Θούριον
1969
Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα
είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν
τον ύπνο του Πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης
ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.
Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας
εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα
σκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδες
τηβέννους φορούν
κρατούν σκήπτρα
αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι
“αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους
πτερά ορνίθων.
Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαρα
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.
Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδα
όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το τουφέκι.
Αρκαδία VI
Battle-hymn
Magestic mountains embrace
the rocks, ravines, people, fir trees.
They have seen hordes of Turks and others, conquerors;
they received the bodies of heroes
and the curses of the brave.
They are still here, the trees that shaded
the sleep of Perdikas
and the cuckoo that Kolokotronis never heard
has come to nest in Zatouna.
In vain the guards try to cage my song ;
the ravines carry it on their shoulders
and swiftly lead it to the olive groves.
The mountains of Arcadia are so tall
they dominate the sea
and Pan’s pipes drown out the snarls of the barracks.
Boa constrictors, orangutans, monkeys,
they wear togas, carry scepters
archbishops and commanders-in-chief shout “Forward”
and birds’ wings rise behind them.
Terrified heroes abandon the marbles
run away from the verses of poets
hide again on the banks of the Lousios, in the springs of Mainalos
sharing the shadows with the larks.
Mountain guardians of your valor, my Homeland
the battle-song is your dream and the rifle, your song.
Arcadia VI