Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra barborka ciekawy domowej rekami

Ο Ήλιος και ο Χρόνος

03.02.2014

Όταν έγινε η Δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967, ο Μίκης Θεοδωράκης διέφυγε την σύλληψη και μπήκε στην παρανομία, όπου παρέμεινε έως τις 16 Αυγούστου του ίδιου έτους, οπότε συνελήφθη από δυνάμεις της Γενικής Ασφάλειας υπό τους Β. Λάμπρου και Π. Μπάμπαλη στο σπίτι στο οποίο είχε καταφύγει στο λόφο του Προφήτη Ηλία, στο Χαϊδάρι.

Οι συνθήκες της σύλληψης ήταν δραματικές. Ακολούθησε η μεταφορά του στην έδρα της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας και η πλήρης απομόνωσή του.

Ο «Ήλιος και ο Χρόνος» που γράφτηκε υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων και αυτής της ψυχολογίας είναι ένα ντοκουμέντο που μας αποκαλύπτει μια εντελώς ξεχωριστή και άγνωστη πλευρά του συνθέτη που πλανιέται πάνω από το έργο του σαν ένας μετεωρίτης.

Αναλύοντας τα 32 ποιήματα αυτού του κύκλου ανακαλύπτουμε δύο βασικά στοιχεία τους:.

Πρώτον το άκρως υποκειμενικό τους υπόστρωμα που αγγίζει τα όρια της παράνοιας και που όμως οδηγεί συχνά σε εξάρσεις ενός καθαρότατου ποιητικού λυρισμού και

Δεύτερον την προφητική τους εμβέλεια. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1967 ο Θεοδωράκης κατέγραψε στον «Ήλιο και Χρόνο» το πολιτικό μέλλον τόσο το δικό του όσο και της χώρας του και του Λαού του. Οι πολιτικές εξελίξεις που έμελλαν να ακολουθήσουν –ιδιαίτερα στον χώρο της Αριστεράς- καταγράφηκαν με τρόπο τόσο σαφή, που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει το ερώτημα: Αφού εγνώριζε, τότε γιατί συνέχισε;

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται ειδικά για την μελοποίηση των ποιημάτων η οποία έγινε στην ίδια εποχή: Από πού προέρχεται αυτή η εντελώς καινούρια για τον συνθέτη μουσική γλώσσα; Θα έλεγε κανείς ότι γυρίζει την πλάτη ακόμα και στη δική του μουσική όπως την είχε καταγράψει λίγους μήνες πριν, στα έργα εκείνης της εποχής, δηλαδή στα «Λαϊκά» και το «Romancero Gitano”.

Αυτά τα ροκ στοιχεία τι σημαίνουν; Μήπως είναι η μουσική καταγραφή της απογοήτευσής του για την κατάντια της χώρας του και μάλιστα απογοήτευση διπλή: Αφ’ ενός γιατί μπόρεσε να υπάρξει και να σταθεί αυτού του είδους η Δικτατορία και αφ’ ετέρου γιατί ο ελληνικός λαός αποδείχθηκε ανίκανος να αντιδράσει.

Επομένως με τον «Ήλιο και Χρόνο» ο Θεοδωράκης πραγματοποιεί μιαν ασυνείδητη, υπερλογική θα λέγαμε απογείωση από την πραγματικότητα εκείνης της φοβερής για τον ίδιο στιγμής. Δραπετεύει νοητικά από την Ελλάδα ακόμα και της δικής του μουσικής που τώρα μπορεί να την δει ελεύθερα και από ψηλά προβλέποντας το τέλος της Μεγάλης Ουτοπίας. Με άλλα λόγια τα αναγεννησιακά οράματα με τα οποία γαλουχήθηκε η δική του γενιά –η γενιά της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου- και που τη βοήθησαν να αντέξει τις δοκιμασίες. Αυτή όμως η καινούρια δοκιμασία της Χούντας θα ήταν η τελευταία για τον ίδιο και τη γενιά του. Από δω και πέρα δεν θα είναι παρά ένας:

            χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες

            καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων

            ν’ ανασαίνει πτωμαϊνη λουλουδιών

            ο άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο άνθρωπος!

 Η αγαπημένη του Αθήνα έχει ήδη χαθεί

            στο βυθό των αιώνων

όπου μόνο οι ψαροντουφεκάδες πια μπορεί να δουν τα συσσωρευμένα ερείπια:

            Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά

            η Γενική κέντρο του κόσμου

Εν τούτοις ο ίδιος με την απόφασή του να υποστεί τη νέα δοκιμασία δέχεται τον χαιρετισμό των άστρων σαν ανταμοιβή, γιατί αναδείχθηκε άξιος του Νόμου της Παγκόσμιας Αρμονίας.

            πέντε εκατομμύρια έτη φωτός

            σταθερή γραμμή διασχίζει

            πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες

            σε πέντε μόνο μέτρα

            απ’ το κελί μου.

Δεν υπάρχουν πια οράματα, δεν υπάρχουν πια αινίγματα που η λύση τους να οδηγεί στο χτίσιμο ενός νέου κόσμου όμορφου, δίκαιου, πολύχρωμου και προ παντός ανθρώπινου. Η Μοίρα μας έχει μεταμορφωθεί σε Σφίγγα

            Όμως το άλλο δεν υπάρχει

            είμαστε εμείς η Μοίρα μας

            που μας λοξοκοιτάζει

            Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα

            δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε

            δεν υπάρχει αίνιγμα

            δεν υπάρχει διαφυγή

            από τον πύρινο κύκλο

            του Ήλιου και του Θανάτου.

Εν τούτοις ο Μίκης και η γενιά του πάνω από είκοσι αιώνες ονειρεύονται γιασεμί… Και τώρα πρέπει να μάθει –να μάθουν όλοι οι νεοέλληνες να ζουν-

            ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν

            μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς (τους).

Να μάθουν να

ανατέλλουν και να δύουν

να υπάρχουν και να μην υπάρχουν

Το χειρότερο για τον συνθέτη – ποιητή είναι ότι από δω και στο εξής θα:

            με βλέπουν

            χωρίς να μπορώ να δω τον εαυτό μου.

Που σημαίνει ότι ενώ γνωρίζει τι τον περιμένει, θα προσφέρει εν τούτοις τον εαυτό του θέαμα στα αδηφάγα βλέμματα των τρίτων, ενώ αυτός μη μπορώντας να δει τον εαυτό του θα βιώνει καθημερινά την ουτοπία έως τα έσχατα όριά της.

Φυσικά δεν θα έχει πια αυταπάτες, αφού θα ξέρει πως

            ένα βήμα μετά το χάος

            υπάρχει χάος

            εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά

            υπάρχω μέσα στο χάος

            δεν υπάρχω.

Και γνωρίζει ακόμα ότι όπως λέει

            κρατιέμαι από ένα λουλούδι

ενώ παραμένει

            αμετάθετος μένω ψηλά

τη στιγμή που

            η Γη προχωρεί καλπάζοντας προς τη σκέψη μου

μια σκέψη κενή, που την έχουν αδειάσει οι ιστορικές συγκυρίες, αυτές που πρόδωσαν εκατομμύρια απλούς ανθρώπους, που πίστεψαν. Όπως κενή είναι και η Φύση από συμπόνοια στο δράμα του ανθρώπου

            ο Ήλιος συμπιέζεται, αποκαλύπτει το κενό

            τρία κενά συγκρούονται

            η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.

Μονάχα ο Νόμος, ο Νόμος του ισχυρότερου δεν συγκρούεται με το κενό. Και αυτός ο Νόμος τελικά θα θριαμβεύσει. Όμως θα περάσουν από τότε πολλά χρόνια για να φτάσουμε στη μία και μοναδική υπερδύναμη:

            κάτω στη Γη διασπορά

            ο Νόμος του Νόμου ω Νόμε

            ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό

            όταν φορεί κράνος καπνίζει

            όταν φορεί πιτζάμες μεταξωτές

            δεν καπνίζει, δεν καπνίζει

            καπνίζουν τα χωριά

            τα δάση οι ρυζώνες

τα βομβαρδισμένα βεβαίως…

Τώρα γνωρίζει πια ότι το λάθος είναι δικό του, όπως και του κάθε ανθρώπου. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, για τις αποφάσεις και τις πράξεις του. Από δω και πέρα στην Κόλαση θα οδηγηθούμε ένας – ένας τυλιγμένοι στη μοναξιά μας.

            αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ

            είμαι εγώ αυτό που θέλει

            αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ

            όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ

και μονάχα μετά το τέλος

            όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ

            όμως εσύ είμαι εγώ

δείχνοντας έτσι πως μοναδικό φως μέσα στο χαοτικό σκοτάδι που τον τυλίγει είναι το άλλο πρόσωπο, ο Έρωτας.

            μυρτιά, μυρτιά, μυρτιά

            γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω

            γιατί χωρίς εσένα

            δεν μπορώ να είμαι μόνος

            εντελώς μόνος να είμαι.

Οχυρωμένος πίσω από τη φοβερή δύναμη της Μοναξιάς μπορεί τώρα να δει καθαρά πώς διαγράφει η Μοίρα το μέλλον του ανθρώπου, της χώρα του, του ίδιου του εαυτού του.

            Έξω απ’ αυτό τον κύκλο δε θα περάσεις

            θα μείνεις μέσα

            Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος

            η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα

            τη νύχτα κουρδίζεις

            τη μέρα ξεκουρδίζεις

            υπόκλιση χαμόγελο

            κραυγή βλαστήμια

            όλα ρυθμισμένα

            από τον κατασκευαστή.

Αλήθεια, πόσο καθαρά μπορούμε να δούμε σήμερα αυτούς που μας κουρδίζουν και μας ξεκουρδίζουν, αυτούς που μπροστά τους υποκλινόμαστε ακόμα κι όταν βλαστημάμε. Πόσο γνωστό μας είναι σήμερα το πρόσωπο του «κατασκευαστή».

Ήδη από τότε είχε μπει μπροστά η μηχανή που θα μας μετέβαλε σε μυρμήγκια. Στρατιές μυρμηγκιών που υπακούουν τελικά στον βηματισμό που επιβάλλει ο «κατασκευαστής». Τα άτακτα μυρμηγκάκια τα περιμένει μαύρο σκοτάδι… Έως ότου συνετισθούν και μπουν κι αυτά στη γραμμή

            Ήλιος ο Πρώτος, Αθήνα η πρώτη

            Μίκης ο εκατομμυριοστός

            έπονται εκατό χιλιάδες

            και άλλες εκατό

            και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι

            και ούτω καθ’ εξής

            έως τη συντέλεια του κόσμου.

Μόνο θα ‘ταν καλλίτερα αντί για χιλιάδες να διαβάζαμε εκατομμύρια. Όλα έχουν γι’ αυτόν τελειώσει. Δεν έχει πια την παραμικρή αμφιβολία. Κι αν ακόμα επιζήσει δεν θα είναι ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος. Όπως συμβαίνει με τα Άστρα που πεθαίνουν ενώ το φως τους εξακολουθεί να ταξιδεύει μέσα στα ερέβη.

            Ποτέ ποτέ ποτέ

            δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες

            (….) Ποτέ ποτέ ποτέ

            δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές

            όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω

            Ποτέ ποτέ ποτέ

            δε θα γνωρίσω τη μία σημαία

            τη μοναδική

Εξ άλλου

            όταν πλάγιασα στην αμμουδιά

            οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα

            όταν μπήκα στη θάλασσα

            οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά

Τι συνέβη άραγε και δεν θα μπορέσει να ξανασυναντηθεί με το λαό του που τόσο αγάπησε και τόσο τον αγάπησαν; Ποιο είναι το λάθος του; Και με ποια δύναμη κατάλαβε από τότε πως οι δρόμοι του πολιτικού αλλά και του μουσικού που εκείνος θα επέλεγε στο μέλλον δεν θα διασταυρωνόταν σχεδόν ποτέ με κείνους τους δρόμους που θα ‘παιρνε ο λαός ή που θα τον έκαναν να πάρει; Και αφού το ήξερε γιατί δεν παραιτήθηκε; Γιατί εξέθεσε τον εαυτό του σ’ αυτή την ατελείωτη σειρά από χαμένα ραντεβού; Και για ποιο άλλο λόγο υπέμεινε κλεισμένος στο κελί του τις βαναυσότητες των δημίων του εάν δεν το έκανε για τον ίδιο τον Λαό; Ήταν άραγε η δύναμη της ουτοπίας πιο δυνατή απ’ την ίδια τη ζωή;

Το επόμενο ποίημα ίσως να είναι το κλειδί σ’ αυτό το ερώτημα. Γιατί μας λέει πως από τότε έφυγε, πέταξε, απογειώθηκε, τυλίχτηκε σε κόσμους φανταστικούς. Στους κόσμους των οραμάτων, των ήχων, του τέλειου κόσμου της φαντασίας που θα τον απομόνωνε και θα τον προστάτευε από μια πραγματικότητα που όλα την οδηγούσαν στο θλιβερό μαντρί του κατασκευαστή:

            Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου

Εκεί όπως φαίνεται κατέφυγε οριστικά συντροφιά με

            νύμφες και ουράνιες πόρνες

που

            ακούν τους καταρράκτες

            που χάνονται

            στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου

            εκεί αρχίζει η Γη

            και τελειώνει το Σύμπαν.

Από κει και πέρα ελεύθερος θα ταξιδεύει μέσα στους γαλάζιους αιθέρες της φαντασίας του:

            μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν

            χτυπούν τα ξύλινα φτερά

            και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.

Να υποθέσουμε ότι από τον Σεπτέμβριο του ’67 έως σήμερα όλο το μουσικό του έργο δεν θα είναι παρά «ο θρήνος των τζετ»;

Και να η πρώτη δυσαρμονία με την ελληνική πραγματικότητα. Να η αντίθεση που τον απομονώνει από τους άλλους. Να το πρώτο «χαμένο ραντεβού» με την κανονική τάξη των πραγμάτων, με την φυσιολογική στάση των φυσιολογικών ηγητόρων που λειτουργούν φυσιολογικά απέναντι σ’ ένα λαό που αποδέχεται τη νέα κατάσταση σαν ένα σχεδόν φυσιολογικό γεγονός και γι’ αυτό συνεχίζει φυσιολογικά τη ζωή του σε αντίθεση με κείνον που σαν μαύρο πρόβατο είναι πεταμένος γυμνός σ’ ένα κελί στο τέταρτο πάτωμα της Μπουμπουλίνας.

            Ο Ελύτης ο Γκάτσος

            ο μέγας Σεφέρης

            ο Τσαρούχης ο Μινωτής ο Χατζιδάκις

            η Βέρα η Ντόρα η Τζένη

            ο κινηματογράφος το θέατρο

            η μουσική

            και τόσοι άλλοι

            οι ποιητές οι ποιητές

            και τόσοι άλλοι

            κι εσύ κι εσύ κι εσύ

            ο φίλος ο εχθρός

            ο αντίπαλος ο αντίζηλος

            κοιμηθείτε ήσυχα

            ο λογαριασμός είναι πληρωμένος

            ο φίλος που πληρώνει

            έχει λεφτά.

Πολύ άσχημο στην Ελλάδα να μην είσαι κι εσύ «φυσιολογικός». Ίσως αυτό να σου στοιχίσει τον δια βίου εξοστρακισμό σου… Και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβη τότε… Και όλα τα άλλα –δήθεν κριτικές και δήθεν παράπονα- δεν είναι παρά προσχήματα.

Ακριβώς τότε λοιπόν, όταν έχασε το πρώτο ιστορικό θα λέγαμε ραντεβού του με τους άλλους, με τους πολλούς, σημειώθηκε το οριστικό ράγισμα που δεν έμελλε να συγκολληθεί ποτέ.

Τότε όταν βάζει τον Λαό να του λέει απροκάλυπτα:

            Όταν εσύ φωνάζεις

            εγώ κοιμάμαι

            όταν εσύ πονάς

            εγώ χασμουριέμαι

            όταν εσύ σφαδάζεις

            εγώ ξύνομαι.

Ξεχωριστή θέση έχει μέσα στο ποίημα η πρώτη συνάντησή του με τον πατέρα του. Τότε θυμήθηκε τις ατελείωτες διηγήσεις του για τα ανδραγαθήματά του στους Βαλκανικούς πολέμους και τον τραυματισμό του στο Μπιζάνι της Ηπείρου.

            Έκτη Σεπτεμβρίου

            ώρα έντεκα πρωινή

            τώρα λούζονται τα πουλιά στα ποτάμια

            στα έλατα τρίβονται οι βοριάδες.

            Σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι

            Τώρα κάθεσαι και με κοιτάς

            πίνεις καφέ στάζεις φαρμάκι

            αγάπη αγάπη

            ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι

            ώρα έντεκα πρωινή.

Μια λέξη δυο φορές: Αγάπη – Αγάπη. Αυτή η λέξη είναι που θα τον συγκρατήσει να μη χαθεί μέσα στην παράνοια του τρόμου και της απελπισίας.

Γιατί ζει μέσα σ’ ένα σφαγείο, όπως θα το περιγράψει αργότερα στα «Τραγούδια του Αντρέα» όπου συνυπάρχουν:

            ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής

            ο άρχων των βασανιστηρίων

και ο    Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος

μια οπτασία – σαρκασμός για έναν γυμνό και ανυπεράσπιστο απόγονό του παραδομένο στην απόλυτη θέληση των σπιθαμιαίων βασανιστών του.

Ακολουθούν κι άλλες οπτασίες – σαρκασμοί:

            Αγια-Σοφιά στίφη βαρβαρικά

            το υγρόν πυρ

            ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι

Όπου κι αν στρέψει το βλέμμα, στο μέλλον, στο παρόν, στο τώρα, στην Ευρώπη, στην Ασία, στον κόσμο όλο, παντού δεσπόζει ο Άρχων του Κακού:

            ζερβά θηρία του Βόρνεο

όπου μόλις είχαν εξοντωθεί 500.000 ινδονήσιοι αριστεροί

            δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι

            μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλτ

            και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη.

Έτσι βέβαιος ότι φτάνει αμετάκλητα η μεγάλη νύχτα, καληνυχτίζει τη ζωή, τον κόσμο, τα όνειρά του, παγιδευμένος, πιασμένος στη δαγκάνα του Ήλιου και του Χρόνου.

            Πάνω κάτω

            ανατολικά δυτικά

μαχαίρια ακόντια

            μαστίγια ορδές

            ορδές αγίων

            ορδές δαιμόνων

            ορδές αγίων

            ορδές στρατηγών

            Είμαι ραδίκι

            σπαρμένο στον κρατήρα

            αντίο Ήλιε

            αντίο Φως

            ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ.

 

Αστέρης Κούτουλας

(Από το πρόγραμμα συναυλίας στο Ηρώδειο, 20.7.2002)