Όστρια
1949
(Έχουμε πια τόσο σκληρύνει
κομμάτια σταχτοπράσινα βράχια
πεταλίδες και φύκια γιομάτα)
πετούσε ολοτρόγυρά μου ένα τραγούδι
η μυρωδιά του κορμιού σου
λίγο πιο πάνω λίγο πιο κάτω
σχεδόν ένα με το γαλάζιο αγέρα
(να τώρα θα γυρίσω να δω τους ανοιξιάτικους δρόμους
τον καπνό να μπερδεύεται στα λευκά συννεφάκια
της δύσης
το μικρό μας περιβόλι με τους μεγάλους ήλιους...
είναι αλήθεια τα μάτια σου πάντα μεγάλα
σα τις μέρες που με το πράσινο πουλόβερ
χανόσουν στο μεγάλο λιμάνι ;
πόσο μου φαίνεται σα να ‘ταν χτες
σα να ‘ταν αιώνες σα να μην υπήρξαν ποτέ
είμαι περικυκλωμένος σχεδόν λεύτερος
με δείχνουν τα γυμνά κλαδιά της συκιάς
τις νύχτες με τ’ όνομά σου
οι ταραγμένες ρίζες της με καλούν
Όστρια όστρια
κάθε πρωί με παραμονεύει μπροστά στην πόρτα μου
με τα εβένινα μαλλιά της ριγμένα στους ώμους
πώς μπορώ μονάχα να σε ξεχνώ τόσο τέλεια
σα να μην υπάρχεις
σα να μην υπάρχει τίποτ’ άλλο πέρ’ από σένα...
*
‘Εχω την αίσθηση του ήλιου
καθώς χαϊδεύει τα κουρασμένα μέτωπα
πώς να συνηθίσω τον πυρετό των ματιών;
Οι θάλασσες ζώνουν μόνο τις καρδιές μας
δεν υπάρχουν νησιά μοναξιά δεν υπάρχει
*
πώς μπορώ να ξεχνώ τόσο πολύ τον εαυτό μου
να γίνομαι τόσο πολύ ο εαυτός μου
απ’ το ψηλό φορτηγό πλοίο πίσω χανόσουν
καθώς γλιστρούσαμε στο μεγάλο λιμάνι
που βούλιαζε καταπράσινο στα μεγάλα σου
μάτια
πώς να φωνάξω που δε το θέλω
χανόμουν από κάθε σκέψη από κάθε θύμηση
δεν υπήρχα παρά στη φαντασία σου
παρά στη φαντασία μου που δεν υπήρχε πια
και θυμάμαι τώρα τα στερνά κόκκινα γαρούφαλα
στο μενεξί χαλί τ’ ουρανού
μες στις χιλιάδες λάμψεις κάποιο φως
θα προστατεύει τώρα τις σιγανές φωνές της μνήμης σου
(στη βεράντα του κήπου ο μπαμπάς σου διαβάζει
την απογευματινή του εφημερίδα)
*
Σπέρνω τον εαυτό μου στο χαντάκι της θάλασσας
σ’ όποιες ακτές σ’ όποιους ήλιους
η αλυσίδα μου μου μένει μόνη από μένα
δεν έχω σύνορα
σ’ όποιους ήλιους σ’ όποιους ανέμους
Όστρια όστρια
Στα κουρασμένα μέτωπα -στην αίσθηση του ήλιου
στο βαθύ πόνο της φύσης -στον πυρετό των ματιών
στην ολοπράσινη σημαία των ανθρώπων !
Μίκης Γ. Θεοδωράκης
Εύδηλος Ικαριά
8.Ι.49
South Wind
We’ve grown so hard,
pieces of ash-green rock
covered in barnacles and seaweed;
all around me flew a song
the smell of your body
a little higher, a little lower
almost one with the azure air.
Look, now I’ll come back to see the spring roads
the smoke merging with the little white clouds
of sunset
our small garden with its enormous suns...
Are your eyes really as large as they were
on the days when you disappeared
in your green sweater, in the big harbor?
How it seems to me as if it were yesterday
as if it were centuries, as if they never existed.
I am surrounded, almost free
at night the bare branches of the fig tree
point to me with your name
the shaken roots call me
Ostria, South Wind
every morning she’s waiting for me outside my door
with her ebony hair thrown over her shoulders.
How can I only forget you so completely
as if you didn’t exist
as if nothing existed beyond you....
* * *
I feel like the sun
as it caresses tired brows.
How can I get used to the fever of the eyes?
The seas encircle only our hearts,
there are no islands, no loneliness.
* * *
How can I forget myself so much,
become so much myself...?
You disappeared behind the tall freighter
as we glided into the big harbor
that was sinking, bright green, in your big eyes.
How to cry out when I don’t want to?
I was lost from every thought , every memory
I didn’t exist except in your imagination
except in my imagination where I didn’t exist any more.
And now I remember the last red carnation
in the violet carpet of the sky
among the thousands of shining points some light
must be protecting the quiet voices of your memories
(on the garden verandah your father is reading
his afternoon newspaper).
* * *
I sow myself in the trench of the sea
on whatever shores, whatever suns
my chain remains apart from me
I have no boundaries
to whatever suns, whatever winds
South Wind, South Wind
to the tired brows -- to the feeling of the sun
to the deep pain of nature -- to the fever of the eyes
to the bright green flag of humanity!