Ελεγείο
1948
για τον Αγαμέμνονα Δάνη
Χίλια ζευγάρια χέρια ν’ ανεμίζουν υψωμένα και να σβήνονται στ’ απόβραδο
κι εσύ, χαμένε σύντροφε,
να χαιρετάς και να γκαρδιώνεις, καθισμένος
στο γόνα του ήλιου.
(Σιωπή γερμένη με λυμένα μαλλιά -πάνω στην βαθειάν ανάσα της γης
κάτω από τα λιόδεντρα κραυγή
που ξεχάστη θρηνώντας).
Απ’την απόμακρη Χίο στο Πετροπούλι
κι απ’ την Ασία στον Αη-Ληα
νοιώσαμε τον ουρανό να σκύβει
και να φιλά την πληγή μας
κι ήσουν, χαμένε σύντροφε
χίλια πουλιά να πετούν
προς το Νότο!
Κι ήρθαν κοπέλες απ’ τη Δάφνη
κι απ’ το Στελί μανούλες πικραμένες
απ’ την Αρέθουσα και τους Βρακάδες οι μαυροφόρες
κι απ’ τον Αρμενιστή γερο-ψαράδες ήρθαν
μ’ αλατισμένη την καρδιά στο κύμα και στα δάκρυα
Και κάθισαν ολόγυρά σου, χαμένε σύντροφε,
και κάθισαν ολόγυρά μας
ν’ αρχινήσουν ψιλό μοιρολόι
Τ’ ήσουν ο στεναγμός ενού Λαού
το φτεροζύγισμα ενού γύπα
που χιμάει !
Δάφνη Ιούνης 1948
Elegy
For Agamemnon Danis
A hundred raised hands wave
and disappear in the dusk
and you, lost comrade,
greet and hearten them, as you sit
on the knee of the sun.
(Silence sinking with loosened hair --
above the deep sigh of the earth;
beneath the olives a cry
of lament that’s been forgotten).
From far-off Chios, in Petropoulis
and from Asia at Ay Ilia
we felt the sky bend
and kiss our wound
and you, lost comrade,
were a thousand birds
flying South!
And girls came from Daphne
and from Steli, bitter mothers;
from Arethousa and Vrakades, folk in black,
and from Armenisti came old fishermen
with hearts salted by sea and tears
and they sat all round us
and a shrill lament began.
And you were the sigh of the people
the wing-beat of a vulture
that pounces!