Στον άγνωστο ποιητή
1969
Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Ελληνες.
Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.
Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγγο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.
Αρκαδία VI
To the Unknown Poet
Righas Pheraios, I call on you, you!
From Australia to Canada
and from Germany to Tashkent
in prisons, in the mountains and islands
the Greeks are scattered.
Dionysios Solomos, I call on you, you!
Jailed and jailors
beaten and beaters
commanded and commanders
terrorizers and terrorized
occupiers and occupied
divided in two, the Greeks.
Andreas Kalvos, I call on you, you!
Brilliant, the sun marvels,
the mountains and the firs
the shores and the nightingales marvel.
Cradle of beauty and measure, my homeland
is now a place of death.
Kostas Palamas, I call on you, you!
Never was so much light turned to darkness,
so much bravery to fear,
strength to weakness,
so many heroes turned to marble busts.
Birthplace of Digenis and Diakos , my fatherland
now a land of slavery.
Nikos Kazantzakis, I cry out to you!
But if mortals who still speak
Androutsos’ tongue forget
then memory lives behind iron bars and sentry posts
memory lives in the stones
it nests in the yellow leaves
that cover your body, Greece.
Angelos Sikelianos, I call on you, you!
You are the soul of my homeland
polymorphic river
blind with blood
deaf with moans
incapacitated by hatred
and the great love
that jointly rules your soul.
The soul of my country is two handcuffs
squeezed into two rivers
two mountains bound with ropes
on the terrace bench.
The Argive plain swollen from whipping
and Olympus hanging from the mast of the aircraft carrier
hands tied behind its back
until it confesses.
The soul of my homeland is this very seed
that spread roots on the rock.
You are mother, wife, daughter
looking out over the sea and the mountains
and secretly dyeing, with your blood
the red eggs of the Resurrection
fertilized by the times and by men.
If only the Easter of the Greeks
would come to my unhappy land!
Unknown poet, I call on you, you!
Arcadia VI