Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra barborka ciekawy domowej rekami

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

POEMS

  • 1961

    Παλικάρι

    Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε 

    τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι στη δουλειά

    στο σπίτι παλικάρι

    μίλαγες κι η γειτονιά μας

    γέμιζε πουλιά.

    Άπλωνες το χέρι σου

    κι έκοβες το φεγγάρι

    ως σ’ έκοψε σα λούλουδο

    ο Χάρος μια νυχτιά.

     

    Κλαίνε οι τράτες, κλαίνε

    τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι στα κουπιά

    στο γλέντι παλικάρι

    οι κοπελιές κεντούσανε 

    για σένανε κρυφά

    κεντούσανε τα όνειρα, 

    τον ήλιο, το φεγγάρι

    κεντούσαν την αγάπη τους,

    της βάζανε πανιά.

     

    Κλαίνε οι ναύτες, κλαίνε

    τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.

     

    Παλικάρι, η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα

    τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά

    το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη

    κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1961

    Μαργαρίτα

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    περιστεράκι στον ουρανό

    τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω

    βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.

     

    Η μάνα σου είναι τρελή

    και σε κλειδώνει μοναχή

    σαν θέλω να ‘μπω στην κάμαρή σου

    μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.

    Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα

    μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.

     

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    βαρκούλα στο Σαρωνικό

    Σαρωνικέ μου τα κυματάκια σου δωσ’ μου

    δωσ’ μου τ’ αγέρι, δωσ’ μου το πέλαγο.

     

    Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ

    δεντράκι στο Βοτανικό

    πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα

    πέφτουν οι ώρες, πέφτω λιποθυμώ.

     

    Η μάνα μου είναι τρελή

    και με κλειδώνει μοναχή

    σαν θέλω να ‘μπεις στην κάμαρή μου

    σου ρίχνω μεταξωτό σκοινί.

    Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα

    μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.

     

  • 1961

    Απαγωγή

    Θα πάρω μια βαρκούλα

    στον Κάτω Γαλατά

    και στην Αθήνα θα ‘ρθω

    καβάλα στο νοτιά.

    Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό

    στον κήπο σου θα μπω

    να κόψω τα τριαντάφυλλα

    να κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανού

    και τον Αυγερινό.

     

    Θα βάλω στην βαρκούλα

    λουλούδια και φιλιά

    δυο γλάροι ταξιδεύουν

    καβάλα στο βοριά.

    Και νάτη η Κρήτη φάνηκε

    γαλάζια και ξανθιά

    τη θάλασσα στα μάτια της

    τον ουρανό στην αγκαλιά

    τον ήλιο στα μαλλιά.

     

    Θ’ αράξω την βαρκούλα

    μπροστά σε μια σπηλιά

    θα σε ταΐζω χάδια

    καβούρια και φιλιά.

    Στη μάνα μου, στον κύρη μου

    λέγω και τραγουδώ

    σας φέρνω την τριανταφυλλιά

    σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού

    και τον Αυγερινό.

     

  • 1961

    Πάμε βόλτα στα Χανιά

    Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει

    δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.

    Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι

    στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.

     

    Μοσχοβολούν οι γλάστρες

    μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός

    μοσχοβολάει η αγάπη

    κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

     

    Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά

    να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.

    Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά

    στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

     

    Το Σαββάτο το βράδυ, φως μου

    είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός

    έχω όλα τα πλούτη του κόσμου

    δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.

     

    Το μπαλκονάκι σου δικό μου

    δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός

    κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια

    σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός.

     

  • 1962

    Δεληβοριά - Δεληβοριά

    Δεληβοριά, Δεληβοριά

    σε πήραν πάλι τα πουλιά

    σε Δύση και σ’ Ανατολή

    δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί

    αγάπης πόνος πιο πικρός

    πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

     

     

    Δεληβοριά, Δεληβοριά

    σε ταξιδεύουν τα πουλιά

    σε Δύση και σ’ Ανατολή

    για μια μικρούλα καστανή

    που ‘ναι κρυμμένη σε σπηλιά

    και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά

     

    Δεληβοριά, Δεληβοριά

    σε τραγουδάνε τα πουλιά

    σε Δύση και σ’ Ανατολή

    δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί

    αγάπης πιο πικρός σκοπός

    πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

     

  • 1962

    Απρίλης

    Απρίλη μου ξανθέ

    και Μάη μυρωδάτε

    καρδιά μου πώς αντέχεις

    μέσα στην τόση αγάπη 

    και στις τόσες ομορφιές.

     

    Γιομίζει η γειτονιά

    τραγούδια και φιλιά

    την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ

    μα το ‘χω μυστικό.

     

    Αστέρι μου χλωμό

    του φεγγαριού αχτίδα 

    στο γαϊτανόφρυδό σου

    κρεμάστηκε η καρδιά μου

    σαν το πουλάκι στο ξόβεργο.

     

    Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό

    και ρόδο μυρωδάτο

    στη μάνα σου θα 'ρθω

    να πάρω την ευχή της

    και το ταίρι π’ αγαπώ.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Το όνειρο

    Δυο γιους είχες μανούλα μου

    δυο δέντρα, δυο ποτάμια

    δυο κάστρα βενετσιάνικα

    δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.

     

    Ένας για την Ανατολή

    κι ο άλλος για τη Δύση

    και συ στη μέση μοναχή

    μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο.

     

    - Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά,

    που βλέπεις τα ποτάμια

    όπου θωρείς τα πάθη μας

    και τις φτωχές μανούλες,

     

    Αν δεις τον Παύλο φώναξε

    και τον Ανδρέα πες μου.

    Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα

    μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.

     

    Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά,

    διαβαίνουνε ποτάμια.

    Ένας τον άλλο ψάχνουνε

    για ν’ αλληλοσφαγούνε.

     

    Και κει στο πιο ψηλό βουνό,

    στην πιο ψηλή ραχούλα

    σιμά κοντά πλαγιάζουνε

    κι όνειρο ίδιο βλέπουν.

     

    Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο

    το νεκρικό κρεβάτι

    μαζί τα χέρια δίνουνε

    της κλείνουνε τα μάτια

     

    και τα μαχαίρια μπήγουνε

    βαθειά μέσα στο χώμα

    κι απέκει ανέβλυσε νερό

    να πιεις, να ξεδιψάσεις

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Μοιρολόι

    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
    Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
    κι ήρθα να το προϋπαντήσω.
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε !
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πόσα χρόνια είχε;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πόσο ψηλό ήταν;
    ΕΝΑΣ
    Ξέρουμε πόσο ψηλό ήταν και πόσο όμορφο και πόσο καλό.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Πότε και πού το ‘δαν για στερνή φορά;
    ΟΛΟΙ
    Ψηλά στο λόφο !
    ΕΝΑΣ
    Στη θέση της καρδιάς είχε πουλί και κελαηδούσε! Τον πήρανε χιλιάδες πουλιά και τον πάνε στον φίλο του τον Ηλιο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου φορούσε καθαρά ρούχα, είχε αλλάξει σήμερα το πρωί πριν φύγει.
    ΕΝΑΣ
    Ηξερε πως πάει σε γάμο! Πως πάει σε πανηγύρι!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Του χάρου πανηγύρια και χαρές.
    Α’
    Ηταν ωραίος σαν δέντρο!
    Β
    Ψηλός σαν κάστρο!
    Γ’
    Καλός σαν το γάλα!
    Δ’
    Ημερος σαν τον θάνατο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου είχε χαρτζιλίκι. Του ‘δωσα χτες το βράδυ.
    ΕΝΑΣ
    Ηξερε πως πάει να πιει και να γλεντήσει!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Του χάρου κρασί και γλέντια.
    ΑΛΛΟΣ
    Ηταν πιο ζωντανός κι απ’ τη ζωή! Πιο δίκιος κι απ’το δίκιο!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Το παιδί μου είχε αγάπη. Τον ξόφλησαν σήμερα το πρωί.
    ΕΝΑΣ
    Σήμερα το πρωί τον ξόφλησαν γιατί είχε πολλή αγάπη!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πώς θα ‘ναι ο κόσμος χωρίς το παιδί μου;
    ΟΛΟΙ
    Ξέρουμε!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Πώς θα ‘ναι ο ήλιος κι η μέρα;
    ΕΝΑΣ
    Η μέρα οχιά κι ο ήλιος πόνος κι ο κόσμος πληγή χωρίς γιατρειά.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
    Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
    δεν άντεξα να πάω παρακάτω.
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Ιησού!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Ξέρετε πώς το λένε;
    ΟΛΟΙ
    Πέτρο, Χανς και Γιούρι, Αννα, Χανς και Λιου-Τσε!
    ΕΝΑΣ
    Είχε δέσει τον ήλιο στην άκρη της κλωστής και τον έπαιζε σαν χαρταετό!
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    Μα είναι αλήθεια; Το παιδί μου ήταν φτωχό. Δεν ήξερε γράμματα.
    ΟΛΟΙ
    Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
    Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
    ΕΝΑΣ
    Θα μάθει τώρα το αλφάβητο μετρώντας τ’ άστρα, βγάζοντας τις σφαίρες απ’ το πετσί του.
    ΓΥΝΑΙΚΑ
    (Μοιρολογώντας)
    Σφαίρες μου, καλές μου σφαίρες
    μπείτε γλυκά στο κρεατάκι του
    του το ‘δεσα στάλα με στάλα
    δεκαοχτώ χρόνια νύχτα μέρα.
    Μην το πονέσετε πολύ.
    Μπείτε γλυκά
    να μη σας καταλάβει και ξυπνήσει.
    ΕΝΑΣ
    Για τη λευτεριά και για το λαό δεν υπάρχει θυσία μεγάλη.
    ΑΛΛΟΣ
    Για την πατρίδα μας την Ελλάδα λίγοι οι νεκροί κι οι τάφοι λίγοι.
    ΟΛΟΙ
    Για τη λευτεριά και για το λαό!
    Για την πατρίδα μας την Ελλάδα!
    ΙΣΜΗΝΗ
    Για τη ζωή, για τη ζωή!
    Για το νερό όταν αγαπάς!
    Για την αγάπη όταν διψάς!
    Η πιο μεγάλη θυσία είναι να ζεις!
    ΟΛΟΙ
    Θάνατος στο Θάνατο!

  • 1962

    Η αλυσίδα

    Την αλυσίδα τη βαρειά

    την κάνω χελιδόνι

    τη φυλακή τη σκοτεινή

    την κάνω ξαστεριά.

    Την αλυσίδα τη βαρειά

    εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ

    την κόβουμε μαζί.

     

     

    Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!

    Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!

    Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!

    Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!

    Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!

    Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!

    Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!

    Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!

    Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!

    Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!

     

     

    Την αλυσίδα που μιλά

    την κάνω αστροπελέκι!

    Των παλατιών σου τη χλιδή

    σου κάνω φυλακή!

    Την αλυσίδα που μιλά

    εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ

    τη φτιάχνουμε μαζί!

     

     

    Η Λευτεριά κερδίζεται!

    Η Λευτεριά κερδίζεται!

    Ραγιάδες σηκωθείτε

    φωνάζει ο Κίτσος!

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Ένα δειλινό

    Ένα δειλινό

    σε δέσαν στο σταυρό.

    Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,

    μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,

    σου δέσανε τα μάτια σου,

    μου δέσαν την ψυχή μου.

     

     

    Ένα δειλινό

    με τσάκισαν στα δυο.

    Μου κλέψανε την όραση

    μου πήραν την αφή μου

    μόν’ μου ‘μεινε η ακοή

    να σ’ αγροικώ παιδί μου.

     

     

    Ένα δειλινό

    ωσάν τον σταυραητό.

    χύμηξε πα στις θάλασσες,

    χύμηξε πα στους κάμπους,

    κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά

    και να χαρούν οι ανθρώποι.

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Το τανγκό του εφιάλτη

    Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;

    Ο Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης!

    Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα!

    Θεοί και άνθρωποι τιμωρούσαν σκληρά τον προδότη.

    Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;

     

    Αργότερα η προδοσία έγινε επάγγελμα!

    Οι προδότες πηγαίναν στη δουλειά τους

    όπως οι μαγαζάτορες στα μαγαζιά τους.

    Πουλούσαν την πραμάτεια τους

    και παίρναν το μισθό τους τακτικά.

    Παντρεύονταν ανάμεσό τους 

    να μην προδώσουν της ράτσας τη σειρά!

    Κι όμως όλος ο κόσμος θυμόταν ακόμα

    την ιστορία του Εφιάλτη τόσα χρόνια!

     

    Ώσπου η προδοσία γίνηκε αρετή!

    Έγινε καθήκον

    και για τους προδότες

    θεσπίστηκε εύφημος μνεία ειδική!

    “Στο σεμνό προδότη 

    τη μεγάλη προδοσία πιστοποιούσα

    η πατρίς ευγνωμονούσα!”

    Ποιος θυμάται πια τον Εφιάλτη;

     

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Προδομένη αγάπη

    Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,

    προδομένη μου αγάπη,

    τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της αγάπης.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

    Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,

    προδομένη μου αγάπη,

    τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της αγάπης.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

    Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,

    προδομένη μου αγάπη

    σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,

    προδομένη μου αγάπη.

     

    Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει

    νταν, το τέλος της ζωής μας.

    Δυο πουλιά, δυο περιστέρια

    ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Τον Παύλο και το Νικολιό

    Τον Παύλο και τον Νικολιό

    τους πάνε για ταξίδι

    με βάρκα δίχως άρμενα,

    με πλοίο δίχως ξάρτια.

     

    Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά,

    τα ξάρτια καταιγίδα

    και το ταξίδι θάνατος,

    που γυρισμό δεν έχει.

     

    Του Παύλου και του Νικολιού

    οι μάνες παν αντάμα

    ρωτούν το χώμα να τους πει

    και κείνο βγάζει αίμα.

     

    Δεν είναι αναστεναγμός

    που βγαίνει απ’ το χώμα

    μόνο πηγή λαχταριστή,

    να πιεις να ξεδιψάσεις

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Στα περβόλια

    Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους

    σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό

    και το Χάρο θα καλέσουμε

    να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.

     

    Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά

    κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.

    Αχ κι εγώ θα ‘ρθω...

    Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε

    πάμε στα περβόλια για χορό.

     

    Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους

    αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί

    αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι

    τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.

     

    Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά

    κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.

    Αχ για μια ματιά...

     

    Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα

    εσύ δεν ήρθες να με δεις.

    Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο

    που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή...

     

     

     

     

     

     

     

  • 1962

    Ενωθείτε

    Ενωθείτε βράχια, βράχια.

    Ενωθείτε χέρια, χέρια.

    Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι.

    Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό.

     

    Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο

    τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!

     

    Πασχαλιά μας, κοπελιά μας

    κάμποι, θάλασσες, βουνά μας,

    μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες

    ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση.

     

    Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο,

    τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!

     

    Πολυχρόνιος ημέρα 

    Υπερμάχω - Υπερμάχω.

     

  • 1963

    Βάρκα στο γιαλό

    Πέντε πέντε δέκα

    δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά

    για τα δυο σου μάτια

    για τις δυο φωτιές

    που όταν με κοιτάζουν

    νοιώθω μαχαιριές.

     

    Βάρκα στο γιαλό

    βάρκα στο γιαλό

    γλάστρα με ζουμπούλι

    και βασιλικό.

     

     

    Πέντε πέντε δέκα

    δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.

    Κι όταν σε μεθύσω

    κι όταν θα σε πιω

    θα σε νανουρίσω

    με γλυκό σκοπό.

     

     

    Πέντε πέντε δέκα

    δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά

    φεύγω για τα ξένα

    για την ξενητειά

    και μην κλαις για μένα

    αγάπη μου γλυκειά.

     

  • 1963

    Το φεγγάρι

    Το φεγγάρι κάνει βόλτα

    στης κυράς μου τα μαλλιά.

     

    Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,

    παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι

    να θυμηθούμε τα παλιά.

     

    Το φεγγάρι κάνει κύκλο

    στης κυράς μου την καρδιά.

     

    Παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,

    παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι

    να θυμηθούμε τα παλιά.

     

    Το φεγγάρι κάνει βόλτα

    μα η κυρά δεν μ’ αγαπά.

     

    Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι

    ρίξε μου μια γλυκειά πενιά

    παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι

    να ξεχαστούνε τα παλιά. 

     

  • 1963

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    φάνηκε πάνω στην κορφή

    κρατά στο χέρι την αυγή

    και στ’ άλλο τη ζωή μου.

     

    Το παλικάρι, το παλικάρι

    θα ‘ρθει το βράδυ στις εννιά

    βόηθα Χριστέ και Παναγιά.

     

    Ο καβαλάρης του βουνού

    φάνηκε στα σοκάκια

    κρατά στο χέρι κεραυνούς

    και στ’ άλλο αναστεναγμούς.

     

    Ο καβαλάρης τ’ ουρανού

    φέρνει μαζί του την αυγή

    φέρνει το χέρι που σκορπά

    και τ’ άλλο που θερίζει.

     

     

     

     

     

     

     

  • 1963

    Πέντε στρατιώτες

    Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε

    το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε

    το βουνό να βάψουν, σταματήσανε

    το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.

     

    Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε

    το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε

    το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε

    το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.

     

    Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε

    το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε

    το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε

    το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.

     

    Μάνα....  Μάνα....  Μάνα....

    Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες...

     

     

     

     

     

     

  • 1964

    Μανούλα μου ο γιόκας σου

    Μανούλα μου ο γιόκας σου

    που έφυγε στα ξένα

    βλέπει τη νύχτα μοναχός

    βλέπει τον πόνο μόνος

    τον λιώνει ο ξενητεμός

    και τονε δέρνει ο πόνος.

     

    Μανούλα, μανούλα πού ‘ ν’  ο γιόκας σου

    μανούλα, μανούλα  πού ‘ν’ ο βασιλικός σου

    πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού

    πού ‘ν’ η ζωή κι ο βιος σου;

     

    Μανούλα στείλε τα πουλιά

    μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια

    να με ξυπνάνε την αυγή

    να ‘ρχονται στα όνειρά μου

    να μη με δέρνει απαντοχή

    να ‘ναι βουνό η καρδιά μου.

     

  • 1965

    Σωτήρη Πέτρουλα

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

    οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

    Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε

    τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.

     

     

     

    Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα.

     

  • 1967

    Ελευθερία ή Θάνατος

    Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει για να πλαγιάσει

    τα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τους κρυψώνες.

    Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη

    Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει.

     

    Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήνα

    στα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει κι η Πατρίδα.

    Γλυκά προβάλλει η χαραυγή, γλυκά χαμογελάει

    το Μέτωπο μας προσκαλεί και μας καθοδηγάει.

     

    Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι

    θα σας σαρώσει ο Λαός, θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη.

     

  • 1967

    Το μέτωπο

    Κρυφά μιλάνε τα βουνά, κρυφά κι οι πολιτείες

    ο Υμηττός στην Πάρνηθα, η Κοκκινιά στον Ταύρο.

    Κρυφά μιλάν κι οι άνθρωποι, κρυφά τα παλικάρια

    τη μέρα αγριεύουνε, τη νύχτα τραγουδάνε.

     

    Όσο μεγάλη η θάλασσα  μεγάλος κι ο καημός μου

    όσο βαθειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.

     

    Μες στην καρδιά σου Αθήνα μας φύτεψα τη φωνή μου

    εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες,

    καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες

    να γίνουν πέλαγο βαθύ, τους Παττακούς να πνίξουν.

     

    Όσο μεγάλη η θάλασσα  μεγάλος κι ο καημός μου

    όσο πλατειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.

     

  • 1967

    Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)

    Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος, την άλλη μέρα σκλάβος
    την Κυριακή ξημέρωμα με φώναξε ο Χάρος.
    Κάψε του νου σου τα φτερά, της σκέψης σου τα μάτια
    να μη θωρείς τη συμφορά, να μη γροικάς τον πόνο.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου. 
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

    Καλέ μου Χάρε μίλησε, καλέ μου Χάρε λέω
    θέλω ν’ ανέβω στα βουνά, να προσκυνώ τον ήλιο
    θέλω να βλέπω τα νερά, να παίζουν με τους ίσκιους
    να βλέπω και τη μάνα μου τη γλυκοπικραμένη.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

    Ο ήλιος ελαβώθηκε και τα βουνά στενάζουν
    κι ο χρόνος εσταμάτησε μπροστά από το Παγκράτι.
    Κι η μάνα σου στη θάλασσα στέλνει τους στεναγμούς της
    παρακαλεί τα κύματα στα Γιούρα να τους πάνε.

    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
    Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
    φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.

  • 1967

    Ο Ήλιος

    Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.

    Γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σε όλο τον κόσμο

    πρέπει να κλάψει πικρά.

     

    Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι

    είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.

    Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι

    είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.

     

    Γιατί όπου σταυρώνεται ένας λαός

    είναι τα νιάτα του κόσμου που σταυρώνονται.

     

    Βοηθήστε νέοι και νέες

    να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.

     

    Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.

     

    Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.

     

  • 1967

    Σεπτέμβριος 1967

    Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:

    Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
    το σκοτάδι είναι βαθύ
    κι όμως ένα παλικάρι
    δεν μπορεί να κοιμηθεί.

    Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:

    Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέρας
    με παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούν
    σε διακλαδώσεις μονοχρωμικές
    που η αξία τους εξαρτάται
    από το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκη
    και σε αξίες.

    Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχου
    που μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρων
    με τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.
    Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτων
    χρωματικών
    που δεν αποκλείεται να συμπεριέχουν
    και ορισμένα διατονικά ψήγματα.

    Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεται
    ρυθμική απομόνωση, διαφορετικά
    θα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.

    Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το  ά   π   ε   ι   ρ   ο   ν.

    Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;



    Κεντρική ιδέα
                                         εσωτερικός ρυθμός
    Τ   χ  Ο


    Ο Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.
    Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:

    ΕΓΩ  Ο  ΗΛΙΟΣ  ΚΑΙ  Ο  ΧΡΟΝΟΣ


    Και οι πρώτοι στίχοι:

    Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή
    το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος...


    Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:

    Τα δέντρα που μας χωρίζουν  έγιναν δωμάτια
    τα λουλούδια  άνθρωποι
    οι γαίες και τα μαμούνια
    γραφεία, χαρτιά, κλειδαριές
    το χάος γέμισε με χάος
    η αγάπη.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Κάπα, ύψιλον, λάμδα - παύση
    Άλφα - παύση μεγάλη - φι
    παύση μικρή - Ήτα, σίγμα
    Πάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικό
    μουλάρια φορτωμένα δάφνες
    μουλάρια του Ξηρόμερου
    καπνός ξανθός αρωματικός
    κέικ που μυρίζει πετρέλαιο
    μεθυσμένοι από την πείνα
    Βόνιτσα
    μεθυσμένοι από την πείνα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Νύχτα του Σεπτεμβρίου
    κοιτάζεις αλλήθωρα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  


    Φλύαρο αστέρι
    ήρθε και κρεμάστηκε
    έξω από το κάγκελό μου
    - Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γη
    πώς είναι τα πελάγη;
    - Ο ουρανός  η μάνα σου
    και γη ‘ναι η κυρά σου
    και τα πελάγη  φίλοι σου
    στενάζουνε για σένα.
    (11.9.67)
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ώρα εννέα βραδυνή
    το ακίνητο σκάφος σταματά
    ο χρόνος μας θωπεύει
    το Μυρτώον πέλαγος μας θυμάται
    η μνήμη μας σκαλώνει.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Μόλις δακρύσει ο ουρανός
    έβγα στο παραθύρι
    μόλις χτυπήσει ο κεραυνός
    κ’ η μέρα θα ‘χει γύρει
    όλες τις στάλες της βροχής
    τις μάζεψα για σένα
    όλους τους πόνους της ζωής
    τους μάζεψα από σένα
    σταλαματιά η αγάπη σου
    πέλαγο η καρδιά μου.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Βαθύς γαλάζιος ουρανός
    μας κοιτάζει με μελαγχολία
    (τόσο πολύ τους ευνόησα
    τους ανθρώπους αυτούς)
    βαθύ γαλάζιο φως
    τυφλώνεις τον άνθρωπο.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  
    Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσες
    ζωγραφισμένα μπακίρια
    χέρι αγιογράφου 17ου αιώνος
    Πολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίας
    λοφία της Σχολής των Ευελπίδων
    χιτώνες αρχαίων, θέατρο Επιδαύρου
    Λιγουριό  πρακτορείο εφημερίδων
    ένας αρχαίος πολιτισμός
    πολύ αρχαίος   πάρα πολύ αρχαίος
    αρχαιότατος.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνι
    το κακό καλό μπροστά στο χειρότερο
    γαλάζιο πέλαγος του Ιουνίου
    Φεστιβάλ του Αυγούστου
    προχωρούν σφυρίχτρες  εμβατήρια προχωρούν
    κουβέρτες  σεντόνια  φαγητά  κλειδαριές
    δόξα   δόξα   δόξα.
    .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  

    Ελληνικός Μουσικός Αύγουστος
    το μουσικό δαιμόνιο της φυλής
    αρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίες
    λαϊκά  έντεχνα  συμφωνικά
    όλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάρα
    εισιτήρια προπωλούνται
    ώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώς
    εξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεως
    είσοδος δωρεάν  έξοδος απαγορευμένη
    Εκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.
    (8.9.67)



    Ι

    Γεια σου Ακρόπολη
    Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.
    Ο Πολικός σημαδεύει με φως
    το σταθερό σημείο του κόσμου.
    Αθήνα η πρώτη
    στο βυθό των αιώνων 
    με το γυαλί
    σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
    Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
    η Γενική κέντρο του κόσμου.
    Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
    το φουγάρο του μαγειρείου
    σημαδεύει με καπνό
    το σταθερό σημείο του Στερεώματος.
    Η Πούλια, η Αφροδίτη
    η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
    πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
    σταθερή γραμμή διασχίζει
    πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
    σε πέντε μέτρα
    σε πέντε μέτρα
    σε πέντε μόνο μέτρα
    από το κελί μου.


    ΙΙ

    Ο χρόνος διαλύεται
    μέσα στη στιγμή
    το ελάχιστο γίνεται
    ο μέγιστος τύραννος
    βασανίζει ανθισμένες πληγές
    γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
    για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
    είναι που ζούμε κάθε στιγμή
    νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.
    Όμως το άλλο δεν υπάρχει
    είμαστε μεις, η Μοίρα μας
    που μας λοξοκοιτάζει
    Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
    δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
    δεν υπάρχει αίνιγμα
    δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
    τον πύρινο κύκλο
    του Ήλιου και του Θανάτου.


    ΙΙΙ

    Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
    έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
    να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
    να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
    κίνηση, ρυθμό,
    χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες
    καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων
    ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.
    Ο Άνθρωπος πέθανε!  Ζήτω ο Άνθρωπος!


    IV

    Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
    ξεφύτρωσε ένας κάκτος
    πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
    που ονειρεύομαι γιασεμί
    τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
    η φωνή μου είχε πάρει κάτι
    από το λεπτό άρωμά του
    τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
    η ζωή μου είχε πάρει κάτι 
    από το λεπτό άρωμά του
    όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
    μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
    κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
    πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
    θα ζήσω άλλους τόσους
    ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
    μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.



    V

    Ανάμεσα σε μένα και στον Ήλιο
    δεν υπάρχει
    παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
    ανατέλλω και δύω
    υπάρχω και δεν υπάρχω
    με βλέπουν
    χωρίς να μπορώ
    να δω τον εαυτό μου.


    VI

    Όταν σταματήσει ο χρόνος
    το κελί μου γεμίζει μήνες
    μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές
    δέκατα δευτερολέπτων
    δέκατα δευτερολέπτων
    δέκατα δευτερολέπτων
    ένα βήμα πριν από το χάος
    υπάρχει χάος
    ένα βήμα μετά το χάος
    υπάρχει χάος
    εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
    υπάρχω μέσα στο χάος
    δεν υπάρχω.



    VII

    Τα κελιά ανασαίνουν
    τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
    τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
    η βροχή μας ενώνει
    ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
    Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.



    VIII

    Ο Ήλιος με δαγκώνει
    δεν έχει δόντια
    απατηλές 
    απατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχο
    επάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμα
    με σκιές
    χωρίς σκιές
    μονάχα εγώ μένω ακίνητος
    αμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπρο
    αμετάθετος μένω ψηλά
    πάνω από το μωσαϊκό που αιωρείται
    η σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γη
    το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε
    ο Ήλιος συμπιέζεται,
    αποκαλύπτει το κενό
    τρία κενά συγκρούονται
    η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.



    ΙΧ 

    Κάτω στη Γη διασπορά
    ο Νόμος  του Νόμου  ω Νόμε
    ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό
    όταν φορεί κράνος καπνίζει
    τσιγάρα με φίλτρο
    όταν φορεί πιζάμες
    όταν φορεί πιζάμες μεταξωτές
    δεν καπνίζει   δεν καπνίζει
    καπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνες
    οι μητέρες δεν καπνίζουν
    οι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούν
    κοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνες
    εγώ καπνίζω πριν πεθάνω
    πάντοτε πριν πεθάνω καπνίζω
    σέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθης
    γλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλος
    το τέλος έχει γλυκειά μυρωδιά
    μυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.



    Χ

    Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ
    αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ
    είμαι εγώ αυτό που θέλει
    αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ
    εγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαι
    όταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαι
    όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ
    όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ
    όμως εσύ είμαι εγώ.



    ΧΙ

    Το Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει
    - Είσαι συ;  μου λέει.
    - Ναι, του απαντώ, είμαι εγώ
      μαζί με κάποιον άλλον,
      δεν τον γνωρίζεις;
    - Όχι, μου λέει.
    - Δεν τον γνωρίζεις, 
      όμως αυτός ο άλλος
      είσαι εσύ.
    Το Αιγαίο ξάπλωσε
    ο Ήλιος έβηξε
    έμεινα μόνος
    εντελώς μόνος.



    ΧΙΙ

    Όχι εντελώς μόνος
    εσένα δε σε θέλω
    σε θέλω τόσο πολύ
    γι’ αυτό εσένα δε σε θέλω
    τα πλατάνια, τα κρύα νερά
    μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
    ένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστη
    σε θέλω τόσο πολύ
    ραδίκι γεμάτο χώμα
    μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
    γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω
    γιατί χωρίς εσένα
    δεν μπορώ να είμαι μόνος
    εντελώς μόνος να είμαι.



    ΧΙΙΙ

    Πυροβολήστε το χρόνο,
    σκοτώστε το χρόνο
    ο χρόνος εκτός νόμου
    θέλω να στήσω το πτώμα του 
    στην οδό Αιόλου
    πωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίας
    στο Μοναστηράκι
    αγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίας
    είναι φρεσκότατος
    τον κυνηγήσαμε χτες, 
    τον σκοτώσαμε χτες
    χτες  χτες  χτες
    από το χτες στο σήμερα
    που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά. 



    XIV

    Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο 
    δεν θα περάσεις
    θα μείνεις μέσα
    Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος
    η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα
    τη νύχτα κουρδίζεις
    τη μέρα ξεκουρδίζεις
    υπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμια
             


    XV

    Όποιος κι αν είσαι
    πέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύρος
    αν είσαι άνθρωπος
    δέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατος
    αν είσαι άνθρωπος
    αν είσαι άνθρωπος
    βγάλε μαλακά το χειρόφρενο
    ξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφορο
    όποιος κι αν είσαι
    θα σου κοστίσει λιγότερο
    λεωφορείο  φορτηγό  σιτροέν  ντεκαβε
    Μαργαρίτα  Μυρτιά  Ροδόσταμο  Θεοδωράκης
    αν είσαι άνθρωπος
    θα σου κοστίσει λιγότερο
    θύμηση παλιά
    παλιά όσο σήμερα
    όσο αύριο
    όσο αύριο
    όσο ποτέ
    αν είσαι άνθρωπος
    όποιος κι αν είσαι.



    XVI

    Ήλιος ο Πρώτος
    Αθήνα η Πρώτη
    Μίκης ο εκατομμυριοστός
    έπονται εκατό χιλιάδες
    και άλλες εκατό
    και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
    και ούτω καθεξής
    έως τη συντέλεια του κόσμου.



    XVII

    Ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
    πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές
    ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
    πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά
    ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
    όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
    ποτέ  ποτέ  ποτέ  ποτέ
    δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
    τη μοναδική
    εσένα
    Τάνια.



    XVIII

    Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά
    οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα
    όταν μπήκα στη θάλασσα
    οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά
    όταν πνίγηκα
    οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους
    κι όταν αναστήθηκα
    ήταν πια αργά
    οι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.



    ΧΙΧ

    Το είδωλό μου είσαι εσύ
    το χέρι μου είναι το δικό σου
    όταν το σφίγγω σφίγγεται
    όταν το υψώνω υψώνεται
    μονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μου
    κι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου
    (να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)
    δικό μου  δικό σου  το κάγκελο
    όμως δικά μας
    τα μάτια  τα χείλη  και τα χέρια.



    ΧΧ

    Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
    κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου
    ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
    προπορεύονται άγγελοι με τζετ
    μεγαλόπρεπη πορεία 
    πάνω από μπανανιές  ευκαλύπτους  και πεύκα
    που καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
    στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
    σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
    ακούν τους καταρράκτες
    που χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
    εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν
    αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
    ώρα έξι το απόγευμα
    ώρα έξι ακριβώς
    σταματά η πομπή  ο Χρόνος  ο Ήλιος
    μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν
    χτυπούν τα ξύλινα φτερά
    και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.



    ΧΧΙ

    Έχω ένα λαβύρινθο γιωταχί
    ένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππων
    ζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμή
    ανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικό
    με Αριάδνη  ει δυνατόν χήρα
    κάτω των σαράντα
    εισόδημα άνω των πέντε
    χρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτου
    σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου
    θα είμαι νεκρός.



    ΧΧΙΙ

    Ο Ελύτης  ο Γκάτσος  ο μέγας Σεφέρης
    ο Τσαρούχης  ο Μινωτής  ο Χατζιδάκις
    η Βέρα   η Ντόρα   η Τζένη
    ο κινηματογράφος  το θέατρο  η μουσική
    και τόσοι άλλοι
    οι ποιητές  οι ποιητές
    και τόσοι άλλοι
    κι εσύ   κι εσύ   κι εσύ
    ο φίλος  ο εχθρός  ο αντίπαλος  ο αντίζηλος
    κοιμηθείτε ήσυχα
    ο λογαριασμός είναι πληρωμένος
    ο φίλος που πληρώνει
    έχει λεφτά.



    ΧΧΙΙΙ

    Επουράνιοι ποταμοί
    υπόγειοι χείμαρροι
    κατεβαίνουν παφλάζοντας
    Οδός Ονείρων  Ομόνοια
    Σίλβα
    σίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφα
    Φιλοθέη  Χαϊδάρι
    τα νερά τους ξανθά
    δυο στρώματα ξανθά
    δυο στρώματα πράσινα
    στη μέση εγώ
    κόκκινη ακρίδα
    φτερά  φυσαρμόνικες
    ήχοι από νερό
    σαύρες  φεγγάρια
    βουτούν  βυθίζονται  πνίγονται
    κάγκελα
    κάγκελα
    κάγκελα
    Σίλβα.



    XXIV

    Όταν εσύ φωνάζεις
    εγώ κοιμάμαι
    όταν εσύ πονάς
    εγώ χασμουριέμαι
    όταν εσύ σφαδάζεις
    εγώ ξύνομαι
    Σεπτέμβριος
    ημέρα δεκάτη έκτη
    της Δημιουργίας
    Διονύση.



    XXV

    Στο τέταρτο πάτωμα
    η μαμά σου κοιμάται
    Έλενα
    μουσική θεία τα όνειρά της
    τα όνειρά της
    Πεπίνο ντι Κάπρι
    πέρα από τη θάλασσα
    μην την ξυπνήσεις.



    XXVI

    Η οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλεί
    το κάγκελο του Χρόνου με προστατεύει
    ο Γιάννης  ο Ιάσων  ο Βύρων
    ο Τάκης  ο Αλέκος
    στα κατάρτια ψηλά υψώστε
    τα λεμόνια  τα πορτοκάλια
    υψώστε
    τα πέδιλα στην άμμο
    φωνές  κρέμα νιβέα
    ιππόκαμπος  πασιέντζες  νες καφέ
    σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.



    XXVII

    Έκτη Σεπτεμβρίου
    ώρα έντεκα πρωινή
    τώρα λούζονται 
    τα πουλιά στα ποτάμια
    στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες
    σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι
    τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
    πίνεις καφέ
    στάζεις φαρμάκι
    αγάπη  αγάπη
    ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι
    ώρα έντεκα πρωινή.



    XXVIIΙ

    Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
    Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
    πάψε πια να φωνάζεις
    λαθρέμπορος  λωποδύτης  νταβατζής
    φωνητικές χορδές
    ο Αντρέας  ο Ηλίας  η Ανθή
    λαρύγγι ζώου  λαρύγγι ανθρώπου
    Άγια Σοφιά  στίφη βαρβαρικά  το υγρόν πυρ
    ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι
    σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
    ζερβά θηρία του Βόρνεο
    δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
    μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
    και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη
    πάνω κάτω  πάνω κάτω
    ανατολικά  δυτικά
    μαχαίρια  ακόντια  μαστίγια  ορδές
    ορδές αγίων  ορδές δαιμόνων
    ορδές αγίων  ορδές στρατηγών
    είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
    αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε
    αντίο Φως
    καληνύχτα.



    ΧΧΙΧ

    Ανατολικά από τον Σείριο
    περνούν οι ξανθές βροχές
    κρατούν κίτρινες ομπρέλες
    πράσινα γυαλιά ηλίου
    μίνι φούστες φορούν
    οι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίου
    παρακάμπτουν τον Άρη
    την ερχόμενη Τετάρτη
    μπαίνουν στην τροχιά της Γης
    Ανόι  Ουάσιγκτον  Μόσχα
    η έρημος του Σινά
    Αθήνα   οδός Τοσίτσα
    δυτικώς της Χίου
    ανατολικώς της Κορίνθου
    εντός  εκτός
    πεύκο βαθειά χαραγμένο
    μίνι φούστες
    πράσινα γυαλιά ηλίου
    κίτρινες ομπρέλες κρατούν
    οι ξανθές πρώιμες βροχές
    ανατολικά από τον Σείριο
    δυτικά από το κελί μου
    του Σεπτεμβρίου.



    ΧΧΧ

    Όταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκι
    σε αναγνωρίζω πατρίδα μου
    όταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνες
    όταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλ
    όταν το Αιγαίο παίζει προπό
    όταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικο
    όταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλο
    και όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχους
    τότε σε αναγνωρίζω
    σε αναγνωρίζω πατρίδα μου.



    ΧΧΧΙ

    Οι εννέα Μούσες μένουν κοντά μου
    μας χωρίζει ένας διάδρομος
    δυο πόρτες  τέσσερις φρουροί
    Ντόρα  Μαρία  Τάκης
    Αννα  Τόνια  Ρούσος
    ίσως γνωρίζουν καλλίτερα
    στοιχεία  νούμερα  διευθύνσεις
    τεχνοτροπίες  σχολές  μουσεία
    οι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσεία
    η Μουσική μένει κοντά στα Μουσεία
    Μουσική  Μούσες  Μουσεία
    τέλος πάντων
    νοοτροπίες  τεχνοτροπίες δοκιμάζονται
    βροχή  σκόνη  ήλιος  γέλιο
    ένα απέραντο κονσερβατουάρ
    πιάνα  σολφέζ  ωδική
    οι εννέα Μούσες πλένονται
    χτενίζονται  ξαπλώνουν  
    χτυπούν να τις ανοίξουν
    Πίνδαρος  Αισχύλος  Μότσαρτ  Σοπέν
    οι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.



    ΧΧΧΙΙ

    Μενεξεδένια Πολιτεία
    στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
    στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
    δείξε μου το πρόσωπό σου
    να δω το μπόι μου
    την αρχοντιά μου
    αρχόντισσά μου
    από τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσο
    άλλος κανένας δεν σε αγάπησε
    όσο εγώ.

  • 1968

    Είσαι Έλληνας

    Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.

    Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.

    Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.

    Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.

     

    Είσαι Έλληνας.

     

    Πίνεις την προδοσία με το γάλα

    πίνεις την προδοσία με το κρασί.

    Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.

     

    Πρέπει να δεις

    πρέπει να γίνεις.

     

    Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.

     

     

     

     

     

  • 1968

    Είμαστε δυο

    Είμαστε δυο,  είμαστε δυο

    η ώρα σήμανε οκτώ

    κλείσε το φως

    χτυπά ο φρουρός

    το βράδυ θα ‘ρθουνε ξανά

    ένας μπροστά  ένας μπροστά

    κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν

    μετά σιωπή

    κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό

    βαράνε δυο 

    βαράνε τρεις 

    βαράνε χίλιες δεκατρείς

    πονάς εσύ  πονάω κι εγώ

    μα ποιος πονάει πιο πολύ

    θα ‘ρθει ο καιρός να μας το πει.

    Είμαστε δυο

    είμαστε τρεις

    είμαστε χίλιοι δεκατρείς

    καβάλα πάμε στον καιρό

    με τον καιρό

    με τη βροχή

    το αίμα πήζει στην πληγή

    ο πόνος γίνεται καρφί

    ο εκδικητής

    ο λυτρωτής

    είμαστε δυο

    είμαστε τρεις

    είμαστε χίλιοι δεκατρείς.

     

     

     

     

     

  • 1968

    Καιρός να δεις

    Σου είπαν ψέματα πολλά

    ψέματα σήμερα σου λένε ξανά

    κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν

    ψέματα σου λένε οι εχθροί σου

    μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.

    Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες

    μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.

    Πού πας με ψεύτικα όνειρα;

    πού πας με ψεύτικα όνειρα;

    Καιρός να σταματήσεις

    καιρός να τραγουδήσεις

    καιρός να κλάψεις και να πονέσεις

    καιρός να δεις.

     

     

     

     

     

  • 1968

    Το σφαγείο

    Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
    μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ
    είμαι θρεφτάρι  μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
    σήμερα εσύ, αύριο εγώ.

    Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
    μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ
    πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα
    τακ τακ εσύ,  τακ τακ εγώ
    που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
    βαστάω γερά, κρατάω καλά.

    Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
    τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ.

    Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
    και το κελί μας κόκκινο ουρανό.

  • 1968

    Ω Βουνά

    Ω βουνά πανάρχαια

    της Αρκαδίας βουνά

    βουνά περήφανα

    βουνά ανυπόταχτα

    τίμια βουνά.

     

    Η τιμή ακρίβηνε

    η τιμή λιγόστεψε

    η τιμή πέθανε.

     

    Ένα παιδί πονάει

    το δικό μου το παιδί

    κι εγώ δεμένος κοιτάζω τα έλατα

    άλλη ελπίδα δεν έχω από τα δέντρα.

     

     

    Αρκαδία I

     

     

     

     

     

     

  • 1968

    Ο γιος μου είναι εννιά χρονών

    Ο γιος μου είναι εννιά χρονών

    εννιά χειμώνες εννιά καλοκαίρια

    του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό

    τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια.

     

    Τα χέρια του τα σήκωσαν ψηλά

    την πλάτη του κολήσανε στον τοίχο

    μετράνε της ανάσας του τον ήχο

    κι ανασκαλεύουν τη μικρή του την καρδιά.

     

    Να ζούσαμε σε γκέτο εβραϊκό

    με γύρω γερμανούς φρουρούς θηρία

    Ζάτουνα χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ

    την τρίτη μου περνάμε εξορία.

     

     

    Αρκαδία Ι

     

     

     

     

     

     

  • 1968

    Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια

    Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
    εκεί που φυσάει ο βοριάς
    το ξανθό γένος αιώνια
    προσμένει ο δόλιος ο ραγιάς.

    Αγάπες, τραγούδια, λουλούδια
    μας στέλνουν και λόγια καυτά
    στου Φάληρου μπρός τα μουσούδια
    οι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά.

    Ραγιάδες πονούν και στενάζουν
    πάει και τούτη η γενιά
    παράδεισο όλοι μας τάζουν
    στα χίλια εννιακόσια εννενήντα εννιά.

  • 1968

    Η κοινωνία της καταναλώσεως

    Η ακοή σου Δύση βούλωσε

    η όρασή σου Δύση σκεπάστηκε

    η κοινωνία της καταναλώσεως

    πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου

    πέπλο βαρύ σκεπάζει την όρασή σου

    σκεπάζει την ψυχή σου.

     

    Ο πολιτισμός σου ερείπια που καπνίζουν

    τα λόγια σου κουνούπια που πετούν

    πάνω από τα έλη 

    της βιομηχανικής σου παραγωγής

    κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία.

     

    Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ινδονήσιοι

    στην Ευρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεως

    πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες

    όμως εσύ δεν ακούς

    όμως εσύ δεν βλέπεις

    πάνω σε μοντέλο χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά

    τρέχεις με διακόσια χιλιόμετρα

    προς τον θάνατό σου.

     

     

    Αρκαδία I

     

     

     

     

     

     

     

  • 1968

    Είμαι Ευρωπαίος

    Είμαι Ευρωπαίος

    έχω δυο αυτιά

    το ‘να μόν’ ακούει

    το άλλο δεν γροικά.

    Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνός

    ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός.

     

    [Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].

     

    Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδός

    τί με νοιάζει εμένα

    ας νοιαστεί ο Θεός.

     

    [Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].

     

    Είμαι Ευρωπαίος

    έχω δυο αυτιά

    το ένα μόν’ ακούει

    απ’ τ’ ανατολικά.

    Την πόρτα μου χτυπάει

    και πάλι ο φασισμός

    όμως σε τέτοιους ήχους

    είμαι εντελώς κουφός.

     

    [Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].

     

    Έχω ένα αυτί μεγάλο

    τ’ άλλο πολύ μικρό

    κι έτσι ήσυχος τρυγάω

    χαρά, πολιτισμό.

     

    [Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].

     

     

    Αρκαδία I

     

     

     

     

     

  • 1968

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο 
    Αλέξανδρέ μου
    θα ‘ρθω για να σ’ ανοίξω
    θα σου ‘χω φαγητό ζεστό
    θα σου ‘χω ρούχο καθαρό
    γωνιά για να σε κρύψω.

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
    Αλέξανδρέ μου
    θα δω το πρόσωπό σου
    στα μάτια κρύβεις δυο φωτιές
    στα στήθη σου χίλιες καρδιές
    μετράνε τον καημό σου.

    Όταν χτυπήσεις δυο φορές
    κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
    Αλέξανδρέ μου
    σκέφτομαι το φευγιό σου
    σε βλέπω σε κελί στενό
    να σέρνεις πρώτος το χορό
    πάνω στο θάνατό σου.

  • 1969

    Θούριον

    Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν

    βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα

    είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα

    πτώματα ηρώων εδέχθησαν

    και βλαστήμιες γενναίων.

     

    Μένουν τα δέντρα που σκίασαν

    τον ύπνο του Πέρδικα

    κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης

    ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.

     

    Μάταια οι φρουροί μου 

    προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου

    οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους

    και γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.

    Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας

    εξουσιάζουν τις θάλασσες

    και το σουραύλι του Πάνα

    σκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.

     

    Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδες 

    τηβέννους φορούν

    κρατούν σκήπτρα

    αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι

    “αέρα” φωνάζουν

    και υψώνονται πίσω τους

    πτερά ορνίθων.

     

    Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαρα

    δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών

    καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου

    στις πηγές του Μαινάλου

    μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.

     

    Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδα

    όνειρό σας το Θούριο

    και τραγούδι σας το τουφέκι.

     

     

    Αρκαδία VI

     

     

     

     

     

     

  • 1969

    Στον άγνωστο ποιητή

    Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.

    Από την Αυστραλία στον Καναδά

    κι από την Γερμανία στην Τασκένδη

    σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά

    διασκορπισμένοι οι Ελληνες.

     

    Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.

    Κρατούμενοι και κρατούντες

    δέροντες και δερόμενοι

    διατάσσοντες και διατασσόμενοι

    τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι

    κατέχοντες και κατεχόμενοι

    διηρημένοι οι Έλληνες.

     

    Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.

    Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί

    απορούν τα βουνά και τα έλατα

    οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια

    λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου

    σήμερα τόπος θανάτου.

     

    Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.

    Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος

    τόση ανδρεία φόβος

    τόση αδυναμία η δύναμη

    τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές

    πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου

    σήμερα χώρα υποτελών.

     

    Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.

    Όμως αν λησμονούν οι θνητοί

    που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου

    η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα

    και τις σκοπιές

    η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια

    φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα

    που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.

     

    Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.

    Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ

    πολύμορφο ποτάμι

    τυφλό από το αίμα

    κουφό από το βόγγο

    ανήμπορο από το μέγα μίσος

    και τη μεγάλη αγάπη

    που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.

     

     

    Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες

    σφιγμένες σε δυο ποτάμια

    δυο βουνά δεμένα με σκοινιά

    στον πάγκο της ταράτσας.

    Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο

    και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα

    από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.

    Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος

    π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.

    Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη

    που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά

    και κρυφά βάφεις μ’ αίμα

    τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως

    που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.

     

    Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου

    Πάσχα Ελλήνων.

     

    Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.

     

     

    Αρκαδία VI

     

     

     

     

     

     

  • 1969

    Μαρκ Μαρσώ

    Τι κι αν είμαι εξορία
    να υπακούω στον φρουρό
    έχω κάθε ελευθερία
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Τι κι αν είμαι φιμωμένος
    να μουγκρίζω όσο μπορώ
    είμαι κατοχυρωμένος
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Το Ινστιτούτο Μπουμπουλίνας
    ανεβάζει το ρυθμό
    της Εθνικής Οικονομίας
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

    Σκλάβος, ρες, δούλος, παρίας
    είδατε άλλον λαό
    σκλάβο της ελευθερίας;
    το είπε ο κύριος Μαρσώ.

  • 1969

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    προέρχομαι από τους Βησιγότθους,

    Οστρογότθους, Μαυρογότθους

    Κατοικώ σε σπήλαια

    λαξεύω ρόπαλα

    πίνω νερό σε κρανία.

    Επάγγελμά μου ο θάνατος.

    Όμως προσωρινώς υπηρετώ

    το μεγάλο Δράκο

    που με έχει αποσπάσει στην Αρκαδία.

    Πάνω απ’ το δέρμα μου

    φορώ στολή

    στους ώμους έχω αστέρια,

    κρύβω το ρόπαλο επιμελώς

    μέσα στη χλαίνη.

     

    Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου

    προέρχομαι από τους Μαμελούκους

    Μαυρολούκους, Σουσουλούκους

    είμαι διασταύρωση Νεάντερνταλ και λύκου.

    Όμως σήμερα, προσωρινώς, 

    κυκλοφορώ με τζιπ,

    τρομοκρατώ παιδιά και γυναίκες.

    Έχω ειδικότητα στο ψάξιμο

    ψάχνω ψυχές παιδιών

    και σταλάζω το φόβο

    επιβάλλω το Νόμο

    το Νόμο του μεγάλου Δράκου

    που μ’ έχει αποσπάσει προσωρινώς

    στην Αρκαδία.

     

     

    Αρκαδία X

     

     

     

     

     

     

  • 1969

    Είχα τρεις ζωές

    Είχα τρεις ζωές

    τη μια την πήρε ο άνεμος

    την άλλη οι βροχές

    κι η τρίτη μου ζωή

    κλεισμένη σε δυο βλέφαρα

    πνίγηκε μες στο δάκρυ.

     

    Έμεινα μόνος

    χωρίς ζωή, χωρίς ζωές

    τη μια την πήρε ο άνεμος

    την άλλη οι βροχές.

     

    Έμεινα μόνος

    εγώ κι ο Δράκος

    στη μεγάλη σπηλιά.

     

    Κρατώ ρομφαία

    κρατώ σπαθί

    εγώ θα σε πνίξω

    εγώ θα σε σκοτώσω

    εγώ θα σε σβήσω

    εγώ θα σε τινάξω

    πάνω απ’ τη ζωή μου

     

    γιατί έχω τρεις ζωές

    η μια για να πονάει

    η άλλη για να θέλει

    κι η τρίτη για να νικά.

     

     

    Αρκαδία X

     

     

     

     

     

     

  • 1969

    Τα καλλίτερα μας χρόνια

    Τα καλλίτερά μας χρόνια

    θάλασσα πλατειά

    μες στο σύρμα τα περνάμε

    μάνα μου γλυκειά

    για ένα όνειρο, μια ιδέα

    τόσες μέρες, τόσες νύχτες

    τόσους αναστεναγμούς.

    Τους εχθρούς του πάλι ο Λαός

    θα σαρώσει σαν άγριος ποταμός

    θα τους πνίξει μες στο αίμα

    στην οργή και στη ντροπή.

     

  • 1969

    Στον Ωρωπό

    Στον Ωρωπό θα βρεις

    μια γη ελληνική

    που την ποτίζουν με μια πίστη θεϊκή

    τα παλικάρια που για την ελευθεριά

    αφήνουν μάνες, κόρες, σπίτια και παιδιά.

     

    Έλληνες, αδέλφια του Φεραίου

    ψάλλετε περήφανα τραγούδια λευτεριάς.

     

    Για να λείψει πάλι το σαράκι

    που μας τρώει τη σάρκα την ελληνική

    ενωμένοι μέσα στον Αγώνα

    για να λάμψει νέα νίκη λαϊκή.

     

  • 1970

    Μην ξεχνάς τον Ωρωπό

    Ο πατέρας εξορία 

    και το σπίτι ορφανό

    ζούμε μες στην τυραννία 

    στο σκοτάδι το πηχτό.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

    Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη 

    κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά

    στην πατρίδα μας νυχτώνει

    ορφανή η αγκαλιά.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

    Μες στα σύρματα κλεισμένοι

    μα η καρδιά μας πάντα ορθή

    πάντα ο ίδιος όρκος μένει

    λευτεριά και προκοπή.

    Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

     

     

    Ωρωπός 1969-1970

     

     

     

     

     

     

     

     

  • 1970

    Διότι δεν συνεμορφώθην...

    Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα

    τον γαλάζιο ουρανό

    μια μανούλα περιμένει

    χρόνια τώρα να τη δω.

    Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

     

    Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει

    μες στο σύρμα περπατώ

    θα περάσουν μαύρες μέρες

    δίχως να σε ξαναδώ.

    Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

     

    Αλικαρνασσός, Παρθένι

    Ωρωπός, Κορυδαλλός

    ο λεβέντης περιμένει

    της ελευθεριάς το φως.

    Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

     

     

    Ωρωπός 1969-1970