Το τραγούδι του Νεκρού αδερφού
2001
Περιγραφή:
Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1960-61, Παρίσι.
Πρώτη θεατρική παράσταση: θέατρο ΚΑΛΟΥΤΑ, Οκτώβρης 1962,
σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, κείμενα Μίκη Θεοδωράκη,
και πρωταγωνιστές τους: Μάνο Κατράκη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μαρία Κωνσταντάρου, Νίκο Ξανθόπουλο, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μπέτυ Αρβανίτη.
Χορός: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Κώστας Πα¬παδόπουλος, Λάκης Καρνέζης.
Το τραγούδι ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ έγραψε ο Κώστας Βίρβος.
Πρώτη ηχογράφηση: Οκτώβρης 1962, Studio Columbia, ηχολήπτης ο Νίκος Κανελοπουλος.
Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη και χορωδία.
Μουσικοί: Γιάννης Διδιλης, Κώστας Παπαδόπουλος, Λάκης Καρνεζης.
Εξώφυλλο: Ν. Νικολάου.
Δεύτερη ηχογράφηση: 2001, Δημήτρης Μπάσης, Νένα Βενετσάνου, Γιάννης Μπέζος, Λαϊκή Όρχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» υπό την διεύθυνση του συνθέτη (WΕΑ).
(Διαχρονικές σημειώσεις του συνθέτη για το έργο)
Αθήνα 1960
Για τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ.
Τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ από το 1 έως το 8, έχουν όλα την ίδια γραμμή, το ίδιο στυλ, τον ίδιο χαρακτήρα. Άλλωστε γράφτηκαν μονοκοπανιάς την ίδια μέρα, στην ίδια ώρα. Όμως μια – δυο νότες εδώ, μια φράση εκεί, θυμίζουν διακριτικά πότε έναν πυρήνα από ένα μανιάτικο μοιρολόι ή ένα χαρακτήρα ριζίτικο. Το ίδιο όπως στις συνθέσεις των “κλασσικών” της λαϊκής μας μουσικής (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μητσάκη), που μέσα στο ίδιο το λαϊκό στυλ διακρίνουμε άλλοτε την εκκλησιαστική μελωδία (“Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Όταν μπαίνεις στην ταβέρνα”, και το νούμερο 8 του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ), άλλοτε νησιώτικο τραγούδι (Ζέπος και το νούμερο 6 του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ). Αυτές οι επιδράσεις, αυτά τα “δάνεια” αποδεικνύουν ίσα ίσα την ελληνικότητα της λαϊκής μελωδίας, γιατί την δένουν, την κάνουν ένα κλαδί που είναι οργανικά δεμένο με τον κορμό – τη δημοτική,την ελληνική μουσική. Αυτά για τον μελωδικό χαρακτήρα.
Απορώ όμως για την αποστροφή που δείχνουν μερικοί για το ζεϊμπέκικο, που ρυθμός του 9/8 χαρακτηρίζει τόσους και τόσους ελληνικούς χορούς. Όσον αφορά το χασάπικο, μου είπαν ότι υπήρξε παλιός βυζαντινός χορός. Δεν το ξέρω. Όμως θαυμάζω αυτήν την απέριττη αυστηρότητα του ρυθμού, όπως υπερθαυμάζω τον χασάπικο χορό που είναι ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής τέχνης. Οι ρυθμοί αυτοί, δίχως να ο έχω συνειδητοποιήσει, γεννήθηκαν μαζί με τις μελωδίες του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ. Ίσως σ' αυτό να βοήθησε ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος που ανταποκρίνεται στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Ο αληθινός ρυθμός έπρεπε να είναι 2/8 2/8 2/8 3/8, δηλαδή ζεϊμπέκικος. Η μελωδία – επηρεασμένη από την λαϊκή μας μουσική – έφερνε μέσα της οργανικά και τον λαϊκό ρυθμό.
Αυτή είναι η αλήθεια. Προσθέτω ότι τη βρήκα με τη βοήθεια του Μανώλη Χιώτη και χαίρομαι να ομολογήσω (δημόσια) ότι σ' αυτό το καινούργιο για μένα είδος υπήρξα ένας μαθητής.
Λέμε ότι δεν κάνει το ράσο τον παπά. Το ίδιο και το μπουζούκι δεν κάνει το ρεμπέτη. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης, η ποιότητα του ίδιου του έργου, το περιεχόμενο είναι το μόνο αξιόλογο κριτήριο. Μπορεί να είναι συμφωνία, κονσέρτο ή σονάτα και να μην υπάρχει ίχνος έμπνευσης και μπορεί να είναι συρτός, μπάλος ή ζεϊμπέκικος και να 'ναι γεμάτος έμπνευση...
Έχοντας συνειδητοποιήσει από που προέρχεται ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο πρόβλημα της ορχηστρικής συνοδείας, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Δηλαδή είναι ακόμα ένα πρόβλημα που νομίζω ότι α βρει την απάντησή του με τον καιρό.
Η σκέψη μου είναι η εξής : Μπορούμε να πάρουμε ό, τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς,στους μελωδικούς τρόπους, στο στυλ της λαϊκής μουσικής, και δίνοντάς τους ένα καινούργιο περιεχόμενο, να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι. Βρισκόμαστε στα πρώτα μας βήματα, με αμφιβολίες, με ελπίδες με φόβους. Τι ζητάμε; Λίγη κατανόηση και λίγη πίστωση χρόνου.
Στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ με επηρέασε η αρχαία ελληνική τραγωδία. Η αρχαία τραγωδία, εκτός που παραμένει πάντοτε ζωντανή, ταιριάζει ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου βλέπουμε το λαό να γίνεται Χορός, που βλέπουμε έθνη ολόκληρα να γίνονται Χορός. Υποψιάζομαι πως μονάχα οι εποχές ακμής έχουν αυτή την ένταση στην επικοινωνία των ανθρώπων και μπορούν να δημιουργήσουν αυτήν τη μοναδική ενότητα.
Το τραγούδι είναι το χορικό. Το μέσο που ενώνει τους ανθρώπους στο γλέντι τους ή στη λύπη τους. Ειδικά για τον Έλληνα, το τραγούδι είναι με τον αέρα, με το νερό, το ψωμί και την ελευθερία, το πιο αναγκαίο. Επιπλέον, το τραγούδι είναι στοιχείο ενότητας και ο ελληνικός λαός αισθάνεται πολλές φορές την ανάγκη να δείξει την ενότητά του με το τραγούδι.
Τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ τον είδα τελικά σαν κίνηση. Τον είδα ολόκληρο στημένο. Από τα τραγούδια έβγαινε δράση, έβγαινε σε εξέλιξη μια κίνηση, που ήταν τόσο βίαιη ώστε μετουσιωνόταν σε πρόσωπα υλοποιημένα. Τα πρόσωπα αυτά που βγήκαν από το τραγούδι έχουν μια καθορισμένη στάση. Μια μοίρα.
Η διαγραφή τους γίνεται με βάση τους νόμους της σύγχρονης μυθολογίας, που τα σύμβολά της είναι καθημερινά.
Έτσι τόλμησα να καταγράψω λόγους και πράξεις γνωστές και μέσα σε ελάχιστες μέρες τέλειωσε το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, που αργότερα δεν δέχτηκε παρά ελάχιστες μεταβολές για την ολοκλήρωσή του.
Αφού έγραψα τα 8 τραγούδια της σειράς του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ, πολύ γρήγορα αισθάνθηκα την ανάγκη να τα συνδέσω με κάτι άλλο, εκτός από μουσική. Κάθε τραγούδι είχε μια “προέκταση” που μόνο ο ΛΟΓΟΣ είτε η ΚΙΝΗΣΗ θα μπορούσε να συμπληρώσει. Έτσι διάλεξα μέσα από τον πακτωλό της ποίησης του Ρίτσου τους στίχους εκείνους, που γεφύρωσαν οργανωτικότερα τα τραγούδια αναμεταξύ τους.
Ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, στην τελευταία μορφή, με την υπέροχη συμμετοχή της ηθοποιού Αλέκας Παϊζη, σαν το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Τουλάχιστον μέσα μου είχε ήδη γεννηθεί η ανάγκη για ένα έργο, που θα στηριζότανε πάνω στα τραγούδια – όπως στηρίζουμε μια γέφυρα πάνω στα τόξα.
Τρία είναι τα βασικά στοιχεία που με ενέπνευσαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας :
- Η σύγχρονη νεοελληνική ιστορία με τους δικούς της μύθους και σύμβολα.
- Οι αρχαίοι τραγικοί.
- Και το δημοτικό και λαϊκό μας τραγούδι.
Όντας, πριν από κάθε άλλο, συνθέτης μουσικής, ξεκίνησα από τη μουσική, από τα τραγούδια. Έγραψα έτσι 7 ποιήματα και τραγούδια, που το κάθε ένα ήταν μια ολοκληρωμένη μικρή ιστορία με τα δικά της πρόσωπα, σύμβολα και δράση. Και όλες μαζί αυτές οι μικρές ιστορίες φαινόταν σαν να συγκλίνουν προς μια ενιαία κατεύθυνση – σαν να ήσαν μέρος μιας μοναδικής “μεγάλης ιστορίας”.
Προσπάθησα να βρω αυτούς τους συνδέσμους. Δεν έκανα όμως τίποτε περισσότερο από μιαν “ακτινογραφία” των προσώπων και των καταστάσεων. Προσπάθησα να βρω τη μοναδική “μεγάλη ιστορία”. Όμως δεν κατάφερα, παρά να καταγράψω τη σκιά της.
Πάντως, μ' αυτά τα στοιχεία άρχισα να κτυπώ πόρτες, γυρεύοντας τον ποιητή δημιουργό που ν' αναλάμβανε να δώσει ζωή και λόγο στις σκιές. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί τον εαυτό μου άξιο για κάτι τέτοιο.
Όμως, καθώς εξηγούσα στον ένα ή στον άλλο πως έβλεπα το άλφα πρόσωπο, με τί τρόπο έπρεπε να σκέφτεται το βήτα πρόσωπο και ούτω καθεξής, έφτιαχνα δίχως να το θέλω το ίδιο το έργο. Πέρασε ένας χρόνος. Και ξαφνικά κατάλαβα πως τα πρόσωπα αυτά ζούσαν ήδη – υπήρχαν και έξω από τα τραγούδια τους, όπου συναντιόντουσαν, κουβέντιαζαν, αγαπιόνταν και μισούνταν, ερωτεύονταν, πρόδιναν και προδίνονταν και πέθαιναν. Τόλμησα, μέσα στο χρόνο που μου χρειαζόταν για να καταγράψω λόγους και πράξεις “γνωστές”, δηλαδή σε ελάχιστες μέρες, τέλειωσα το γράψιμο, δίνοντας μια πρώτη μορφή – που σε συνέχεια δεν δέχτηκε παρά επουσιώδεις αλλαγές.
Τα τραγούδια έτσι δεν ήσαν πλέον σαν τα δέντρα που μετρούν την μοναξιά του κάμπου, αλλά άπλωναν ανάμεσά τους φύλλα και κλαδιά! Σχημάτιζαν ένα μικρό δάσος, όπου μπορούσαν να ζήσουν και να πεθάνουν πουλιά, μύθοι και άνθρωποι.
Και το δάσος αυτό το ονομάζω ΤΡΑΓΟΥΔΙ, με κεφαλαία.
Αθήνα Νοέμβριος 1962
Αγαπητέ θεατή!
Τώρα που ανέβηκε πια το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, μπορώ, νομίζω, να πω ότι ο στόχος μου ήταν κατ' αρχήν πολιτικός.
Σε στιγμές τόσο κρίσιμες για το έθνος και το λαό, πιστεύω πως ο ζωντανός καλλιτέχνης πρέπει να καταπιάνεται με έργα και με ενέργειες που θα βοηθήσουν άμεσα να λυθεί η κρίση, να βρεθεί διέξοδος.
Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε την μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό είναι, αυτή τη στιγμή, η αληθινή ενότητα.
Όχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, ενότητα τακτική – αλλά ενότητα ουσιαστική όλων των Ελλήνων.
Βραχάτι, Δεκέμβριος 1991
Για να πω την αλήθεια, πιστεύω πως ο πάγος που σκέπασε τη μουσική μου την Ελλάδα θα λιώσει κάποτε. Κάποτε θα ξανάρθει και για μένα η Άνοιξη... Οι λόγοι του γενικευμένου μποϋκοτάζ δεν είναι αισθητικοί αλλά πολιτικοί – κομματικοί. Κι αυτό είναι το μυστικό για την ανάμιξή μου στην πολιτική. Θα μου πείτε : φαύλος κύκλος. Αν δεν έκανες πολιτική, δεν θα υπήρχαν πογκρόμ στο έργο σου. Σωστά. Αφού όμως υπάρχουν και μάλιστα γενικευμένα πογκρόμ, δεν μου μένει παρά η πολιτική για να τα πολεμήσω. Πάντως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κλωνάρι του έργου μου που να μην είναι σκεπασμένο με παγετό. Στην Ελλάδα φυσικά. Γιατί “έξω πάμε καλά”...
Τα γράφω αυτά γιατί καθώς γύρω μου (Δεκέμβριος του 1991 στο Βραχάτι), στην ίδια μου τη χώρα, υπάρχει αυτή η περιφρονητική αδιαφορία για το έργο μου, προκειμένου να γράψω για το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, θυμήθηκα πόσα όνειρα έκανα την εποχή εκείνη και πόσες προσπάθειες και ελπίδες με εμπνευστή και αποδέκτη τον ελληνικό λαό.
Ήθελα λ.χ. να διανύσω σε διάλογο με το λαό τη διαδρομή από το τραγούδι στο συμφωνικό έργο. Όπως έγινε στη Δύση. Μόνο που εκεί η διάρκειά της ήταν μεγάλη. Εμείς, φιλοδοξούσα, θα μπορέσουμε να την ολοκληρώσουμε μέσα σε μερικές δεκαετίες.
Από το τραγούδι λοιπόν πήγα στον ΚΥΚΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ και μάλιστα τους Κύκλους τους υποδιαίρεσα ανάλογα με την πυκνότητά τους και την ενότητά τους, ποιητική και μουσική.
Από κει πήδηξα στο ΛΑΪΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ με το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Κι αυτό θα το ονομάσω Μετασυμφωνική Μουσική.
Να που τώρα με το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ονειρεύομαι ένα είδος σύγχρονης Λαϊκής Τραγωδίας. Μήπως το τραγούδι δεν έδωσε τη ρίζα στο όνομα Τραγωδία; Ποιό άλλο στοιχείο προστέθηκε; Ο Μύθος, η Ποίηση, οι Τραγικοί Ήρωες και ο Χορός.
Στο Παρίσι μέναμε στη Rue de la Fontaine au Roi. Κάτω στην Ελλάδα ο λαός είχε αρχίσει να τραγουδά τα τραγούδια μου. Πράγμα που μου έδινε μια απίστευτη ψυχικέ ευφορία που με οδηγούσε σε συνεχή γονιμότητα. Το 1960 γράφω το πρώτο τραγούδι , το ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ... Η ψυχή μου κάτω απ' το ασήκωτο βάρος του Εμφυλίου, γεμάτη μορφές που ζητούσαν ν' αναστηθούν. Φίλοι χαμένοι στους τόπους του θανάτου γύρευαν να μιλήσουν... Έτσι γλιστρούσα προς το Μύθο της νεότερης Ελλάδας, έως ότου σμίξω και γίνω ένα μ' αυτόν... Ο εκτελεσμένος στο ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ, ο Παύλος (πρόκειται για τον Παύλο Παπαμερκουρίου – βλ. Δρόμοι του Αρχάγγελου, τόμος 2ος), με τον οποίο είχαμε ζήσει μαζί στην παρανομία του 1948, βρήκε στην φαντασία μου έναν αδελφό, τον Ανδρέα, που ήταν δεξιός. Ανάμεσά τους στέκει η Μάνα τους, όπως συνέβη σε πολλές οικογένειες και όπως ουσιαστικά έγινε με όλους τους εχθρούς – αδελφούς, όπως ήσαν όλοι οι Έλληνες στον Εμφύλιο.
Από τότε φάρδυνε η ψυχή μου για ν' αγκαλιάσει όλα τ' αδέλφια, δεξιούς και αριστερούς. Τους γνώριζα και τους μεν και τους δε. Για μένα η μορφή τους μου ήταν οικεία. Παίζαμε κάποτε στις ίδιες γειτονιές. Μετά μπήκαμε στις ίδιες παρέες. Ερωτευτήκαμε τα ίδια κορίτσια. Στο Γυμνάσιο καθόμασταν στα ίδια θρανία κι αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, ανταλλάσσαμε τα βιβλία και τις σημειώσεις μας. Όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι, πολεμήσαμε ο ένας τον άλλον με λύσσα. Τι όμορφο που είναι το μίσος! Ένα κτήνος έχεις μέσα σου που ηδονίζεται με το αίμα και το θάνατο. Νικάς. Γελιέσαι. Το μίσος σε κρατά γερά.
Έτσι κρατήθηκα και εγώ δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το Μακρονήσι. Απομονώθηκα στην Αθήνα πρώτα, στο Παρίσι μετά. Έμενα σε σπηλιά. Στο δωμάτιό μου, με τροφή τη μουσική. Η αλλαγή ήρθε μόνη της. Δεν τη σκέφτηκα. Δεν την επεδίωξα. Το μίσος γινότανε αγάπη χωρίς να το καταλάβω. Όταν ήρθε ο Ανδρέας μέσα στο ποίημα και στάθηκε δίπλα στον αδελφό του τον Παύλο, ήταν σαν να ήρθαν όλοι οι παλιοί μου φίλοι στη γειτονιά και στο σχολείο... Πολλοί απ' αυτούς σκοτώθηκαν στα βουνά. Ακόμα και ο τελευταίος νεκρός του Εθνικού Στρατού έτυχε να είναι συμμαθητής μου. Ο καλύτερός μου φίλος, ο Μάκης Καρλής, κι αυτός ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού, έγινε κόκκινη βροχή όταν το τζιπ έπεσε πάνω σε νάρκη των ανταρτών. Πως να με νιώσουν οι άλλοι, όσοι δε ζήσανε αυτές τις καταστάσεις; Για όσους Αριστερά – Δεξιά είναι άδειες, κούφιες ιδέες χωρίς πρόσωπα, χωρίς σάρκες και πόνο;
Περνούσα απ' το μίσος στην αγάπη με τη γονιμότητα. Οι νέοι ήρωές μου χτυπούσαν με τα μαχαίρια τους τη γη ν' ανοίξει τις φλέβες της να ξεπηδήσει νερό “να πιεις να ξεδιψάσεις”.
Μετά το ΟΝΕΙΡΟ “είδα” τον Παύλο καθώς τον πηγαίνουν στο θάνατο με συντροφιά τον Νικολιό. “Τους πάνε για ταξίδι με βάρκα δίχως άρμενα”. Όμως πριν, ο Εμφύλιος θα περάσει πάνω κι απ' την Αγάπη. Η Ισμήνη η αγαπημένη του Παύλου, θα τον προδώσει για να εκδικηθεί την απαγωγή του πατέρα της απ' τους αντάρτες.
Πριν απ' το τέλος ο νεκρός Ανδρέας θα χορέψει με το Χάρο μπροστά στη Μάνα του “στα ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ στους ανθισμένους κήπους”. Κι όταν όλα θα τελειώσουν, όταν όλοι θα 'ναι νεκροί, θ' αναστηθούν πιασμένοι χέρι χέρι και θα βαδίσουν πίσω από τον χάρτινο Ήλιο που θα τον κρατά ένα μικρό παιδί. Δεξιοί – Αριστεροί, εχθροί – αδελφοί, όλοι τώρα αδέλφια, όλοι “ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση”, πιασμένοι χέρι χέρι πίσω απ' την Πασχαλιά, την Ελλάδα.
Πού να 'ξερα τότε πως με το έργο αυτό, δηλαδή μ' αυτές τις ιδέες που γκρεμίζανε τα φράγματα “δεξιά – αριστερά”, και προφητεύοντας την ενότητα του λαού σαν τη μόνη πραγματικότητα και τη μοναδική εθνική ελπίδα, θα υπέγραφα την οριστική μου καταδίκη από όλα τα κατεστημένα που ζουν, υπάρχουν και ευδοκιμούν στη μεταχουντική Ελλάδα, τρώγοντας τις σάρκες της εμφύλιας διαίρεσης...
Τελικά αποδείχθηκε πως ο δρόμος της Τέχνης, ο δρόμος της Μουσικής γονιμότητας που ταυτίζεται με το δρόμο της Αγάπης, είναι ο σωστότερος. Όχι μόνο για την Τέχνη. Αλλά και για τη Ζωή. Αποδεικνύεται πως η ενόραση και η διαίσθηση του δημιουργού μας πάει σε ορθότερους δρόμους από την κρίση του πολιτικού. Γιατί η πρώτη ακολουθεί την ανάγκη της φυσικής εξέλιξης, ενώ η δεύτερη επηρεάζεται απ' τις σκοπιμότητες, τα εφήμερα πάθη και τα στενά αντικρουόμενα συμφέροντα των ολοένα μεταλασσόμενων κοινωνικών ομάδων. Η πρώτη υπηρετεί το “γενικό”. Η δεύτερη το “μερικό”. Η πρώτη το “απέραντο”. Η δεύτερη το “πεπερασμένο”. Γι' αυτό η δεύτερη μισεί την πρώτη, όταν πιστεύει πως χαλά τα σχέδιά της, ότι θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά της, την ίδια της την υπόσταση που στηρίζεται πάνω στη φτιαχτή διαίρεση του λαού.
Μέσα στο 1961 είχα συνθέσει όλα τα τραγούδια. Πώς θα τα παρουσίαζα; Σε κύκλο τραγουδιών; Είτε με κάποια θεατρική μορφή; Την εποχή εκείνη θυμάμαι πως συνάντησα τυχαία τον Ιάκωβο Καμπανέλλη σε κάποιο φιλικό σπίτι στο Λονδίνο. Μαζί του είχα δουλέψει σε ραδιοφωνικά σκετς στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Θυμάμαι κάποια διασκευή του στην ΚΑΡΜΕΝ όπου είχα γράψει τη μουσική στα 1952 ή 1953... Του μίλησα για τα τραγούδια που μόλις συνέθεσα και που ζητούσαν συγγραφέα...
Για να πούμε την αλήθεια, ο Καμπανέλλης δεν είχε το πάθος αυτών που έζησαν στο πετσί τους τον Εμφύλιο. Ήταν προοδευτικός χωρίς να έχει περάσει από το “λούκι” των δικών μας παθών... Δεν ξέρω... Ίσως να έφταιξε και η έλλειψη επαφής. Εγώ τότε ζούσα ανάμεσα στο Παρίσι και στο Λονδίνο, χωρίς να έχω εκείνη την εποχή ούτε καν τηλέφωνο στο σπίτι μου! Αναγκάστηκα λοιπόν να προχωρήσω ο ίδιος στη συγγραφή του έργου...
Στα 1961, όταν στην Επίδαυρο ανεβάζαμε τον ΑΙΑΝΤΑ του Σοφοκλή, θυμάμαι ότι μείναμε με τον ανδρικό χορό στο άδειο θέατρο. Ήταν μεσημέρι, όμως ο καυτός ήλιος του Ιουλίου δεν μας εμπόδισε να τραγουδάμε έως ότου τελειοποιήσουμε σε τριφωνία το ΟΝΕΙΡΟ. Είναι λοιπόν συμβολικό το ότι τα κυριότερα τραγούδια από το ΝΕΚΡΟ ΑΔΕΛΦΟ πρωτακούστηκαν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και μάλιστα απ' τον ανδρικό χορό του Εθνικού (Βασιλικού τότε) Θεάτρου. Απ' το Θέατρο έως τις ταβέρνες στο Λυγουριό, οι νέοι ηθοποιοί τραγουδούσαν σε παρέες αγκαλιασμένοι το ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ, τον ΠΑΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΙΚΟΛΙΟ ή ΣΤΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ με κορυφαίο το ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΒΡΑΧΙΑ ΒΡΑΧΙΑ. Ήταν τότε που μέσα σε γενικό ενθουσιασμό τους υποσχέθηκα πως αν κέρδιζα το πρώτο βραβείο αξίας 70.000 δραχμών στο Β' Φεστιβάλ Τραγουδιού που οργάνωνε το ΕΙΡ εκείνες τις μέρες στον Ιππόδρομο, θα διέθετα όλο το ποσόν στις ταβέρνες του Λυγουριού που, μετά τη δεύτερη παράσταση του ΑΙΑΝΤΑ, θα ήταν ανοιχτές σε όλους... Ώστε να γίνει η Γιορτή απ' τη μια ως την άλλη άκρη του χωριού. Με κεντρικό πυρήνα φυσικά τον Χορό που θα παρουσίαζε σε πρώτη εκτέλεση τα τραγούδια του ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Έτσι κι έγινε!
Stavanger 3.4. 96
Τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1961 έγινε η πρώτη μεγάλη περιοδεία στην ελληνική επαρχία. Από την Καβάλα έως την Νάουσα. Με ενδιάμεσους σταθμούς τις Σέρρες, Δράμα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Τρίκαλα και Βέροια. Θυμάμαι καλά ότι οδηγώντας το Μπόργκουαρντ δίδασκα στον Λάκη Καρνέζη και στον Κώστα Παπαδόπουλο, που ήταν καθισμένοι στο πίσω κάθισμα, το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Κάναμε και μια πρόβα με πιάνο σ' ένα κέντρο στη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου στην ταράτσα του υπαίθριου σινεμά στη Νάουσα, και όταν οι μουσικοί είχαν φύγει μετά τις απειλές του Αρχηγού της ΚΥΠ, που ήρθε ειδικά απ' την Αθήνα για να σταματήσει τις συναυλίες μου, εγώ κάθισα στο αρμόνιο και άρχισα να παίζω και να τραγουδώ το “Ενωθείτε βράχια βράχια”. Ευθύς μετά ακολούθησε ο λιθοβολισμός.
Επομένως θα πρέπει να είχα γράψει τα τραγούδια του κύκλου αυτού μέσα στο 1961. Ίσως και λίγο πιο πριν. Θυμάμαι πάντως καλά ότι η σύνθεσή τους – λόγια και μουσική – είχε γίνει στη Fontaine au Roi απ' την οποία μετακομίσαμε τα Χριστούγεννα του '61 για να πάμε στο καινούργιο ιδιόκτητο πια διαμέρισμα στο 111 Notre Dame des Champs, απ' την άλλη πλευρά του Σηκουάνα.
Γυρίζοντας απ' την Αθήνα το φθινόπωρο του 1960, πρώτ' απ' όλα σχεδίασα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που μου έστειλε ο Ελύτης εκείνη την εποχή. Συγχρόνως συνέθεσα τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ έπειτα από τις συναντήσεις μου με τον Γιώργο Σεφέρη στο Λονδίνο. Έχοντας μαζί μου τους στίχους που μου είχε δώσει ο Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Τάσος Λειβαδίτης, έγραψα τα περισσότερα από τα τραγούδια της ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ και του ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ, που τα ηχογράφησα στις αρχές του '61 με τους Μπιθικώτση, Καζαντζίδη – Μαρινέλλα και Μαίρη Λίντα – Μανώλη Χιώτη.
Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφτούν τα “μεγάλα ζεϊμπέκικα” όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το “Ένα δειλινό”, “Τον Παύλο και τον Νικολιό”, “Το όνειρο”, “Τα περβόλια” και το “Ενωθείτε”. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια από τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξάλλου οι δεκαετία του '60 ήταν για πολύ κόσμο και προπαντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τί καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε – και πάντα – να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η “μνήμη του λαού”, που λέει και ο ποιητής.
Να μην ξεχάσω να μνημονεύσω εδώ και δύο άλλα τραγούδια μου που συνέθεσα την ίδια εποχή, Φεβρουάριο του '61. Το “Αυτούς που βλέπεις” και τον “Μίμη τον τσιγγάνο”, σε στίχους Μιχάλη Κατσαρού, που τα έλεγε ο Κώστας Χατζής μαζί με τους ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ στις συναυλίες που δίναμε την εποχή εκείνη σε συνοικιακούς κινηματογράφους κάθε Κυριακή πρωί...
Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφυλίου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιός ήταν ο Παύλος και ο Νικολιός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το κακό της εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα πέτρα το δράμα και ν' αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια : την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει άλλη λύση εξόν από την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική ενότητα;
Όσο πιο πολύ βυθιζόμουν στον κόσμο, στις μορφές και τα τραγούδια της εμφύλιας σύρραξης, τόσο περισσότερο λέξεις και έννοιες, όπως “λαϊκή τραγωδία” και “λαϊκή όπερα”, άρχισαν να κυριαρχούν μέσα στη σκέψη μου. Έτσι άρχισα να γράφω το κείμενο του έργου, χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει καλά καλά τους στόχους μου. Οι ιδέες ξεπηδούσαν αυθόρμητα είτε μέσα από ένα τραγούδι είτε μέσα από ένα πρόσωπο. Λόγου χάρη, η ιστορία με τα δύο αδέλφια που οι κατακτητές τα κρέμασαν τον έναν απέναντι στον άλλον, ήταν αληθινή. Από κει και πέρα ο τυφλός πατέρας που δεν γνωρίζει την αλήθεια και που, όταν την υποψιάζεται, δεν θα θελήσει να την μάθει, που τριγυρίζει την Ελλάδα ακουμπώντας στον ώμο της κόρης του Ισμήνης ψάχνοντας να βρει τους γιους του κι έτσι φτάνει στην Αθήνα – όλες αυτές οι εικόνες και καταστάσεις οδηγούν συνειρμικά στον Οιδίποδα που κι αυτός δεν ξέρει και τρέμει την αλήθεια. Η είσοδος και των δύο στην Αθήνα μου δίνει την ευκαιρία να αποδείξω ότι η ενότητα του τραγικού στοιχείου από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας κάνει δυνατή την παρουσία ενός σύγχρονου Οιδίποδα που δεν έχει παρά να επαναλάβει τα λόγια του Σοφοκλή για να επιβεβαιώσει τη διαχρονικότητά του. Είναι σα να σταμάτησε ο χρόνος... Κι αλήθεια, με πόσο ανεκτίμητο προνόμιο επιχειρώ να ντύσω τους σύγχρονους Αθηναίους συνομιλητές μου, όταν τους ανυψώνω στα τραγικά ύψη της σοφόκλειας εποχής.
Όμως άραγες θα καταλάβουν; Στην αρχή δεν είχα καμιά αμφιβολία, μιας και η δύναμη της πειθούς που διέθετα εκείνη τη στιγμή πάνω στον ελληνικό λαό ήταν πολύ μεγάλη. Η συναρπαστική επίδραση των τραγουδιών μεταβάλλει του άξιους λειτουργούς του σε ένα είδος σύγχρονων ημίθεων. Όσο μένεις εκεί ψηλά, στο απυρόβλητο, είσαι άτρωτος. Όμως εγώ δεν γνώριζα τότε αυτή την απλή αλήθεια είτε – το πιο πιθανό – δεν με ενδιέφερε να παριστάνω έναν σύγχρονο “άγιο” που λάτρευαν τα πλήθη. Έτσι, η διεκδίκηση του τίτλου και του ρόλου του θεατρικού συγγραφέα, κι ακόμα βαρύτερο, η προβολή πολιτικών απόψεων, όπως λ.χ. το σύνθημα της ενότητας του λαού, έκαναν ώστε να βγω από το απυρόβλητο και να εκτεθώ στα διασταυρούμενα πυρά όλων των πολιτικών κύκλων, εχθρικών και φιλικών, δεξιά – αριστερά – κέντρο, και φυσικά των αιώνιων άσπονδων συναδέλφων μου διανοούμενων καλλιτεχνών, με προεξάρχοντες σε πάθος και χολή τους αριστερούς, όπως πάντα... Έτσι, δεν είμαι βέβαιος αν η καταλυτική κριτική ή μάλλον η ολική απόρριψη του θεατρικού έργου αφορούσε το ίδιο το έργο ή αν το έργο υπήρξε το πρόσχημα για να χτυπηθεί ο συγγραφέας που προέβη στην απερίσκεπτη ενέργεια να εκτεθεί σε χώρους (πολιτική, θέατρο, διανόηση) που οι αυτόκλητοι “ιδιοκτήτες” δεν ήσαν διατεθειμένοι να μοιραστούν με ξένους όπως ο υποφαινόμενος.
Ήταν γι' αυτούς μια θαυμάσια ευκαιρία να εκδηλώσουν όλο το πάθος με το οποίο τους είχε πλημμυρίσει ο φθόνος που γεννούσε μέσα τους η αγάπη, ο ενθουσιασμός και το βαθύ δέσιμο του μεγάλου ελληνικού κοινού με το έργο μου και το πρόσωπό μου.
Έτσι αμφιβάλλω αν πρόσεξαν, αν άκουσαν καν το κείμενο. Αν είδαν, όπως βλέπουν συνήθως, ένα οποιοδήποτε θεατρικό έργο. Αν αντιλήφθηκαν ότι υπήρξαν θεατρικοί χαρακτήρες που κουβέντιαζαν, που κινούνταν πάνω στη σκηνή εκφράζοντας σκέψεις, πάθη και συναισθήματα.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ' την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ' ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς, σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου που, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν : το είχαν και αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.
Ήταν τόση και τέτοια η ιδεολογική – και όχι μόνο – τρομοκρατία που συνόδεψε το έργο απ' την πρώτη του κιόλας παράσταση, που κι αυτοί ακόμα που ενθουσιάστηκαν είτε μίλησαν δημόσια θετικά (Αλέξης Σολωμός : “Είναι το πρώτο έργο ελληνικού επικού θεάτρου”), στη συνέχεια σιώπησαν συνετά φοβούμενοι προφανώς την κατακραυγή των κορυβαντιώντων αντιπάλων μου. Όμως, όπως ήταν φυσικό, η λυσσαλέα αντίδρασή τους δεν μπορούσε να φτάσει τη μουσική του έργου. Έτσι, ευθύς μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος – αφού ταλαιπωρήθηκε στις συμπληγάδες της λογοκρισίας που αφαίρεσε τελικά την “Αλυσίδα” - η απήχησή του στο πλατύ κοινό υπήρξε εκτεταμένη και συνεχής. Μια καινούργια πλευρά της λαϊκότροπης μουσικής μου ήρθε έτσι να καλυφθεί : το τραγικό στοιχείο. Και μάλιστα ντυμένο με τους ρυθμούς του πιο αυθεντικού νεοελληνικού χορού, του ζεϊμπέκικου. Η αποτυχία της προσπάθειάς μου να δέσω οργανικά τη μουσική και κυρίως το τραγούδι με το θέατρο και το χορό ( το καλοκαίρι του 1962 είχα κάνει την ίδια προσπάθεια στον τομέα της επιθεώρησης με την ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ), με υποχρέωσε να αναζητήσω άλλες μορφές, όπως λ.χ. το λαϊκό ορατόριο. Προσωπικά δεν ζημιώθηκα γιατί πάντοτε έβρισκα και βρίσκω διεξόδους για να εκφράσω αυτό που θέλω. Όμως είμαι βέβαιος ότι το τυφλό μίσος με το οποίο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια απέρριψε το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, έκλεισε για πάντα ένα δρόμο που αν τον είχαμε ακολουθήσει – έστω και με ατέλειες στην αρχή – θα έδινε διέξοδο σε στοιχεία και δημιουργούς, ποιητές, συνθέτες, συγγραφείς, χορογράφους, χορευτές, ζωγράφους, ενδυματολόγους, σκηνοθέτες, να βρουν ένα γόνιμο έδαφος, περνώντας απ' το ΑΠΛΟ στο ΣΥΝΘΕΤΟ, προς ΜΟΡΦΕΣ δραματικής σύνθεσης με τη σφραγίδα της νεοελληνικής πρωτοτυπίας.
Το μουσικό θέατρο άνθισε κάποτε στην Αθήνα στον τομέα της σάτιρας – ιδιαίτερα της πολιτικής – και του ελαφρού τραγουδιού. Δεν θα μπορούσαν να ενωθούν όλα αυτά τα στοιχεία μέσα σε έργα με τη μορφή της λαϊκής όπερας; Όπου να υπάρχει ένας κεντρικός μύθος, μια ιστορία που να δημιουργεί χαρακτήρες που να τους ερμηνεύουν τραγουδιστές, ηθοποιοί, χορευτές; Πώς άραγες να ξεκίνησε αυτό που την εποχή των Ροσσίνι και Βέρντι θα γινόταν γνωστό ως όπερα; Ποιά ήταν η αρχή αυτού που θα παρέμενε στην ιστορία ως “αθηναϊκή τραγωδία”; Οι ιστορικές πηγές μας λένε πως στην αρχή υπήρχαν οι ύμνοι στον Τράγο – Διόνυσο, εξ ου και το όνομα Τραγωδία, δηλαδή Ωδή στον Τράγο. Αργότερα ο Θέσπις προσέθεσε τα πρόσωπα και τον διάλογο, ώσπου κάποτε οι Ύμνοι συνάντησαν τους μύθους των Λαβδακιδών, των Ατρειδών, απ' όπου γεννήθηκαν τα αθάνατα έργα των κορυφαίων δραματουργών. Αλλά και στην όπερα, υποθέτω ότι το ξεκίνημα θα πρέπει να έγινε με τη συρραφή τραγουδιών – μελωδιών και ρετσιτατίβων. Άλλωστε πρώτη όπερα θεωρείται ο Ορφέας του Μοντεβέρντι που, όπως δείχνει και ο τίτλος, στηριζόταν στην ελληνική μυθολογία.
Εμείς οι Έλληνες, εκτός απ' την αρχαία ελληνική μυθολογία και τα έργα των κλασσικών που τα νιώθουμε πολύ κοντά μας, έχουμε επίσης πολλούς πρόσφατους “μύθους”... Στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ αποκαλύφθηκε αιφνίδια μπροστά στη σκέψη μου η απλή αλήθεια ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν για μας μια βιωμένη μυθολογία – μια σύγχρονη μυθολογία – μέσα στην οποία εμείς οι ίδιοι είμαστε οι πρωταγωνιστές.
Το καλοκαίρι του '62, την εποχή που οι πρόβες της ΟΜΟΡΦΗΣ ΠΟΛΗΣ ήσαν εντατικές, ενώ επιπλέον ηχογραφούσα τη μουσική του έργου στα στούντια της Κολούμπια, αρρώστησα βαριά.
Αφού παρακολούθησα ημιπαράλυτος απ' τον πυρετό και τους πόνους τη γενική δοκιμή της ΟΜΟΡΦΗΣ ΠΟΛΗΣ, την επόμενη έφυγα για το Παρίσι, όπου με περίμενε μια άλλη υποχρέωση : Έπρεπε να δω το φιλμ του Litvak ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, με τη Σοφία Λόρεν και τον Άντονι Πέρκινς, προκειμένου να γράψω τη μουσική. Δούλευα μέσα σε απερίγραπτες συνθήκες. Οι αιμοπτύσεις είχαν πολλαπλασιαστεί ενώ η γενική παράλυση έκανε δύσκολη και οδυνηρή ακόμα και την παραμικρή κίνηση. Όμως τα οικονομικά μας βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση και δεν είναι υπερβολή να πω ότι, χωρίς τα χρήματα της ταινίας, υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης. Έσφιξα λοιπόν τα δόντια έως την ημέρα που τελείωσε η ηχοληψία. Την επομένη φύγαμε για το Λονδίνο, όπου η Αμαλία Φλέμινγκ με πήγε σ' ένα διάσημο πνευμονολόγο, φίλο του συζύγου της. Χωρίς να μας αποκαλύψουν το μυστικό, ο καθηγητής και η Φλέμινγκ με οδήγησαν άρον άρον στο Sanatorium King Edward the Seventh, στο Midlessex. Εκεί, αφού μετά μια βδομάδα μου έκανα βιοψία, οπότε αποκλείστηκε ο καρκίνος και παρέμεινε η φυματίωση, άρχισα τη θεραπεία.
Ευτυχώς για μένα, κάποιος άλλος πράγματι θαυματουργός φυματιολόγος, ο Αντώνης Ποντικάκης, που πληροφορήθηκε την περίπτωσή μου, αποφάσισε να έρθει μόνος του να με... απαγάγει. Πίστευε, και πολύ σωστά, πως αν έμενα σε κείνο το υγρό μέρος, σίγουρα θα πέθαινα. Φύγαμε λοιπόν κρυφά απ' το αγγλικό νοσοκομείο και την ίδια μέρα το βράδυ βρισκόμουν ξαπλωμένος στο Σανατόριο Τσαγκάρη στην Πεντέλη, ανάμεσα στα πεύκα. Αμέσως αισθάνθηκα την θαλπωρή του ωραιότερου, όπως λέγεται, κλίματος στον κόσμο και σε μια εβδομάδα μπόρεσα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, στο οποίο έως τότε βρισκόμουν εντελώς παράλυτος, χωρίς να μπορώ να κουνήσω ούτε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού μου.
Την εποχή εκείνη η ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ θριάμβευε. Οι εφημερίδες είχαν γράψει πως βρισκόμουν βαριά άρρωστος κάπου στην Αγγλία χωρίς να κατορθώσουν να μάθουν για τη μετακίνησή μου στην Αθήνα. Είχα χρησιμοποιήσει το όνομα “Αναστασιάδης” και όταν με περνούσαν από δημόσιους χώρους, φρόντιζαν να μου σκεπάζουν το πρόσωπο. Έζησα έτσι ιγκόγνιτο περίπου 20 μέρες, έως ότου από κάπου μαθεύτηκε πως βρίσκομαι στην Πεντέλη και, όπως ήταν φυσικό, το νοσοκομείο γέμισε με δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερς.
Ίσως οι ανάγκες αυτής της περιήγησης στον κόσμο της μουσικής και των τραγουδιών μου να με αναγκάσουν να ξαναμιλήσω για τη ζωή μου στο Σανατόριο της Πεντέλης. Αν αναφέρθηκα τώρα σ' αυτό μαζί με την υποχρεωτική εισαγωγή με τα της αρρώστιας μου, το έκανα για ένα συγκεκριμένο λόγο, που έχει σχέση με το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Πράγματι, περί το τέλος του καλοκαιριού με επισκέφθηκε στο νοσοκομείο ο Μάνος Κατράκης. Θα ήταν οκτώ το πρωί όταν χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου. Καθήσαμε στη μικρή βεράντα που έβλεπε προς την πλαγιά με τα πεύκα. Μου είπε ότι είχε περάσει μια θαυμάσια νύχτα στο Μαραθώνα με συντροφιά... Δε χρειάστηκε να πει περισσότερα... Για όσους γνωρίζουν τον Μάνο, πως αυτή η ανθρώπινη δίψα του για ζωή (που σ' αυτόν είχε ένα όνομα : γυναίκα) αποτελούσε την κινητήρια δύναμη για κάθε άλλη του ενέργεια, κυρίως την καλλιτεχνική. Μου ζήτησε να γράψω γι' αυτόν ένα μουσικό έργο. Όπως ήταν φυσικό, του μίλησα για το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ που το είχα στα σκαριά. Ενθουσιάστηκε. Ζήτησα από τη Μυρτώ να μου φέρει τις νότες και τις σημειώσεις μου. Έτσι καθημερινά, διαβάζοντας, τραγουδώντας και συζητώντας, μπήκαν τα θεμέλια για το ανέβασμα του έργου στην προσεχή χειμωνιάτικη σεζόν.
Αργότερα στη συντροφιά μας στη μικρή βεράντα προστέθηκε και ο Πέλος Κατσέλης, που, όπως ήταν φυσικό, ζήτησε να ανεβάσει το έργο όπως εκείνος το είχε αντιληφθεί. Στο μεταξύ εγώ είχα προχωρήσει σε μια λεπτομερή, σχεδόν χορογραφική ανάλυση της κίνησης του κάθε προσώπου, μιας και επιθυμούσα να οδηγήσω την παράσταση σε όσο γινόταν περισσότερο μουσικό – χορευτικό σημείο. Αντίθετα ο Πέλος Κατσέλης το είδε μεν σαν μια σύγχρονη τραγωδία, όπου όμως τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είχαν εντελώς ρεαλιστική διάσταση. Υπήρχε οπωσδήποτε μια αντίθεση ανάμεσα στο κείμενο και την πρόθεση του συγγραφέα απ' τη μια πλευρά και τη σκηνοθετική γραμμή του σκηνοθέτη απ' την άλλη.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Κατράκης άρχισε να ξανοίγεται : Νοίκιασε το προβληματικό θέατρο Καλουτά στην άκρη της οδού Πατησίων και συγχρόνως άρχισε να υπογράφει συμβόλαια με τους συντελεστές του έργου. Κάποτε προχώρησε τόσο πολύ που φυσικά δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Οι πρόβες αρχίζουν. Εγώ βρίσκομαι κλεισμένος στο Σανατόριο και όλα γίνονται εν αγνοία μου. Τέλος κατάφερα να φύγω κρυφά για λίγες ώρες για να δω τι συμβαίνει. Όπως το φοβόμουν, ο Πέλος Κατσέλης τραβούσε το δρόμο του χωρίς να έχει λάβει υπόψη του τις υποδείξεις μου. Όταν σηκώθηκα στη σάλα να πω κάτι, όρμησε ο Κατράκης άγριος στο μέσον της σκηνής για να με διατάξει με κρητική αβροφροσύνη να πάω στο κρεβάτι μου. Τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους και κάθε αλλαγή θα ήταν γι' αυτόν καταστροφική. Τί ήθελα λοιπόν, ν' αφήσω τόσο κόσμο χωρίς δουλειά, κι αυτόν να τον οδηγήσω στη φυλακή; Τί φίλος είμαι;
Αυτό ήταν το πρώτο πλήγμα. Όχι πως ο Κατσέλης δεν έκανε καλή δουλειά. Το δράμα είναι ότι αυτές οι 3-4 συναντήσεις μας στο Σανατόριο δεν μου επέτρεψαν να τον μυήσω στο βαθμού που θα ήθελα στο νέο χαρακτήρα του έργου που το κάνει να αιωρείται μεταξύ του φανταστικού και του ρεαλιστικού. Δεν μπορεί λ.χ. να προσφωνείς τον τραγουδιστή με τη φράση “Χαίρε Μπιθικώτση με την ξυλένια φωνή” και να παίζεις ρεαλιστικά. Όπως είπα, είχα σχεδιάσει ακόμα και τις κινήσεις των ηθοποιών, έτσι ώστε να φαίνεται ότι βρίσκονται κάθε στιγμή ένα βήμα πριν από το όνειρο, ένα βήμα μετά τη ζωή.
Η είσοδος των μουσικών και του τραγουδιστή, για να πάρει τη μορφή μιας ιεροτελεστίας – όπως η είσοδος του αρχαίου χορού – έπρεπε να τονιστεί με το μακιγιάζ, τον φωτισμό, τον τρόπο που βαδίζουν και στήνονται στο πάλκο με μέτωπο προς το κοινό, τον τρόπο που κρατούν σαν ιερά άμφια τα λαϊκά όργανά τους... Χωρίς αυτή την υποβολή η παρουσία επί σκηνής του τραγουδιστή και των λαϊκών οργάνων έχανε το συμβολισμό της και μαζί του το βάρος και τη σημασία της σε όλη τη δομή του έργου.
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πλήθος λεπτομέρειες. Αφήνω κατά μέρους ότι περίμενα να μπούμε στην περίοδο της υλοποίησης του κειμένου, της μουσικής και γενικά των ιδεών, για να επιχειρήσω επί τόπου – σχεδόν αυτοσχεδιάζοντας – να προσθέσω κυρίως νέα μουσική, πιθανώς και νέα τραγούδια είτε μέρη χορευτικά. Όμως η βασική μου διαφορά – και λύπη γιατί δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ- είναι το ότι έβλεπα το έργο αυτό σαν μια συνεχή και συμπαγή μουσικοχορευτική κίνηση.
Αργότερα, όταν ανεβάστηκε ξανά στα τέλη της δεκαετίας του '70 από τον Αλέξη Σολωμό, πρόσθεσα πολλά καινούργια μουσικά μέρη, όπως – ανάμεσα σε άλλα- το μέρος του μονόλογου του Χάρου, που το έκανα πιο πολύ μουσικό από θεατρικό, και τον ρόλο της Μάνας, όπου προχώρησα σε παρόμοιες αλλαγές. Όμως κι αυτή τη φορά μας κυνηγούσε ο χρόνος, που ως γνωστόν, είναι χρήμα. Ο χρηματοδότης ήταν φανερό πως υπολόγιζε στην παρουσία γνωστών δημοφιλών καλλιτεχνών για να παρουσιάσει ένα ακόμα λαϊκό μουσικό θέαμα πλάι στις επιθεωρήσεις και τα μουσικά θέατρα της σαιζόν...
Έτσι για μια ακόμη φορά προβλήθηκαν τα δημοφιλή τραγούδια και το δραματικό, για να μην πω το τραγικό στοιχείο, το πολύ πολύ θεωρήθηκε σαν ένα πρόσχημα, ένα αναγκαίο κακό που έπρεπε βα περάσει γρήγορα και ανώδυνα.
Δεν θέλω να σταθώ εδώ και να ασχοληθώ διεξοδικά με τη θλιβερή και εν πολλοίς απίθανη υπόθεση της απαγόρευσης του έργου από την ΕΔΑ στα 1962, στην πρώτη του παρουσίαση. Κι όμως είναι αλήθεια. Σιωπηρώς δόθηκε η γραμμή στα μέλη και στους οπαδούς της ΕΔΑ όχι μόνο να μην πάνε να δούνε το έργο αλλά και να επηρεάσουν τους φίλους τους να μην το δουν κι αυτοί. Γιατί; Στο σημείο αυτό ακολουθήθηκε η συνωμοσία της σιωπής. Ούτε λέξη για την παράσταση στην ΑΥΓΗ και στα υπόλοιπα έντυπα της Αριστεράς. Κάποια τέλος πάντων κριτική. Κάποια εξήγηση. Έστω και δημόσια καταγγελία που να δικαιολογεί τη στάση τους. Τίποτα. Άλλοτε έβγαζε αφρούς κι άλλοτε δάκρυζε απ' την οργή του ο Κατράκης μπροστά σ' αυτήν την αναπάντεχη επίθεση από τους δικούς μας, όπως έλεγε : “Να είσαι στο στόχαστρο της Αστυνομίας και του Κράτους κι απ' την άλλη μεριά οι δικοί σου να σε απαγορεύουν...” Και να μην μπορείς να μιλήσεις. Σε ποιόν να μιλήσεις; Και ποιόν να καταγγείλεις; Τους δικούς σου; Το κόμμα σου; Έτσι πάλεψε το έργο απεγνωσμένα. Στην αρχή οι αριθμοί το έδειχναν πρώτο είτε στην πρώτη γραμμή. Σιγά σιγά όμως, όπως ο ταύρος που δέχεται τα παντιλέρος και αιμορραγεί, χάνει τις δυνάμεις του και είναι έτοιμος να παραδοθεί στο ξίφος του τορεαντόρ, το ίδιο συνέβη και με το έργο καθώς δεχόταν κάτω από τη ζώνη τα ύπουλα χτυπήματα αυτής της δειλής και απερίσκεπτης απαγόρευσης.
Και το ξίφος έπεσε πάνω στο κεφάλι του Κατράκη με τη μορφή μιας κατάσχεσης για χρέη που διάλεξε τη στιγμή να κάνει μια ηθοποιός με την οποία συζούσε και που την είχε εγκαταλείψει. “Με εκδικήθηκε”, μου είπε κάποιο βράδυ πριν την παράσταση ο Μάνος. “Ο δικηγόρος της έχει χαρτί με το οποίο κατάσχονται οι εισπράξεις του θεάτρου. Δεν έχω άλλη αντοχή. Κλείνω τα ρολά της επιχείρησης για να γλιτώσω...” Έτσι απλά, τέσσερις μήνες μετά τις μέρες που περνούσαμε μαζί στη βεράντα του νοσοκομείου κάνοντας όνειρα για μια παράσταση που θα άλλαζε τη μορφή του ελληνικού θεάτρου και της ελληνικής μουσικής, χτυπημένοι πανταχόθεν από εχθρούς και φίλους, καταθέταμε τα όπλα για να περάσουν πάνω απ' την αποτυχία μας οι καλύτεροι... Ποιοί;
Τί μένει σήμερα απ' το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ; Μένουν οι σημειώσεις που έκανα στο Στρατόπεδο Ωρωπού στα 1970. Μένουν αυτές οι αναμνήσεις που περιγράφω εδώ. Μένει το κείμενο (το ομώνυμο βιβλίο και το Χρέος, όπου επίσης είχε δημοσιευτεί, έχουν προ καιρού εξαντληθεί) και προπαντός μένουν τα τραγούδια...