Το όνειρο
1962
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια
δυο κάστρα βενετσιάνικα
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την Ανατολή
κι ο άλλος για τη Δύση
και συ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο.
- Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες,
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.
Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά,
διαβαίνουνε ποτάμια.
Ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Και κει στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο
το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε
της κλείνουνε τα μάτια
και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθειά μέσα στο χώμα
κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις, να ξεδιψάσεις
The Dream
Mother, you had two sons,
two trees, two rivers,
two Venetian castles,
two mint bushes, two joys.
One went to the East
the other to the West
and you alone between them
speak, you ask the sun:
Sun, who sees the mountains
who sees the rivers too,
wherever you see our troubles
and mothers who are poor,
If you see Pavlos call me,
if you see Andreas, tell me.
I raised them with a sadness
I bore them with a sob.
But they leave mountains behind
and cross the deep rivers.
Each one seeks the other
to fight him to the death.
And there on the highest peak
up on the highest ridge,
they lie beside each other
dreaming the same dream.
Both run to their mother
lying on her deathbed;
together they reach out
their hands to close her eyes
and they plunge their knives deep
down into the earth
and water gushes out
to drink, to quench one’s thirst.