Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
1946
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη...
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος...
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
*
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
*
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι.
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας
και να πραγματοποιήσουμε
το παλιό μας το όνειρο.
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα
The way the earth smelled after a small spring shower.
To Myrto
I remember you said one word
and I picked some grass
with its roots full of earth
to rub on my heart and make it smell good.
I told you that when I was a boy
I liked to bury myself in the soil
and speak to the long worms
about the secrets of the earth.
Each one brings me a memory
and its voice is lost in the noise
made by all the different kinds of roots
as they burrow deeper and deeper into the earth.
How frightened we were when a seed burst open
and a new plant sprang out...
* * *
No, I didn’t like looking at the stars,
they seemed so far away and foreign.
I liked the sun better
especially in summer when its rays
danced on my skin
singing a strange song
whose words are buried now
deep in my memory.
Then, for the first time
I thought about merging the songs
I’d been listening to all day
into a single song
that we’d all sing together.
This thought wasn’t completely my own.
I heard it said by a small golden-green leaf
which sprang out that moment
from the green branch of our conversation.
The next day I woke at dawn
went down to the fields and rolled
in the dewdrops.
My whole body shivered
and there wasn’t the tiniest cell of my skin
that wasn’t singing
a little song.
Then I told my secret to the grass.
The small leaves nearby
bent their heads to listen in secret,
hundreds of worms came down below, happy
to tell our secret to the whole world
Every drop of earth was joyful
that day…
Then I told them we’d lie down quietly
and wait for the sun to come out...
And in fact we were suddenly
so quiet
that we could hear
the distant song of Dawn
that is like coral
shed by the delicate tears of birds...
How beautiful that song was.
I wonder if we’ll be able to sing
as beautifully as that?
* * *
No, I don’t like the song of the earth any more.
The roots tear the earth discordantly
and the sun’s rays shout, fierce and furious.
Now I like the song of the Dawn.
When I hear it I think
I am in a forest with corals scattered
by the delicate tears of the birds
in the peaceful glow of morning.
The little plants, the leaves and the worms
stretch out their hands to me like a sob
and call me, pleading:
“Stay, the sun will soon come out
and we can sing together.”
But can I stay far
from the song of Dawn?
For the first time I climbed the wall
of our garden and I felt
like a plant pulled from its soil.
Then I found myself in strange streets.
But the rosy glow shimmered
before my eyes and I was happy
that in a little while my skin would be bathed again
in that wonderful song.
* * *
As you see, I’m no longer a child
and yet I still haven’t managed
to reach that lovely song.
I almost regret
that I left half my heart
buried in the earth.
I worry whether my dearest friends
will accept me again
and whether my heart will recognize me
now that it, too, may have become
a little piece of grass
perhaps a small bush
with a few red blossoms dotted
by delicate dewdrops.
I would love to go back to the earth.
How many songs will we really sing again…?
And now the new summer is coming
we’ll wait for the sun
to tell it our secret
and make our old dream
come true.
Athens, 1946.