Σεπτέμβριος 1967
1967
Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:
Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέρας
με παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούν
σε διακλαδώσεις μονοχρωμικές
που η αξία τους εξαρτάται
από το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκη
και σε αξίες.
Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχου
που μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρων
με τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.
Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτων
χρωματικών
που δεν αποκλείεται να συμπεριέχουν
και ορισμένα διατονικά ψήγματα.
Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεται
ρυθμική απομόνωση, διαφορετικά
θα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.
Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το ά π ε ι ρ ο ν.
Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;
Κεντρική ιδέα
εσωτερικός ρυθμός
Τ χ Ο
Ο Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.
Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:
ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Και οι πρώτοι στίχοι:
Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος...
Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:
Τα δέντρα που μας χωρίζουν έγιναν δωμάτια
τα λουλούδια άνθρωποι
οι γαίες και τα μαμούνια
γραφεία, χαρτιά, κλειδαριές
το χάος γέμισε με χάος
η αγάπη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κάπα, ύψιλον, λάμδα - παύση
Άλφα - παύση μεγάλη - φι
παύση μικρή - Ήτα, σίγμα
Πάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικό
μουλάρια φορτωμένα δάφνες
μουλάρια του Ξηρόμερου
καπνός ξανθός αρωματικός
κέικ που μυρίζει πετρέλαιο
μεθυσμένοι από την πείνα
Βόνιτσα
μεθυσμένοι από την πείνα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτα του Σεπτεμβρίου
κοιτάζεις αλλήθωρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Φλύαρο αστέρι
ήρθε και κρεμάστηκε
έξω από το κάγκελό μου
- Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γη
πώς είναι τα πελάγη;
- Ο ουρανός η μάνα σου
και γη ‘ναι η κυρά σου
και τα πελάγη φίλοι σου
στενάζουνε για σένα.
(11.9.67)
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώρα εννέα βραδυνή
το ακίνητο σκάφος σταματά
ο χρόνος μας θωπεύει
το Μυρτώον πέλαγος μας θυμάται
η μνήμη μας σκαλώνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μόλις δακρύσει ο ουρανός
έβγα στο παραθύρι
μόλις χτυπήσει ο κεραυνός
κ’ η μέρα θα ‘χει γύρει
όλες τις στάλες της βροχής
τις μάζεψα για σένα
όλους τους πόνους της ζωής
τους μάζεψα από σένα
σταλαματιά η αγάπη σου
πέλαγο η καρδιά μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βαθύς γαλάζιος ουρανός
μας κοιτάζει με μελαγχολία
(τόσο πολύ τους ευνόησα
τους ανθρώπους αυτούς)
βαθύ γαλάζιο φως
τυφλώνεις τον άνθρωπο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσες
ζωγραφισμένα μπακίρια
χέρι αγιογράφου 17ου αιώνος
Πολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίας
λοφία της Σχολής των Ευελπίδων
χιτώνες αρχαίων, θέατρο Επιδαύρου
Λιγουριό πρακτορείο εφημερίδων
ένας αρχαίος πολιτισμός
πολύ αρχαίος πάρα πολύ αρχαίος
αρχαιότατος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνι
το κακό καλό μπροστά στο χειρότερο
γαλάζιο πέλαγος του Ιουνίου
Φεστιβάλ του Αυγούστου
προχωρούν σφυρίχτρες εμβατήρια προχωρούν
κουβέρτες σεντόνια φαγητά κλειδαριές
δόξα δόξα δόξα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ελληνικός Μουσικός Αύγουστος
το μουσικό δαιμόνιο της φυλής
αρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίες
λαϊκά έντεχνα συμφωνικά
όλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάρα
εισιτήρια προπωλούνται
ώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώς
εξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεως
είσοδος δωρεάν έξοδος απαγορευμένη
Εκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.
(8.9.67)
Ι
Γεια σου Ακρόπολη
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.
Ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη
στο βυθό των αιώνων
με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου
σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος.
Η Πούλια, η Αφροδίτη
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα
από το κελί μου.
ΙΙ
Ο χρόνος διαλύεται
μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται
ο μέγιστος τύραννος
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.
Όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε μεις, η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
δεν υπάρχει αίνιγμα
δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.
ΙΙΙ
Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό,
χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες
καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων
ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.
Ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!
IV
Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
η ζωή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.
V
Ανάμεσα σε μένα και στον Ήλιο
δεν υπάρχει
παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
ανατέλλω και δύω
υπάρχω και δεν υπάρχω
με βλέπουν
χωρίς να μπορώ
να δω τον εαυτό μου.
VI
Όταν σταματήσει ο χρόνος
το κελί μου γεμίζει μήνες
μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
ένα βήμα πριν από το χάος
υπάρχει χάος
ένα βήμα μετά το χάος
υπάρχει χάος
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
υπάρχω μέσα στο χάος
δεν υπάρχω.
VII
Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.
VIII
Ο Ήλιος με δαγκώνει
δεν έχει δόντια
απατηλές
απατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχο
επάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμα
με σκιές
χωρίς σκιές
μονάχα εγώ μένω ακίνητος
αμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπρο
αμετάθετος μένω ψηλά
πάνω από το μωσαϊκό που αιωρείται
η σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γη
το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε
ο Ήλιος συμπιέζεται,
αποκαλύπτει το κενό
τρία κενά συγκρούονται
η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.
ΙΧ
Κάτω στη Γη διασπορά
ο Νόμος του Νόμου ω Νόμε
ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό
όταν φορεί κράνος καπνίζει
τσιγάρα με φίλτρο
όταν φορεί πιζάμες
όταν φορεί πιζάμες μεταξωτές
δεν καπνίζει δεν καπνίζει
καπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνες
οι μητέρες δεν καπνίζουν
οι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούν
κοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνες
εγώ καπνίζω πριν πεθάνω
πάντοτε πριν πεθάνω καπνίζω
σέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθης
γλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλος
το τέλος έχει γλυκειά μυρωδιά
μυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.
Χ
Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ
αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ
είμαι εγώ αυτό που θέλει
αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ
εγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαι
όταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαι
όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ
όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ
όμως εσύ είμαι εγώ.
ΧΙ
Το Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει
- Είσαι συ; μου λέει.
- Ναι, του απαντώ, είμαι εγώ
μαζί με κάποιον άλλον,
δεν τον γνωρίζεις;
- Όχι, μου λέει.
- Δεν τον γνωρίζεις,
όμως αυτός ο άλλος
είσαι εσύ.
Το Αιγαίο ξάπλωσε
ο Ήλιος έβηξε
έμεινα μόνος
εντελώς μόνος.
ΧΙΙ
Όχι εντελώς μόνος
εσένα δε σε θέλω
σε θέλω τόσο πολύ
γι’ αυτό εσένα δε σε θέλω
τα πλατάνια, τα κρύα νερά
μυρτιά μυρτιά μυρτιά
ένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστη
σε θέλω τόσο πολύ
ραδίκι γεμάτο χώμα
μυρτιά μυρτιά μυρτιά
γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω
γιατί χωρίς εσένα
δεν μπορώ να είμαι μόνος
εντελώς μόνος να είμαι.
ΧΙΙΙ
Πυροβολήστε το χρόνο,
σκοτώστε το χρόνο
ο χρόνος εκτός νόμου
θέλω να στήσω το πτώμα του
στην οδό Αιόλου
πωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίας
στο Μοναστηράκι
αγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίας
είναι φρεσκότατος
τον κυνηγήσαμε χτες,
τον σκοτώσαμε χτες
χτες χτες χτες
από το χτες στο σήμερα
που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά.
XIV
Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο
δεν θα περάσεις
θα μείνεις μέσα
Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος
η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα
τη νύχτα κουρδίζεις
τη μέρα ξεκουρδίζεις
υπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμια
XV
Όποιος κι αν είσαι
πέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύρος
αν είσαι άνθρωπος
δέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατος
αν είσαι άνθρωπος
αν είσαι άνθρωπος
βγάλε μαλακά το χειρόφρενο
ξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφορο
όποιος κι αν είσαι
θα σου κοστίσει λιγότερο
λεωφορείο φορτηγό σιτροέν ντεκαβε
Μαργαρίτα Μυρτιά Ροδόσταμο Θεοδωράκης
αν είσαι άνθρωπος
θα σου κοστίσει λιγότερο
θύμηση παλιά
παλιά όσο σήμερα
όσο αύριο
όσο αύριο
όσο ποτέ
αν είσαι άνθρωπος
όποιος κι αν είσαι.
XVI
Ήλιος ο Πρώτος
Αθήνα η Πρώτη
Μίκης ο εκατομμυριοστός
έπονται εκατό χιλιάδες
και άλλες εκατό
και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
και ούτω καθεξής
έως τη συντέλεια του κόσμου.
XVII
Ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
ποτέ ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα
Τάνια.
XVIII
Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά
οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα
όταν μπήκα στη θάλασσα
οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά
όταν πνίγηκα
οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους
κι όταν αναστήθηκα
ήταν πια αργά
οι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.
ΧΙΧ
Το είδωλό μου είσαι εσύ
το χέρι μου είναι το δικό σου
όταν το σφίγγω σφίγγεται
όταν το υψώνω υψώνεται
μονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μου
κι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου
(να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)
δικό μου δικό σου το κάγκελο
όμως δικά μας
τα μάτια τα χείλη και τα χέρια.
ΧΧ
Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου
ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ
μεγαλόπρεπη πορεία
πάνω από μπανανιές ευκαλύπτους και πεύκα
που καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράκτες
που χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν
αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απόγευμα
ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή ο Χρόνος ο Ήλιος
μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.
ΧΧΙ
Έχω ένα λαβύρινθο γιωταχί
ένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππων
ζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμή
ανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικό
με Αριάδνη ει δυνατόν χήρα
κάτω των σαράντα
εισόδημα άνω των πέντε
χρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτου
σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου
θα είμαι νεκρός.
ΧΧΙΙ
Ο Ελύτης ο Γκάτσος ο μέγας Σεφέρης
ο Τσαρούχης ο Μινωτής ο Χατζιδάκις
η Βέρα η Ντόρα η Τζένη
ο κινηματογράφος το θέατρο η μουσική
και τόσοι άλλοι
οι ποιητές οι ποιητές
και τόσοι άλλοι
κι εσύ κι εσύ κι εσύ
ο φίλος ο εχθρός ο αντίπαλος ο αντίζηλος
κοιμηθείτε ήσυχα
ο λογαριασμός είναι πληρωμένος
ο φίλος που πληρώνει
έχει λεφτά.
ΧΧΙΙΙ
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
Οδός Ονείρων Ομόνοια
Σίλβα
σίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφα
Φιλοθέη Χαϊδάρι
τα νερά τους ξανθά
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ
κόκκινη ακρίδα
φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες φεγγάρια
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα
κάγκελα
κάγκελα
Σίλβα.
XXIV
Όταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση.
XXV
Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται
Έλενα
μουσική θεία τα όνειρά της
τα όνειρά της
Πεπίνο ντι Κάπρι
πέρα από τη θάλασσα
μην την ξυπνήσεις.
XXVI
Η οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλεί
το κάγκελο του Χρόνου με προστατεύει
ο Γιάννης ο Ιάσων ο Βύρων
ο Τάκης ο Αλέκος
στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια τα πορτοκάλια
υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο
φωνές κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος πασιέντζες νες καφέ
σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.
XXVII
Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή
τώρα λούζονται
τα πουλιά στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες
σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι
τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη αγάπη
ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι
ώρα έντεκα πρωινή.
XXVIIΙ
Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
πάψε πια να φωνάζεις
λαθρέμπορος λωποδύτης νταβατζής
φωνητικές χορδές
ο Αντρέας ο Ηλίας η Ανθή
λαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπου
Άγια Σοφιά στίφη βαρβαρικά το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι
σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
ζερβά θηρία του Βόρνεο
δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη
πάνω κάτω πάνω κάτω
ανατολικά δυτικά
μαχαίρια ακόντια μαστίγια ορδές
ορδές αγίων ορδές δαιμόνων
ορδές αγίων ορδές στρατηγών
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε αντίο Ήλιε αντίο Ήλιε
αντίο Φως
καληνύχτα.
ΧΧΙΧ
Ανατολικά από τον Σείριο
περνούν οι ξανθές βροχές
κρατούν κίτρινες ομπρέλες
πράσινα γυαλιά ηλίου
μίνι φούστες φορούν
οι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίου
παρακάμπτουν τον Άρη
την ερχόμενη Τετάρτη
μπαίνουν στην τροχιά της Γης
Ανόι Ουάσιγκτον Μόσχα
η έρημος του Σινά
Αθήνα οδός Τοσίτσα
δυτικώς της Χίου
ανατολικώς της Κορίνθου
εντός εκτός
πεύκο βαθειά χαραγμένο
μίνι φούστες
πράσινα γυαλιά ηλίου
κίτρινες ομπρέλες κρατούν
οι ξανθές πρώιμες βροχές
ανατολικά από τον Σείριο
δυτικά από το κελί μου
του Σεπτεμβρίου.
ΧΧΧ
Όταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκι
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου
όταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνες
όταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλ
όταν το Αιγαίο παίζει προπό
όταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικο
όταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλο
και όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχους
τότε σε αναγνωρίζω
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου.
ΧΧΧΙ
Οι εννέα Μούσες μένουν κοντά μου
μας χωρίζει ένας διάδρομος
δυο πόρτες τέσσερις φρουροί
Ντόρα Μαρία Τάκης
Αννα Τόνια Ρούσος
ίσως γνωρίζουν καλλίτερα
στοιχεία νούμερα διευθύνσεις
τεχνοτροπίες σχολές μουσεία
οι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσεία
η Μουσική μένει κοντά στα Μουσεία
Μουσική Μούσες Μουσεία
τέλος πάντων
νοοτροπίες τεχνοτροπίες δοκιμάζονται
βροχή σκόνη ήλιος γέλιο
ένα απέραντο κονσερβατουάρ
πιάνα σολφέζ ωδική
οι εννέα Μούσες πλένονται
χτενίζονται ξαπλώνουν
χτυπούν να τις ανοίξουν
Πίνδαρος Αισχύλος Μότσαρτ Σοπέν
οι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.
ΧΧΧΙΙ
Μενεξεδένια Πολιτεία
στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου
από τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσο
άλλος κανένας δεν σε αγάπησε
όσο εγώ.
The Sun and Time
On the 21st of August I was captured at Haidari. On the fourth floor at Bouboulinas Street prison, cell number 4, I waited for torture and death. On the fourth of September they brought me paper and pencil. Then I wrote 32 poems. I had spent the previous nights sleepless with my back pressed to the wall waiting from moment to moment for them to take me for torture or execution. My whole existence was marked by the expectation of certain death. As time flowed patiently by and I suffered, I saw clearly in my head the image of the final moment. The morning sky was a deep blue. The air was transparent, crystal clear. What would I call out at this final moment? This thought tormented me…
This torment was followed by an inexplicable euphoria. I was happy! In the end death isn’t so terrible. Perhaps it’s beautiful, I say to the guard…
I’m not a poet, but when the verses began to hammer at my brain I felt how words could be dressed in blood. How they could liberate me. I am an artist. I defeat time and death…
I am Time.
This is why ‘The Sun and Time’ became the cycle of Life and Death. In the end they became a victorious cycle. A bitter victory, because the spirit of the poet suffers for all people. Even those who hate him and torture him,
Xreow, B
i
Greetings Acropolis
Tourkolimano, Voukourestiou Street!
The polestar aims its light
at the still point of the world.
Athens the First
buried deep in the ages
the spear-fishers see you
from behind their masks.
Galleys, private cars, secret brothels
the “Security” center of the world.
The polestar revolves steadily,
the cookhouse chimney
aims its smoke
at the still point of the firmament.
The Pleiades, Aphrodite,
Dina, Soula, Evi, Irine.
Five million years of light.
A constant line traverses
five billion galaxies
five meters
only five meters
from my cell.
ii
Time dissolves
in the moment.
The merest trifle becomes
the greatest of tyrants;
it torments flowering wounds
full of smiles and promises
and something else; it’s that other
we live each moment
thinking that we live another.
But the other doesn’t exist.
We are ourselves, our Fate
who looks sidelong at us,
the Sphinx who forgot the riddle.
We have nothing more to solve:
there’s no riddle,
no escape from the circle,
the fiery circle
of Sun and Death.
iii
Sun, I will look you in the eye
till my vision dries up
fills with craters of dust
and becomes a moon without space
without motion, rhythm
a falling star extinguished eons ago
condemned to listen to the cries of men
to breathe the stench of dead flowers,
Man is dead! Long live Man!
iv
In the dry soil of my heart
a cactus has grown.
It’s been more than twenty centuries
since I dreamed of jasmine
my hair smelled of jasmine
my voice had taken something
of its delicate perfume
my clothes smelled of jasmine
my life had taken something
of its delicate perfume.
But the cactus is not bad;
it simply doesn’t know it and is afraid.
Sadly I look at the cactus;
where did all those centuries go?
I will live as many again
listening to the roots
as they grow steadily
in the dry soil of my heart.
v
Between the sun and me
there is nothing
but the difference of time.
I rise and set
I exist and cease to be
they see me
though I cannot see myself.
vi
When time stands still
my cell fills with months
months, days, hours, moments
tenths of a second
tenths of a second
tenths of a second
a step before chaos
there is chaos
a step before chaos
I exist a little before, a little after
I exist in chaos
I don’t exist.
vii
The cells breathe
the cells that are high up
the cells that are down low
the rain unites us
the sun was ashamed to appear, Nikos.
Yorgos, we’re holding on by a flower
viii
The Sun bites me
it has no teeth
false
false promises on the wall
white color on white
with shadows
without shadows
only I remain motionless
immovable in the light and white
untransferable I remain high
above the mosaic that is suspended
my thought spins towards the Earth
the parachute didn’t open
the Earth goes on, galloping towards my thought
the Sun is constricted
it reveals the void
three voids collide
my Thought, the Earth and the Sun.
ix
Under the earth it propagates
the Law, of the Law, oh Law!
when it wears a helmet it smokes
filtered cigarettes
when it wears pajamas
when it wears silk pajamas
it doesn’t smoke, it doesn’t smoke
the villages, the forests, the paddyfields burn
the mothers don’t smoke
the soldiers smoke before they go to sleep
they sleep heavily, for two centuries
I smoke before I die
I always smoke before I die
strong Lamia tobacco, fragrant Xanthi
a sweet smell just before the end
the end has a sweet smell
fragrant Xanthi, strong Lamia.
x
I am the teeth of the sun
I am what bites me
I am what wants
what doesn’t want is me
when you remember me I am
when you forget me I am
when I exist I am myself
when I don’t exist I am you
but you are me.
xi
The Aegean has risen and is looking at me
“Is that you?” it asks me.
“Yes,” I answer, “It is me and someone else too.
Don’t you recognize him?”
“No,” he says.
“You don’t recognize him but this someone is you.”
The Aegean lay down,
the sun coughed.
I remained alone
completely alone.
xii
Not completely alone
I don’t want you
I want you so much
that’s why I don’t want you
the plane trees, the cold streams
myrtle, myrtle, myrtle
a symbol, an idea, a faith
I want you so much
dandelion covered in earth
myrtle myrtle myrtle
that’s why I want you
because without you
I cannot be alone
cannot be
completely alone.
xiii
Shoot time
kill time
time beyond the law
I want to set my dead body up
in Aiolos Street
to sell time at a discount
in Monastiraki
it’s fresh
we hunted it yesterday
we killed it yesterday
yesterday, yesterday, yesterday
from yesterday to today
which means that we didn’t do good work.
xiv
You will not go
beyond this circle
you will stay inside it.
You, the Sun and Time
your orbit is regulated by winding
at night you wind it up
by day you unwind it
curtsey, smile, cry, curse
everything regulated
by the manufacturer.
xv
Whoever you are
ocean, mountain, woman, bull
if you are human
tree, song, toll, death
if you are human
if you are human
release the handbrake gently
start the descent in second gear
it will cost you less
bus, truck, Citroen DKW
Margarita, Myrtle, Rose-water, Theodorakis
whoever you are
it will cost you less
old memory
old as today
as tomorrow
as tomorrow
as never
if you are human
whoever you are.
xvi.
Sun the First, Athens the First
Mikis the millionth
a hundred thousand follow
and another hundred
and another hundred thousand innocents
and so on and so forth
until the end of the world.
xvii
Never never never
will I be able to unfurl all the flags
green, red, yellow, blue, mauve, azure.
Never never never
will I be able to smell all the perfumes
green, red, yellow, blue, mauve, azure.
Never never never
will I be able to touch all the hearts
sail all the seas.
Never never never
will I know the one
and only flag
you
Tania.
xviii
When I lay down on the sand
the bathers jumped into the sea
when I dived into the sea
the bathers got out of the water.
when I drowned
the bathers went home
and when I rose from the dead
it was already too late
the bathers had got into their cars.
xix.
You are my image
your hand is my hand
when I squeeze it, it is squeezed
when I raise it, it is raised
only these bars are mine
and what is reflected is yours
(the sense of private ownership should be stressed)
mine yours
the prison bars
but ours
the eyes
the lips
the hands.
xx.
In the paradise gardens of my skull
a yellow sun travels on the wings of time.
Birds with wooden wings follow
angels lead the way on jets
a grand procession
above the banana trees, eucalyptus and pines
that cover the left side of my brain;
on the right, nymphs and heavenly whores.
Hidden beneath the jasmine
red lizards listen to the waterfalls
that disappear into the sewers of my spinal chord
where the Earth begins
and the Universe ends.
Suddenly the grand procession stands still
six in the afternoon
exactly six o’clock
the procession Time, the Sun stops -
only the birds fly on
beating their wooden wings
and even the jets lament like angels.
xxi.
I have a private labyrinth
a private twelve horsepower Minotaur.
I seek a second-hand Theseus at a good price
I will exchange a Japanese radio
for Ariadne if possible a widow
under forty,
income above five figures,
time limit
a tenth of a second
in a tenth of a second
I will be dead.
xxii.
Elytis Gatsos the great Seferis
Tsarouchis Minotis Hadzidakis
Vera Dora Jeni,
cinema theater music
and so many others
the poets the poets
and so many others
and you and you and you
the friend the enemy the foe the rival
I slept peacefully
the bill has been paid
the friend who is paying
has money.
xxiii.
Celestial streams
underground torrents
descend babbling
Street of Dreams, Omonia
Silva
S-i-l-v-a
Haidari, Philothei
their waters blond
two blond mattresses
two green mattresses
in the middle
am I, a red locust
wings harmonicas
sounds of water
lizards moons
dive, sink, drown
bars
bars
bars
Silva.
xxiv.
When you shout
I sleep
when you are in pain
I yawn
when you toss and turn
I scratch myself
September
date, the sixteenth
of Creation
Dionysos!
xxv.
On the fourth floor
your Mama sleeps
Elena
her dreams, heavenly music
her dreams
Pepino di Capri
beyond the sea
don’t wake her.
xxvi.
The sun’s dentures threaten me
the bars of Time protect me
Yiannis Jason Vyron
Takis Alekos
hoist the lemons and oranges
high on the masts
raise
the sandals in the sand
voices Nivea cream
racetrack solitaire Nescafé
they hold precious flags made of cheap material.
xxvii
September sixth
eleven o’clock in the morning
now the birds
are bathing in the river
the North winds are creaking in the firs
the Turk wounded you at Bizani.
Now you sit and watch me
you drink coffee
you drip poison
love love
the Sun scratches
the grape
eleven o’clock in the morning.
xxviii.
Suleiman the Magnificent
Constantine Palaeologos
stop shouting
smuggler thief pimp
vocal chords
Andreas Ilias Anthi
animal larynx human larynx
St. Sophia barbarian hordes the liquid fire
the Old Man of Morea a worm
I stumble at every step
on the left beasts from Borneo
on the right flames of Nagasaki
ahead chimneys of Buchenwald
behind Makryiannis’ cell
above below above below
east west
hordes of saints hordes of demons
hordes of saints hordes of generals
I am dandelion sown in a crater
good-bye Sun good-bye Sun good-bye Sun
good-bye Light
good night.
xxix.
East of Sirius
the blond rains pass by
they hold yellow umbrellas
they wear green sunglasses
mini-skirts
the blond rains of September
they skirt Mars
next Wednesday
they enter the orbit of Earth
Hanoi, Washington, Moscow
the Sinai desert
Athens, Tositsa Street
west of Chios
east of Corinth
inside outside
a deeply carved pine
miniskirts
green sunglasses
they hold yellow umbrellas
the early blond rains
east of Sirius
west of my cell,
of September.
xxx.
When the rocks of Meteora dance the syrtaki
I recognize you my country
when Achelous stays out all night at the taverns
when the White Mountains swim the crawl
when the Aegean plays the lottery
when the Roumeliots build their tsamikos
when the Cretan Sea rapes Milos
and when I write crude verses
then I recognize you
I recognize you my country.
xxxi
The nine Muses are staying near me
a corridor separates us
two doors four guards
Dora Maria Takis
Anna Tonia Rousos
perhaps they know better
particulars numbers addresses
techniques schools museums
the nine Muses stay close to the Museums
Music stays close to the Museums
Music Muses Museums
at any rate
mentalities techniques are tested
rain dust sun laugh
a vast conservatory
pianos solfège singing
the nine Muses wash themselves
comb their hair lie down
they knock so that someone will open the door
Pindar Aeschylus Mozart Chopin
the guards accompany them one at a time to the toilet.
xxxii.
Violet city
send me your hand to caress my hair
send me your voice to put my dreams to sleep
show me your face
so I can see my own stature
my nobility
my noble mistress
from Oedipus to Androutsos
no-one has loved you
as I do