Στις δέκα του Δεκέμβρη
1984
Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά
έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα
δεν έχει όνομα, δεν έχει φαμελιά
κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα.
Στις δέκα του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα
κι άνοιξη σκεπάζει μ’ ανθούς
ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα.
Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό
αρχίζει, σκέφτομαι, ένα αλλιώτικο ταξίδι
για όσους ζήσαμε εκείνον τον καιρό
κι ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει.
On the Tenth of December
They’re sending the boy off in the bitter cold
his hands are crossed on his chest
he has no name, no family
he’d offered his youth to the spring.
On the tenth of December, a fantastic procession
of dead boys and girls
pass happily by in spring
and spring covers their hopeful bodies
joined in brotherhood with flowers
As I look at the pale boy
he begins, in my mind, a different journey
for all of us who lived through those days
and whose beliefs have remained buried.