Η παγίδα
1977
Είχες τα χέρια σου γιομάτα τραγούδια
τα πόδια σου αγγίζανε το πράσινο νερό
τα όνειρά σου σεργιάνιζαν στους δρόμους
η σκέψη σου ρύθμιζε της μέρας τον ρυθμό.
Βουή τα αυτοκίνητα κι ηλεκτρικές ρεκλάμες
σκεπάζαν τον απόηχο στις φτωχογειτονιές
η νύχτα μούγκριζε στους λασπωμένους δρόμους
δυο φίλοι αντάλλασσαν τον όρκο τον ιερό.
Ποιος να σου το ‘λεγε, αυτός με την τραγιάσκα
το μάτι πύρινο, το γένι αχνιστό
το σάλιο κίτρινο κι ο λόγος του αντάρα
στα σπλάχνα γλίστραγε σαν σίδερο καυτό.
Κι εσύ τον πίστεψες και δίχως άλλη σκέψη
μπήκες στον δρόμο τον στενό, τον δίχως γυρισμό
ποιος να σου το ‘λεγε, παιδί, αυτός με την τραγιάσκα
παγίδα σου ‘στησε γλυκειά και τώρα είναι αργά.
Essen, 7.Χ.77
The Trap
Your hands were filled with songs
your feet touched the green water
your dreams strolled in the streets
your thought dictated the rhythm of the day.
The din of cars and neon signs
hid the echo in the poor quarters;
night howled in the muddy streets
two friends exchanged the sacred oath.
Who would have told you, the one in the cap
his burning eye, unkempt beard,
yellow spittle, blurry speech
that slid in the gut like burning iron?
You believed him and without another thought
entered the narrow street with no exit
who would have told you, the one in the cap?
He set you a sweet trap and now it’s too late.
Essen, 1977