Αρκαδία ΙΙ και ΙΙΙ
1976
Περιγραφή:
Αρκαδία ΙΙ και ΙΙΙ
Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου
Ερμηνεία και πιάνο: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη έκδοση δίσκου: 1976
Τα κομμάτια 1 - 6 αποτελούν την Αρκαδία ΙΙΙ
Τα κομμάτια 8, 9, 10, 11 είναι από την Αρκαδία ΙΙ
Το πρώτο από τα τραγούδια που αποτέλεσαν την ¨Αρκαδία II¨, το ¨Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα¨ είχε μπει σαν ¨μότο¨ στην δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου, που εξέδωσα το 1964. Βλέποντας αυτό μάλιστα ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος με προέτρεψε να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα ποιήματα. Μέχρι τότε είχαν βγει δυο τρία τραγουδάκια μου από το Λεοντή και το Μυλωνά.
Αν δείτε τα περισσότερα από τα τραγούδια της ¨Αρκαδίας II¨ είναι γραμμένα σ’ ένα στυλ μπαλάντας. Ήθελα πολύ τότε να ακολουθήσω τη γραφή της μπαλάντας του Φρανσουά Βιγιόν. Χωρίς να ακολουθώ ιστορικά ένα θέμα, να υπάρχει ωστόσο σ’ ολόκληρο το ποίημα μια ιστορία.
Καθώς τα συγκεκριμένα τραγούδια γράφτηκαν κάτω από την πίεση της επιβολής της χούντας, ήθελα να δώσω το ιστορικό στίγμα της εποχής εκείνης. Ο καλύτερος τρόπος να καταγγέλλεις αυτά τα πράγματα βέβαια είναι να τα λες καθαρά. Τότε όμως δεν θα εκδίδονταν. Έπρεπε να βρω τρόπους να τα γράψω ποιητικά. Τα ποιητικά ξεσπάσματα να καλύπτουν εκείνα που κρύβουμε. ¨Πήρα τους δρόμους του ληστή¨: ¨Ληστές δεν υπήρχανε πλέον. Η λέξη παρέπεμπε στον προηγούμενο αιώνα. ¨Στο παζάρι του φονιά σ’ έφεραν σαν περιστέρι¨. Έπρεπε να ξεγελάσω. Τα τραγούδια αρχικά δεν προορίζονταν για το Μίκη Θεοδωράκη που τότε είχε χαθεί κυνηγημένος. Υπολόγιζα να βρω ένα νέο συνθέτη και να βρούμε τρόπο να τα βγάλουμε στις εταιρίες, νομίζοντας βλακωδώς ότι οι εταιρίες θα κάνουν αντίσταση με τα τραγούδια τα δικά μας. Τη στιγμή που ο Πυθαγόρας μεγαλουργούσε… Τρεις, τέσσερις μήνες τάγραφα. Όταν τα τελείωσα αισθάνθηκα ότι δεν θα γίνονταν από κανέναν άλλον και τα έστειλα στο Θεοδωράκη κάτω στη Ζάτουνα. Με τρόπο που μοιάζει λίγο με ¨Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας¨ αλλά καλό είναι να μην το αποκαλύπτουμε γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο.
Η ¨Αρκαδία III¨, τα ¨τραγούδια για τη μάνα και τους φίλους¨ όπως τα ονόμαζα εγώ, ξεκίνησαν από ένα αφιέρωμα του περιοδικού ¨Γυναίκα¨ στη Θεοτόκο, τη μάνα του Χριστού, τη μάνα του καθένα που δημοσιεύτηκε με τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου. Εκεί ανάμεσα σε μητέρες της βυζαντινής ζωγραφικής, μιλούσαν διάφοροι λογοτέχνες για το ρόλο της μάνας στη λογοτεχνία αλλά και για το ρόλο που έπαιξε στη δική τους ζωή. Θυμάμαι τον Άγγελο Τερζάκη… Ανάμεσα σ’ αυτές τις συνεντεύξεις, υπήρχε και η συνέντευξη μιας ανώνυμης κοπέλας στην Πανεπιστημίου, που αφού έλεγε βέβαια τα δικά της καλά λόγια για τη μάνα, ξαφνικά καταλήγει ότι ¨εμείς έτσι ζούσαμε στο χωριό αλλά τώρα τα παιδιά ζούνε αλλού και οι γονείς αλλού κι αλλιώτικα. Ο κόσμος αγρίεψε…¨
¨Αυτή η φράση ήταν αφορμή για να γράψω τα τραγούδια. Και ξεκίνησα ακριβώς έτσι¨. ¨Και η ζωή αγρίεψε και αγρίεψε και μένα…¨. Έβαλα βέβαια μέσα και το προσωπικό μου στοιχείο: ¨Σε λένε μάνα του Χριστού σε λένε κι Αγία Βαρβάρα¨ σε ανάμνηση ενός μοναστηριού στη Σύρο. Έτσι άρχισαν όλα και μετά από 6-7 μήνες έστειλα όλα τα κομμάτια στο Θεοδωράκη.
Μάνος Ελευθερίου
19 Ιανουαρίου 1995