περνούσε πολύς κόσμος. Η ενέργεια αυτή έγινε αμέσως ευρύτερα γνωστή και έδωσε θάρρος, γιατί άρχισε ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται.
Ενέργεια δεύτερη: Πήραμε ένα μικρό μαγνητόφωνο και ηχογραφήσαμε ένα δικό μου μήνυμα με τη φωνή μου, με το οποίο καλούσα τον Λαό να παλέψει. Είχαμε βρει ένα άδειο δωμάτιο (γραφείο) στα Χαυτεία που χρησιμοποιήσαμε για την «μετάδοση» του μηνύματος που για λίγα λεπτά, χάρη σ’ έναν τηλεβόα που είχαμε συνδέσει στο μαγνητόφωνο, ακουγόταν σε όλο τον δρόμο στα Χαυτεία, σε μια στιγμή που περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι από εκεί. Όταν με πιάσανε στην Ασφάλεια, μ’ έβαλαν να ακούσω το μήνυμά μου αυτό λέγοντάς μου ότι είναι ακόμα πιο επιβαρυντικό στοιχείο για την καταδίκη μου, που τελικά την φτάσανε δις εις θάνατον.
Τρίτη ενέργεια: Αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε την πρώτη «πεταχτή» όπως την ονομάσαμε διαδήλωση στην οδό Ερμού την ώρα της μεγάλης κίνησης. Επιστρατεύσαμε είκοσι νέους και νέες που όρμησαν όλοι μαζί συντονισμένα από τις παρόδους της οδού Ερμού φωνάζοντας «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Δημοκρατία». Συγχρόνως μοίραζαν στον κόσμο που τα είχε χαμένα, προκηρύξεις. Αυτό κράτησε μόνο λίγα λεπτά της ώρας με απώλειες έναν μονάχα νέο που έπεσε πάνω σε έναν αστυφύλακα και συνελήφθη.
Τέταρτη ενέργεια: Μια ομάδα έβαλε αυτοσχέδια βόμβα σε έναν σκουπιδοτενεκέ στο Σύνταγμα. Ήταν η πρώτη και τελευταία βόμβα κατά της Χούντας, γιατί στο μεταξύ με πιάσανε. Και μάλιστα την ώρα που προσπαθούσα να τυπώσω την πρώτη αντιστασιακή εφημερίδα μας στην Αθήνα. Παράλληλα βρισκόταν στο τελικό στάδιο προετοιμασίας ένα πελώριο «Δέλτα» στον Υμηττό, φτιαγμένο από εκατοντάδες στουπιά ποτισμένα με πετρέλαιο, που θα άναβαν και θα φαινόταν από πολύ μακριά φωτισμένο το αρχικό γράμμα της λέξης «Δημοκρατία». Όμως τα παιδιά της ομάδας που θα το έκαναν αυτό, πιάστηκαν συγχρόνως με μένα και πέρασαν φριχτά βασανιστήρια στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας.
Περιττό να πω ότι και «Η Φωνή της Αλήθειας» αποδοκίμασε την ενέργειά μας αυτή με τη βόμβα, πράγμα που κατήγγειλα στον Μπριλλάκη και στον Δρακόπουλο που εκπροσωπούσαν το τότε ενιαίο ΚΚΕ, όταν τους συνάντησα στην Φιλοθέη.
Θυμάμαι ακόμα την ιστορία με τον Γιώργο Βότση, όταν τον ρώτησε ανώτερος υπάλληλος της Σοβιετικής Πρεσβείας αν με βλέπει για να του πω τι θέλω από τους Σοβιετικούς κι εγώ του απάντησα «ρούβλια και όπλα».
Όταν στα 1972 βρέθηκα στη Μόσχα, σε μια συναυλία που έγινε προς τιμήν μου στην Βιβλιοθήκη Λένιν, ο υπάλληλος που είχε ρωτήσει τον Βότση, κρυμμένος πίσω από μια κολόνα ζήτησε να με δει κρυφά για να μου πει ψιθυριστά: «Τι μου έκανες μ’ εκείνο το “ρούβλια και όπλα”… Εγώ το μετέφερα στον Πρέσβυ με θετικό τρόπο και από τότε με στέλνουν σε χώρες της Αφρικής…».
Ομολογώ ότι δεν γνώριζα τότε την αληθινή στάση των Σοβιετικών απέναντι στο Εαμικό Κίνημα. Τώρα είμαι βέβαιος ότι ο Ζαχαριάδης υπέγραψε την θανατική καταδίκη του όταν στα 1945, στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ είπε ότι πιστεύει ότι η θέση της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι σε ίσες αποστάσεις από την Αγγλία και την Σοβιετική Ένωση. Δηλαδή ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ!
Και δείτε τώρα τις τρομερές συμπτώσεις που δημιουργεί η Μοίρα των ανθρώπων: Όταν ο Ζαχαριάδης διατύπωνε τις απόψεις αυτές στην ομιλία του σε κάποιο ξενοδοχείο κοντά στο «Rex», νομίζω στο «Τιτάνια», βρισκόμουν στο πλευρό του, γιατί είχα επιλεγεί ως μέλος της προσωπικής του περιφρούρησης. Τότε που το Κόμμα με συνεχάρη δημόσια σε κείνο το Συνέδριο, γιατί αμέσως μετά το τέλος των εχθροπραξιών τον Γενάρη του 1945 δεν ακολούθησα τους άλλους που πήραν τα βουνά από τον φόβο των αντιποίνων των νικητών αλά κρύφτηκα στην Καλλιθέα, έκλεψα από μια Τράπεζα μια γραφομηχανή και έναν πολύγραφο και τα μετέφερα μέσα σ’ ένα τσουβάλι στο κρησφύγετό μου με χίλιους κινδύνους. Στη συνέχεια έγραψα την πρώτη προκήρυξη με υπογραφή «ΚΚΕ» και τίτλο «Ανοιχτή επιστολή στον Ουίνστον Τσώρτσιλ». Την δακτυλογράφησα, την αναπαρήγαγα σε πολλά αντίτυπα με τον πολύγραφο και τη νύχτα άρχισα να πετώ τις προκηρύξεις κάτω από τις πόρτες. Όμως σ’ ένα σπίτι ήταν Άγγλοι, που άρχισαν να με κυνηγούν στους δρόμους της Νέας Σμύρνης. Με πυροβολούσαν από τα 50 μέτρα κι εγώ έκανα ζικ ζακ, ώσπου πήδηξα σ’ έναν κήπο κι από κει σε άλλον και σε άλλον και σώθηκα. Από την αρχή της μάχης του Δεκέμβρη θα πέρασαν ξυστά δίπλα μου πάνω από χίλιες σφαίρες. Όμως καμιά δεν με ήθελε και μ’ άφησαν να βασανίζομαι.
Κι έπειτα ψάχνω να βρω σε τι έφταιξα και δέχθηκα απηνή διωγμό από το σύνολο της Αριστεράς ακόμα και ως σήμερα με την «Σπίθα».
Δεν είχαν διαλύσει μήπως τους Λαμπράκηδες και το Πατριωτικό Μέτωπο, δηλαδή τις δυο πρωτοβουλίες ιστορικού μεγέθους και τώρα και την Σπίθα; Γιατί και τα τρία αυτά κινήματα, τελικό στόχο είχαν την Εθνική Ανεξαρτησία.
Όμως ας μη χαίρονται οι χθεσινοί και σημερινοί και παντοτινοί μου παντοειδείς διώκτες. Γιατί πρέπει να ξέρουν ότι θα επιζήσω και θα πω εγώ την τελευταία λέξη για την Αλήθεια, με ονοματεπώνυμα.
Αθήνα, 7.8.2016
Μίκης Θεοδωράκης